Thursday, September 3, 2009

Δεκαπενταύγουστο στο Καρπάσι

Γράφει η
Άννα Μαραγκού
Από τη Λευκωσία

Εκεί όπου δεν έχει σημασία ποιος είσαι, αλλά από που είσαι, από που κρατά η σκούφια σου. Όχι από πια άλλη χώρα, αλλά από πιο χωριό, ούτε καν από την πλησιέστερη πόλη. Τα σύνορα του Καρπασιού είναι το Τρίκωμο, το Ακρωτήρι τηςη Ελιάς, η Βοκολίδα, η Ταύρου, το Πατρίκι και τα Γαστριά, ο Αης Συμιός, η Νέτα, η Νιτοβίκλα, οι ατέλειωτες παραλίες, οι Χελωνούδες, ο Άγιος, οι Κλείδες, το Δεινάρετο, τα Κορτίλια, ο Άης Θέρισσος, η Γιαλούσα, η Πλακωτή, ο Αγιος Ανδρόνικος, ο Κοιλάνεμος, η Εφτακώμη, και πέρα ο Δαυλός και η Καντάρα. Ανάμεσα σε αυτά μια ήπειρος ατέλειωτη από μόνη της, με θαμμένες φεγγαρόφωτες πολιτείες, με πέτρινα αρχοντικά και θλιμμένες σωριασμένες εκκλησιές, αυλές με γιασεμιά και ζίνιες και ολοπράσινους κούκους, με θρύλους και τραγούδια, βουνά και πεδιάδες, δάση, κοιλάδες, λαξιές, φαράγγια, όρμους και αγκυροβόλια, ξεχασμένα λιμάνια, θαμμένα ναυάγια.
Μια γη ατέλειωτη, φορές άνυδρη, ξερή, άλλες καταπράσινη, πανέμορφη, εύφορη. Όδευσα μακριά από το πλήθος στο ωραιότερο κομμάτι της Κύπρου, εκεί όπου η γη έχει σχέση έρωτα με τους ανθρώπους της, εκεί όπου η θάλασσα απαλύνει και τις χειρότερες σκέψεις, εκεί όπου η δύση του ήλιου παρέα με τη βασιλική του Αγίου Φίλωνα έχει νόημα. Το πρωί της γιορτής προσκυνήσαμε και περάσαμε κάτω από την εικόνα του Άγιου, εκεί στην άκρη της γης, μαζεμένοι όλοι με τα καλά μας, ένα κερί για τον Αγιο, ένα κερί για τον τόπο, ένα κερί για να είμαστε καλά, να αντέχουμε με τα μάτια μας ανοιχτά και να μη ξεχνούμε. Λίγο αγίασμα για να ξαποστάσουμε.

Ταξιδεύοντας από τον Άγιο βορειοδυτικά, πέρασα από το Περιστέρι, θυμήθηκα τα ψαρέματα στο ηλιοβασίλεμα σε άλλους καιρούς, κοντοστάθηκα εκεί που κάποτε στεκόταν η μνήμη του ναού της Αφροδίτης Ακραίας. Σήμερα δυο τεράστιες σημαίες. Συνέχισα, παράλληλα με το νερό και τους βράχους, μπήκα και χάθηκα και πάλι στο δάσος του Κόρακα, αγνάντεψα από μακριά τα Κορτίλια και τους γλάρους, και εκεί στους Πέντε Αγιούς συνάντησα μια παρέα να κάθετε κάτω από τη σκιά μιας χαρουπιάς. Καρπασίτες, με τη γιαγιά να δεσπόζει, αδύναμοι να απομακρυνθούν για πολύ από τους τόπους τους. Κουβεντιάσαμε, μας οδήγησε η γιαγιά στο μονοπάτι μέχρι τη θάλασσα. Εκεί στο αγίασμα κάτω ένας Βαρωσιώτης ψάρευε. Παρέα με τη γυναίκα του, να στέκουν ώρες, συντροφιά τους η θάλασσα, ο ήλιος, τα βράχια, το καλάμι, τα ψάρια, το πέλαγος.
-Εδώ έρχομαι κάθε Πέμπτη και φεύγω την Κυριακή.
-Εδώ στέκομαι, εδώ ζω, μου είπε.

Προχώρησα προς τα Μωρά Ψάρια, τον Έξαρχο, έφτασα στην Αφέντρικα, προσκύνησα την Ασώματο, τη Χρυσιώτισσα, τον Άη Γιώργη και σκέφτηκα τα Αγρίδια, τις οικογένειες των φράγκων ευγενών που κατοικούσαν εδώ, τις βυζαντινές πολιτείες που χάθηκαν, τα πολύβουα λιμάνια, τις ζωές που χάθηκαν, τις ιστορίες που μας λέει ακατάπαυστα η Νάσα Παταπίου. Εκείνη και αν γνωρίζει το Καρπάσι. Βέρα Καρπασίτισσα, κάθε πέτρα, κάθε γειτονιά, κάθε θρύλο, αλλά και κάθε πλάσμα.

Συνάντησα τους δικούς μας ανθρώπους, άκουσα τις ταλαιπωρίες και τις σκέψεις τους, το βάσανο της μοναξιάς, του παιδέματος της ζωής, ένιωσα όμως ότι αναμένουν ακόμη, ελπίζουν, καρτερούν, με μια ιώβεια υπομονή, το πέρασμα του χρόνου. Δεν είναι εύκολη η ζωή στην Καρπασία. Θέλει αντοχές που οι νεώτεροι Ευρωκύπριοι δεν διαθέτουν, θέλει κόκκαλο να αντέξεις τον χειμώνα το σπίτι που στάζει και να κάμνες αιτήσεις απανωτές στο καθεστώς για να σου εγκρίνουν να διορθώσεις τη στέγη. Θέλει νεύρο να αντέξεις να καταπίνεις τον πόνο σου, να χάνεις τα παιδιά σου, θέλει καρτερία και ταπείνωση, θέλει διπλωματία, θέλει να ξέρεις τις λόξες και τα τερτίπια του στρατού και της αστυνομίας, θέλει να τα βγάζεις πέρα με τη δική μας γραφειοκρατία.

Μια καινούργια γενιά μεγαλώνει στο Καρπάσι αφύσικα, με χιλιάδες προβλήματα. Δεν χωράνε πια κάτω από το χαλί, ξεχείλησαν! Αμμά, όπως λέει και η φίλη μου η γιάτρενα, άκουσα και την άλλη πλευρά, άκουσα τους Τύλληρους που βρίσκονται εκεί.
Κατατρεγμένοι σαν σκυλιά έφυγαν από τα χωριά τους το 63. Έζησαν 12 χρόνια μέσα σε σπηλιές στα Κόκκινα, άλλα τόσα στην Τουρκία, σήμερα να κατοικούν και «γλέπουν» τη Γιαλούσα, δε φεύγουμε εμείς αν δεν έρθουν πίσω στα σπίτια τους οι Γιαλουσίτες. Εμείς θα φύγουμε όταν επιστρέψουν εκείνοι, αμμά τα σπίθκια τους εν να τα πιάουν οι άλλοι, επιμένει φορτικά ο Ερτογάν.
Άννα Μαραγκού

7 comments:

ΕΛΕΝΑ said...

Απίστευτο!!!
Τι κουράγια πρέπει να διαθέτουν αυτοί οι άνθρωποι??

Αφροδίτη Κ. said...

"Ήταν ο τόπος μου σαν το χαμόγελο,
όνειρο καθημερνό. Κάποιος τον
πούλησε, κάποιος τον ρήμαξε
σαν δανεισμένη πραμάτεια."

Ζωντανή η γραφή της Άννας Μαραγκού ... με γέμισε εικόνες και συναισθήματα για ένα τόπο που δεν αντίκρισα ποτέ.

Όμορφη επιλογή σου Φοίβο

jf said...

"Θέλει αντοχές που οι νεώτεροι Ευρωκύπριοι δεν διαθέτουν", πολύ αληθινό...

Brad said...

Your photos are great and bright :)
Brad

Anonymous said...

Μπράβο στην Αννα...

Ενας φίλος μου είπε πως επισκέφθηκε πρόσφατα για πρώτη φορά το Ριζοκάρπασο, και έμεινε με ανοικτό το στόμα που η γρια θεία της συζύγου του έπιανε λέει τις ώρες της ατέλειωτης μοναξιάς της, κουβέντα με τα χτηνά της αυλής!

Η Καρπασία βρισκεται ακόμα αλλού, και όποιος θέλει να έχει άποψη για την Κυπρο του σήμερα πρέπει να παει...

Λεμέσια said...

Κάθε φορά που διαβάζω ένα οδοιπορικό για την Καρπασία, συνειδητοποιώ πόσο λίγα πράγματα γνωρίζουμε γι αυτή τη χερσόνησο και τους ανθρώπους της. Θα έπρεπε να υπάρχει μεγαλύτερη προβολή της ζωής των εγκλωβισμένων στις ελεύθερες περιοχές κι όχι μόνο να τους θυμόμαστε στις επετείους, εμείς οι "Ευρω"-κύπριοι...
Φοίβο, ευχαριστούμε και σένα και την Άννα γι αυτό το αφιέρωμα...

Phivos Nicolaides said...

@ ΕΛΕΝΑ. Απίστευτο, αλλά, όμως αληθινό. Όσο για το κουράγιο τους, υποθέτω είναι λίγο μεγαλύτερο από το δικό μας στις άνετες πολυθρόνες των σπιτιών μας...

@ acer_v. Ζωντανή και δυνατή η γραφή της Άννας, όπως και η δική σου Αφροδίτη.

@ JamanFou. Θέλει μεγάλες αντοχές που οι νεώτεροι Ευρωκύπριοι στην Κύπρο και την Ελλάδα, φαίνεται να μην πολυ-διαθέτουν...

@ Brad. Thank you Brad by heart. I only wish you could read the true story of the post.

@ strovoliotis. Χίλια μπράβο στην Άννα. Συμφωνώ μαζί σου.

@ Λεμέσια. Να 'σαι πάντα καλά Λεμέσια μας.