Της
Μαρίας ΒεριβάκηΑπό το blog της
MEDITERRANEAN KIWI(Το κείμενο αυτό βασίζεται σε ένα διήγημα που αρχικά γράφτηκε πριν από 25 χρόνια. Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ‘Evening Post’, την πρώην βραδινή εφημερίδα του Ουέλινγκτον, της Νέας Ζηλανδίας και βραβεύτηκε. Το πρώτο μέρος αυτής της ιστορίας δημοσιεύτηκε στις 9 Ιουλίου 2008, στο
Organically cooked).
.
Όταν το 1974 ήρθα στην Ελλάδα για διακοπές με τους γονείς μου, σκεφτόμουνα ότι θα ήμουνα σε ένα τόπο όπου όλοι ζούσαν δίπλα στη θάλασσα, κάτω από τον ήλιο με χαμογελαστά πρόσωπα. Δεν περίμενα να αντιμετωπίσω τα συναισθήματα που έδειχναν τον φόβο του πολέμου και την αποστολή στρατιωτών να πολεμήσουν για την πατρίδα τους. Μετά από τρεισήμισι μήνες, το οικογενειακό ταξίδι στην πατρίδα των γονιών μου τελείωνε. Τα εισιτήρια επιστροφής για τη Νέα Ζηλανδία ήταν για τις 21 Ιουλίου του 1974.
Την παραμονή της αναχώρησής μας, ήμασταν στον Πειραιά. Ήταν μια τοπική αργία στη γειτονιά, κοντά σε μια εκκλησία που γιόρταζε τον άγιο της, τον Προφήτη Ηλία. Οι βαλίτσες ήταν έτοιμες για την αναχώρησή μας την επόμενη μέρα. Η χαλαρότητα τις αργίες είναι αναμενόμενη και η γειτονιά ήταν ήσυχη. Η θεία μου, μας είπε να ετοιμαστούμε για να πάμε στην εκκλησία. Είχε ετοιμάσει φαγητά για να πάρουμε μαζί μας, να τα φαμε στο πάρκο της εκκλησίας. Σε κάποια στιγμή, χτυπά η πόρτα.
Ήταν η άλλη μου θεία η Βαρβάρα. Ήταν κατατρομαγμένη. Πάντα ήταν κάπως ανήσυχος τύπος. "Είδες πάλι κανένα φάντασμα Βαρβάρα;" την ρωτά η θεία μου.Η Βαρβάρα με βουρκωμένα μάτια ξεσπά στα κλάματα. "Δεν ακούσατε τίποτα;" "Τι ν' ακούσουμε;" της λεει η θεία μου ανήσυχη τώρα κι αυτή. "Άρχισε πόλεμος". Δεν τ' ακούσατε;"
Ανοίξαμε το ραδιόφωνο. Όλοι οι ραδιοφωνικοί σταθμοί μετέδιδαν το ίδιο μαγνητοφωνημένο μήνυμα: "... κατάσταση πολέμου ..., ... εκτάκτου ανάγκης ... γενική επιστράτευση" (κινήσεις στρατιωτικών μονάδων μάχης)... ". Η θεία μου τότε ανησύχησε.
Στις 20 Ιουλίου, 1974, η Τουρκία εισέβαλε στη βόρεια Κύπρο (κατέχει ένα κομμάτι του νησιού παράνομα τα τελευταία 34 χρόνια - η κατάσταση αυτή στην περιοχή εξακολουθεί να μην αναγνωρίζεται παγκοσμίως) και τα ελληνικά αεροδρόμια έκλεισαν για όλες τις διεθνείς πτήσεις. Από τη μια νύκτα στην άλλη, από εκδρομείς, γίναμε ξένοι αλλοδαποί.
Στον τάφο του διάσημου Ελευθέριου Βενιζέλου στα Χανιά. Πορτοκαλεώνες σε χωριό το 1974
Όλοι οι άνδρες ηλικίας κάτω των 40, κλήθηκαν για υποχρεωτική επιστράτευση. Ο πατέρας μου ήταν 39 ετών τότε. Ως Έλληνας πολίτης, έπρεπε να πράξει το καθήκον του. Η πολιτεία επιστράτευε όλους τους άνδρες που το απολυτήριο της στρατιωτικής τους θητείας ήταν έγχρωμο. Εκείνοι που είχαν απολυτήριο λευκού χρώματος ήταν απαλλαγμένοι από την υπηρεσία. Ο πατέρας μου δεν μπορούσε να θυμηθεί τι χρώμα ήταν το πιστοποιητικό του. Ήξερε όμως, ότι το είχε βάλει στην εσωτερική τσέπη ενός παλαιού κουστουμιού με το οποίο είχε ταξιδέψει στη Νέα Ζηλανδία και το οποίο κρεμόταν στην ντουλάπα του σπιτιού μας στο Ουέλινγκτον. Μετά από μερικά τηλεφωνήματα από γειτονικά σπίτια - επέμεναν οι άνθρωποι να μην πάρουν λεφτά παρόλο που τα τηλεφωνήματα δεν ήταν φθηνά τότε - κατορθώσαμε να εντοπίσουμε μια θεία μου, που είχε το κλειδί του σπιτιού μας. Βρήκε το πιστοποιητικό (το σπίτι είχε διαρρηχθεί) και μας τηλεφώνησε αμέσως από το σπίτι μας, να μας πει πως ήταν λευκό. Της είπαμε να μην μας περιμένουν στο αεροδρόμιο. Μας ρώτησε πότε θα γυρίσουμε πίσω; Δεν ξέρουμε, ήταν η απάντηση της μάνα μου. Πάρε τα κορίτσια και πηγαίνετε σπίτι μας, φώναζε ο πατέρας στη μητέρα μου. Δεν φεύγω χωρίς εσένα, του έλεγε η μάνα μου. Αυτός πραγματικά δεν ήθελε ούτως ή άλλως να γυρίσει πίσω στη χώρα που είχε μεταναστεύσει.
Στην τρυφερή ηλικία των οκτώ χρόνων, για μένα, η λέξη πόλεμος σήμαινε Ναζί και πεινασμένα γυμνά παιδιά, πράγματα τα οποία δεν είχαν καμιά ομοιότητα με τον πόλεμο που εκτυλισσόταν στην Ελλάδα. Οι άνθρωποι δεν έβγαιναν έξω από τα σπίτια τους. Οι δρόμοι είχαν αδειάσει, δεν επιτρεπότανε να ακούσουμε μουσική -όλα είχαν απαγορευτεί (επιπλέον της λογοκρισίας που άλλωστε υπήρχε επί χούντας). Όλοι είχαν ενεργοποιημένα τα ραδιόφωνα για να ακούουν τις ειδήσεις. Οι άνθρωποι τριγυρνούσαν γύρω από τις αυλές των σπιτιών τους. Εάν έπρεπε να πάνε κάπου - τα αυτοκίνητα διέσχιζαν τους δρόμους μόνο περιστασιακά - περπατούσαν βιαστικά και φοβισμένα. Κάθε φορά που αντίκριζαν μια θρησκευτική εικόνα έκαναν τον σταυρό τους και ψιθύριζαν μια προσευχή. Η αδερφή μου και εγώ, που ήμασταν επίκεντρο της προσοχής όλων ως οι ‘Ελληνίδες ξένες τουρίστριες’, τώρα, δεν μας έδινε κανείς σημασία.
Ο πατέρας μας δεν είχε στρατευθεί. Οι πατεράδες άλλων παιδιών οι τα αδέλφια τους δεν ήταν τόσο τυχεροί, πράγμα που τους έκανε να ωριμάσουν γρήγορα. Σ' αυτή την ηλικία ήταν παράξενο να τους ακούω να μιλάνε για τον πόλεμο σαν τους μεγάλους ανθρώπους, με σοβαρό ύφος, φοβούμενοι ότι μπορεί να χάσουν ένα αγαπημένο μέλος της οικογένειας. Όλοι οι άνδρες ήταν σαν τους πυλώνες ρεύματος που θερμαίνονται και επηρέαζαν τους άλλους.
Οι ημέρες της πολεμικής περιόδου πέρασαν αργά. Μέναμε μέσα στο σπίτι, με το ραδιόφωνο ανοιχτό όλη την ημέρα, συντονισμένο στις ειδήσεις, περιμένοντας να ενημερωθούμε για την κατάσταση. Αυτό που θέλαμε να ακούσουμε ήρθε εντελώς ξαφνικά. Ήμασταν στο σπίτι της Βαρβάρας. Ο σύζυγός της δεν είχε στρατευθεί και ο γιος της ήταν κάτω από το όριο ηλικίας που απαιτείται για να παρουσιαστεί στο στρατό. Το ραδιόφωνο έπαιζε απαλή μουσική, όταν ξαφνικά διακόπηκε το πρόγραμμα και ακούστηκε η γνωστή μελωδία που προάγγελλε τις ειδήσεις .
"ΤΑ ΝΕΑ, ΤΑ ΝΕΑ!" φώναζαν οι μεγάλοι. Αυτό, ιδιαίτερα στα παιδιά, σήμαινε: "σκάστε όλοι, ακούμε ειδήσεις".
Και τότε ακούσαμε την είδηση που θέλαμε. Αποτελείτο από τρεις λέξεις, διότι η υπόλοιπη - εάν υπήρχε - είχε πνιγεί από τις κραυγές της γειτονιάς: "Ο πόλεμος τελείωσε".
Φασαρία, κακό, γέλια, αγκαλιές και φιλιά γέμισαν οι δρόμοι. Οι μεγάλοι έπαιζαν μουσική, τα παιδιά πετούσαν πυροτεχνήματα. Όλα άρχισαν ξαφνικά και εξελίχτηκαν τόσο γρήγορα. Όλοι κυριολεκτικά άκουγαν το ραδιόφωνο και πιθανώς τον ίδιο σταθμό. Θυμάμαι ακόμη την πρώτη ερώτηση που έκανα στη θεία μου: "Μήπως αυτό σημαίνει ότι μπορούμε να επιστρέψουμε στη Νέα Ζηλανδία;" Όλοι γέλασαν. "Θέλεις τώρα να φύγεις;" με ρώτησε, με δάκρυα στα μάτια της. Παρά το τέλος του πόλεμου όπως το έζησα εγώ σαν μικρό παιδί, η κατάσταση στην Κύπρο δεν βελτιώθηκε.
Οι γονείς μου ήταν έτοιμοι να γυρίσουν πίσω το ταχύτερο δυνατόν, πριν να ξέσπαγαν πάλι εχθροπραξίες. Κανείς δεν έκλαψε την ημέρα της αναχώρησής μας, εκτός από μία υστερική θεία που έκλαιγε σε οποιαδήποτε περίπτωση, είτε ήταν θλιβερή ή όχι. Μας ζήτησαν όλοι να μην τους ξεχάσουμε και να γυρίσουμε πίσω κάποια στιγμή, όχι πάλι για επίσκεψη, αλλά για να μείνουμε για πάντα. Δεν θυμάμαι το ταξίδι επιστροφής στη Νέα Ζηλανδία. Δεν είχαμε χρόνο να τηλεφωνήσουμε σε κανέναν πίσω στο σπίτι για να τους πούμε πως ερχόμασταν.
Σχολική φωτογραφία, σχολείο Clyde Quay, Ουέλλιγκτον, Νέα Ζηλανδία, 1978
Ήταν αργά το απόγευμα όταν φτάσαμε στο Ουέλλιγκτον. Η αδερφή μου και εγώ είχαμε το ίδιο πράγμα στο μυαλό μας: να πάμε στη θεία μας - έμενε απέναντι από το σπίτι μας - και να ανακοινώσουμε την άφιξη μας. Και δεν χρειάστηκε πολύς χρόνος για να το μάθει όλη η γειτονιά. Εκεί που μέναμε, ήταν σαν μια μικρή Ελλάδα. Οι γείτονές μας ήταν Έλληνες. Στο τέλος της δεκαετίας 78, επτά από τα12 παιδιά που αποφοίτησαν από το Clyde Quay School ήταν παιδιά μεταναστών από την Ελλάδα. Συνωστίστηκαν στο μικρό σπίτι της θείας μου, για να ακούσουν τις ιστορίες μας, πως περάσαμε στο ταξίδι μας στη χώρα που άφησαν, αλλά νοσταλγούσαν τόσο πολύ να δούνε πάλι .
Bad timing - Κακιά ώρα By
Maria VerivakiΑπό το blog της MEDITERRANEAN KIWI
(This post is based on a short story which was originally written 25 years ago, published in the
Evening Post, the former evening newspaper of Wellington, New Zealand, and awarded a prize of 20 dollars. Part one of this story was posted on 9 July 2008 in
Organically Cooked).
When I came to Greece on holiday in 1974 with my parents, I thought I was coming to a place where everyone lived by the sea under the sun wearing smiling faces. I didn't expect to experience the feelings aroused by war and sending away soldiers to fight for their country. After three and a half months, our holiday had finally come to an end: our return tickets to New Zealand stated 21 July 1974 as the departure date.
On the eve of our departure, we woke up on a hot summer's day in Pireaus. It was a local holiday in the neighbourhood, as the district church was celebrating its patron saint, the Prophet Elias. Our bags were packed and ready for our departure the next day. Peace and quiet is expected on holidays, and the neighbourhood was silent. My father's sister told us to get ready to go to church. She was about to prepare a picnic to eat near a park in the churchyard. At this moment, there was a knock on the door; it was her sister-in-law.
Barbara had a scared look on her face. My aunt was used to it; Barbara had always been the worrying type. "Seen a ghost, again, Barbara?"Barbara's hollowed eyes were overcome with tears. "Haven't you heard?""Heard what?" snapped my aunt. Now she was worried."There's a war on; haven't you heard?"
We turned on the radio. Every single radio station we tuned in to was playing the same pre-recorded message: "... state of war..., ... emergency... γενική επιστράτευση (mobilisation of military forces into combat)..." Now my aunt was worried.
On 20 July, 1974,
Turkey invaded Northern Cyprus (which it has been occupying illegally for the last 34 years; its status in the region is still not recognised globally) and the Greek airports closed down to all international flights. Overnight, from holidaymakers, we had officially become overstayers.
Τhe tombs of the famous Venizelos family, heads of state, Hania; orange groves in the village;
1974
All men aged under 40 were called up for compulsory enlistment. My father was 39 years old at the time. As a Greek citizen, he had to do his duty. The state asked for the enlistment of all men who, upon completion of their military training, had received a coloured certificate when they were dismissed. Those given a white certificate were excused from service at this time. Dad couldn't remember what colour his certificate was, but he knew where he kept his military documents: in the inside pocket of an old blazer he had travelled to New Zealand with, which was hanging in the wardrobe of our home in Wellington. After a few phone calls from neighbours' houses - we begged them to take our dollars, phone calls were not cheap back then - we managed to track down my aunt who had a key to our house. She found the certificate (and the house broken into), and called us immediately from our home, to tell us it was white. We told her not to expect us at the airport. When will you be coming back? she asked us. We don't know, my mother replied. Take the girls and go home, my father told my mother. I'm not leaving without you, my mother cried. He didn't really want to go back anyway.
At the tender age of eight, to me, war signified guns, Nazis and starving naked children, all of which bore no resemblance to the war that was unfolding in Greece. People wouldn't come out of their houses, the streets were empty, not a sound to be heard - music had practically become banned overnight (most of it had been censored in any case, under the military junta regime). Everyone had the radio turned on to hear all the news reports. People would walk around their houses, in their yards, with long faces; if they had to go somewhere - cars crossed the roads only occasionally - they would walk hurriedly, as if they feared a bogeyman. Whenever they came across a religious icon, they solemnly made the sign of the cross and whispered a prayer. My sister and I, once regarded as the 'Greek tourist foreigners', the centre of attention, were now noticed.
Our father was not drafted; other children's fathers and brothers were not so lucky, making them grow up so quickly. Children my age would be talking about the war situation in as serious a tone as their parents', fearing that they may have to face up to losing an important member of the family, and in Greek families, all the men were like electricity pylons, heading and directing everyone else.
The days of the war period passed slowly. We stayed at home, with the radio on all day, tuned into a news station, waiting for any updates to the situation. The report we had been hoping for came quite suddenly. We were at Barbara's house. Her husband had also escaped military service, and her son was under 18, the age required to be drafted. They were a happier family than most others in the neighbourhood. The radio had been playing soft music, when suddenly it was cut off, and the standardised melody signalling the news report came on.
This time, there was more than the usual commotion when the scheduled news reports were broadcast. "Ta nea, ta nea!" This was a signal for everyone, especially children, to shut up.
And then we heard the news report. It consisted of three words, because the rest - if there were any - were drowned by the whole neighbourhood's cries of joy: "Ο πόλεμος τελείωσε." (The war is over).
Shouts, screams, laughter, hugs and kisses filled the streets. The grown-ups put on music, the children let off firecrackers. This all began to happen in less than a minute, which just goes to show, everybody - literally - was listening to the radio, and probably the same station. I can still remember the first question I asked my aunt: "Does this mean we're going back to New Zealand?" Everyone laughed. "So you want to go back now?" she asked me, with tears in her eyes. Despite the end to my war,
the conflict still continues in different form in Cyprus.
My parents were eager to leave as soon as possible in case more hostilities broke out. No one cried on the day of our departure, except for one hysterical aunt who cried at any emotional event, whether happy or sad. They all asked us not to forget them, and to come back again some time, not to visit, but to stay for good. I do not recall the return journey to New Zealand. We had no time to call anyone back home to tell them we were coming. When we finally touched down at Wellington Airport, we picked up our suitcases and took a taxi home. There was no one to welcome us back.
school photo, Clyde Quay School, Wellington, New Zealand, 1978
It was late in the afternoon when we arrived in Mt Victoria. My sister and I had the same thing on our minds: to walk down Armour Avenue to our aunt's house and announce our arrival. We could see the light on in her house. Telephones were not that widespread in the mid-70s, no matter which part of the world you lived in. I remember seeing my four-year-old cousin; he had grown taller in the four months we had been away. And it didn't take long for our neighbours to find out about our return: Mt Victoria was still very much a Greek suburb of Wellington in the mid-70s; in 1978, seven of the 12 school leavers at Clyde Quay School were of Greek origin. They started crowding into my aunt's tiny house, to hear us tell them all about out adventures in the land they left, but yearned to go back to.
Maria Verivaki
MEDITERRANEAN KIWI
http://haniadailyphoto.blogspot.com/2008/07/bad-timing.html
©All Rights Reserved/Organically cooked. No part of this blog may be reproduced and/or copied by any means without prior consent from Maria Verivaki.
No comments:
Post a Comment