Οι τουρίστες
έκαναν ουρές για να τους ακούσουν, οι χορευτικές φιγούρες έδιναν και έπαιρναν
στην πίστα και η μουσική τους ξεπέρασε τα σύνορα της Κύπρου. Αναμφίβολα οι «Isadoras» θα παραμείνουν στην ιστορία ως το πρώτο συγκρότημα του
νησιού, που γνώρισε μεγάλη επιτυχία, με το κοινό τους να παραμένει φανατικό
μέχρι και σήμερα.
Ήταν λίγο πριν το 1970, όταν οι τέσσερίς τους συναντήθηκαν για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια της θητείας του στον στρατό. Εκεί ένωσαν το ταλέντο τους για να τραγουδούν στη Λέσχη Αξιωματικών. Όταν ολοκλήρωσαν τη θητεία τους πήραν τη μεγάλη απόφαση να ανοίξουν στο Βαρώσι το δικό τους μαγαζί. Ήταν ήδη γνωστοί και το μαγαζί, όπως ήταν αναμενόμενο, έσφυζε από ζωή, μέσα και έξω, κυρίως από τουρίστες.
Μετά ήρθε ο πόλεμος…
Κατατάγηκαν για να υπερασπιστούν την πατρίδα. Όταν όλα τελείωσαν, έμαθαν ότι το
Βαρώσι δεν υπήρχε. Τα όνειρά τους χάθηκαν και αντικαταστάθηκαν με τον πόνο της
προσφυγιάς και την αβεβαιότητα, όπως για όλους τους πρόσφυγες που αναγκάστηκαν
να αφήσουν τα σπίτια τους.
Δεν το έβαλαν όμως κάτω. Έβαλαν στις
βαλίτσες τις κιθάρες και το ταλέντο τους και ταξίδεψαν στη Σουηδία και τη
Φιλανδία, όπου ήταν ήδη γνωστοί. Στη συνέχεια βρέθηκαν στην Αγγλία. Πέρασαν έξι μήνες μακριά από την
Κύπρο, όταν κτύπησε το τηλέφωνο από τον ιδιοκτήτη του πιο γνωστού κέντρου
διασκέδασης στη Λευκωσία, του «Cosmopolitan». Όταν επέστρεψαν το 1975 πίσω, απέκτησαν ξανά το δικό
τους μαγαζί. Το «Isadoras night spot», που για 20 χρόνια
έγραψε τη δική του ιστορία στη νυχτερινή ζωή της πρωτεύουσας. Κόσμος από όλες
τις επαρχίες του νησιού περιμένε για ώρες για να βρει τραπέζι, χόρευαν και τραγουδούσαν μέχρι το πρωί.
Η μεγάλη επιτυχία των «Isadoras» γράφτηκε στην ιστορία και θα παραμείνει άσβεστη στο
μυαλό όσων έζησαν τις θρυλικές εποχές αλλά και στο μυαλό του Θέμη Θεμιστοκλέους,
κιθαρίστα και τραγουδιστή του συγκροτήματος.
Συναντήθηκα μαζί του στο μαγαζάκι με μουσικά όργανα που διαθέτει, δίπλα ακριβώς από την πλατεία Φανερωμένης στη Λευκωσία και μιλήσαμε για όλα. Τη δεκαετία του΄70, την μεγάλη επιτυχία, τα ασφυκτικά γεμάτα μαγαζιά και τις μεγάλες αποφάσεις.
Η επιστροφή
από τη Μελβούρνη και ο στρατός
Η οικογένεια του κ. Θέμη έφυγε από την Κάτω Ζώδια για τη Μελβούρνη της Αυστραλίας, όταν αυτός ήταν τεσσάρων ετών. Με τα λίγα ελληνικά που γνώριζε, επέστρεψαν στην Κύπρο το 1967. Ο ίδιος πίστευε πως δεν θα άντεχε περισσότερο από έξι μήνες στο νησί. Οι φίλοι και η ζωή του βρισκόταν πλέον στην Αυστραλία. Η μοίρα όμως έχει άλλα, καλύτερα, σχέδια για τον ίδιο.
Όταν αναγκάστηκε να
υπηρετήσει για ένα χρόνο στον στρατό γνώρισε τον Κόκο Νικολάου και τον Αντώνη Δημητριάδη, τους
αργότερα συνέταιρους και μέλη των «Isadoras». Ήταν οι μουσικοί του στρατού και κάθε Σάββατο
τραγουδούσαν στη Λέσχη Αξιωματικών, στη Λευκωσία.
Θυμάται και την παρουσία του Γεώργιου Γρίβα στη Λέσχη, εκεί όπου μαζί με τον Κόκο έστησαν ολόκληρο τέχνασμα ώστε να μην επιστρέψουν την επόμενη μέρα στο στρατόπεδο. «Ένα Σάββατο βράδυ, ήταν ο διοικητής στη Λέσχη και σε άλλο τραπέζι ο Γρίβας. Μας είπε ο διοικητής ότι την επόμενη μέρα το πρωί μας ήθελε μέσα στο στρατόπεδο. Εμείς δεν ήμασταν συνηθισμένοι ειδικά μετά από την μουσική βραδιά του Σαββάτου να επιστρέφουμε στο στρατόπεδο. Πήγα πάνω από το τραπέζι του Γρίβα και μιλούσαμε μεγαλοφώνως. “Μα Κόκο μου, ερχόμαστε εδώ, δίνουμε την ψυχή μας, κουραζόμαστε να διασκεδάσουμε τον κόσμο και ο διοικητής μας θέλει αύριο πρωί πρωί μέσα;”, “τι είναι ρε παιδιά;” είπε ο Γρίβας και έδωσε διαταγή να μην πάμε», μου εξιστορεί ο κ. Θέμης.
Οι «Isadoras» παίρνουν σάρκα και οστά
Μετά τον στρατό, στο Hilton, πάρθηκε η μεγάλη απόφαση…. Η δημιουργία του συγκροτήματος, με τη βοήθεια του Άγγλου μάνατζερ, του Τόνυ. «Είχαμε γράψει όλοι σε μια κόλλα ονόματα για να αποφασίσουμε την ονομασία του συγκροτήματος. Ο Τόνυ, έγραψε το “Isadoras”. Συμφωνήσαμε ότι ακούγεται και γράφεται εύκολα. Δεν ξέραμε τι σημαίνει. Μετά από αρκετά χρόνια μάθαμε πως σε μια λατινοαμερικάνικη διάλεκτο σημαίνει αξιαγάπητος και προέρχεται από την λέξη adorable. Φυσικά, θα μπορούσε να σημαίνει και κάτι κακό αλλά με αυτό πορευτήκαμε. Ήταν σύμπτωση ότι σήμαινε αξιαγάπητος», είπε ο κος Θέμης.
Η πορεία τους ως «Isadoras» ξεκίνησε το 1970 σε ένα κέντρο στην Αμμόχωστο. Όταν το
συμβόλαιο τους θα έληγε, ο Άγγλος ιδιοκτήτης τους πρότεινε να παραμείνουν με
περισσότερα χρήματα. Ήταν τότε που πήραν την απόφαση να πορευτούν μόνοι και να
ανοίξουν το δικό τους μαγαζί, το «Isadoras night spot».
Το μαγαζί γέμιζε καθημερινά, ειδικά κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, κυρίως από τουρίστες. Σουηδοί, Φιλανδοί και Άγγλοι έκαναν ουρές για να τους ακούσουν. Απέκτησαν φήμη που πέρασε τα σύνορα του νησιού και γ΄αυτό έκαναν πολύ συχνά περιοδείες. Η φήμη τους έφτασε μέχρι τη Σαουδική Αραβία.
Ο πόλεμος, η
προσφυγιά και το μέλλον των «Isadoras» στη Λευκωσία
Η τουρκική εισβολή άλλαξε τη ζωή όλων στη
Κύπρο. Προσφυγιά, πόνος και αβεβαιότητα. Τα μέλη του συγκροτήματος καλέστηκαν
να πολεμήσουν. Ο κ. Θέμης πολέμησε στο Τζιάος.
Όταν τελείωσε ο πόλεμος, το Βαρώσι δεν υπήρχε. «Δώσαμε σκληρές μάχες στο
Τζιάος. Όταν τελείωσε ο πόλεμος, μείναμε με τα ρούχα που φορούσαμε. Είχαμε
φύγει άρον-άρον για να πολεμήσουμε και δεν επιστρέψαμε ποτέ. Χάσαμε τα πάντα»,
θυμάται.
Τα μέλη του συγκροτήματος αποφάσισαν να εργαστούν και να τραγουδήσουν στις σκανδιναβικές χώρες, όπου ήταν ήδη δημοφιλείς. Πέρασαν ανά διαστήματα από τη Σουηδία, τη Φιλανδία και κατέληξαν στην Αγγλία. Εκεί δέχτηκαν το σημαντικό τηλεφώνημα για την επιστροφή τους στη νυχτερινή ζωή της Κύπρου.
Ο κος Θέμης μου εξιστορεί πως όταν έφτασαν στη Σουηδία, ενώ περπατούσαν σε δρόμο του Ελσίνκι συνάντησαν δύο άτομα που φορούσαν φανέλες του συγκροτήματος. «Τις κράτησαν από την επίσκεψή τους στο μαγαζί μας στην Αμμόχωστο, όπου τις δίναμε δώρο». Τόσο γνωστοί έγιναν…
Καθώς βρίσκονταν στο Λονδίνο, τους κάλεσε ο ιδιοκτήτης του πιο γνωστού νυχτερινού μαγαζιού της Λευκωσίας, το «Cosmopolitan» για να επιστρέψουν στην Κύπρο και να τραγουδούν εκεί. Όταν αντιλήφθηκαν πως η επιστροφή τους σήμαινε και απόλυση των μουσικών και φίλων τους που τραγουδούσαν ήδη εκεί, δεν δέχτηκαν, μέχρι που ο ιδιοκτήτης τους παραχώρησε ένα υπόγειο μαγαζί στη γωνία της λεωφόρου Γρίβα Διγενή. Εκεί, από το 1975 μέχρι το 1995 έζησαν ξανά τις ένδοξες εποχές τους. «Μετά από ένα μήνα συνεργασίας είχαμε κάποιες διαφωνίες για τα λεφτά και τον τρόπο που πουλούσαμε τα ποτά, το μαγαζί κατέληξε σε μας, αφού πληρώσαμε έξι χιλιάδες ευρώ στον ιδιοκτήτη. Το «Isadoras night spot» βρίσκει στέγη στο κέντρο της Λευκωσίας», είπε ο κος Θέμης. Η επιτυχία ήταν αναμενόμενη. Η ιστορία επαναλήφθηκε. Το μαγαζί τους ήταν γεμάτο καθημερινά.
Τουρίστες
μεθυσμένοι ξεχασμένοι και ο τρόπος διασκέδασης
Πολλά ήταν τα ευτράπελα και τα περίεργα
γεγονότα που έζησε ο κος Θέμης ως ιδιοκτήτης και μουσικός. Οι πιο πολλές
αναμνήσεις έρχονται από το κατάμεστο από τουρίστες μαγαζί στην Αμμόχωστο.
Ένας Γερμανός, μεγάλος σε ηλικία άνδρας, ξεχνιέται στο μαγαζί. «Όταν πήγα να ανοίξω το πρωί στις καθαρίστριες, είδα αυτόν τον άνδρα να κοιμάται με το χέρι ακουμπισμένο στο κεφάλι του στο μπαρ του μαγαζιού. Η γυναίκα του είχε ήδη προχωρήσει σε καταγγελία στην Αστυνομία για την εξαφάνισή του. Άλλες δύο φορές βρήκα Σουηδέζες τουρίστριες να κοιμούνται στο μαγαζί, μια στο καναπέ και μια στην τουαλέτα. Έπιναν πολύ, μεθούσαν και κοιμόντουσαν όπου έβρισκαν», εξιστορεί.
Θυμάται,
μάλιστα, πως τους στρατιώτες των Ηνωμένων Εθνών τους είχε για ένα χρονικό
διάστημα στη «μαύρη λίστα». «Πήγα στον διοικητή τους και τον προειδοποίησα.
Είχα βάλει μια ταμπέλα έξω από το μαγαζί για ένα διάστημα, ότι απαγορεύεται η
είσοδός τους στο μαγαζί. Δεν ήταν όπως τους Κυπρίους που όταν μεθούσαν
τραγουδούσαν και γελούσαν, εκείνοι έκαναν καυγάδες μεταξύ τους».
Σύμφωνα
με τον ίδιο, η μουσική τότε είχε άλλο προορισμό. «Τώρα παίζει από τα μεγάφωνα
έτοιμη μουσική που δεν αναγκάζει τον κόσμο να έρθει σε επαφή μεταξύ του. Να
χορέψει, να μιλήσει. Είναι σαν μαριονέτες. Με ζωντανή μουσική, ο κόσμος
χορεύει, έχει επαφή με την ορχήστρα κάνει παραγγελίες για τραγούδια. Διασκέδαζε περισσότερο».
Το τέλος του
μπαρ
Μετά από κάποια χρόνια στον χώρο στάθμευσης
του «Isadoras night spot» χτίστηκε το κτήριο της
ΠΑΣΥΔΥ και στη συνέχεια φτιάχτηκε νησίδα στον δρόμο. Αυτοί ήταν οι δύο
σημαντικοί λόγοι που στάθηκαν αιτία για να αποχωρήσουν από το μαγαζί , σύμφωνα
με τον κ. Θέμη.
«Ο κόσμος δεν έβρισκε πού να σταθμεύσει για
να έρθει στο μαγαζί. Έπεσε η δουλειά και δεν έβγαιναν τα έξοδα. Έπρεπε να
συναντηθούμε με τον ιδιοκτήτη, τον Κόκο Παρασκευαΐδη, για να του πούμε ότι θα
φύγουμε. Του είπαμε ότι χρωστάμε και προσφέρθηκε να μας δώσει τα χρήματα για να
ξεχρεώσουμε και να μείνουμε. Δεν δεχτήκαμε γιατί γνωρίζαμε ότι δεν θα βγάζαμε
ποτέ τα χρήματα του χρέους μας ακόμα και εάν μέναμε».
Έκτοτε, οι «Isadoras» έμειναν χωρίς στέγη και προχωρούσαν μόνο σε περιοδείες, ενώ αραιά και που παίζουν μουσική στο Αντωνάκης μπαρ στην παλιά πόλη της Λευκωσίας. Εκεί φυσικά έρχονται οι μέχρι και σήμερα θαυμαστές τους και διασκεδάζουν με το ίδιο πάθος όπως τη δεκαετία του ΄70.
Πηγή: Reporter
No comments:
Post a Comment