Thursday, January 23, 2020

Λογοτεχνικά Βραβεία - Ο λώρος τους με τον Μακάριο

Του Άντη Ροδίτη 
Είναι γεγονός ότι μου έχουν απονεμηθεί μερικά βραβεία λογοτεχνίας, κυρίως από τον αναξιόπιστο θεσμό των Πολιτιστικών Υπηρεσιών (και άλλα τόσα που μου έκλεψε με δόλο ο ίδιος θεσμός), αλλά δεν νομίζω να φτάσω ποτέ στο επίπεδο να γράψω ένα έργο που θα είναι ταυτόχρονα κι επί ίσοις όροις τραγικό και κωμικό. Τόσο πολύ τραγικό, μέχρι λυγμών, τόσο πολύ κωμικό που να πέφτεις κάτω από τα γέλια. Ούτε υπάρχουν αναγνώστες ή θεατές που ν’ αντέχουν τέτοιο έργο. Γι’ αυτό φροντίζουν τα ηλεκτρονικά ΜΜΕ.

Πάντως το θέμα υπάρχει: είναι η Κύπρος.

Στη γιορτή του Μακαρίου (πού αλλού γιορτάζουν τα ονομαστήρια των πεθαμένων;), που έλαβε χώραν (πού αλλού παρά στην Αρχιεπισκοπή;), ο νυν Αρχιεπίσκοπος μας συμβούλευσε στο όνομα του Μακαρίου να έχουμε ομόνοια. Από πού κι ως πού να έχουμε στο όνομά του Μακαρίου «ομόνοια»; Δεν είναι εκείνος ο βασικός διχαστής των Κυπρίων; Δεν ήταν ο πρώτος που άλλα λέγοντας και άλλα πράττοντας δίχαζε τον λαό και πίστευε (ήταν της πίστης άνθρωπος) ότι το κόλπο έπιανε; Και το κόλπο σίγουρα έπιανε, μέχρι που με τα «κόλπα» μάς έπιασαν οι Τούρκοι.

Δεν θέλω να πω άλλα για την «ομόνοια», ένεκα μόνο η Ομόνοια Λευκωσίας πίνει ακόμα νερό στ’ όνομα του (επειδή ο Αρχιεπίσκοπός μας ήταν και… κομμουνιστής) συν το ΔΗ. ΚΟ., συν η ΕΔΕΚ, συν ο Περδίκης, συν όλοι οι ζαβροδεξιοί που τους έμαθε ο ζαβροδεξιός να «μυκτηρίζουν τα πάντα» (Παντελής Μηχανικός») και «να κοροϊδεύουν τους άλλους» (Παντελής Μηχανικός), πάντα με το αζημίωτο φυσικά. Μόνο η πατρίδα ζημίωνε, δηλαδή… κανένας!

Ένα από τα άνευ προηγουμένου κωμικοτραγικά μας εδώ είναι και η εντύπωση ότι εκείνοι που κυβερνούν αποτελούν το κατεστημένο! Λάθος. Το κατεστημένο (ΑΚΕΛ και Σία) επιβάλλει σε αυτούς που κυβερνούν την αντι-δυτική, «μακαριακή» ιδεολογία του στο εσωτερικό και οι κυβερνώντες ασκούν την αντι-μακαριακή, φιλοδυτική πολιτική τους στο εξωτερικό!

Γελάμε ή κλαίμε; Μα και τα δυο. Το ΡΙΚ, όργανο του κατεστημένου, θα κάμει, λέει, σειρά προγραμμάτων με τους λόγους τού Μακαρίου!! Ποιους λόγους; Εκείνους που έβριζε τον Παπανδρέου και την Ελλάδα συλλήβδην επειδή μάχονταν για την Ένωση ή εκείνους που φώναζε ο ίδιος ότι θέλει Ένωση αλλά εργαζόταν για την ανεξαρτησία» (όπως λέει ο συνεργάτης του Ανδρέας Παπανδρέου, στο Η Δημοκρατία στο απόσπασμα, Λιβάνης 2006, σ. 223);

Εντάξει, δεν αντιλέγω, πλειοψηφούν οι ηλίθιοι, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι οι υπόλοιποι θα βάλουν φίμωτρο και θ’ αρκεστούν στο μούγκρισμα σε κλειστά δωμάτια. Γελιούνται αν το νομίζουν.

Πίσω στη «γιορτή» των ονομαστηρίων τού πεθαμένου.
Ήταν, λέει, και ο Επιτετραμμένος της (καημένης μας) Ελλάδας εκεί και… ομίλησε κι αυτός! Το Ίδρυμα επέλεξε να μας δείξει στο δελτίο ειδήσεών του (Γωγώ με σάνταλα μες το καταχείμωνο, γόβα στιλέτο) το εξής απόσπασμα από την ομιλία του Επιτετραμμένου: «Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος υπήρξε χαρισματικός ηγέτης με παγκόσμια ακτινοβολία και με ιδιότητες απρόσιτες στον κοινό άνθρωπο! Οι πολιτικές επιλογές του εξακολουθούν ν’ αποτελούν αντικείμενο μελέτης και ανάλυσης»!!

Κρατηθείτε, συγκρατηθείτε, μην κλάψτε, μην γελάσετε. Σταθείτε ακίνητοι. Συγκεντρωθείτε. Ξεσπάστε:
Ρε, επιτετραμμένε μου, ΠΟΙΟΣ σου το επέτρεψε;

Ρε, ήταν η Βούγιο ο Μακάριος και μας νοιάζει αν ήταν «χαρισματικός» ή αν ήταν παγκοσμίως… «ακτινοβόλος»; Μπας κι ανακάτεψες το Χόλυγουντ με το μέλλον της Κύπρου; Και πώς βοήθησαν την Κύπρο αυτά τα χαρίσματά Του; Ή, μήπως, αυτές οι «δόξες» κι αν έπαιξαν τον πρώτο ρόλο που πήρε την Κύπρο στον λαιμό του;

Πες το ξεχνάμε αυτό. Πάμε στο επόμενο: «με ιδιότητες απρόσιτες στον κοινό άνθρωπο»! Ρε, είμαστε στο Η Παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει; Και η γη το σπήλαιο τω απροσήτω προσάγει; Ρε, ήταν… απρόσιτος στον κοινό άνθρωπο ο Μακάριος; Αν εννοείς ότι δεν άφηνε να τον πλησιάζουν πέφτεις πολύ όξω, ένεκα ο κάθε γλείφτης μπορούσε να πάει εκεί και να γλείφει μέχρι που να φύγει γλιστρώντας μες στα σάλια του, κι αν εννοείς την ουσία του, τον νου του, ας πούμε, τότε θα έπρεπε να ξέρεις ότι μόνο ο Θεός είναι απρόσιτος στην ορθόδοξη Πίστη

Δύο τινά μπορούν να συμβαίνουν: Ή ο ανεπίτρεπτος επιτετραμμένος είναι προτεστάντης και το κρύβει ή έχει διαβάσει τα έργα της μεγάλης ηρωίδας της Κύπρου Ουρανίας Κοκκίνου, η οποία στον Α΄ τόμο των «Απάντων  Μακαρίου» (που παρεμπιπτόντως βραβεύτηκαν στην εκδήλωση από τους… εκδότες τους) περιγράφει τη γέννησή Του με λόγια των… ευαγγελίων, ως να ήταν… ο Χριστός! «Γεννήθηκε», λέει, «στη μάντρα ενός βοσκού…», και «το πρώτο βρεφικό κλάμα αντήχησε μέσα στην ησυχία του δάσους και η ελπίδα χαμογέλασε στο ευτυχισμένο πρόσωπο του ανυποψίαστου βοσκού. Το μυστήριο της σωτηρίας του σκλάβου λαού άρχισε να υποφώσκει…» κ.ο.κ. Μόνο οι τρεις μάγοι με τα δώρα δεν έκαναν την εμφάνισή τους και το… άστρο! Αλλά τι να σου έκανε ένα άστρο μπροστά στον Μακάριο, που ήταν ο ίδιος… εκτυφλωτικά (κυριολεκτικά) ακτινοβόλος;

Υπόψη ότι η αυτόπτης μάρτυς της γεννήσεως του… σωτήρος της Κύπρου εξέδωσε εγκύκλιο στις 27/12/1976 με την οποία ζητούσε την κατάργηση της ελληνικής σημαίας στην Κύπρο γιατί… «εξανάγκαζε» τη νεολαία να ορκίζεται σ’ αυτήν! Μιλά εξ ιδίας πείρας; Εξηναγκάσθη και εβιάσθη η ίδια να ορκιστεί στην ΕΟΚΑ και στην ελληνική σημαία;

Και για να τελειώνουμε, κύριε ανεπίτρεπτε επιτετραμμένε μου (που δεν ξέρεις πόσο με θλίβει να γράφω αυτά στον εκπρόσωπο της μόνης πατρίδας που έχω), μάθε ότι «οι πολιτικές επιλογές του», όχι μόνο δεν «εξακολουθούν ν’ αποτελούν αντικείμενο μελέτης και ανάλυσης», αλλά και πάσα μελέτη κριτικής της πολιτικής του απαγορεύεται, λογοκρίνεται και αποσιωπάται.

Ζητείστε από το ΡΙΚ να σας παρουσιάσει τις επιστολές που παίρνει επί του θέματος και ρωτήστε και τον κατ’ εξοχήν λογοκριτή τού Πανεπιστημίου Κύπρου να σας πει πού ακριβώς… γράφει έκαστο ντοκουμέντο, έγγραφο ή μαρτυρία που δεν εξυμνεί τον… υπερούσιο!! Στο δεξί του ή στο αριστερό του ή (γιατί όχι;) και στα δυο;
Διάβασα το βιβλίο του Γαβριήλ Μηνά Η Εθνική αυτοματαίωση του Ελληνισμού στην Κύπρο, Αρμός 2007, μόλις εκδόθηκε.

Είχε ήδη εκδοθεί το Την Ελλάδα θέλομεν και ας τρώγωμεν πέτρες, από την Εστία, το 2006: ένα χρονικό των πολιτικών και καλλιτεχνικών γεγονότων από το 1950 ως το 2000 στην Κύπρο, όπως τα έζησα. Ήταν το μόνο υποψήφιο για βράβευση στην κατηγορία «χρονικό/μαρτυρία». Στην Αθήνα ο Νάσος Βαγενάς κατέταξε το βιβλίο σε κείνα που εκδίδονται εκτός Ελλάδος αλλά αξίζουν  περισσότερο από άλλα που εκδίδονται στην Ελλάδα κι ο Χρήστος Γιανναράς, έγραψε στην «Κ» της Κυριακής την ευχή να βρισκόταν και στην Ελλάδα ένας που να έγραφε ένα αντίστοιχο βιβλίο για τα ελλαδικά πράγματα.

Στη Λευκωσία οι Πολιτιστικές Υπηρεσίες (Ελένη Νικήτα, Παύλος Παρασκευάς) απέκλεισαν το βιβλίο από υποψήφιο βράβευσης. Δηλαδή το απέκλεισαν από το να ακουστεί στο ευρύτερο κοινό. Το έμαθα εκ των υστέρων. Αποτάθηκα για κάποιου είδους έρευνα στο Γραφείο Επιτρόπου Διοικήσεως, που αποφάσισε ότι οι Πολιτιστικές Υπηρεσίες έκαναν λάθος και θα έπρεπε να ζητήσουν, με κάποιο τρόπο, «συγγνώμη» από τον συγγραφέα! Αν είδατε εσείς «συγγνώμη» είδα κι εγώ!

Στο μεταξύ, τον επόμενο χρόνο οι Πολιτιστικές μας Υπηρεσίες, για να γλιτώσουν από τον μπελά των χρονικών/μαρτυριών, κατάργησαν την σχετική κατηγορία. Τους έγραψα πολλές φορές, τα έγραψα και στο διαδίκτυο, ότι ήταν προτιμότερο να καταργούσαν (αν ετίθετο τέτοιο δίλημμα) την κατηγορία «μυθιστόρημα» παρά την τόσο σημαντική για την Κύπρο κατηγορία «χρονικό/μαρτυρία». Στου κουφού την πόρτα.  

Το αφήνουμε αυτό.
Όταν διάβασα την Εθνική αυτοματαίωση του Ελληνισμού στην Κύπρο του Γαβριήλ Μηνά, ενθαρρύνθηκα να γράψω ακόμα πιο τολμηρά για τις αλήθειες της Κύπρου κι έγραψα το Δέκα χιλιάδες μέλισσες, Αρμός 2010. Μετά από πολλά κοιλιοπονήματα και στραβομουτσουνιάσματα έδωσαν στο βιβλίο το βραβείο πεζογραφίας. Τα λέω αυτά για να δείξω πόσο σημαντικό είναι το βιβλίο του Μηνά, αφού ενέπνευσε άλλους να γράψουν κι άλλα βραβεύσιμα βιβλία.

Το Υπουργείο Εξωτερικών της Κύπρου θα ήξερε πολύ καλύτερα το δίκαιο της Κύπρου και πώς δεν υπηρετήθηκε όπως έπρεπε από μας τους ιδίους, αν προμηθευόταν μερικά αντίτυπα της Εθνικής αυτοματαίωσης του Ελληνισμού στην Κύπρο για τους διπλωμάτες- υπαλλήλους του. Το έχουν άραγε στη βιβλιοθήκη τους;

Από την άλλη, στο ΡΙΚ, αν έστω και μια κυβέρνηση αντιμετώπιζε το Κυπριακό εκτός του πλαισίου της (δικαιολογημένης) βιασύνης να «λυθεί», θα έβαζαν όρο απαράβατο, ειδικά για τους παραγωγούς-σκηνοθέτες ειδήσεων, ντοκιμαντέρ, προγραμμάτων πολιτικής και ιστορίας, να κάτσουν εξετάσεις με θέμα το βιβλίο Η Εθνική αυτοματαίωση του Ελληνισμού στην Κύπρο. Μόνο έτσι θα υπήρχε μια σχετική εγγύηση ότι δεν θα ακούγαμε τα όσα κουφά ακούμε συχνά και τα οποία κορυφώθηκαν με το χθεσινοβραδυνό πρόγραμμα «Χρονογράφημα», όπου λέχθηκε (ανάμεσα σ’ άλλα) ότι ο Μακάριος… «αυτοεξορίστηκε στις Σεϋχέλλες»!!
 
Δεν ξέρω αν η Η Εθνική αυτοματαίωση του Ελληνισμού στην Κύπρο υπάρχει καν στη βιβλιοθήκη του ΡΙΚ. Και να υπάρχει είναι ξεκάθαρο ότι οι ερευνητές-δημοσιογράφοι του ΡΙΚ δεν το διάβασαν. Ούτε και τίποτε άλλο φαίνεται να διάβασαν. Από που αντλούν τις πληροφορίες τους;
Δεν φταίνε αυτοί, γι’ αυτό δεν γράφω τα ονόματά τους. Τι να φταίνε τα μειράκια και τα κοριτσόπουλα αν έτσι τα καθοδηγούν οι σοφοί και οι ταγοί του πνεύματος στην Κύπρο;

Στη βιβλιοθήκη του ΡΙΚ υπάρχει πάντως το βιβλίο Τα Γράμματα στη Μητέρα του Κώστα Μόντη, Αρμός 2015. Υπάρχει γιατί το έγραψα και το χάρισα, σε δύο αντίτυπα, στη βιβλιοθήκη του ΡΙΚ. Αν του έριχναν μια ματιά δεν θα ήξεραν απλώς ότι ο Μακάριος δεν… αυτοεξορίστηκε στις Σεϋχέλλες αλλά ότι έφυγε με την πρώτη ευκαιρία από εκεί προκειμένου να υπηρετήσει την «ανεξαρτησία», αν και ήταν ορκισμένος στην Ένωση.
Θα μάθαιναν ότι καθόλου δημοκρατικά δεν έδωσε στον λαό το δικαίωμα το 1968 να… αποφασίσει αν τον ήθελε ή όχι για Πρόεδρο! Επέβαλε με τη βία και τον δόλο στον λαό να τον ψηφίσει και γι’ αυτό το ποσοστό που πήρε (96, 26%) αποτελεί από μόνο του απόδειξη υπό ποίες συνθήκες έγιναν οι… «εκλογές»!  Δεν ήταν,  δηλαδή, απλώς «λαοπλάνος» όπως είπε το ΡΙΚ, χωρίς καλά-καλά να ξέρει τι λέει.  

Και άλλα πολλά θα μάθαιναν οι «δημοσιογράφοι-ερευνητές» του Ιδρύματος αν διάβαζαν τα βιβλία που δεν είναι ανάγκη καν ν’ αγοράσουν αφού τους τα χαρίζουν. Αλλά τέτοια βιβλία γιατί να προσεχθούν όταν οι σοφοί, οι ταγοί του πνεύματος, οι κριτικοί των Πολιτιστικών Υπηρεσιών σοφίζονται διάφορα κόλπα να τ’ αποκλείσουν για λόγους που μόνο οι ίδιοι καταλαβαίνουν; Κι όταν τους ρωτάς να εξηγήσουν χάνουν τη μιλιά τους; Μόνο μέσα στους κλειστούς τοίχους του Υπουργείου Παιδείας γίνονται λαλίστατοι! 

Εννοώ, στην περίπτωση του βιβλίου για τον Μόντη, τον θεολογίζοντα φιλόλογο Νικόλαο Ορφανίδη, την… κορυφαία εξ Ελλάδος κριτικό της λογοτεχνίας Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, τον επιθεωρητή μέσης Λεωνίδα Γαλάζη, έναν αγνώστων λοιπών στοιχείων καθηγητή Στέφανο Ευθυμιάδη και τη γνωστή φιλόλογο Κίκα Ολυμπίου, που διαφώνησε μεν με τον αποκλεισμό του βιβλίου αλλά στόμα έχει και μιλιά δεν έχει. Για το καλό ποιου; Της πατρίδας;
Άντης Ροδίτης  

Thursday, January 16, 2020

Οι ζηλωτές της ποιότητας των δελτίων ειδήσεων του ΡΙΚ

Του Φοίβου Νικολαΐδη
Σε πρόσφατη ανακοίνωση του Δ.Σ. του ΟΠΕΚ (Όμιλος Προβληματισμού για τον Εκσυγχρονισμό της Κοινωνίας), για τα δελτία ειδήσεων του ΡΙΚ, αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι: «Ο τρόπος που προσεγγίζει τα Δελτία Ειδήσεων το ΡΙΚ δεν είναι ένα ‘ιδιωτικό’ ζήτημα. Η Δημόσια Ραδιοτηλεόραση στηρίζεται από τα δημόσια οικονομικά, συνεπώς έχει αυξημένη ευθύνη, να ανταποκρίνεται σε κριτήρια ευρείας αποδοχής».  

Για το Δ.Σ. του ΟΠΕΚ, «Τα Δελτία Ειδήσεων του ΡΙΚ, εμφανίζουν αδυναμίες και κενά, τα οποία σχετίζονται κυρίως με την αξιολόγηση και την ιεράρχηση των ειδήσεων. Πέρα από αυτό, το ΡΙΚ μέσα από τη δημοσιογραφική του δράση έχει ευθύνη να παράγει δικές του ειδήσεις, χρήσιμες και αναγκαίες στον Κύπριο πολίτη. Δελτίο Ειδήσεων, όπως αυτό του ΡΙΚ,  γεμάτο με ανακοινώσεις κομμάτων δεν είναι Δελτίο Ειδήσεων, αλλά δελτίο αναμετάδοσης κομματικών θέσεων».

Τα πολύ σοβαρά ζητήματα της ανεξαρτησίας και της ποιότητας των ΜΜΕ απασχολούν συνέχεια χώρες με υψηλά επίπεδα δημοκρατικού δημόσιου βίου, αφού πουθενά στον κόσμο δεν υπάρχει ραδιοτηλεοπτική αθωότητα, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την εμπλοκή της στα πολιτικά δρώμενα μιας χώρας.

Δικαιολογημένα, οι συζητήσεις για το ρόλο του ΡΙΚ είναι ανεξάντλητες αφού τα προβλήματα της δημόσιας Ραδιοτηλεόρασης είναι ατελεύτητα, παρά τον σημαντικό ρόλο που πρέπει, να διαδραματίζει στην έγκυρη ενημέρωση, στην επιμόρφωση και στην ψυχαγωγία του Κυπριακού λαού.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Πρωτόκολλο της Συνθήκης του Άμστερνταμ καθιστά σαφές ότι το σύστημα της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης στα κράτη μέλη είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τις δημοκρατικές, κοινωνικές και πολιτιστικές ανάγκες της κοινωνίας και όχι του κράτους (εξουσίας) και των παρατρεχάμενων της.

Υπάρχουν εξ’ άλλου, σωρεία μελετών, εκθέσεων, αλλά και ψηφισμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του ΟΗΕ, της ΟΥΝΕΣΚΟ και άλλων διεθνών οργανισμών για τη λειτουργία και το ρόλο των ΜΜΕ σε μια ευνομούμενη δημοκρατία, πέραν των προσωπικών απόψεων του Δ.Σ. του ΟΠΕΚ…

Το ισχύον σήμερα νομοθετικό πλαίσιο -αναλλοίωτο και σχεδόν αυτούσιο από την εποχή της Αποικιοκρατίας- για τη λειτουργία της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης είναι ήδη ξεπερασμένο. Η Κύπρος είναι ίσως η μοναδική χώρα στην Ε.Ε. που θεσμοθέτησε από το 1985 τι είναι είδηση! Για δεκαετίες τώρα, εκκρεμεί το αίτημα της ρύθμισης, η οποία δεν υπήρξε από τη γέννηση της ιδιωτικής τηλεόρασης το 1993. Και μετά συζητάμε για αντικειμενική ενημέρωση…

Απέχοντας μακράν ακόμη από μια πολιτεία που εξυπηρετεί πρωτίστως τον πολίτη και δευτερευόντως τα ειδικά συμφέροντα και σκοπιμότητες,  το που οδηγείται κάθε τόσο το ΡΙΚ, εξαρτάται βασικά από αυτούς που ορίζουν τους κανόνες του παιγνιδιού… και όχι τους πολίτες  που είναι ο μέγας χορηγός, όπως πολύ σωστά χαρακτηρίζονται.

Είναι παράδοξο όμως, να γράφεται ότι η δημόσια ραδιοτηλεόραση έχει ευθύνη να είναι αντικειμενική, αμερόληπτη και επιπέδου, αλλά, ταυτόχρονα, να μην απαιτείται το ίδιο και από τα ιδιωτικά ΜΜΕ. Να μην επιδιώκεται δηλαδή, η καθολική, ποιοτική αναβάθμιση του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου.

Ποιος άραγε επιχορηγεί τα ιδιωτικά κανάλια; Δεν είναι πάλι ο καταναλωτής μέσω των τηλεοπτικών δικαιωμάτων, συνδρομών και των διαφημίσεων που επιβαρύνει το κόστος των διαφόρων προϊόντων αγαθών και υπηρεσιών που αγοράζουν οι καταναλωτές;

Οι ζηλωτές για την ποιότητα των  δελτίων ειδήσεων του ΡΙΚ, αν ενδιαφέρονται πραγματικά για μια ανεξάρτητη, ακομμάτιστη δημόσια ραδιοτηλεόραση, τότε, θα πρέπει, να απαιτούν τον εκσυγχρονισμό, της νομοθεσίας που αφορά τη λειτουργία της.

Σωστή πληροφόρηση, βασισμένη στα εθνικά συμφέροντα σημαίνει πολύ περισσότερα από ότι παρουσιάζονται σήμερα και όχι φυσικά αυτά που έχει υπόψη του το Δ.Σ. του ΟΠΕΚ.

Φαίνεται ότι υπάρχει ακόμη μεγάλη δυσκολία στο να ενσκήψουμε με εκσυγχρονιστική διάθεση και ουσιαστική προσέγγιση στα προβλήματα που ταλανίζουν τον τόπο και όχι αποσπασματικά με ιδιοτέλεια.

Άλλο να ζητάς ουσιαστικό εκσυγχρονισμό για το γενικότερο όφελος του τόπου κι άλλο να ζητάς μεμονωμένα αλλαγές στα δελτία ειδήσεων, χωρίς τις απαραίτητες προεκτάσεις, που έκδηλα παραπέμπουν στην αναχρονιστική νοοτροπία, της σκοπιμότητας... Γιατί, τελικά, το κίνητρο είναι αυτό που δίνει χαρακτήρα στις πράξεις και στα λόγια μας. Οτιδήποτε άλλο είναι διάτρητο.  

Φοίβος Νικολαΐδης
Πρώην Μέλος Δ.Σ. ΡΙΚ 

Για τις κουκουβάγιες που κλαίνε...

Ψεκασμένοι και αγιασμένοι εν έτει 2019…

Δεν ξέρω εάν εμπίπτει στην κατηγορία του θρησκευτικού φανατισμού ή της τρικυμίας εν κρανίω, αλλά, διαβάζοντας το σημερινό σας άρθρο «Ξερόλες και φανατικοί…» (Φιλελεύθερος 13.1.2020) θυμήθηκα μια πρόσφατη τηλεοπτική εκπομπή (29.11.2019) με θέμα «Κακοδαιμονίες και Προλήψεις», όπου τηλεθεατής ρωτούσε αγωνιωδώς, εάν οι τρεις κουκουβάγιες που κλαίνε έξω από το παράθυρο του κάθε βράδυ, προμηνύουν κάτι κακό, αφού οι παλιοί πίστευαν ότι είναι θάνατος. Κάλεσε μάλιστα και την Υπηρεσία Θήρας για να τον προστατέψει, διώχνοντας τα πουλιά αυτά!

Η επιστημονική συνεργάτιδα του Σταθμού, δρ Αρετή Δημοσθένους καθησύχασε τον αναστατωμένο τηλεθεατή, λέγοντας του επί λέξει τα εξής: «Εάν φοβάται πολύ, μπορεί, να βάλει στις κουκουβάγιες λίγο αγιασμό μέσα να πιούν ή να τις ραντίσει με αγιασμό… και συμπλήρωσε:  Όταν φοβόμαστε ότι ένα ζώο θα μας κάνει κακό, να του βάλουμε λίγο αγιασμό σε πιατάκι να πιεί, από αυτόν που ραντίζουμε, όχι των Θεοφανείων!!!

Σύνδεσμος για του λόγου το αληθές: https://www.youtube.com/watch?v=HAwfyaNX84k
(στο 29:40 λεπτό).

Τελικά, δεν ξέρω πόσοι είναι οι προβληματικοί σ’ αυτόν τον τόπο, που παρουσιάζονται ως προβληματισμένοι, αλλά, μάλλον, θα πρέπει, να είναι πολύ περισσότεροι από ότι νομίζουμε… 
Φοίβος Νικολαΐδης
Λευκωσία 

Το κλάμα της λύκαινας, Γιαννούλας Άδωνη

 Μέσα στους λυγμούς της σιωπής...
Με κέρασε η ζωή να πιώ κρασί...
Με κέρασε να πιω τον ουρανό...
Και γω μονάχη πως ν αναστηθώ...
Μέσα στα σοκάκια της ψυχής...
Ούρλιαζε τα βράδυα η βροχή...
Ούρλιαζε να βρει παρηγοριά...
Χωρίς εσένα έμοιαζε...
Να ζει στο πουθενά...

ΓΙΑΝΝΟΥΛΑ ΆΔΩΝΗ

Monday, January 13, 2020

How Turkish coffee destroyed an empire

By Sarah Jilanii 

Kahve was a favourite drink of the Ottoman Empire’s ruling class. Little did they know it would one day hasten the empire’s demise

It’s known as Greek coffee to Greeks and Cypriots, Bosnian coffee to Bosnians, Armenian coffee to Armenians, Arabic coffee to Arabs, and Turkish coffee to Turks, Croatians, Albanians and Serbs. But in the mid-16th century, it was just kahve – coffee. At the time, these people were ruled over by the Ottoman Empire, which swept kahve-lovers from south-eastern Europe to Persia into its wide embrace. But by the early years of the 19th century, the empire was beginning to fracture. Kahve played a little-known role in its eventual demise.

Coffee came to Turkey during the reign of Sultan Suleiman the Magnificent. When the man he despatched to govern Yemen came across an energising drink known there as qahwah, he brought it back to the Ottoman court in Constantinople, where it was an instant hit. A palace kahveci usta, or coffee-master, might have tens of assistants helping him grind Arabica beans into an extra-fine powder similar in texture to today’s instant espresso. This was then boiled in copper pots called cezves. The resulting drink – bitter, black and topped with a thin layer of froth created by pouring it quickly – was served in small porcelain cups. To balance its bitterness, legend has it, Suleiman’s wife, Hürrem Sultan, took her kahve with a glass of water and a square of Turkish Delight – which is how it is served in Turkey today.

Not everyone, however, believed that the Koran permitted Muslims to drink this stimulating new beverage. Although Islamic scripture doesn’t specifically mention coffee, one hardline cleric in Suleiman’s court issued a fatwa against the drink on the grounds that consuming anything burnt was forbidden. But that didn’t dampen its appeal. The first public coffee house, or kahvehane, was founded in Istanbul in 1555 by two Syrian merchants. Soon, nearly one in six shops in the city – ranging in size from small neighbourhood cafés to large community centres – served coffee. Gradually, kahve percolated through to the far reaches of the empire.
Turkish delight The owner of an antique shop in the Grand Bazaar in Istanbul sips a cup of Turkish coffee
Coffee houses gave men somewhere to congregate other than in homes, mosques or markets, providing a place for them to socialise, exchange information, entertain – and be educated. Literate members of society read aloud the news of the day; janissaries, members of an elite cadre of Ottoman troops, planned acts of protest against the Sultan; officials discussed court intrigue; merchants exchanged rumours of war. And the illiterate majority listened in. In the coffee houses they were introduced to ideas that spelled trouble for the Ottoman state: rebellion, self-determination and the fallibility of the powerful.

It wasn’t long before the authorities began to regard the kahvehane as a threat. Some sultans installed spies in coffee houses to gauge public opinion; others, like Murad IV, an early-18th-century sultan, tried shutting them down altogether. But they were too profitable. When simmering nationalist movements came to a boil throughout Ottoman lands in the 19th century, the popularity of coffee houses burgeoned. Ethnic groups in European regions of the empire with an Eastern Orthodox Christian majority started agitating for independence. Nationalist leaders planned their tactics and cemented alliances in the coffee houses of Thessaloniki, Sofia and Belgrade. Their caffeine-fuelled efforts succeeded with the establishment of an independent Greece in 1821, Serbia in 1835, and Bulgaria in 1878. The reign of kahve was over.

The different nations added signature twists to the drink: Greeks make it with mastic, a plant resin; Croatians caraway seeds; Arabs infuse it with cardamom and serve it in small cups without handles called finjans. Even when taken sade, or plain, the flavour profile depends on the roast; the medium-to-darker beans of the Turkish variety produce coffee with an earthy taste, smoky notes and thick texture. When you drain your cup, you will see fine grains coating the bottom. The effects soon hit. Emperors of the world, beware.

Sarah Jilanii 
is an arts and culture writer in Istanbul

Alamy, Getty

Source: The Economist

Sunday, January 12, 2020

Ευθύβουλος Ευθυβούλου, προικισμένος με το προνόμιο της ποίησης

Του Φοίβου Νικολαΐδη
Ευθύβουλος Ευθυβούλου: Ο προικισμένος ποιητής
Αντί Προλόγου
Κλείνουν φέτος 40 χρόνια από την πρώτη έκδοση των ποιημάτων του Ευθύβουλου Ευθυβούλου. Μια ποιητική δοκιμασία των μαθητικών και φοιτητικών χρόνων του ποιητή, η οποία ευτύχισε να σφραγιστεί από την πρώτη κιόλας στιγμή, με την υπογραφή του μεγάλου μας ποιητή Κώστα Μόντη. Έκτοτε ακολούθησαν άλλες δύο ποιητικές συλλογές, του ιδίου, επαληθεύοντας τον μεγάλο ποιητή, πως ο Ευθύβουλος Ευθυβούλου είναι δοσμένος με πάθος στην ποίηση, την οποία κρατά και προστατεύει με συνέπεια, ως ακριβό φυλαχτό στα μύχια της ψυχής του και την υπηρετεί με ιδιαίτερη σπουδή κι αγάπη, χωρίς «ρητορικές κακοτοπιές», έχοντας επίγνωση των ορίων της τέχνης.
Κώστας Χαραλαμπίδης

Δυο Λόγια
Ο Κώστας Μόντης ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους ποιητές μας, στον πρόλογο της πρώτης έκδοσης του Ευθύβουλου, έγραψε τα εξής:

«Δεν ξέρω αν εγώ πρωτοπαρουσίασα τον Ευθύβουλο Ευθυβούλου από το "Λογοτεχνικό Βήμα" του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου. Οι στίχοι του πλημμύριζαν από λυρικό ερωτισμό και αίσθημα χωρίς, όμως, να παρασύρονται σε ρητορικές κακοτοπιές. Είχαν επίγνωση των ορίων της τέχνης. Ήταν πρόδηλο ένα αξιόλογο ταλέντο.

Δοσμένος με πάθος στην ποίηση ο Ευθύβουλος Ευθυβούλου εξελίχθηκε γρήγορα και μας δίνει τώρα την πρώτη ποιητική του συλλογή. Τα αρχικά προσόντα του παρουσιάζονται πια περισσότερο συγκροτημένα και είμαι ευτυχής που γράφω αυτά τα λίγα προλογικά λόγια».

Κώστας Μόντης
 
Η δημιουργική πνοή, η αστείρευτη έμπνευση και η ποιητική έφεση του Ευθύβουλου είναι απεριόριστες. Σπούδασε Διοίκηση Επιχειρήσεων στην Ανωτάτη Σχολή Εμπορικών και Οικονομικών Επιστημών στην Αθήνα. Από τα μαθητικά του χρόνια άρχισε να ασχολείται με την ποίηση. Το 1979 εκδίδει στην Αθήνα την πρώτη του ποιητική συλλογή «Δοκιμασίας Αγάλματα». Στο διαγωνισμό Κυπριακού τραγουδιού το 1994 το τραγούδι «Χωρκό μου», τους στίχους του οποίου έγραψε ο ίδιος, κέρδισε τη δεύτερη θέση. Το 2010 εκδίδει την ποιητική συλλογή «Στη μοναξιά του ονείρου». Το 2018 εκδίδει την τρίτη ποιητική του συλλογή με τίτλο «Ανεπούλωτο τραύμα» και το 2019 εκδίδει σε δεύτερη έκδοση την πρώτη του ποιητική συλλογή «Δοκιμασίας Αγάλματα».
 
Δοκιμασίας αγάλματα

Εκεί που σε βρήκα όπως και πέρυσι
-μια νηνεμία στον παλμό του πάντα-.
Δοκιμάστηκα πολύ να δέσω στο μπράτσο
Τα λησμονάνθια και τις χίμαιρες.

Όπου με αλητεύουν οι καμπάνες
ξεφυτρώνουν αθυρόστομα αγάλματα.

Στο δισάκι βαρέσανε τα κανόνια
κι οι μυστικές δοσοληψίες του κόσμου.

Περιφρονημένοι όπως και πριν.
Με τα μεγάφωνα καρφωμένα στις στέγες,
με την ανάσα μπηγμένη στη σιωπή
και στον κατήφορο που πεθαίνουμε.

Παραμονεύουν πάντα τα κλειστά κορίτσια,
-απουσία της αγάπης σου
που συνδαυλίζει στις στάχτες.-

Κέρινο χαμηλόφωτο,
πόσο ακόμα θα ξεχωρίζεις τους κάμπους
και τα ηφαίστεια,
πόσο ακόμα θα σε ξεχωρίζουν οι άνθρωποι
σαν δοκιμασμένο άγαλμα
μέσα στον συρφετό των αιώνων.


Το πάθος του Ευθύβουλου για την ποίηση είναι ασίγαστο και αδιάλειπτη είναι η υπηρεσία του στις μούσες. Θέλει στ’ αλήθεια κουράγιο για να ‘σαι ποιητής, ειδικά στις μέρες μας! Ύστερα από σαράντα χρόνια, συνεχίζει με τόση αξιοσύνη, για να επανεκδόσει την πρώτη του ποιητική συλλογή «Δοκιμασίας Αγάλματα». Στην ουσία, μια ποιητική εξομολόγηση των πολυποίκιλων σκέψεων και απέραντων συναισθηματισμών, δείχνοντάς μας τον πλούσιο, εσώτερο κόσμο του. 

Ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι έλεγε: «Η ζωγραφική είναι ποίηση που βλέπεται, αλλά η ποίηση είναι ζωγραφική που ακούγεται». Στις υπέροχες ποιητικές πινελιές του, ο Ευθύβουλος καταφέρνει να κεντά ζωντανούς στίχους, που μέσα από τα μονοπάτια της ποίησης του «δοκιμάζουν» τη λογική, αλλά και το συναισθηματισμό μας.

Η ποίηση είναι προνόμιο, όπως και ο λόγος. Ο Ευθύβουλος είναι προικισμένος με το προνόμιο της ποίησης. Πολύπειρος και πολυτάλαντος, με απέραντη αγάπη για τη ζωή και τον άνθρωπο συνθέτει ωραιότατα ποιήματα που μιλούν στον νου και στην καρδιά. Χωρίς αχρείαστες ρητορικές εξάρσεις, απλά και κατανοητά στο νόημα, σμιλεύει τους στίχους του σε ζωντανό έργο ζωής. Λαξεύει το λόγο του σε στίχους που απογειώνουν τη σκέψη, ως κορύφωση των συναισθημάτων που περιγράφει. Πλάθει τον ποιητικό του λόγο σαν μεταξωτό κέντημα που ακτινοβολεί από ομορφιά. 
Ταλαντούχος, υψηλών προδιαγραφών, αλλά, χαμηλών τόνων, σεμνός και καταδεκτικός, σε κερδίζει με την αυθεντικότητα του. Μελετημένος και προσεχτικός, κάνει προσπάθεια, για να δώσει το στίγμα των σκέψεων του με ένα ιδιαίτερα δικό του τρόπο και ύφος. Κουβαλώντας αρχές και ιδανικά, παραμένει βαθιά ανθρώπινος. Οι προβληματισμοί του μαρτυρούν τον ιδεολόγο, που ξεδιπλώνει με παρρησία τις μύριες σκέψεις του για τις ανθρώπινες σχέσεις και τις διάφορες εκφάνσεις της ζωής. 

Μέσα από τον ποιητικό του λόγο γεμάτο αγάπη, για ότι όμορφο ή δύσκολο τον απασχολεί, ξεδιπλώνεται μια πλούσια προσωπικότητα, ένας καλά κρυμμένος θησαυρός. Στα κατάβαθα της ψυχής της κυριαρχεί έντονα η αναζήτηση του ωραίου και του ιδανικού.

Ο Ευθύβουλος βλέπει τον κόσμο μ’ άλλα μάτια, με τα μάτια της ποίησης, αφού η ζωή είναι μια ποίηση. Γι’ αυτό και η ζωή του όλη, του Ευθύβουλου βασίζεται στα γερά θεμέλια αρχών και αξιών. 
Στο δεύτερο μέρος της ποιητικής του συλλογής με τίτλο «Ερωτικά», αφιερωμένα στο αγνό ερωτικό αίσθημα των ιδανικών ανθρώπων, προβάλλει το διακαή του πόθο, για απογείωση των συναισθημάτων και τη λύτρωση των παθών. Οι λεπτές ισορροπίες ανάμεσα στις ευαισθησίες και τα πιστεύω του, κρύβονται ανάμεσα στις προσεγμένες λέξεις των στίχων του, που καλά κρυμμένες τις εκφράζει με λυρισμό. 
Προσπαθεί έντονα, να εκφράσει αυτό που κρύβει η ζωή. Με ξεκάθαρες αξίες ως προμετωπίδα και κατασταλαγμένα πιστεύω ως λάβαρο, επιχειρεί να ξεγυμνώσει το κακό, να το στήσει στον τοίχο και να προβάλει το έργο του καλού. Πλούσιο το λεξιλόγιο του με ευρηματικότητα στη σύνθεση του λόγου του, διατυπώνει με όμορφο τρόπο τις ενδόμυχες σκέψεις του. Με ελεύθερο πνεύμα προσφέρει στον αναγνώστη την ευκαιρία του προβληματισμού και τη χαρά της πνευματικής αναζήτησης… 
Στοχαστικός, γεμάτος συναισθηματικές φορτίσεις και προβληματισμούς ατέλειωτους για τη ζωή, τον άνθρωπο και την πατρίδα… μέσα από τις ωραίες ψηφίδες της ποιητικής του ευαισθησίας αναδύονται οι μυστικές ιδέες μιας δυνατής σκέψης, σαρκωμένη σε ελεύθερους στίχους. Στο ποίημα του «Πέτρες Μνήμης» τελειώνει με τους εξής στίχους: 

Κλείνω το μνήμα που άγγιξε τα φωτοπέταλά μου,
ένας φαντάρος με οδηγεί στη στράτα τη δική σου.
Μες στα συμφέροντα έχουν χαθεί
και μνήμες και ιστορία.


Η Ευθύβουλος δεν προσπαθεί, να εντυπωσιάσει, αλλά, να δώσει πνοή στις ιδέες του, να κεντρίσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη με πρωτοτυπία από την άποψη της εκφραστικής δημιουργίας. Οι όμορφοι και λιτοί στίχοι του, βγαλμένοι μέσα από τα τρίσβαθα της ψυχής του, ακουμπούν σαν χάδι τον κόσμο που εκφράζει.

«Μισοφέγγουν ακόμη τα μέτωπα,
που κρατήσαν ψηλά μια σημαία,
μισονιώθουν ακόμη το χάδι σου
οι Σειρήνες που σώπασαν πια…».


Γράφει στο ποίημα του, «Στη νέα ζωή» φέρνοντας φως από το σκοτάδι και αποκαλύπτοντας την πίστη και την αισιοδοξία του για τη ζωή σε γεγονότα και πράξεις.

Ταξιδευτής της ζωής... εύχομαι από καρδιάς στο φίλτατο Ευθύβουλο Ευθυβούλου, να συνεχίσει το όμορφο συγγραφικό οδοιπορικό που ξεκίνησε και προχωρεί ακάθεκτος…
Φοίβος Νικολαΐδης
 

Friday, January 10, 2020

Παζαράκι βιβλίου στην Αγλαντζιά


Όποιος σκέφτεται διαφορετικά από τη μάζα θεωρείται τρελός

Τροφή για σκέψη
Δοκίμασε να σκεφτείς ελαφρώς διαφορετικά από τον κόσμο και όλοι θα αρχίσουν να σε υποπτεύονται: κάτι δεν πάει καλά, είσαι τρελός. Εάν ανήκεις στην μάζα, θεωρείσαι λογικός.
Μπορεί η μάζα να είναι στα πρόθυρα της…τρέλας, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα. Εσύ πρέπει απλά να ανήκεις στην μάζα και να συμπεριφέρεσαι όπως όλοι οι άλλοι. Δεν υπάρχουν εξαιρέσεις. Δεν υπάρχουν περιθώρια για την ατομικότητα. Τα άτομα κλείνονται σε ψυχιατρείο.
Τρελό θεώρησαν τον Βούδα, τρελό θεώρησαν τον Ιησού, τρελό θεώρησαν τον Σωκράτη. Οι μάζες θεωρούν τρελό οιποιονδήποτε δεν ανήκει στην συλλογική τρέλλα, οποιονδήποτε ξεφεύγει από αυτήν την τρέλλα.Αλλά αυτή η τρέλλα είναι ο μοναδικός τρόπος για να…εξαγνιστείς!
Ο άνθρωπος δεν είναι ένα ον αλλά μια διαδικασία, δεν είναι ένα ον αλλά ένα γίγνεσθαι.Ο σκύλος γεννιέται και πεθαίνει σκύλος. Η κατάσταση δεν είναι η ίδια όσον αφορά τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος μπορεί να γεννηθεί άνθρωπος και να πεθάνει σαν Βούδας! Καμμιά άλλη ύπαρξη, εκτός του ανθρώπου, δεν εξελίσεται ανάμεσα στην γέννηση και στον θάνατο. Αλλά για να φτάσεις σε αυτό θα πρέπει να είσαι ο κεραυνός που θα κάψει ό,τι σάπιο υπάρχει μέσα σου. Πρέπει να είσαι αρκετά τρελός για να πας πέρα από όλες τις υποκρισίες, όλες τις ιδιομορφίες, όλες τις μάσκες που ο άνθρωπος έχει δημιουργήσει για να μείνει εκεί που είναι, για να μην εξελιχθεί.
Η μάζα, ο κόσμος, θα καταδικάσει όλους τους “επαναστάτες”, όλα τα επαναστατικά πνεύματα…θα πει πως είναι οι καταστροφείς. Αλλά για να δημιουργήσεις πρέπει πρώτα να καταστρέψεις. Εάν δεν καταστρέψεις ό,τι είναι άσχημο και κατακριτέο, δεν μπορείς να δημιουργήσεις την ομορφιά και το ωραίο. Εάν δεν καταστρέψεις την ψευτιά, δεν μπορείς να ανοίξεις δρόμο στην αλήθεια. Αλλά είναι πολύ δύσκολο να μην μισήσεις αυτόν τον τύπο ανθρώπων, που διαταράσσουν τον ύπνο σας, τα ψέματα σας που σας κάνουν να αισθάνεστε ασφαλείς και σας παρηγορούν. Είναι φυσικό ο κόσμος να μισεί τον άνθρωπο της αλήθειας: είναι ένας ταραξίας…με τα ψέματα σου αισθάνεσαι σίγουρος και ξαφνικά έρχεται εκείνος να υποκινήσει την αμφιβολία μέσα σου και να ταράξει την πίστη σου.
Η αλήθεια βρίσκεται πάντα σε αντίθεση με τα δόγματα των μαζών.Η αλήθεια είναι ατομική και οι μάζες δεν ενδιαφέρονται για την αλήθεια. Στις μάζες ενδιαφέρουν οι παρηγοριές και οι ανέσεις.
Οι μάζες δεν αποτελούνται από εξερευνητές,από ανθρώπους που αγαπούν τις περιπέτειες, από άτομα που προχωρούν στο άγνωστο, χωρίς φόβο, και ριψοκινδυνεύουν την ζωή τους για να ανακαλύψουν ποια είναι η σημασία της ζωής τους και ολόκληρης της ύπαρξης.
Οι μάζες θέλουν απλά να τους διηγηθείς γλυκές ψεύτικες ιστορίες, άνετες και επωφελείς. Άνευ κόπων και βασάνων επαναπαύονται και χαλαρώνουν μέσα στην ψευδαίσθηση τους που τους χρησιμεύει για παρηγοριά.
Η μάζα μισεί όποιον θέλει να είναι Άτομο, όποιον θέλει να ακολουθήσει ένα δικό του ιδιαίτερο μονοπάτι, ένα στυλ ζωής.
Οι μάζες θέλουν να είσαι απλά “ένας σαν και αυτούς”.
Ο διαχωρισμός σου τους κάνει να…φοβούνται!
Θέλουν να είσαι πράος, υπάκουος και υπόδουλος.
Εάν,με κάποιο τρόπο καταφέρεις και τους ξεπεράσεις δεν θα σε συγχωρέσουν ποτέ.”
Ιαθείην
Πηγή: Awakengrcom

Ουμπέρτο Έκο: Ο ανόητος και ο βλάκας

Ο ανόητος είναι περιζήτητος, ιδίως στις κοσμικές συγκεντρώσεις.
Φέρνει τους πάντες σε αμηχανία, μα προσφέρει ευκαιρίες για σχόλια.
Στη θετική μορφή του είναι διπλωματικός.
Μιλάει εκτός θέματος ακόμη και για τις γκάφες των άλλων, στρέφοντας αλλού τη συζήτηση.
Ωστόσο δεν μας ενδιαφέρει, δεν είναι ποτέ δημιουργικός, μηρυκάζει (...).
Ο ανόητος δεν λέει ότι η γάτα γαβγίζει, μιλάει για τη γάτα όταν οι άλλοι μιλούν για το σκύλο.
Λαθεύει στους κανόνες της συζήτησης, κι όταν λαθεύει ωραία είναι υπέροχος. Νομίζω ότι πρόκειται για απειλούμενο είδος, είναι φορέας κυρίως αστικών αρετών (...)
«Και ο βλάκας;».
«Α, ο βλάκας δεν κάνει λάθη συμπεριφοράς. Κάνει λάθος συλλογισμούς.
Είναι αυτός που λέει ότι όλοι οι σκύλοι είναι κατοικίδια και όλοι οι σκύλοι γαβγίζουν, όμως και οι γάτοι είναι κατοικίδια ζώα, επομένως γαβγίζουν.
Ή ότι όλοι οι Αθηναίοι είναι θνητοί, όλοι οι κάτοικοι του Πειραιά είναι θνητοί, επομένως όλοι οι κάτοικοι του Πειραιά είναι Αθηναίοι».
«Πράγμα που ισχύει».
«Ναι, αλλά συμπτωματικά. Ο βλάκας μπορεί να πει και κάτι σωστό, όμως για λανθασμένους λόγους»
(...)
«Λοιπόν. Στον κόσμο υπάρχουν οι κρετίνοι, οι ανόητοι, οι βλάκες και οι τρελοί».
«Εξαιρείται κανείς;»
«Ναι, εμείς οι δυο. Ή τουλάχιστον, δίχως να θέλω να σας προσβάλω, εγώ.»
Απόσπασμα από το  Εκκρεμές του Φουκώ του Ουμπέρτο Έκο, εκδ. Ψυχογιός.
Ο Ουμπέρτο Έκο είναι ιταλός ακαδημαϊκός, καθηγητής, σημειολόγος, συγγραφέας. Το πρώτο του βιβλίο εκδόθηκε το 1965 και το Το όνομα του Ρόδου, το περίφημο πρώτο του μυθιστόρημα, το 1980 (πούλησε 9 εκατ. αντίτυπα παγκοσμίως, τιμήθηκε με τα βραβεία Strega και Medicis Etranger, ενώ μεταφέρθηκε και στον κινηματογράφο). Μερικά από τα βιβλία του που κυκλοφορούν στα ελληνικά: Κήνσορες και θεράποντες (εκδ. Γνώση), Το όνομα του Ρόδου (εκδ. Γνώση), To Εκκρεμές του Φουκώ (εκδ. Γνώση), Η αναζήτηση της τέλειας γλώσσας (εκδ. Ελληνικά Γράμματα), Μπαουντολίνο (εκδ. Ελληνικά Γράμματα), Η ιστορία της Ομορφιάς (εκδ. Καστανιώτη).
 Πηγή: The Clown

Σας έδωσα Νόμους, μα εσείς στήσατε επιτροπές να διαβουλεύεστε ατελείωτα

Του Άντη Ροδίτη
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας σε μια σπηλιά στην κορφή ενός λόφου. Ακρίδες και μέλι μεν, αλλά δεν ήταν καθόλου πρόδρομος. Ούτε καν Ιωάννης.
Κάτω στην πεδιάδα ήταν οι γραμμές του τρένου. Κάθε φορά που περνούσε σφυρίζοντας, ο «ούτε καν Ιωάννης» έκανε χωνί με τα χέρια και φώναζε: «είναι σε γκρεμό που παν οι γραμμές»! Πού ν’ ακούσουν οι του τρένου. Κάποιοι επιβάτες που τον έβλεπαν έλεγαν, «σαν καλόγερος, ερημίτης, μου φαίνεται» κι άλλοι έλεγαν, «μάλλον σαν καλλιτέχνης, μου φαίνεται εμένα» κι έκαναν όλοι χάζι μαζί του που ανακατευόταν εκεί που δεν τον έσπερναν. Ήταν, όμως, και μερικοί που καθόλου δεν έκαναν χάζι μαζί του, καλλιτέχνης ή ό,τι και νά ’ταν. Από καιρού εις καιρόν, μάλιστα, όταν τον έβλεπαν να στέκεται πολύ κοντά στις γραμμές και να φωνάζει, έλεγαν στον οδηγό να κάνει σύντομη στάση, κατέβαιναν και του έδιναν κάμποσες ξυλιές με ό, τι εύρισκαν μπροστά τους, έτσι για να ξέρει ο καθένας τη θέση του.  Ανέβαιναν  μετά  στο τρένο  και  συνέχιζαν  προς το βάραθρο. Το  βάραθρο χωρούσε όλα τα τρένα. Ήταν το βάραθρο της Ιστορίας.
Αυτό είναι ένα παραμύθι που δεν το λεν ποτέ οι μοντέρνες γιαγιάδες στα νυσταλέα εγγόνια τους.

Το άλλο είναι που έκατσα κι εγώ στην τηλεόραση ν’ ακούσω την ιστορία με τη βιασθείσα Βρετανίδα, που την εκβίασαν να παραδεχθεί ότι δεν εβιάσθη.
Λάθος μου, βέβαια, διότι αν ήξερε η τηλεόραση ποιες είναι οι σοβαρές ιστορίες, κάτι θα ήξερε και για τις Τέχνες. Δεν έχει ιδέα, όμως, όπως και πολλοί άλλοι της φάρας της, δηλαδή οι ΘΟΚ και Σία, οι Πολιτιστικές Υπηρεσίες και οι πολιτιστικές αρχές, τα πανεπιστήμια, τα σχήματα, οι όμιλοι, οι πολιτιστικοί σύλλογοι, τα πνευματικά ιδρύματα, κ.ο.κ.

Όλοι αυτοί νομίζουν ότι ο Τέχνες είναι μια ιστορία της πλάκας, ένα πάρεργο του περιθωρίου, μια υπόθεση της ελαφράς ψυχαγωγίας, μια ιστορία τού τράβα με κι ας κλαίω, μια ιστορία  τού «δεν βαριέσαι», μια ιστορία τού «τι καλά περνάμε εδώ στην εξοχή» κ.ο.κ. 

Εντελώς τυχαία έφτασαν κοντά μου ουρανοκατέβατοι αυτές τις μέρες κάτι στίχοι ενός Άγγλου, T. S. Eliot με τ’ όνομα, που του μπήκε η ιδέα να… σώσει τον κόσμο!  Μη έχοντας τίποτε καλύτερο να κάνω κι εγώ (αργόσχολος γαρ) έκατσα, μόλις χθες, να μεταγράψω ελληνιστί τους στίχους του για την πλάκα του πράγματος, την ελαφρά ψυχαγωγία που λέγαμε, για το «τράβα με κι ας κλαίω» τέλος πάντων, κι ό, τι  βρέξει ας κατεβάσει!

Και τώρα, εκεί που έβλεπα στις ειδήσεις της TV τη βιασθείσα που την εκβίασαν να πει πως δεν εβιάσθη κι άκουγα κι έβλεπα δικαστές, ιατροδικαστές, δικηγόρους, πρώην εισαγγελείς, δημοσιογράφους, τηλεπαρουσιαστές, πρωταθλητές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μέλη επιτροπών, μέλη συμβουλίων, να μιλούν με πάθος γι’ άρθρα συμβάσεων, για νόμους κι ερμηνείες νόμων, περί παραθύρων των νόμων και χαραμάδων των νόμων και τρέχα γύρευε νόμους και υπόγεια και κατακόμβες νόμων, παρανόμων και υπονόμων, μού ’ρθαν στον νου οι στίχοι αυτού του περιθωριακού, του παλκοσένικου τού Eliot (που σε μια στιγμή τον πήδηξε κανονικά μαζί με τον Μόντη και το δικό μας Υπουργείο), του Έλιοτ, τέλος πάντων, που ποιος μπορεί να το αποκλείσει ότι μπορεί να είναι και πάππος μακρινός της βιασθείσης που εξεβιάσθη να δηλώσει πως δεν εβιάσθη τελικά. Γράφει (ανάμεσα σ’ άλλα) αυτός ο θεατρίνος, ο Έλιοτ: 
Ακούστε,  πόλεις των ιδιοτελών ανθρώπων, ακούστε εσείς οι γενιές των αξιολύπητα διαφωτισμένων, των χαμένων στους λαβυρίνθους της επιτήδειας ευφυίας σας, εσείς οι ξεπουλημένοι στους προσπορισμούς των εφευρημάτων σας: Σας έδωσα χέρια, μα τ’ αποστρέφετε από τη λατρεία. Σας έδωσα μιλιά⸱ την εξαντλείτε σε κενά νοήματος κουβεντολόγια. Σας έδωσα Νόμους, μα εσείς στήσατε επιτροπές να διαβουλεύεστε ατελείωτα. Σας έδωσα χείλη να εκφράζετε φιλία, σας έδωσα καρδιά κι εσείς της αναθέσατε ν’ ανταποδίδει την απιστία… κ.λπ.

Σας έδωσα Νόμους, λέει, μα εσείς στήσατε επιτροπές να διαβουλεύεστε ατελείωτα; Εξαντλήστε, λέει, σε κενά νοήματος κουβεντολόγια! Κύριε ελέησον! Μα τι λέει αυτός ο παλκοσένικος, ο περιθωριακός, ο θεατρίνος, ο Έλιοτ; Μας δόθηκαν, λέει, Νόμοι κι εμείς το ρίξαμε σε ατέλειωτες διαβουλεύσεις περί των νόμων, μπήκαμε με τα μούτρα στο χάος των ερμηνειών των νόμων, στο κουβεντολόι και στη σύγχυση ώστε να μην ξέρει κανένας στο τέλος τι λέει, χώρια αυτοί που ακούν και δεν καταλαβαίνουν γρι;

Ποιος τα έκαμε όλ’ αυτά;
Ποιος έκαμε το ξεκάθαρο φως του Νόμου πηχτό κι αδιέξοδο σκοτάδι, και γιατί;
Και ποιος τέλος πάντων είν’ αυτός ο Έλιοτ, σιγά μην και Όμηρος, αλλά άντε και Όμηρος, μήπως αυτοί οι Όμηροι και οι Έλιοτ ξέρουν καλύτερα από τους πρώην γενικούς εισαγγελείς μας, τους ατσίδες δικηγόρους μας, τους ντυμένους στην τρίχα τηλεπαρουσιαστές μας, τους ακαταμάχητους ακτιβιστές μας, τις οργισμένες φεμινίστριες μας, τους ασυμβίβαστους αντιρατσιστές μας, τους πεφωτισμένους οικολόγους μας, τους πράσινους, τους κόκκινους, τους κίτρινους, τους ορκισμένους ενάντια στην ξενοφοβία, τους αδιαπραγμάτευτους πρωταθλητές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μας, τους μέχρι θανάτου αποφασισμένους προστάτες των φιλοξενουμένων μεταναστών μας, τους σοφότατους συντάκτες της Σύμβασης της Κωνσταντινουπόλεως, τους νομομαθείς, τους ειδικούς, τους προέδρους, τους γραμματείς, τους εκπροσώπους των τάδε και των τάδε κινημάτων, οργανώσεων, επιτροπών, πρωτοβουλιών και βάλε και βάλε; Ξέρουν καλύτερα;

Πού να ξέρουν; Ξεράδια ξέρουν, χώρια το ξύλο που τους πάει που ανακατεύονται εκεί που δεν τους σπέρνουν! Αυτοί που «ξέρουν», οι μόνοι που «ξέρουν» είναι όλοι αυτοί που παντελώς αγνοούν τι είναι που «πολεμούν» κι από πού ξεκίνησε Αυτοί... ξέρουν! Ξέρουν μια χαρά ν’ αναζωογονούν τον εχθρό τάχα «πολεμώντας» τον, αφού αγνοούν τη μήτρα και το αίτιο που τον γέννησε. Μα πάνω απ’ όλα, χάρη στα ΜΜΕ και στα ΡΙΚ TV και στ’ άλλα αδελφά ΜΜΕ, στα ΘΟΚ και στα αρμόδια Υπουργεία και τις «πολιτιστικές» Υπηρεσίες,  αγνοούν εκείνους που προ-είδαν το κακό και το πρόβλεψαν και προειδοποίησαν.

Λέει, αλλού, ο ξορισμένος ερημίτης, ο αλήτης, ο καλλιτέχνης τάχα (ξύλο που του πάει) ο  Έλιοτ:
«…όλες οι εποχές είναι διεφθαρμένες…  Ο Κόσμος δοκιμάζει, στην εποχή  μας, να δει κατά πόσο μπορεί να παραμείνει πολιτισμένος χωρίς τον Χριστιανισμό. Το πείραμα αυτό θα αποτύχει· εμείς, όμως, πρέπει να παραμείνουμε υπομονετικοί ως την κατάρρευσή του και ν’ αξιοποιούμε τον χρόνο: πρέπει να διατηρούμε την Πίστη ζωντανή μέσα στους σκοτεινούς αιώνες που έρχονται, να προσβλέπουμε στην ανανέωση και την ανοικοδόμηση του πολιτισμού, και στη σωτηρία του από την αυτοκτονία».

«Σκοτεινοί αιώνες που έρχονται»; Μπά! Ανοίξτε τις τηλεοράσεις σας τώρα, να τους δείτε τώρα, αυτή τη στιγμή. Δεν… έρχονται, είν’ εδώ, παρόντες. Δεν τους ακούτε, δεν τους βλέπετε, που όλοι μιλούν και κανείς δεν καταλαβαίνει τι λεν οι άλλοι, και δεν καταλαβαίνουν ούτε αυτοί που μιλούν τι λεν οι ίδιοι;  
Είναι από τη δεκαετία του ’30 κι ακόμα πιο πριν που ο Έλιοτ φώναζε και φωνάζει.
Όταν, όμως, αυτόν τον Έλιοτ τον καταδικάζει το ίδιο το Υπουργείο Παιδείας της Κύπρου και για να μη μου πουν πως είμαι υπερβολικός πάλι, όταν αυτόν τον Έλιοτ τον καταδικάζουν οι διορισμένοι… «κριτικοί της τέχνης» του Υπουργείου Παιδείας της Κύπρου, οι…. «κριτικοί της τέχνης», που δεν χάνουν ευκαιρία να διακόψουν μια στιγμούλα την πορεία του τρένου για να δώσουν κι εκείνοι ένα χεράκι στο ξυλοφόρτωμα του ερημίτη ή του καλλιτέχνη που άδικα ξελαρυγγίζεται, τότε γιατί ΟΧΙ και η ίδια η Βρετανία, η αρχι-εγκληματίας του δουλεμπορίου, της αποικιοκρατίας και της αθεΐας να μην κατηγορεί την Κύπρο για… εγκληματία σε βάρος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων της;!

Επιτέλους,
ΜΠΟΡΟΥΝ για μια μόνο στιγμή να κατέβουν όλοι από το καταραμένο τρένο, να σταματήσουν να μιλούν όλοι μαζί, να μην ακούει κανένας κανέναν, και να βάλουν τον ΝΟΥΝ και τις ΚΑΡΔΙΕΣ τους να δουλέψουν;
Άντης Ροδίτης

O Τόμας Στερνς Έλιοτ (Thomas Stearns Eliot, 26 Σεπτεμβρίου 1888 - 4 Ιανουαρίου 1965) ήταν Αγγλός ποιητής, θεατρικός συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους ποιητές του 20ού αιώνα και ηγετική φυσιογνωμία του μοντερνιστικού κινήματος στην ποίηση. Το 1948 βραβεύτηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ανάμεσα στα πιο γνωστά έργα του ανήκουν το Ερωτικό τραγούδι του Τζ. Προύφροκ (1915), η Έρημη Χώρα (1922), οι Κούφιοι Άνθρωποι (1925) τα Τέσσερα κουαρτέτα (1943) καθώς και το θεατρικό έργο Φονικό στην Εκκλησιά (1935). 

Ένα ταξίδι Τέχνης με αφετηρία τον Πειραιά



Thursday, January 9, 2020

Οι χασομέρηδες

Του Άντη Ροδίτη
 Η επίσκεψη των αναμνήσεών μας, αποτελεί μια ακατάπαυστη επιθυμία. Μέσα της κρύβει την πεποίθηση ότι τη στιγμή που θα μπορούσαμε να παρακολουθήσουμε από κοντά, αόρατοι, τον εαυτό μας σε μια εμπειρία των πρώτων μας χρόνων, θα είναι η στιγμή της αποκάλυψης της αλήθειας του κόσμου. Παρασυρόμαστε από εκείνο που μόνο να φανταστούμε μπορούμε, στο να πιστεύουμε ότι αποτελεί τον τρόπο να εννοήσουμε το αδύνατο να εννοηθεί.

Από την άλλη, οι περισσότεροι βασανίζονται σκληρά πιστεύοντας ότι η λογική είναι σε θέση να δώσει έγκυρες απαντήσεις σε όλα. Το αποτέλεσμα ιλαροτραγικό. Οι άνθρωποι το καταλαβαίνουν, αλλά δυσκολεύονται να το παραδεχτούν. Στη φάση πολιτισμού που βρισκόμαστε εδώ και μερικούς αιώνες η λογική θέλει να είναι κυρίαρχη δύναμη. Έχει, βέβαια, κάθε δικαίωμα να πρωταγωνιστεί στη ζωή μας, αλλά οι πραγματικά πολιτισμένοι άνθρωποι ξέρουν πότε να τη διώχνουν μακριά, υποδεικνύοντάς της να πάει στη δουλειά της, ν’ ασχοληθεί με τα δικά της και να τους αφήσει ήσυχους. Αυτοί δεν είναι οι πολλοί κι όταν τύχει να είναι άνθρωποι της τέχνης συχνά φαντάζονται τον εαυτό τους ναυαγό σ’ αφιλόξενη χώρα.

Ένας από παλιά γνωστός μου για την ευαισθησία και τις ανησυχίες του, ο από την Αμμόχωστο Πολύβιος Νικολάου, μου έστειλε μια έκδοση καμιά πενηνταριά σελίδων με τίτλο Σχέδιο για έξι ραψωδίες, ποιήματα ή σχεδιάσματα ποιημάτων του Ευάγγελου Λουίζου, ενός πολιτισμένου ανθρώπου (όπως πολλοί τον θυμούνται) που έζησε απαρατήρητος από τα πλήθη. Ανοίγω τώρα αυτό το βιβλίο και διαβάζω γραμμένο από τον Πολύβιο με μολύβι: «Έκδοση εκτός εμπορίου». Φράση γραμμένη με τις ψιλές της, τις οξείες και τις βαρείες της. Όλο το βιβλίο είναι στο πολυτονικό. Πάντως και «εντός εμπορίου» να ήταν, φίλε, ποια διαφορά θα έκανε;


Οι «Ραψωδίες» του Λουίζου βρέθηκαν από την ξαδέλφη του Κλειώ Γ. Χατζηκώστα με μια δική του σημείωση, που έλεγε: «Ποιος ξέρει, μπορεί να βρεθεί κάποτε κανένας χασομέρης να τις τυπώσει».
Ο «χασομέρης» βρέθηκε. Ήταν ο Πολύβιος, που τον έβαλε πάνω η «χασομέρισσα» Κλειώ. Βρέθηκε, τελικά, κι ένας τρίτος «χασομέρης», εγώ (μόλις χθες ένας δημοσιογράφος μού έγραψε «Εσύ έμεινες στην ασφαλή διαχείριση ενός παρελθόντος για να δικαιολογείς την ύπαρξη σου στο παρόν», που έκατσα να διαβάσω και να «σχολιάσω» τις «ραψωδίες» του Λουίζου. 

Ο Λουίζος, άνθρωπος με ευρεία ενδιαφέροντα, κυρίως στην παγκόσμια φιλολογία, σχεδίασε τις «ραψωδίες» του όταν ήταν ήδη γύρω 64-65 χρονών, λίγα χρόνια μετά το άγριο, ανήλεο μαστίγωμα της Κύπρου από τον Αττίλα. Η Κύπρος συνήλθε από το όνειρο το ’74 και βρέθηκε ξύπνια μέσα στην σκληρή πραγματικότητα, τον ζώντα εφιάλτη, την τρέχουσα πριν τη Δευτέρα Παρουσία, κόλαση. Αυτό το καθολικό ξύπνημα, η προσφυγιά, η βαθιά επιθυμία της επιστροφής στο «πριν», έσπρωξαν τον Λουίζο στην απόπειρα των «έξι ραψωδιών»⸱ και με απόηχους από τις τεχνικές της Έρημης Χώρας του Έλιοτ, κατόρθωσε να γράψει μόνο την Α΄, τη Β΄ και τη Στ΄ «ραψωδία» ή μόνο τα «σχεδίασματά» τους. Η Γ΄, η Δ΄ και η Ε΄ απουσιάζουν. Δεν γράφτηκαν ή δεν μπήκαν στο χαρτί ούτε καν ως «σχέδια», ποτέ. Τέτοιες τραγωδίες, όπως και τα μέγιστα οράματα,  ποτέ  δεν αποτυπώνονται τελεσίδικα. Ποτέ  δεν  φτάνουν σε  «τέλος».
Στίχοι 130 έως 135: Δεν έχει τέλος ο δρόμος που πήραμε
                                 δεν έχει τέρμα τούτο το μονοπάτι.
                                 Πού θα μας πάη, πού θα μας πάη.
                                 Πήραμε στραβό δρόμο
                                 που δεν βγάζει πουθενά.
                                 Δεν έχει άκρη.
Στη συνέχεια με απευθείας παράθεση στίχων (146-155) από το Murder in the Cathedral, δεν οδηγεί πουθενά αλλού τον αναγνώστη παρά στο να σκεφθεί τις ευθύνες της ηγεσίας της δικής μας Εκκλησίας για τη μάστιγα που έπληξε τον τόπο. Λίγο μετά παντρεύει τις εκ μέρους μας υποκριτικές, αφ’ υψηλού απαγορεύσεις ανάμιξης της δικτατορικής Ελλάδας στα «εσωτερικά» μας (– Εδώ, κύριε Γιώργο, έχουμε Δημοκρατία! / -όπου γίνεται ό,τι θέλω εγώ-) (186-190) με στίχους από τον Ezra Pound: Mais! / “Respectons les prêtres”, remarked Talleyrand. «Ας σεβαστούμε τους ιερωμένους, είπε ο Ταλεϋράνδος», όνομα που ταυτίζεται με την κυνική διπλωματία. Όμως o υποψιασμένος αναγνώστης δεν μπορεί να παραβλέψει πως «Γιώργος» δεν ήταν μόνο ο Παπαδόπουλος της δικτατορίας αλλά και ο Παπανδρέου της ξεκάθαρης δημοκρατίας.

Με τον ελιοτικό τρόπο της άμεσης παράθεσης στιγμιότυπων της ευτελούς καθημερινή ζωής σε στίχους, σε αντιπαράθεση με άλλους από τον Όμηρο, τα έργα της κλασικής λογοτεχνίας ή της Βίβλου, όλα υπό τύπο «σημειώσεων», ο Λουίζος αγωνίζεται να εννοήσει το δυσπρόσιτο μέγεθος της κυπριακής τραγωδίας και την προσωπική δική του, της πολύμορφης προσφυγιάς.

Μιλώντας ευθέως γι’ αυτήν στη δεύτερη Ραψωδία, αρχή-αρχή κάνοντας από τον Αινεία, που φεύγει από την αλωμένη Τροία κουβαλώντας στην πλάτη τον γέρο πατέρα του, φτάνει στο παραλήρημα του μοναχικού ανθρώπου, που βρίσκει εαυτόν σε χώρα βαρβάρων, σκέτα λογικών ανθρώπων:

Στίχοι 38-39: Στη χώρα των ανθρωποφάγων ασυμβίβαστος,
                   Αναφομοίωτος, αχώνευτος.
Όπου (40-41): Μια θάλασσα τον κράτησε
                       κι ο έρως των σειρήνων (πιστό στον εαυτό του).
Για πόσο όμως; Στο τέλος (44 έως 46): Τίποτε δεν απόμεινε
                                                               παρά μια γεύση φτήνιας
                                                               στην άκρη του γκρεμού.
Μετά την προσφυγιά δεν υπάρχει άλλο παρά ένας (στίχοι 49 έως 54):
Χορός κανιβάλων!                                                                                                          Έτσι συνηθίζεται για χώνεψη                                                                                          στο άλλο στρατόπεδο του Αττίλα.
Και το προζύμι,
έγινε άθυρμα στα χέρια μοιχαλίδας
και χαρτομάντηλο για αιμομίκτες και περαστικούς.

Μας έδεσαν πισθάγκωνα οι εχθροί. (63).

Κι έτσι Βρήκε καλό προζύμι η Κίρκη (στίχος 67) να φτιάξει από αυτό γουρούνια.  Κι οι «ελεύθερες» πόλεις μας έγιναν στο τέλος το άλλο στρατόπεδο του (ιδίου) Αττίλα. Δεν μπορεί κανείς να παραβλέψει στίχους (70-72), που παραπέμπουν άμεσα στην «πολιτική» ζωή του τόπου, με τις κληρονομημένες της «αξίες», τις ίδιες που έφεραν το ’74, των «δεξιών» που στο κυνήγι απόκτησης ή παραμονής στην εξουσία δεν δίστασαν να πάρουν ανάποδες των πεποιθήσεών τους (αν είχαν ποτέ «πεποιθήσεις») στροφές:
·         Μα  ταλαιπώρησαν αφάνταστα
κοχλίες αριστερόστροφοι
κι εμείναμε κι από βενζίνη

          Έτσι (στίχοι 95-100): Λίγο πιο πέρα τον επρόσεξα
                                          να δρασκελίζει μπουσουλώντας
                                          το νεοελληνικό κενό.
                                          Πάντα του
                                             κουβαλώντας όλο τον κόσμο
                                          στη τσάντα του.

Αυτό ακριβώς κι αν είναι το νεοελληνικό κενό, που δεν έχει κανένα δικαίωμα στο «ελληνικό», αφού χωρά όλο κι όλο σε μια στενή, ασφυκτικά περιορισμένη ατομική τσάντα.

Η έκτη Ραψωδία αποτελείται από 7 μόνο στίχους. Ο έκτος λέει: Ό,τι μ’ έφαγεν ο νόστος της πατρίδας.
Νόστος πατρίδας, αφού ο Πατριδεγωφάγος εαυτός μας έχει φάει όλους μας.
Ποιος λόγος, ποιο ποίημα, ποια τέχνη μπορεί να δικαιώσει την καταστροφή της Κύπρου;
Τίποτε δεν απόμεινε
παρά μια γεύση φτήνιας
στην άκρη του γκρεμού.

          Και το «νεοελληνικό κενό»; Αυτό κι αν είναι δουλειά των πιο περιφρονημένων μας, των «χασομέρηδων» ποιητών, να το εκθέσουν μια κι έξω σε δημόσια περιφρόνηση και αποστροφή.

Άντης Ροδίτης


ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΛΟΥΙΖΟΣ 1913-1993
Ο Ευάγγελος Λουίζος είναι ο τελευταίος γόνος, ίσως της πιο εύπορης και παλιάς οικογένειας της Αμμοχώστου, με αριστοκρατική καταγωγή από τους Αγγελάτους της Κεφαλληνίας. Πολλοί τον αποκαλούν ευπατρίδη, μαικήνα, αρχοντάνθρωπο, πάμπλουτο λόγιο, αριστοκράτη, μεγαλοκτηματία, πολυταξιδεμένο κοσμοπολίτη, φίλο των ποιητών, διαβασμένο, καλοζωιστή, ηδυπαθή, γόνο οικογένειας με πλούσια πολιτική, εκπαιδευτική και εθνική δραστηριότητα, και πολλά άλλα. Γεννήθηκε στις 6 Ιουνίου 1913. 

Παππούς του ήταν ο Χατζηβαγγέλης Λοΐζου (1840-1909), Δήμαρχος 1879-1882, εισήγαγε τη μανταρινιά το 1870, εκ των ιδρυτών το 1900 και πρώτος διευθυντής του Ταμιευτηρίου Σαλαμίς. 

Πατέρας του ο Λούης Ε. Λουίζου (1877-1941). Όπως έχει αναφερθεί, ο Λούης άλλαξε το επίθετό του από Λοΐζου σε Λουίζου, ενώ αργότερα ο Ευάγγελος το μετέτρεψε σε Λουίζος. 


Μητέρα του η Κλειώ Δ. Δημητρίου από γνωστή οικογένεια της Λάρνακας, η οποία πέθανε από επιλόχειο πυρετό 40 μέρες μετά τον τοκετό στη Λευκωσία, σε ηλικία γύρω στα 27, και έτσι ο Ευάγγελος δεν γνώρισε μητέρα. Φοίτησε σε Δημοτικό και αποφοίτησε από το ΕΓΑ το 1931(Κύρρης: «Επάγγελμα πατρός: Δικηγόρος, Κτηματίας. Επάγγελμα αποφοίτου: Δικηγόρος, Κτηματίας»). 

Το 1931, σε ηλικία 18 ετών, ο Ευάγγελος πήγε στην Αθήνα για να σπουδάσει στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και πήρε το πτυχίο νομικής. Συνέχισε τις σπουδές του στο Λονδίνο, όπου ανακηρύχθηκε Barrister-at-Law από τα Inns of Court, αλλά ουδέποτε άσκησε το δικηγορικό επάγγελμα, παρόλο που διατήρησε το γραφείο του πατέρα του στην περιοχή των Δικαστηρίων. 

Ο Λουίζος ήταν μεγαλοκτηματίας και επίσης ασχολείτο με την αγελαδοτροφία και την παραγωγή γάλακτος, εξού και είχε την καφετερία Milk Bar. Εφημερίδα του Νοεμβρίου 1936 μας πληροφορεί: «Ο πλήρης μέλλοντος νέος δικηγόρος κ. Ευάγγελος Λ. Λοΐζου και η αβρά Δνις Αλίκη Δ. Σολωμονίδου έδωσαν αμοιβαίαν υπόσχεσιν γάμου». Ο αρραβώνας διήρκεσε 10 χρόνια και τελικά διαλύθηκε. Τον Δεκέμβριο 1962 ο Ευάγγελος παντρεύτηκε στη Βενετία την κατά πολύ νεότερή του Γερμανίδα ζωγράφο Astrid Nehrig, όμως ο γάμος κράτησε μόνο δύο χρόνια. Το 1937 εκπαιδεύτηκε στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών της Κέρκυρας, μαζί με τον Οδυσσέα Ελύτη. Σημειωτέον ότι είχε ελληνική υπηκοότητα, την οποία πήρε από τον πατέρα του, γνωστό πολιτικό της Αμμοχώστου που πολέμησε το 1897 στην Κρήτη. 

Μετά την αποφοίτησή του και την υπηρεσία της στρατιωτικής του θητείας ως έφεδρος ανθυπολοχαγός, επέστρεψε στην Κύπρο. Το 1940 κατετάγη στον ελληνικό στρατό και πολέμησε στο αλβανικό μέτωπο ως διοικητής λόχου πολυβόλων. Μετατέθηκε στην Αθήνα ως λοχαγός στο Σύνταγμα Δωδεκανησίων, όμως στάληκε πάλι στο μέτωπο. Μετά την κατάρρευση του μετώπου και τη γερμανική κατοχή, υπηρέτησε ως εθελοντής στον αγγλικό στρατό, στη Μέση Ανατολή και στη Βόρειο Αφρική, και εκτελούσε καθήκοντα συνδέσμου μεταξύ του ελληνικού και του αγγλικού στρατού. 

Ο Γιώργος Θεοτοκάς την περίοδο αυτήν τον περιγράφει: «Ο Λουίζος είναι Κύπριος, μάλλον κοντός, συντηρεί μουστάκι, μια φορά είχε και γένια. Είναι πλούσιος, ταξιδεμένος και διαβασμένος. Σπούδασε νομικά, αγαπά τη λογοτεχνία και γυρίζει με τον Κατσίμπαλη. Γυρεύει το απόλυτο κι ο Κατσίμπαλης επικροτεί. Όπως πολλοί Έλληνες, συνδυάζει φαντασία και μυθομανία με πολλή ισορροπία και θετικό πνεύμα. Ηδυπαθής, αισθηματικός και συμπαθητικός». (Το «μάλλον κοντός» είναι κάπως υπερβολικό, εφόσον ήταν κανονικού αναστήματος). Ο Θεοτοκάς επίσης καταγράφει τις ερωτικές περιπέτειες του Λουίζου στην Αθήνα. 

Μετά το τέλος του πολέμου επανήλθε στην Αμμόχωστο. Ο ευπατρίδης, κοσμοπολίτης, μαικήνας Ευάγγελος Λουίζος έγινε γνωστός τόσο στην πόλη του όσο και ανά το παγκύπριο για την εκκεντρικότητα, τις ιδιορρυθμίες, την αριστοκρατική ιδιοσυγκρασία, αλλά και για την αξιόλογη προσφορά του στον πολιτισμό και την ανάπτυξη της Αμμοχώστου. Ο ίδιος φορούσε μεταξωτά πουκάμισα, που λέγεται ότι υφαίνονταν στη βούφα (αργαλειό) από την κόρη Έλληνα ακαδημαϊκού. Χαρακτηριζόταν και από διάφορες δεισιδαιμονίες και παραξενιές. Δεν δεχόταν επισκέψεις στο αρχοντικό του πριν τις 11:00 και κυκλοφορούσε με ρόμπα και σάνταλα στο σπίτι, όπου πάντοτε υπήρχαν οικιακές και άλλοι βοηθοί. 

Όταν πέθανε ο πατέρας του Λούης το 1941 (στην Καντάρα όπου βρισκόταν λόγω της εκκένωσης), ο Ευάγγελος κατέφθασε (δυστυχώς μετά την ταφή) από την Ελλάδα με καράβι στην Κερύνεια. Έδωσε οδηγίες να μείνουν όλα όπως ακριβώς βρίσκονταν στο δωμάτιο του Λούη κατά τον θάνατό του, με αποτέλεσμα το ρολόι να μείνει ακούρδιστο και ακίνητο για πάντα. Όταν αντιδρούσε αρνητικά σε κάποιο σχόλιο, συνήθιζε να τραβά μια τρίχα από το μουστάκι του και στη συνέχεια έδινε την απάντηση. Υπήρξε μέλος της Ανόρθωσης για πολλές δεκαετίες. Το 1957 ιδρύεται η Εταιρεία Φίλων και Ερευνητών της Αμμοχώστου με πρωτοβουλία των Ανδρέα Πούγιουρου, Γιάννη Αναγνωστοπούλου, Ευάγγελου Λουίζου, Μήτσιου Μαραγκού, Κώστα Κύρρη, Παναγιώτη Κυδωνοπούλου, Γιώργου Φιλίππου-Πιερίδη και άλλων, με σκοπό την προαγωγή της ιστορικής έρευνας και γενικότερα την προβολή του πολιτισμού της Αμμοχώστου. 

Ο Λουίζος διετέλεσε πρόεδρος του Οργανισμού Αναπτύξεως και Προόδου Πόλεως και Επαρχίας Αμμοχώστου, όπως μας θυμίζει ο Αντώνης Ηλιάκης: «και έμμισθος γραμματεύς ήμουν εγώ, με ηγεμονικό μηνιάτικο δέκα λιρών – σοβαρό ποσό τότε [δεκαετία 1950], αφού πλήρωνα τρεις λίρες μηνιαίως για δικό μου δωμάτιο». Άλλα μέλη της επιτροπής ήταν ο Μήτσος Μαραγκός, ο Μιχαήλ Μοντάνιος, ο Πόπας Κλεόπας, ο Πρόδρομος Παπαβασιλείου, ο Χαρίλαος Παντελίδης, ο Τάκης Γεωργίου κ.ά. Ο Λουίζος συνέδραμε στον εμπλουτισμό της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Αμμοχώστου. 

Η Βιβλιοθήκη λειτούργησε από τον Αύγουστο 1955, αφού είχε ανατεθεί η οργάνωσή της στον Γιώργο Φιλίππου-Πιερίδη, και το 1974 διέθετε 17.000 τόμους, καθώς και πλούσια συλλογή παλαιών βιβλίων, γκραβούρων, χαρτών και χαλκογραφιών, από δωρεές των Μήτσιου Μαραγκού, Ευάγγελου Λουίζου, Θεόφιλου Μογάπγαπ. Ασχολήθηκε με ιστορικές έρευνες και ίδρυσε το 1966, με προτροπή του Σεφέρη, τον εκδοτικό οίκο Les editions L’ Oiseau (=πουλί. Σε επιστολή του στον Σεφέρη γράφει: «Οι φίλοι μπορούν να ξέρουν ότι το L’ Oiseau stands for Louisos») με αξιόλογες εκδόσεις.