Thursday, January 9, 2020

Οι χασομέρηδες

Του Άντη Ροδίτη
 Η επίσκεψη των αναμνήσεών μας, αποτελεί μια ακατάπαυστη επιθυμία. Μέσα της κρύβει την πεποίθηση ότι τη στιγμή που θα μπορούσαμε να παρακολουθήσουμε από κοντά, αόρατοι, τον εαυτό μας σε μια εμπειρία των πρώτων μας χρόνων, θα είναι η στιγμή της αποκάλυψης της αλήθειας του κόσμου. Παρασυρόμαστε από εκείνο που μόνο να φανταστούμε μπορούμε, στο να πιστεύουμε ότι αποτελεί τον τρόπο να εννοήσουμε το αδύνατο να εννοηθεί.

Από την άλλη, οι περισσότεροι βασανίζονται σκληρά πιστεύοντας ότι η λογική είναι σε θέση να δώσει έγκυρες απαντήσεις σε όλα. Το αποτέλεσμα ιλαροτραγικό. Οι άνθρωποι το καταλαβαίνουν, αλλά δυσκολεύονται να το παραδεχτούν. Στη φάση πολιτισμού που βρισκόμαστε εδώ και μερικούς αιώνες η λογική θέλει να είναι κυρίαρχη δύναμη. Έχει, βέβαια, κάθε δικαίωμα να πρωταγωνιστεί στη ζωή μας, αλλά οι πραγματικά πολιτισμένοι άνθρωποι ξέρουν πότε να τη διώχνουν μακριά, υποδεικνύοντάς της να πάει στη δουλειά της, ν’ ασχοληθεί με τα δικά της και να τους αφήσει ήσυχους. Αυτοί δεν είναι οι πολλοί κι όταν τύχει να είναι άνθρωποι της τέχνης συχνά φαντάζονται τον εαυτό τους ναυαγό σ’ αφιλόξενη χώρα.

Ένας από παλιά γνωστός μου για την ευαισθησία και τις ανησυχίες του, ο από την Αμμόχωστο Πολύβιος Νικολάου, μου έστειλε μια έκδοση καμιά πενηνταριά σελίδων με τίτλο Σχέδιο για έξι ραψωδίες, ποιήματα ή σχεδιάσματα ποιημάτων του Ευάγγελου Λουίζου, ενός πολιτισμένου ανθρώπου (όπως πολλοί τον θυμούνται) που έζησε απαρατήρητος από τα πλήθη. Ανοίγω τώρα αυτό το βιβλίο και διαβάζω γραμμένο από τον Πολύβιο με μολύβι: «Έκδοση εκτός εμπορίου». Φράση γραμμένη με τις ψιλές της, τις οξείες και τις βαρείες της. Όλο το βιβλίο είναι στο πολυτονικό. Πάντως και «εντός εμπορίου» να ήταν, φίλε, ποια διαφορά θα έκανε;


Οι «Ραψωδίες» του Λουίζου βρέθηκαν από την ξαδέλφη του Κλειώ Γ. Χατζηκώστα με μια δική του σημείωση, που έλεγε: «Ποιος ξέρει, μπορεί να βρεθεί κάποτε κανένας χασομέρης να τις τυπώσει».
Ο «χασομέρης» βρέθηκε. Ήταν ο Πολύβιος, που τον έβαλε πάνω η «χασομέρισσα» Κλειώ. Βρέθηκε, τελικά, κι ένας τρίτος «χασομέρης», εγώ (μόλις χθες ένας δημοσιογράφος μού έγραψε «Εσύ έμεινες στην ασφαλή διαχείριση ενός παρελθόντος για να δικαιολογείς την ύπαρξη σου στο παρόν», που έκατσα να διαβάσω και να «σχολιάσω» τις «ραψωδίες» του Λουίζου. 

Ο Λουίζος, άνθρωπος με ευρεία ενδιαφέροντα, κυρίως στην παγκόσμια φιλολογία, σχεδίασε τις «ραψωδίες» του όταν ήταν ήδη γύρω 64-65 χρονών, λίγα χρόνια μετά το άγριο, ανήλεο μαστίγωμα της Κύπρου από τον Αττίλα. Η Κύπρος συνήλθε από το όνειρο το ’74 και βρέθηκε ξύπνια μέσα στην σκληρή πραγματικότητα, τον ζώντα εφιάλτη, την τρέχουσα πριν τη Δευτέρα Παρουσία, κόλαση. Αυτό το καθολικό ξύπνημα, η προσφυγιά, η βαθιά επιθυμία της επιστροφής στο «πριν», έσπρωξαν τον Λουίζο στην απόπειρα των «έξι ραψωδιών»⸱ και με απόηχους από τις τεχνικές της Έρημης Χώρας του Έλιοτ, κατόρθωσε να γράψει μόνο την Α΄, τη Β΄ και τη Στ΄ «ραψωδία» ή μόνο τα «σχεδίασματά» τους. Η Γ΄, η Δ΄ και η Ε΄ απουσιάζουν. Δεν γράφτηκαν ή δεν μπήκαν στο χαρτί ούτε καν ως «σχέδια», ποτέ. Τέτοιες τραγωδίες, όπως και τα μέγιστα οράματα,  ποτέ  δεν αποτυπώνονται τελεσίδικα. Ποτέ  δεν  φτάνουν σε  «τέλος».
Στίχοι 130 έως 135: Δεν έχει τέλος ο δρόμος που πήραμε
                                 δεν έχει τέρμα τούτο το μονοπάτι.
                                 Πού θα μας πάη, πού θα μας πάη.
                                 Πήραμε στραβό δρόμο
                                 που δεν βγάζει πουθενά.
                                 Δεν έχει άκρη.
Στη συνέχεια με απευθείας παράθεση στίχων (146-155) από το Murder in the Cathedral, δεν οδηγεί πουθενά αλλού τον αναγνώστη παρά στο να σκεφθεί τις ευθύνες της ηγεσίας της δικής μας Εκκλησίας για τη μάστιγα που έπληξε τον τόπο. Λίγο μετά παντρεύει τις εκ μέρους μας υποκριτικές, αφ’ υψηλού απαγορεύσεις ανάμιξης της δικτατορικής Ελλάδας στα «εσωτερικά» μας (– Εδώ, κύριε Γιώργο, έχουμε Δημοκρατία! / -όπου γίνεται ό,τι θέλω εγώ-) (186-190) με στίχους από τον Ezra Pound: Mais! / “Respectons les prêtres”, remarked Talleyrand. «Ας σεβαστούμε τους ιερωμένους, είπε ο Ταλεϋράνδος», όνομα που ταυτίζεται με την κυνική διπλωματία. Όμως o υποψιασμένος αναγνώστης δεν μπορεί να παραβλέψει πως «Γιώργος» δεν ήταν μόνο ο Παπαδόπουλος της δικτατορίας αλλά και ο Παπανδρέου της ξεκάθαρης δημοκρατίας.

Με τον ελιοτικό τρόπο της άμεσης παράθεσης στιγμιότυπων της ευτελούς καθημερινή ζωής σε στίχους, σε αντιπαράθεση με άλλους από τον Όμηρο, τα έργα της κλασικής λογοτεχνίας ή της Βίβλου, όλα υπό τύπο «σημειώσεων», ο Λουίζος αγωνίζεται να εννοήσει το δυσπρόσιτο μέγεθος της κυπριακής τραγωδίας και την προσωπική δική του, της πολύμορφης προσφυγιάς.

Μιλώντας ευθέως γι’ αυτήν στη δεύτερη Ραψωδία, αρχή-αρχή κάνοντας από τον Αινεία, που φεύγει από την αλωμένη Τροία κουβαλώντας στην πλάτη τον γέρο πατέρα του, φτάνει στο παραλήρημα του μοναχικού ανθρώπου, που βρίσκει εαυτόν σε χώρα βαρβάρων, σκέτα λογικών ανθρώπων:

Στίχοι 38-39: Στη χώρα των ανθρωποφάγων ασυμβίβαστος,
                   Αναφομοίωτος, αχώνευτος.
Όπου (40-41): Μια θάλασσα τον κράτησε
                       κι ο έρως των σειρήνων (πιστό στον εαυτό του).
Για πόσο όμως; Στο τέλος (44 έως 46): Τίποτε δεν απόμεινε
                                                               παρά μια γεύση φτήνιας
                                                               στην άκρη του γκρεμού.
Μετά την προσφυγιά δεν υπάρχει άλλο παρά ένας (στίχοι 49 έως 54):
Χορός κανιβάλων!                                                                                                          Έτσι συνηθίζεται για χώνεψη                                                                                          στο άλλο στρατόπεδο του Αττίλα.
Και το προζύμι,
έγινε άθυρμα στα χέρια μοιχαλίδας
και χαρτομάντηλο για αιμομίκτες και περαστικούς.

Μας έδεσαν πισθάγκωνα οι εχθροί. (63).

Κι έτσι Βρήκε καλό προζύμι η Κίρκη (στίχος 67) να φτιάξει από αυτό γουρούνια.  Κι οι «ελεύθερες» πόλεις μας έγιναν στο τέλος το άλλο στρατόπεδο του (ιδίου) Αττίλα. Δεν μπορεί κανείς να παραβλέψει στίχους (70-72), που παραπέμπουν άμεσα στην «πολιτική» ζωή του τόπου, με τις κληρονομημένες της «αξίες», τις ίδιες που έφεραν το ’74, των «δεξιών» που στο κυνήγι απόκτησης ή παραμονής στην εξουσία δεν δίστασαν να πάρουν ανάποδες των πεποιθήσεών τους (αν είχαν ποτέ «πεποιθήσεις») στροφές:
·         Μα  ταλαιπώρησαν αφάνταστα
κοχλίες αριστερόστροφοι
κι εμείναμε κι από βενζίνη

          Έτσι (στίχοι 95-100): Λίγο πιο πέρα τον επρόσεξα
                                          να δρασκελίζει μπουσουλώντας
                                          το νεοελληνικό κενό.
                                          Πάντα του
                                             κουβαλώντας όλο τον κόσμο
                                          στη τσάντα του.

Αυτό ακριβώς κι αν είναι το νεοελληνικό κενό, που δεν έχει κανένα δικαίωμα στο «ελληνικό», αφού χωρά όλο κι όλο σε μια στενή, ασφυκτικά περιορισμένη ατομική τσάντα.

Η έκτη Ραψωδία αποτελείται από 7 μόνο στίχους. Ο έκτος λέει: Ό,τι μ’ έφαγεν ο νόστος της πατρίδας.
Νόστος πατρίδας, αφού ο Πατριδεγωφάγος εαυτός μας έχει φάει όλους μας.
Ποιος λόγος, ποιο ποίημα, ποια τέχνη μπορεί να δικαιώσει την καταστροφή της Κύπρου;
Τίποτε δεν απόμεινε
παρά μια γεύση φτήνιας
στην άκρη του γκρεμού.

          Και το «νεοελληνικό κενό»; Αυτό κι αν είναι δουλειά των πιο περιφρονημένων μας, των «χασομέρηδων» ποιητών, να το εκθέσουν μια κι έξω σε δημόσια περιφρόνηση και αποστροφή.

Άντης Ροδίτης


ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΛΟΥΙΖΟΣ 1913-1993
Ο Ευάγγελος Λουίζος είναι ο τελευταίος γόνος, ίσως της πιο εύπορης και παλιάς οικογένειας της Αμμοχώστου, με αριστοκρατική καταγωγή από τους Αγγελάτους της Κεφαλληνίας. Πολλοί τον αποκαλούν ευπατρίδη, μαικήνα, αρχοντάνθρωπο, πάμπλουτο λόγιο, αριστοκράτη, μεγαλοκτηματία, πολυταξιδεμένο κοσμοπολίτη, φίλο των ποιητών, διαβασμένο, καλοζωιστή, ηδυπαθή, γόνο οικογένειας με πλούσια πολιτική, εκπαιδευτική και εθνική δραστηριότητα, και πολλά άλλα. Γεννήθηκε στις 6 Ιουνίου 1913. 

Παππούς του ήταν ο Χατζηβαγγέλης Λοΐζου (1840-1909), Δήμαρχος 1879-1882, εισήγαγε τη μανταρινιά το 1870, εκ των ιδρυτών το 1900 και πρώτος διευθυντής του Ταμιευτηρίου Σαλαμίς. 

Πατέρας του ο Λούης Ε. Λουίζου (1877-1941). Όπως έχει αναφερθεί, ο Λούης άλλαξε το επίθετό του από Λοΐζου σε Λουίζου, ενώ αργότερα ο Ευάγγελος το μετέτρεψε σε Λουίζος. 


Μητέρα του η Κλειώ Δ. Δημητρίου από γνωστή οικογένεια της Λάρνακας, η οποία πέθανε από επιλόχειο πυρετό 40 μέρες μετά τον τοκετό στη Λευκωσία, σε ηλικία γύρω στα 27, και έτσι ο Ευάγγελος δεν γνώρισε μητέρα. Φοίτησε σε Δημοτικό και αποφοίτησε από το ΕΓΑ το 1931(Κύρρης: «Επάγγελμα πατρός: Δικηγόρος, Κτηματίας. Επάγγελμα αποφοίτου: Δικηγόρος, Κτηματίας»). 

Το 1931, σε ηλικία 18 ετών, ο Ευάγγελος πήγε στην Αθήνα για να σπουδάσει στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και πήρε το πτυχίο νομικής. Συνέχισε τις σπουδές του στο Λονδίνο, όπου ανακηρύχθηκε Barrister-at-Law από τα Inns of Court, αλλά ουδέποτε άσκησε το δικηγορικό επάγγελμα, παρόλο που διατήρησε το γραφείο του πατέρα του στην περιοχή των Δικαστηρίων. 

Ο Λουίζος ήταν μεγαλοκτηματίας και επίσης ασχολείτο με την αγελαδοτροφία και την παραγωγή γάλακτος, εξού και είχε την καφετερία Milk Bar. Εφημερίδα του Νοεμβρίου 1936 μας πληροφορεί: «Ο πλήρης μέλλοντος νέος δικηγόρος κ. Ευάγγελος Λ. Λοΐζου και η αβρά Δνις Αλίκη Δ. Σολωμονίδου έδωσαν αμοιβαίαν υπόσχεσιν γάμου». Ο αρραβώνας διήρκεσε 10 χρόνια και τελικά διαλύθηκε. Τον Δεκέμβριο 1962 ο Ευάγγελος παντρεύτηκε στη Βενετία την κατά πολύ νεότερή του Γερμανίδα ζωγράφο Astrid Nehrig, όμως ο γάμος κράτησε μόνο δύο χρόνια. Το 1937 εκπαιδεύτηκε στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών της Κέρκυρας, μαζί με τον Οδυσσέα Ελύτη. Σημειωτέον ότι είχε ελληνική υπηκοότητα, την οποία πήρε από τον πατέρα του, γνωστό πολιτικό της Αμμοχώστου που πολέμησε το 1897 στην Κρήτη. 

Μετά την αποφοίτησή του και την υπηρεσία της στρατιωτικής του θητείας ως έφεδρος ανθυπολοχαγός, επέστρεψε στην Κύπρο. Το 1940 κατετάγη στον ελληνικό στρατό και πολέμησε στο αλβανικό μέτωπο ως διοικητής λόχου πολυβόλων. Μετατέθηκε στην Αθήνα ως λοχαγός στο Σύνταγμα Δωδεκανησίων, όμως στάληκε πάλι στο μέτωπο. Μετά την κατάρρευση του μετώπου και τη γερμανική κατοχή, υπηρέτησε ως εθελοντής στον αγγλικό στρατό, στη Μέση Ανατολή και στη Βόρειο Αφρική, και εκτελούσε καθήκοντα συνδέσμου μεταξύ του ελληνικού και του αγγλικού στρατού. 

Ο Γιώργος Θεοτοκάς την περίοδο αυτήν τον περιγράφει: «Ο Λουίζος είναι Κύπριος, μάλλον κοντός, συντηρεί μουστάκι, μια φορά είχε και γένια. Είναι πλούσιος, ταξιδεμένος και διαβασμένος. Σπούδασε νομικά, αγαπά τη λογοτεχνία και γυρίζει με τον Κατσίμπαλη. Γυρεύει το απόλυτο κι ο Κατσίμπαλης επικροτεί. Όπως πολλοί Έλληνες, συνδυάζει φαντασία και μυθομανία με πολλή ισορροπία και θετικό πνεύμα. Ηδυπαθής, αισθηματικός και συμπαθητικός». (Το «μάλλον κοντός» είναι κάπως υπερβολικό, εφόσον ήταν κανονικού αναστήματος). Ο Θεοτοκάς επίσης καταγράφει τις ερωτικές περιπέτειες του Λουίζου στην Αθήνα. 

Μετά το τέλος του πολέμου επανήλθε στην Αμμόχωστο. Ο ευπατρίδης, κοσμοπολίτης, μαικήνας Ευάγγελος Λουίζος έγινε γνωστός τόσο στην πόλη του όσο και ανά το παγκύπριο για την εκκεντρικότητα, τις ιδιορρυθμίες, την αριστοκρατική ιδιοσυγκρασία, αλλά και για την αξιόλογη προσφορά του στον πολιτισμό και την ανάπτυξη της Αμμοχώστου. Ο ίδιος φορούσε μεταξωτά πουκάμισα, που λέγεται ότι υφαίνονταν στη βούφα (αργαλειό) από την κόρη Έλληνα ακαδημαϊκού. Χαρακτηριζόταν και από διάφορες δεισιδαιμονίες και παραξενιές. Δεν δεχόταν επισκέψεις στο αρχοντικό του πριν τις 11:00 και κυκλοφορούσε με ρόμπα και σάνταλα στο σπίτι, όπου πάντοτε υπήρχαν οικιακές και άλλοι βοηθοί. 

Όταν πέθανε ο πατέρας του Λούης το 1941 (στην Καντάρα όπου βρισκόταν λόγω της εκκένωσης), ο Ευάγγελος κατέφθασε (δυστυχώς μετά την ταφή) από την Ελλάδα με καράβι στην Κερύνεια. Έδωσε οδηγίες να μείνουν όλα όπως ακριβώς βρίσκονταν στο δωμάτιο του Λούη κατά τον θάνατό του, με αποτέλεσμα το ρολόι να μείνει ακούρδιστο και ακίνητο για πάντα. Όταν αντιδρούσε αρνητικά σε κάποιο σχόλιο, συνήθιζε να τραβά μια τρίχα από το μουστάκι του και στη συνέχεια έδινε την απάντηση. Υπήρξε μέλος της Ανόρθωσης για πολλές δεκαετίες. Το 1957 ιδρύεται η Εταιρεία Φίλων και Ερευνητών της Αμμοχώστου με πρωτοβουλία των Ανδρέα Πούγιουρου, Γιάννη Αναγνωστοπούλου, Ευάγγελου Λουίζου, Μήτσιου Μαραγκού, Κώστα Κύρρη, Παναγιώτη Κυδωνοπούλου, Γιώργου Φιλίππου-Πιερίδη και άλλων, με σκοπό την προαγωγή της ιστορικής έρευνας και γενικότερα την προβολή του πολιτισμού της Αμμοχώστου. 

Ο Λουίζος διετέλεσε πρόεδρος του Οργανισμού Αναπτύξεως και Προόδου Πόλεως και Επαρχίας Αμμοχώστου, όπως μας θυμίζει ο Αντώνης Ηλιάκης: «και έμμισθος γραμματεύς ήμουν εγώ, με ηγεμονικό μηνιάτικο δέκα λιρών – σοβαρό ποσό τότε [δεκαετία 1950], αφού πλήρωνα τρεις λίρες μηνιαίως για δικό μου δωμάτιο». Άλλα μέλη της επιτροπής ήταν ο Μήτσος Μαραγκός, ο Μιχαήλ Μοντάνιος, ο Πόπας Κλεόπας, ο Πρόδρομος Παπαβασιλείου, ο Χαρίλαος Παντελίδης, ο Τάκης Γεωργίου κ.ά. Ο Λουίζος συνέδραμε στον εμπλουτισμό της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Αμμοχώστου. 

Η Βιβλιοθήκη λειτούργησε από τον Αύγουστο 1955, αφού είχε ανατεθεί η οργάνωσή της στον Γιώργο Φιλίππου-Πιερίδη, και το 1974 διέθετε 17.000 τόμους, καθώς και πλούσια συλλογή παλαιών βιβλίων, γκραβούρων, χαρτών και χαλκογραφιών, από δωρεές των Μήτσιου Μαραγκού, Ευάγγελου Λουίζου, Θεόφιλου Μογάπγαπ. Ασχολήθηκε με ιστορικές έρευνες και ίδρυσε το 1966, με προτροπή του Σεφέρη, τον εκδοτικό οίκο Les editions L’ Oiseau (=πουλί. Σε επιστολή του στον Σεφέρη γράφει: «Οι φίλοι μπορούν να ξέρουν ότι το L’ Oiseau stands for Louisos») με αξιόλογες εκδόσεις. 

No comments: