Ντυμένος με ένα γκρίζο πουκάμισο, μακρύ μανίκι μέσα στο κατακαλόκαιρο , με τη ζέστη να χτυπάει κόκκινο κάπου μπροστά στις στήλες του Ολυμπίου Διός. Περίμενε υπομονετικά μέσα στο κίτρινο ταξί του. Κατεβήκαμε σχεδόν τρέχοντας τη Διονυσίου Αρεοπαγίτου , ψάχνοντας με το βλέμμα την αναμονή του. Βιαστικοί μες στο απομεσήμερο, κυνηγημένοι από μια ζέστη ανυπόφορη στο κέντρο της Αθήνας. Μπήκαμε με ανακούφιση στον κλιματισμό του αυτοκινήτου, την ώρα που η εξάντληση έξω έσερνε βαριά τα βήματά της σε μια καυτή άσφαλτο στο κέντρο της ελληνικής πρωτεύουσας.
Του ζητήσαμε να μας πάει στο Σούνιο, μία ώρα περίπου δρόμο. Χαμογέλασε, δεν του τύχαιναν συχνά τέτοιοι πελάτες. Με επιδέξιους , έμπειρους χειρισμούς στο τιμόνι του, απέφυγε την πυκνή κίνηση, βγήκε στην Καισαριανή, πήρε μια ανάσα και τότε ένιωσε άνετα να μας μιλήσει. ΄Ανθρωπος τυραγνισμένος, δεμένος λες με το τιμόνι του, ένα άγαλμα που πρέπει να προσποιείται ζωή για να επιζήσει. Δύσκολος ο βίος, δυσκολότερος τα τελευταία χρόνια.
Μεροκάματο λειψό, σκέψη ρουφηγμένη μέχρι την ανάγκη. Και μια αγωνία εικοσιτετράωρη για το τι μέλλει γενέσθαι σε μια χώρα που η αβεβαιότητα κόβει βόλτες στα καλντερίμια και η φτώχια σε αιφνιδιάζει με την εξαθλίωσή της στα πάρκα και στα πεζοδρόμια με τους άστεγους. Και δεν φτάνει η ελληνική σημαία που κυματίζει περήφανα στην Ακρόπολη, όχι, δεν φτάνει πια ο ιερός βράχος, για να κρατήσει στέρεη την πίστη μέσα σε μια θρησκεία κοσμική που απαρνιέται πρώτιστα τον Θεό και ύστερα το δημιούργημά του.
Δουλεύει, λέει, ώρες πολλές. ΄Εχει την κόρη στο Πανεπιστήμιο. Σπουδάζει Οικονομικά κι ας έχει γκρεμιστεί η οικονομία. Θα μπορούσαν άραγε κάποτε οι νέοι να έφτιαχναν τη χώρα έτσι όπως έφτιαχναν και τα όνειρά τους; Με ανεμόσκαλες ίσαμε τον ουρανό; Η γυναίκα του κρατάει το σπίτι. Μέχρι πέρυσι κρατούσε και μια θέση καθαρίστριας, μα τα πράγματα δεν ήταν πια τόσο καθαρά στο μέλλον για να συνεχίσει με τη δουλειά της. Ευτυχώς που υπάρχει το χωριό κοντά στην Κόρινθο. Κι η μάνα του που στέλνει πού και πού καλούδια από τη γη τους. Κι ό,τι περισσέψει από τη σύνταξη για την εγγονή.
Κι ο ίδιος, όμως, έχει βρει κι ένα άλλο δρόμο…Μακριά από την πολύβουη Αθήνα, την κίνηση , το στριμωξίδι. Το λέει και ενθουσιάζεται μοναχός του. Γελάει με τα μάτια, με τις λέξεις. Τρέχει, λέει… Δρομέας στα σαράντα πέντε του και βάλε. Βγαίνει από τις έξι το πρωί στον δρόμο και καλύπτει χιλιόμετρα. Τρέχει και στον ετήσιο δρόμο που διοργανώνεται με εκκίνηση τον Μαραθώνα, σαν την αρχαία ιστορική διαδρομή. Καθημερινή προπόνηση κι ύστερα κολύμπι στη θάλασσα του Σαρωνικού, να ξεπλύνει φόβους και δισταγμούς. Κι όλο και βελτιώνονται οι χρόνοι, όλο και πιο άνετος φαίνεται ο δρόμος, πιο ευκολοδιάβατη η ζωή.
Δουλεύει, λέει, ώρες πολλές. ΄Εχει την κόρη στο Πανεπιστήμιο. Σπουδάζει Οικονομικά κι ας έχει γκρεμιστεί η οικονομία. Θα μπορούσαν άραγε κάποτε οι νέοι να έφτιαχναν τη χώρα έτσι όπως έφτιαχναν και τα όνειρά τους; Με ανεμόσκαλες ίσαμε τον ουρανό; Η γυναίκα του κρατάει το σπίτι. Μέχρι πέρυσι κρατούσε και μια θέση καθαρίστριας, μα τα πράγματα δεν ήταν πια τόσο καθαρά στο μέλλον για να συνεχίσει με τη δουλειά της. Ευτυχώς που υπάρχει το χωριό κοντά στην Κόρινθο. Κι η μάνα του που στέλνει πού και πού καλούδια από τη γη τους. Κι ό,τι περισσέψει από τη σύνταξη για την εγγονή.
Κι ο ίδιος, όμως, έχει βρει κι ένα άλλο δρόμο…Μακριά από την πολύβουη Αθήνα, την κίνηση , το στριμωξίδι. Το λέει και ενθουσιάζεται μοναχός του. Γελάει με τα μάτια, με τις λέξεις. Τρέχει, λέει… Δρομέας στα σαράντα πέντε του και βάλε. Βγαίνει από τις έξι το πρωί στον δρόμο και καλύπτει χιλιόμετρα. Τρέχει και στον ετήσιο δρόμο που διοργανώνεται με εκκίνηση τον Μαραθώνα, σαν την αρχαία ιστορική διαδρομή. Καθημερινή προπόνηση κι ύστερα κολύμπι στη θάλασσα του Σαρωνικού, να ξεπλύνει φόβους και δισταγμούς. Κι όλο και βελτιώνονται οι χρόνοι, όλο και πιο άνετος φαίνεται ο δρόμος, πιο ευκολοδιάβατη η ζωή.
΄Εχει και τον ήρωά του. Τον γνωστό υπερμαραθωνοδρόμο Γιάννη Κούρο, που άφησε εποχή με τις προσπάθειες και τις επιδόσεις του στους δρόμους μεγάλων αποστάσεων. Χαμογελάει και μόνο με τη σκέψη του, ενθουσιάζεται και μόνο που αναφέρεται σε αυτόν. Με κοιτάζει κάθε τόσο από το καθρεφτάκι και βλέπω τα μάτια του να λάμπουν, την ψυχή του ολάκερη να σκαρφαλώνει σε δρόμους και μέρες αντοχής.
Μα ασυναίσθητα σκέφτομαι ,καθώς το ταξί πλησιάζει σιγά σιγά προς τον αρχαίο ναό του Ποσειδώνα στο Σούνιο και οι περήφανες κολόνες ήδη μας στέλνουν τους πρώτους αγέρωχους χαιρετισμούς: «Μέχρι πότε μπορεί άραγε κανείς να κρατιέται με καμάρι από ένα ωραίο παρελθόν, χωρίς να τον γκρεμίζει και να τον συνθλίβει ένα γκρίζο του παρόν»;
Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου
No comments:
Post a Comment