Iούλης σε αποχρώσεις του γκρίζου, σε χρωματισμούς του έντονου καημού. Ιούλης που φοριέται ολόχρονα σαν καλοκαιρινό παλτό ενάντια στο ψύχος της μνήμης. Kαύσωνας ψυχής, οδοιπορικό ερήμου στα σαράντα και πλέον χρόνια υπό σκιά …κατοχής.
Μας έρχεται πάντοτε αυτός ο μήνας με αποσκευές θλίψης, με προεκτάσεις τραγωδίας. Μήνας διακοπών της αμέριμνης περιδιάβασής μας στο γαλάζιο της θάλασσας, στο ανέφελο του θέρους . Γιατί είναι πολλά αυτά που πυροδοτούν τον εφησυχασμό, έντονα όσα ανακαλούν το μαύρο των επετείων. Σαν ελάχιστη σήμερα διαμαρτυρία ενός παιδιού που υποχρεώθηκε λόγω της σκληρότητας των ημερών να μεγαλώσει άγρια και απότομα στα γεγονότα εκείνα του Ιουλίου, στα αποτρόπαια εκείνα σκηνικά που μετέτρεψαν εμάς από πρωταγωνιστές της ζωής και της πατρίδας μας σε ήρωες μιας ασύλληπτα νέας τραγωδίας, παραθέτω στίχους ποιητών μας που αναμοχλεύουν την Ιστορία και καταθέτουν τον πόνο της γης, τα πάθη των ανθρώπων.
Χαρακτηριστικό το ποίημα του Λεύκιου Ζαφειρίου με τίτλο: « 15.7.1974».
Οι νεκροί βρομούσαν από΄να μίλι μακριά, ήταν ανελέητο το τελευταίο καλοκαίρι-τρυπούσε τους ίσκιους των δέντρων , τις στέγες των σπιτιών. Φριχτό καλοκαίρι για τους ανθρώπους, μπάσαν τους νεκρούς απ΄ την πίσω πόρτα στον ΄Αη-Γιάννη , δεν τους φορούσαν, λέει, τα φέρετρα. Κι ο πιτσιρικάς-πήχτρα το αίμα στα ρούχα του –άνοιγε λάκκους, τον χτυπούσε ο ήλιος ανελέητα στους κροτάφους, στη μνήμη βαθιά ως το μέλλον. Τον ήξερες αλλιώτικα τον κυπριώτικο ήλιο θεία Μαρίνα την αυγή με τα περιστέρια στους ώμους.
Πλήθος τα ποιήματα που έχουν γραφτεί για τις μέρες και τις συνέπειες της τουρκικής εισβολής.΄Αλλα γνωστά και ανθολογημένα και άλλα ίσως άγνωστα ακόμα στο ευρύτερο κοινό. Αρκετά έχουν μελοποιηθεί και έχουν γίνει με τη μελωδία τους συνώνυμα πλέον των συναισθημάτων που εγείρουν μέσα μας οι μνήμες της τραγωδίας. Για το σημερινό κείμενο επιλέγω το ποίημα « Παιδί με μια φωτογραφία» του Κυριάκου Χαραλαμπίδη, ένα ποίημα που συγκινεί με την απλότητα και την ειλικρίνειά του.
και κρατημένη ανάποδα με κοίταζε.
Ο κόσμος γύρω του πολύς· κι αυτό είχε στα μάτια του μικρή φωτογραφία,
στους ώμους του μεγάλη και αντίστροφα–στα μάτια του μεγάλη, στους ώμους πιο μικρή,
στο χέρι του ακόμα πιο μικρή.
Ήταν ανάμεσα σε κόσμο με συνθήματα και την κρατούσε ανάποδα· μου κακοφάνη.
Κοντά του πάω περνώντας πινακίδες
αγαπημένων είτε αψίδες και φωνές που ’χαν παγώσει και δεν σάλευε καμιά.
Έμοιαζε του πατέρα του η φωτογραφία.
Του τήνε γύρισα ίσια κι είδα πάλι τον αγνοούμενο με το κεφάλι κάτω.
Όπως ο ρήγας, ο βαλές κι η ντάμα ανάποδα ιδωμένοι βρίσκονται ίσια,
έτσι κι αυτός ο άντρας ιδωμένος ίσια
γυρίζει ανάποδα και σε κοιτάζει.
Δώστε μας πίσω τα παιδιά μας. Και την ψυχή μας, την ψυχή μας. {…} Το μέσα πλούτος μας. Κι ας είναι ελιά το δείπνο μας. Και το νερό γλυφό. Δώστε μας πίσω τα παιδιά μας. Και την ψυχή μας.
Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου
No comments:
Post a Comment