Ελένης Αρτεμίου-Φωτιάδου
Αύριο έκλεινε τα τριάντα. Κι αναπόφευκτα, σ΄αυτά τα πρώτα –άντα, έρχονταν οι απολογισμοί πότε τρυφεροί σαν νοσταλγία πότε αιχμηροί σαν ανολοκλήρωτοι πόθοι. Αύριο λοιπόν έκλεινε τα τριάντα κι άνοιγε μια καινούρια πόρτα στον χρόνο, κερκόπορτα θαρρείς, να μπει εκείνος να αλώσει ορμητικός ένα ένα τα τελευταία στάχυα της νιότης.
Ασυναίσθητα άφησε το φλιτζάνι με τον καφέ στην άκρη. Μια μελαγχολία φτερούγιζε ήδη σαν νυχτερίδα στο δωμάτιο. Κάποιος χαμήλωνε το φως κι εκείνη ήθελε να του φωνάξει ένα μεγάλο «Όχι», μα όπως συμβαίνει στα εφιαλτικά όνειρα δεν είχε φωνή, κίνηση μόνο σπασμωδική που μεταφέρθηκε στα χέρια της καθώς ανακάτευαν συνεχώς τα μαλλιά, στα πόδια της που κυκλοφόρησαν ασταθή σε όλο το εμβαδόν του δωματίου.
Σκέφτηκε να τον πάρει τηλέφωνο μήπως και περιμαζέψει μέσα στα λόγια του την τελευταία δόση που χρειαζόταν από αισιοδοξία και συνέχεια. ΄Αργησε να της απαντήσει και όταν τελικά το έκανε, έπιασε αμέσως στον αέρα τη βιασύνη του, ανάκατη με τις φωνές των κοριτσιών σαν φόντο σε παιδικό πάρτι. Ήταν η σειρά του να τις φυλάξει. Η πρώην γυναίκα του είχε μια επαγγελματική υποχρέωση και όχι, σίγουρα δεν ήταν εύκολο να κανονίσει και μια συνάντηση μαζί της, είχε πολλά να κάνει για τα κορίτσια, από διάβασμα μέχρι ψώνια, άσε πια τη μαγειρική και ίσως τα κατάφερναν να βρεθούν για λίγο αύριο, κάπου ανάμεσα στη δουλειά και στο γυμναστήριο.
Έκλεισε το τηλέφωνο με μια γεύση πικραμύγδαλο στα χείλη . Και τι περίμενε δηλαδή από ένα τέτοιο έρωτα; Στα σαράντα δύο πια εκείνος, εδώ και μήνες σε διάσταση που δεν γινότανε ρήξη οριστική κι εκείνη να πλάθει συνεχώς φαντασιώσεις στη μοναξιά της περιμένοντας το θαύμα του έρωτα να δρασκελίσει το κατώφλι της ζωής της. Ξαφνικά το διαμέρισμά τής φάνηκε ασφυκτικά μικρό.
Έπεφτε, λες το ταβάνι και της χτυπούσε με δύναμη το κεφάλι απαιτώντας να ελευθερώσει σκέψεις και συναισθήματα. Σαν άνεμος ορμητικός να την έσπρωχνε με όλη του τη δύναμη προς τα έξω, πήρε στα γρήγορα καπέλο και παλτό, έκλεισε πίσω της τις γκρίζες σκέψεις και βγήκε στο χειμερινό τοπίο με ένα μικρό κλειστό τριαντάφυλλο στα σωθικά της να την τσιμπάει με τα μικρά αγκάθια του.
Ο δρόμος, ολισθηρός, έμοιαζε λες με τη ζωή της. Απαιτούσε προσοχή και σταθερότητα Κάθε της βήμα κι ένας απολογισμός. Ας μην έρχονταν ποτέ αυτά τα γενέθλια με τα τόσα άδεια χρόνια πίσω τους. Μια μουσική τράβηξε την προσοχή της κι αμέσως μετά το βήμα της. Ήταν λες και κάποιος έριχνε σχοινί στον γκρεμό της και φώναζε πως άξιζε ακόμα μια προσπάθεια να διασωθεί. Ένας νέος με μια κιθάρα έπαιζε ένα αγαπημένο της σκοπό στη γωνία. Δίπλα του κάποιος άλλος ξετύλιγε με το βιολί του όλο το νεύρο κι όλο το κέφι της ηλικίας του.
Κι ο χειμώνας λες και σκορπιζόταν ανίσχυρος μπροστά στις χαρούμενες νότες τους. Χαμογέλασε.
Ύστερα βάδισε ανάλαφρη σαν αερόστατο που πετάει στη γη το περιττό του βάρος κι ανεβαίνει στον προορισμό του.
Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου
1 comment:
Oi, Phivos, passando para desejar um ótimo fim de semana para você. Abraços
Sol
Post a Comment