Γράφει η Πηνελόπη Γιώσα
Αν κάποτε τύχει να κοιτάξεις το χάρτη της Μεγάλης Βρετανίας, κάπου στο δεξί σου χέρι, στα ανατολικά της χώρας θα δεις μια μικρή κουκίδα να φλερτάρει με τα ύδατα της Βόρειας Θάλασσας και του ποταμού Yare. Στη μαύρη αυτή κουκίδα βρίσκεται η παραθαλάσσια κωμόπολη του Great Yarmouth, γνωστή στους περισσότερους ντόπιους με το προσωνύμιο Greek Yarmouth λόγω της ακμάζουσας ελληνικής και κυπριακής κοινότητας που μετοίκησε στον τόπο από τη δεκαετία του ’60.
Όσες φορές και να την αγναντέψεις τη θάλασσα, δεν την χορταίνεις! Ούτε η μπλε νερομπογιά της μπορεί να ξεπλύνει με μιας το γκρίζο χρώμα της μεγαλούπολης που ζεις και βιώνεις κάθε μέρα. Γι’ αυτό κάθε Κυριακή μετά το εκκλησίασμα στον Άγιο Σπυρίδωνα, λαχταρώ να βρεθώ στην παραλία του Great Yarmouth και να χαζεύω με τις ώρες τον θαλασσί ορίζοντα με την αλμυρή ανασαιμιά του.
Αυτές τις άγιες, ευλογημένες στιγμές είναι που νιώθεις την παρουσία του Θεού μέσα σου και γύρω σου, ώστε να είσαι σε θέση να τα συγχωρείς όλα, τον εαυτό σου και τις μικρότητές του, τους συνανθρώπους που πέφτουν, τις συγκυρίες της ζωής που σαν σφήνα παρεμβάλλονται στα όνειρα και τα δυσκολεύουν… Μέσα σε μια τέτοια διάθεση ενδοσκόπησης και απόλαυσης της Κυριακάτικης λιακάδας ήταν που γνώρισα τη φίλη μου, την κυρία Αθηνά, περιτριγυρισμένη από τις ευωδιές της κανέλας και της ζάχαρης άχνης. Η κυρία Αθηνά είναι Θεσσαλονικιά και έχει το δικό της κιόσκι με λουκουμάδες στην παραλία του Great Yarmouth.
«Εδώ κοντά είναι και μια Ελληνίδα που κάνει νόστιμους λουκουμάδες» μου είχαν πει όταν πρωτοκάναμε τη γνώριμη βόλτα κατά μήκος της παραλίας. Και πράγματι, σε απόσταση λίγων μόλις μέτρων, μπόρεσα να διακρίνω μια ελληνική σημαιούλα να κυματίζει σε ένα από τα πολλά κιόσκια της σειράς και τον Λευκό Πύργο να φιγουράρει στη ρεκλάμα της μικρής επιχείρησης. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τις χαρές που έκανε μόλις της μιλήσαμε στα Ελληνικά. Το πρόσωπό της φωτίστηκε μονομιάς κι άρχισε να μιλάει, να μιλάει και να αγνοεί τους Άγγλους πελάτες της που περίμεναν υπομονετικά στη γωνιά τους για να πάρουν τους αφράτους λουκουμάδες της.
Το μαγαζί της λιλιπούτειο αλλά φροντισμένο, νοικοκυρεμένο. Παντού καρτ ποστάλ της πατρίδας και φωτογραφίες της ίδιας με μικρά παιδιά να ποζάρουν όλο χαμόγελα. «Τα αγαπάω πολύ τα παιδάκια» μου είπε κι άρχισε για έναν ανεξήγητο λόγο να συγκινείται. «Αυτά που βλέπεις στις φωτογραφίες είναι όλα παιδιά πελατών μου. Έρχονται και με επισκέπτονται συχνά». Και κάπως έτσι άρχισε να μου διηγείται την ιστορία της…
Μικρή κοπέλα ήτανε όταν γνώρισε το Βρετανό σύζυγό της στη Θεσσαλονίκη. Του άρεσε η ανοιχτοσύνη της κοπέλας, τα ξανθά της μαλλιά, η σπιρτάδα στο βλέμμα της… «Με είδε και με θέλησε» μου είπε. Γι’ αυτό και την πήρε μαζί του σε αυτόν τον ευλογημένο τόπο της Αγγλίας, το Great Yarmouth της επαρχίας Norfolk. Όμως η κυρία Αθηνά δεν τον αγαπάει καθόλου αυτόν τον τόπο και συνεχώς φυσά και ξεφυσά κι αναπολεί τη Θεσσαλονίκη της, με την Καλαμαριά και την Τούμπα της, τα Κάστρα και την Καμάρα της. «Δεν τους θέλω παιδάκι μου τους Άγγλους» μου λέει με ένα παράπονο, «αλλά τι να κάνω; Πού να πάω; Τώρα είναι αργά πια! Να φορτωθώ στην αδερφή μου δεν το θέλει η ψυχή μου!». Και συνεχίζει: «Είχα έναν γιο στην ηλικία σου, λίγο μεγαλύτερο. Αυτός ήταν ο λόγος που με κρατούσε στη ζωή και μπόρεσα να ζήσω εδώ όλα αυτά τα χρόνια». Είχε; Σκέφτομαι. Τώρα δεν έχει;
Αίφνης σαν να διάβασε τη σκέψη μου συνεχίζει γεμάτη παράπονο και συγκίνηση: «Μου το πήρε ο Θεός το παλικάρι μου. Είκοσι τριών χρονών άνδρας μέχρι εκεί πάνω, να τον βλέπω να σωριάζεται σαν ασκί μπρος στα πόδια μου και να τον χάνω». Η δήλωσή της ακαριαία. Άρχισε να κλαίει. Άρχισα κι εγώ να κλαίω. Από τη μια ήθελα να στραγγίσω εκείνη τη στιγμή τα μάτια μου να μην τρέχουν δάκρυα, να μην επιβαρύνω τον πόνο της με τη δική μου αλμύρα στην πληγή της, όμως τι τα θες… Αν έβλεπα το σπαραγμό της πάλι, το ίδιο θα έπραττα, θα έκλαιγα μια θάλασσα.
«Από τι κυρία Αθηνά;» την ρωτώ, «από τι πέθανε το παλικάρι σας;». Παίρνει μια χαρτοπετσέτα από εκείνες που είχε για το σερβίρισμα των λουκουμάδων, τη σουφρώνει στα χέρια της και σκουπίζει το υγρό βλέμμα. «Από μηνιγγίτιδα κοριτσάκι μου! Το παιδάκι μου το καλό, ο Νικολάκης μου! Είχε πονοκέφαλο για μια εβδομάδα και πυρετό, αλλά πού να φανταστώ, πώς να πάει ο νους μου στη μηνιγγίτιδα; Είμαι καλά μανούλα μου, μου έλεγε. Κι ήταν το πιο γλυκό παιδάκι του κόσμου. Έχασα τον άγγελό μου».
Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά, ασήκωτη. Τι να της πω για παρηγοριά; Βρίσκονται λέξεις, βρίσκεται κουράγιο σε τέτοιες περιπτώσεις; Μονάχα της είπα ότι τώρα ο γιος της έχει γίνει άγγελος, τη βλέπει από ψηλά κι είναι κρίμα να τον στενοχωρεί με τα δάκρυά της. Ωστόσο τα λόγια μου δεν είχαν τον αναμενόμενο αντίκτυπο ούτε καν σε εμένα που συνέχιζα να κλαίω απαρηγόρητα, πόσο μάλλον σε εκείνη. Κι αρχίσαμε τότε κι οι δυο να αγκαλιαζόμαστε και να κοιταζόμαστε στα μάτια, κλαίγοντας καθεμιά για τους δικούς της λόγους. Εκείνη για το παλικάρι της που έφυγε αναίτια ενώ θα έπρεπε να τον έχει τώρα κοντά της και να τον καμαρώνει γαμπρό κι εγώ για τη δική μου μάνα που τη νιώθει τις νύχτες να κλαίει εν απουσία μου.
Άσχημο πράμα η αποδημία των παιδιών, είτε αυτά ξενιτεύονται στον ουρανό ούτε σε κάποιο μέρος μακρινό αυτού του επίγειου κόσμου. Κι όσο όμορφο κι αν είναι αυτό το μέρος, ίδιος παράδεισος, δεν παύει να είναι μακρινό από την αγκαλιά της μάνας.
Πηνελόπη Γιώσα
No comments:
Post a Comment