Ελένης Αρτεμίου-Φωτιάδου
Έχει απλώσει εδώ και ώρα τα σύνεργά του, καβαλέτο και μπογιές πλάι στη θάλασσα. Η έμπνευσή του, έντονη και φθινοπωρινή, τον έφερε τούτο το κυριακάτικο πρωινό μέσα στη σύναξη της ανάπαυλας. Απλώνουν οι ψυχές τα κορμιά τους στο χλομό ήλιο , επιστρατεύουν όσο πράσινο τους έχει απομείνει από το τελευταίο δάσος που περπάτησαν κι αγκομαχούνε, εκλιπαρούνε για μια ακόμα φωτοσύνθεση. Το φθινόπωρο απτόητο αναβλύζει κίτρινη μελαγχολία μέσα από τα σκόρπια φύλλα, το ψυχρό αεράκι, τη βιασύνη του ουρανού να στάξει τη δροσιά του.
Η θάλασσα πότε αγριεύει σαν σκυλί που βλέπει το ξένο κι εχθρικό απέναντί του και πότε κουνά απλώς πέρα δώθε τα κύματά της σαν φιλικό χαιρετισμό. Οι καφετέριες απέναντι γεμίζουν ασφυκτικά από φλύαρα νιάτα, από σιωπηλές ωριμότητες. Τέτοια συνεύρεση μόνο σε ένα φθινοπωρινό διάλειμμα καρποφορεί. Όταν η νιότη καρτερά τον ουρανό να ξεπλύνει το αύριο από τη σκόνη της ερήμου κι όταν η εμπειρία αποχωρεί διακριτικά βάζοντας το πολύχρονο παλτό της κι ανάβοντας μια φωτιά για φόβους που καταφτάνουν κρύοι και βλοσυροί λιγάκι πριν το τέλος.
Παίρνει το πινέλο του, ζητά να αποτυπώσει ένα χρώμα, ένα συναίσθημα. Να ξεκουμπώσει μια σκέψη, να βάψει μια σκιά. Πόσα λοιπόν να είναι τα χρώματα και πόσες οι αποχρώσεις; Να ένα κόκκινο μήλο στα μάγουλα ενός παιδιού που φουσκώνει όταν γελάει. Μπορεί να είναι ακόμα κόκκινη η αθωότητα και να τρέχει σαν αίμα ζωής. Να κι ένα γαλάζιο βλέμμα στα μάτια μιας νέας μητέρας που κυλάει όλο καμάρι και στοργή το καροτσάκι με το βρέφος της.
Η ζωή μπορεί ακόμα τόσο όμορφα, τόσο έγχρωμα, να εκδικείται το θάνατο. Κι ένα μπαλόνι πιο πέρα πορτοκαλί έχει ξεφύγει από τα χέρια ενός παιδιού κι ανεβαίνει απτόητο στον ουρανό να σμίξει με τα χρώματα της δύσης και να τα πιτσιλίσει με λίγη ανεμελιά. Ας περιμένει λίγο ακόμα η πτώση της μέρας, όταν ανεβαίνουν στον ουρανό δυο μάτια γεμάτα ερωτηματικά και θαυμαστικά αντάμα. Μια κυρία πιο πέρα με τη μοβ ομπρέλα της παραμάσχαλα σουλατσάρει στο πεζοδρόμιο.
Πότε πότε σταματάει, κοιτάει απλώς γύρω λες και θέλει να ρουφήξει όλη την ομορφιά της μέρας, να τη χώσει στα πνευμόνια της για να΄χει αποθέματα φωτός σε κάθε σκοτάδι που ενδέχεται να την περικυκλώσει. Δυο σκυλιά κάτασπρα σαν αγαθός χειμώνας κάθονται αμέριμνα δίπλα στην έκρηξη των χρυσανθέμων που στολίζουν τους ανθώνες του δήμου. Κι είναι τα χρυσάνθεμα σε διάταξη ουράνιου τόξου που γίνεται ουράνια μελωδία μες στο σιωπηλό πια δείλι.
Τότε γιατί αυτό το μαύρο μέσα του, γιατί αυτό το μαύρο στον καμβά του; Γιατί να νυχτώνει με τον ήλιο μεσούρανα, γιατί να σκοτεινιάζει με όλα τα φώτα του κόσμου αναμμένα; Και γιατί το πινέλο του, σε όποιο χρώμα κι αν το βουτήξει της παλέτας του, γκρίζο το κάνει σαν μουντό φθινόπωρο που ερωτεύεται παράφορα χειμερινές κουστωδίες θλίψης; Είναι αυτή η απουσία σαν τεράστιος κρατήρας στον πλανήτη της αγάπης του.
Είναι η μοναξιά ενός νέου ανθρώπου που είδε έναν έρωτα να φυλλοροεί, να λιώνει στο χώμα, να θάβεται κάτω από βροχή και λασπωμένες πέτρες. Κι όχι, δεν μπορεί να τον λησμονήσει, μπορεί, όμως, να πάρει τα χρώματα του κόσμου γύρω του και να φτιάξει ένα καινούριο δειλινό με κόκκινο, γαλάζιο, πορτοκαλί σαν μόνιμη άνοιξη, σαν αειθαλές χρυσάνθεμο!
Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου
No comments:
Post a Comment