Ελένης Αρτεμίου-Φωτιάδου
Λίγες, θολές οι αναμνήσεις του από την παιδική του ηλικία. Μα το μοναστήρι το θυμάται σαν κρύσταλλο διαυγές όπως κρυστάλλινη ήταν η δροσιά των ημερών που έζησε πλάι στη θάλασσα της Καρπασίας. Η όμορφη αρχιτεκτονική, το πάντρεμα με το γαλάζιο του πελάγου, η πέτρα που έσκυβε θαρρείς από τους τοίχους κι έβρισκε να πιει την απαντοχή της θάλασσας. Τα σκαλιά που κατέβαινε τρέχοντας σχεδόν κι ύστερα τα δυο του πόδια καθώς τα βύθιζε γυμνά στη μοναδική αίσθηση ελευθερίας του νερού , αυτά ακόμα τα σκαλιά γίνονται σκάλες που τον ανεβάζουν σε μια ωραία ανάμνηση μικρή, τρυφερή, καθώς τα γκρίζα του μαλλιά, τα γκρίζα χρόνια του πληθαίνουν.
Ακόμα ένα φθινόπωρο τελειώνει με την ανάμνηση του τελευταίου εκείνου καλοκαιριού στην αγιασμένη από τα παιδικά του νάματα μονή. Ακόμα ένας χειμώνας ετοιμάζεται για την επέλασή του. Μα το παιδί μέσα του δεν λέει να κοιμηθεί. Δεν λέει να ανάψει μια φωτιά από ελπίδα και να ζεσταθεί. Περιφέρεται πότε λυπημένο πότε οργισμένο μέσα στις μνήμες του κι ορθώνει τα τεράστια Γιατί του σαν κόκκινα ερωτηματικά. Τούτος ο τόπος, τα χρόνια όλα του που τον θυμάται, αιμορραγεί. Κι οι άνθρωποί του, βαθιά μέσα τους, ακόμα κι όταν χαμογελάνε, υποφέρουνε από ανίατη θλίψη. Κι ο ίδιος με ένα μαχαίρι στην πλάτη του μεγάλωσε. Η εισβολή, η προσφυγιά, η απώλεια, η στέρηση, η έλλειψη, τον συνόδευσαν σε όλη την εφηβεία του, τον στρίμωξαν στην ενήλικη ζωή του, του στοίχειωσαν τον ύπνο τώρα που ο μισός και πλέον αιώνας της ζωής του μετρά αντίστροφα ό,τι του έχει απομείνει σε χρόνο και ευκαιρίες.
Απέναντί του η φωτογραφία των δίδυμων αγοριών του ακινητοποιεί το βλέμμα και τη σκέψη του. Ντυμένα στο χακί για μια ειρήνη που συνέχεια ακροβατεί ανάμεσα στην απειλή και την ανασφάλεια. Μεγάλωσε ο ίδιος με μια δαμόκλειο σπάθη πάνω απ΄το κεφάλι του, με μια εύθραυστη εκεχειρία των δεινών να περιφέρεται ανάμεσα στις μέρες και στις νύχτες του, στις σκέψεις και στα όνειρα. Και πάντα, μόνιμη επωδός στους φόβους του ήταν των αγοριών του η ζωή.
Τους βλέπει μέσα από την κορνίζα με ένα χαμόγελο να αναρριχάται μες στα νιάτα τους και να τα γεμίζει με πίστη και αισιοδοξία. Τούτα τα παιδιά μεγάλωσαν μονάχα με τις εικόνες και τις λέξεις της χαμένης πατρίδας. Δεν έζησαν τον χαλασμό, δεν έτρεξαν σαν κυνηγημένα μες στα ερείπια , δεν κοιμήθηκαν στο χώμα κάτω από κόκκινο ουρανό. Στέγη δεν είχανε το αντίσκηνο όταν έμπαινε με τις βαριές, τις λασπωμένες μπότες ο βοριάς. Κι ούτε στενάξανε στον ύπνο τους από φωτιές που δεν σβήνανε κι από δράκους που δεν σκότωνε ΄Αγιος κανείς. Τούτα τα παιδιά, της Κύπρου τα παιδιά, δεν θέλουνε να ζουν μες στην ομίχλη του κακού καιρού. Μια ξαστεριά γυρεύουν , ένα ξάγναντο να ξεπεζέψουν απ΄τη μεγάλη αναζήτηση του δίκιου τους.
Κι ένα τσαμπί από όνειρα, να στίψουνε, να πιουν και να μεθύσουν από ζωή. Κάνε Απόστολε, εκεί στην άκρη της αγιασμένης χερσονήσου , ο νέος χειμώνας που θα μπει , να΄ναι ντυμένος ανοιξιάτικα και δυο χελιδόνια που δεν αποδήμησαν σε χώρες μακρινές να τιτιβίσουνε πως τ΄όνειρο ανάστησε το θαύμα.
Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου
No comments:
Post a Comment