Αλέξανδρος-Μιχαήλ Χατζηλύρας
Γράφει από τη Λευκωσία
Έφθασε στην Κύπρο στις 4 Ιουνίου ο Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ’. Με αφορμή την ιστορική αυτή επίσκεψη του Ποντίφικα στο νησί μας, ετοιμάστηκε το αφιέρωμα για τη λατινική και τη μαρωνιτική κοινότητα της Κύπρου, που μαζί με τους Αρμένιους αναγνωρίζονται ως θρησκευτικές ομάδες με βάση το Άρθρο 2 § 3 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Λατίνοι
Ο αριθμός των Ρωμαιοκαθολικών που ζουν σήμερα στην Κύπρο υπολογίζεται στις 12.000. Από το 1991, ο εκπρόσωπος των Λατίνων στη Βουλή των Αντιπροσώπων είναι ο κ. Μπενίτο Μαντοβάνι, ενώ από το 1989 ο πνευματικός ηγέτης της κοινότητας είναι ο πατήρ Ουμπέρτο Μπαράτο.
Η κοινότητα διαθέτει εβδομαδιαίο ραδιοφωνικό πρόγραμμα, επίσημη ιστοσελίδα, νεολαία και διοργανώνει διάφορα κοινωνικά, πολιτιστικά και φιλανθρωπικά γεγονότα. Λειτουργεί επίσης τον Οίκο Ευγηρίας «Villa Regina Pacis» (Λάρνακα), καταφύγια ξένων εργαζομένων [Άγιος Ιωσήφ (Λευκωσία), Άγιος Φραγκίσκος (Λεμεσός)] και φιλανθρωπικές οργανώσεις [Άγιος Αντώνιος (Λευκωσία), Αγία Αικατερίνη (Λεμεσός)]. Επιπλέον, τα σχολεία Τέρρα Σάντα (Λευκωσία) και Αγία Μαρία (Λεμεσός) προσφέρουν ποιοτική εκπαίδευση, ανεξαρτήτως θρησκείας και εθνικότητας. Οι Λατίνοι στην ελεύθερη Κύπρο εκκλησιάζονται στις εξής εκκλησίες: Τίμιος Σταυρός (Λευκωσία), Παναγία των Χαρίτων (Λάρνακα), Αγία Αικατερίνη (Λεμεσός), Χρυσοπολίτισσα (Πάφος), Άγιοι Κοσμάς και Δαμιανός (Μέσα Χωριό) και Άγιος Δημήτριος (Πόλη Χρυσοχούς).
Ας δούμε όμως το παρελθόν της κοινότητας. Αν και υπάρχουν αναφορές για την παρουσία προνομιούχων Βενετών και Γενοβέζων εμπόρων στην Κύπρο από το 1126, η ιστορία της λατινικής κοινότητας ξεκινά το 1192, όταν ο Γκυ ντε Λουζινιάν ίδρυσε το Φράγκικο Βασίλειο της Κύπρου, προσκαλώντας χιλιάδες αστούς, ευγενείς και πολεμιστές, καθώς και μοναχικά τάγματα, από την Ευρώπη και το Λεβάντε να εγκατασταθούν εδώ. Το 1196 ιδρύθηκε η Λατινική Αρχιεπισκοπή στη Λευκωσία.
Με την πτώση της Άκρας το 1291, η Κύπρος κατέστη το ανατολικότερο προπύργιο του Χριστιανισμού, το σημαντικότερο εμπορικό κέντρο του Λεβάντε και ίσως το πλουσιότερο βασίλειο της Ευρώπης, με την κάθοδο ακόμη περισσότερων Ρωμαιοκαθολικών. Τόσο η Φραγκοκρατία (1192-1489) όσο και η Ενετοκρατία (1489-1570) άφησαν τη σφραγίδα τους, με διαλεκτικές λέξεις και τοπωνύμια, το φραγκοβυζαντινό αρχιτεκτονικό ρυθμό, την ιταλοβυζαντινή τεχνοτροπία, καθώς και δεκάδες μνημεία, όπως τα τείχη της Λευκωσίας και της Αμμοχώστου, τα κάστρα του Κολοσσίου, του Πενταδακτύλου και αλλού, το Αββαείο του Μπέλλα-Πάις και διάφορες εκκλησίες (π.χ. στη Λευκωσία της Αγίας Σοφίας, της Αγίας Αικατερίνης, της Αγίας Μαρίας κ.λ.π.).
Μετά την κατάληψη της Κύπρου από τους Οθωμανούς (1570-1571), οι Λατίνοι σφαγιάστηκαν ή εξορίστηκαν και η Λατινική Εκκλησία καταργήθηκε. Όσοι Λατίνοι παρέμειναν, εξαναγκάστηκαν να γίνουν Ορθόδοξοι ή Μουσουλμάνοι, ενώ αρκετοί επέλεξαν να γίνουν Λινομπάμπακοι (Κρυπτοχριστιανοί). Οι Φραγκισκανοί κατόρθωσαν να ξαναέρθουν στην Κύπρο και να ιδρύσουν το 1596 τα μοναστήρια του Τιμίου Σταυρού (Λευκωσία) και της Παναγίας των Χαρίτων (Λάρνακα), στα οποία διέμεναν και Ευρωπαίοι περιηγητές και έμποροι. Το 1646 οι Φραγκισκανοί ίδρυσαν στη Λευκωσία το Τέρρα Σάντα, το αρχαιότερο σε λειτουργία σχολείο στην Κύπρο.
Αν και στο 17ο αιώνα υπήρχαν και μικρές κοινότητες από Καπουτσίνους μοναχούς, Αρμενοκαθολικούς και Ελληνοκαθολικούς, το 1684 οι Λατίνοι ήταν μόλις 250 ψυχές. Αύξηση του αριθμού των Λατίνων παρατηρείται το 18ο και 19ο αιώνα, με την άφιξη στην Κύπρο Ευρωπαίων και Λεβαντίνων τραπεζιτών, διπλωματών, εμπόρων και άλλων, ιδιαίτερα στην πόλη της Λάρνακας. Το 1844 ιδρύθηκε το γυναικείο μοναστήρι του Αγίου Ιωσήφ στη Λάρνακα, στο οποίο λειτούργησε σχολείο και το πρώτο νοσοκομείο της Κύπρου, ενώ η εκκλησία της Αγίας Αικατερίνης στη Λεμεσό κτίστηκε μεταξύ 1872-1879.
Η άφιξη των Βρετανών, το 1878, ενίσχυσε σημαντικά τη μικρή αλλά ευημερούσα λατινική κοινότητα του νησιού, η οποία αυξήθηκε αριθμητικά με Μαλτέζους, Βρετανούς, Ισπανούς και Αρμένιους Καθολικούς, ιδιαίτερα στην πόλη της Λευκωσίας, όπου το 1884 ιδρύθηκε το μοναστήρι των καλογριών του Αγίου Ιωσήφ, που μέχρι το 1987 λειτουργούσε και ως σχολείο. Σχολεία ιδρύθηκαν επίσης στη Λεμεσό (1880) και την Αμμόχωστο (1952).
Το 1960 υπήρχαν 2.796 Λατίνοι, κυρίως στη Λευκωσία. Τα τελευταία 30 χρόνια η κοινότητα μεγάλωσε με την άφιξη στην Κύπρο χιλιάδων Ρωμαιοκαθολικών από την ανατολική Ευρώπη, τη νοτιοανατολική Ασία και τη Λατινική Αμερική.
Μαρωνίτες
Σήμερα υπάρχουν περίπου 5.500 Μαρωνίτες, κυρίως στη Λευκωσία. Από το 1996, ο εκπρόσωπος των Μαρωνιτών στη Βουλή των Αντιπροσώπων είναι ο κ. Αντώνης Χατζηρούσος, ενώ από το 2008 ο πνευματικός ηγέτης της κοινότητας είναι ο Αρχιεπίσκοπος Ιωσήφ Σουέιφ.
Η κοινότητα διαθέτει εβδομαδιαίο ραδιοφωνικό πρόγραμμα, επίσημη ιστοσελίδα, συνεργατικό ταμιευτήριο, σύστημα προσκόπων, συλλόγους, νεολαία και αθλητικές ομάδες, οργανώνει κατασκηνώσεις και διάφορα πολιτιστικά, κοινωνικά και φιλανθρωπικά γεγονότα, και εκδίδει δύο εφημερίδες (Κοινοτικό Βήμα, Τύπος των Μαρωνιτών). Λειτουργεί επίσης τον Οίκο Ευγηρίας «Άγιος Αντώνιος» και το Δημοτικό Σχολείο «Άγιος Μάρωνας» στην Ανθούπολη.
Στην ελεύθερη Κύπρο λειτουργούν οι εξής μαρωνίτικες εκκλησίες: Παναγία των Χαρίτων (Λευκωσία), Άγιος Μάρωνας (Ανθούπολη), Αγία Μαρίνα (Κοτσιάτης και Πολεμίδια), Άγιος Σιάρπελ (Λεμεσός), καθώς και το μετόχι του Προφήτη Ηλία παρά τον Κοτσιάτη. Λειτουργίες τελούνται και στα κατεχόμενα χωριά Κορμακίτης και Καρπάσια (όπου ζουν περίπου 100 εγκλωβισμένοι) και Ασώματος.
Η παρουσία Μαρωνιτών στην Κύπρο ανάγεται στο 686 μ.Χ., όταν ο Αυτοκράτορας Ιουστινιανός Β’ τους έσωσε από τις αραβικές επιδρομές στη Συρία• η έξοδος αυτή συνεχίστηκε μέχρι και τις αρχές του 8ου αιώνα. Περισσότεροι Μαρωνίτες κατέφυγαν εδώ μετά την καταστροφή της Μονής του Αγίου Μάρωνα στη Συρία το 938, των οποίων οι απόγονοι ίδρυσαν το 1090 τη Μονή του Αγίου Χρυσόστομου στον Κουτσοβέντη.
Στα πρώτα χρόνια της Φραγκοκρατίας, περίπου 60.000 Μαρωνίτες μετανάστευσαν στην Κύπρο• μαθημένοι στη ζωή του βουνού και με τάση να αγναντεύουν για πιθανούς εχθρούς, εγκαταστάθηκαν κυρίως στα βουνά του Πενταδακτύλου και την Καρπασία. Στις αρχές του 14ου αιώνα αριθμούσαν περίπου 80.000 άτομα και ζούσαν σε 72 χωριά. Το 1316 ιδρύθηκε και η Αρχιεπισκοπή Μαρωνιτών στη Λευκωσία.
Η σκληρή και διεφθαρμένη διοίκηση των Ενετών και οι θεομηνίες που έπληξαν το νησί μείωσαν τον αριθμό των Μαρωνιτών και των υπόλοιπων κατοίκων. Κατά την κατάκτηση από τους Οθωμανούς (1570-1571) σφαγιάστηκαν περίπου 30.000 Μαρωνίτες. Η σκληρή διοίκηση και η αβάσταχτη φορολογία υποχρέωσαν πολλούς Μαρωνίτες να αλλαξοπιστήσουν, ενώ αρκετοί έγιναν Κρυπτοχριστιανοί. Ο τελευταίος Μαρωνίτης Αρχιεπίσκοπος υπηρέτησε μεταξύ 1671-1673, όταν υπήρχαν 150 Μαρωνίτες σε 8 χωριά.
Ως αποτέλεσμα, οι Μαρωνίτες υπάχθηκαν στους Φραγκισκανούς μοναχούς (1690-1759) και το Μητροπολίτη Κυρηνείας (1759-1840), μέχρι που με παρέμβαση του Γάλλου πρόξενου υπήχθησαν στο Χωρεπίσκοπό τους το 1840. Κατά την περίοδο του Τανζιμάτ (1839-1876) βελτιώθηκε η διοίκηση, αυξήθηκε ο αριθμός των Μαρωνιτών και ο Μαρωνίτης Χωρεπίσκοπος συμμετείχε στο διοικητικό συμβούλιο (μετζλίς ιταρέ), μαζί με τον Αρμένιο Επίσκοπο και τον Ελληνορθόδοξο Αρχιεπίσκοπο.
Η άφιξη των Βρετανών το 1878, η προοδευτική διοίκηση και η θρησκευτική ελευθερία έδωσαν το φιλί της ζωής στη μικρή μαρωνιτική κοινότητα. Ιδρύθηκαν δημοτικά σχολεία και σύλλογοι, ανακαινίστηκαν και ανεγέρθηκαν εκκλησίες, ενώ πολλοί Μαρωνίτες μετακινήθηκαν από τα χωριά τους στις πόλεις, κυρίως στη Λευκωσία και τη Λάρνακα.
Το 1960 υπήρχαν 2.752 Μαρωνίτες, που ζούσαν κυρίως στα χωριά Κορμακίτης, Ασώματος, Καρπάσια, Αγία Μαρίνα και τη Λευκωσία. Η μαρωνιτική κοινότητα υπέστη σκληρό πλήγμα κατά τη βάρβαρη τουρκική εισβολή του 1974, αφού και τα τέσσερα μαρωνίτικα χωριά καταλήφθηκαν από τους Τούρκους, έξι Μαρωνίτες σκοτώθηκαν και δύο αγνοούνται έκτοτε. Καταλήφθηκε επίσης και το περίφημο Μοναστήρι του Προφήτη Ηλία. Παρά τις μεγάλες απώλειές της, η μαρωνιτική κοινότητα κατάφερε να αυξηθεί σε μέγεθος, να διατηρήσει τα ήθη και τα έθιμά της, αλλά και την κυπρομαρωνιτική αραβική: είναι συγγενική γλώσσα με τα αραμαϊκά, θεωρείται ένα γλωσσολογικό χρυσωρυχείο, ομιλείται από τους Κορμακιτιανούς και από το 2008 αναγνωρίζεται ως μειονοτική γλώσσα της Κύπρου.
Το 1988 η Αρχιεπισκοπή Μαρωνιτών επέστρεψε στη Λευκωσία, μετά από 315 χρόνια απουσίας, ενδυναμώνοντας το θρησκευτικό συναίσθημα της κοινότητας.
Το 1988 η Αρχιεπισκοπή Μαρωνιτών επέστρεψε στη Λευκωσία, μετά από 315 χρόνια απουσίας, ενδυναμώνοντας το θρησκευτικό συναίσθημα της κοινότητας.
Αλέξανδρος-Μιχαήλ Χατζηλύρας
2 comments:
Πολλές πληροφορίες, εκ των οποίων ελάχιστες γνώριζα.
Πραγματικά πολύ ενδιαφέροντα όλα αυτά.
Καλησπέρα :-)
Στην πόλη μου έχουμε κι εμείς πολλούς καθολικούς (μάλιστα τα ανήψια μου είναι καθολικά).
Κι εγώ ελάχιστα πράγματα γνώριζα. Όντως ενδιαφέροντα όλα αυτά!
Σ' ευχαριστώ πολύ Φοίβο!
http://whoisherewhoishere.blogspot.com/2010/06/blog-post_10.html
Post a Comment