Περνούσε ο καιρός σαν ελαφρύ αεράκι μέσα από τα φύλλα. Ανεπαίσθητα. Χωρίς μεγάλους κρότους, χωρίς εξάρσεις. Με την ηρεμία μόνο της ασφάλειας, που ώρες, ώρες μοιάζει με αποπνικτική ρουτίνα. Kι ήταν οι μέρες σαν της βροχής τις στάλες. Πανομοιότυπες. Βγαλμένες λες από καρμπόν. Mόνο η ώρα του δειλινού ξεχώριζε. H ώρα που βασίλευε ο ήλιος και ανέτελλαν οι σκέψεις. Έβγαιναν τότε στο σεργιάνι, ρουφούσαν λίγο αγέρα από θύμησες και ξεκινούσαν τις δικές τους ιστορίες, σαν καλόβολες γιαγιάδες που βρήκαν άξαφνα παιδικά αυτιά γεμάτα περιέργεια.
Κι έτσι καθώς ο φωτεινός δίσκος βούλιαζε λίγο, λίγο στη θάλασσα, εκείνος έπαιρνε παραμάσχαλα τον μπόγο με τις σκέψεις του και κίναγε νοερά για της ζωής του το ταξίδι. Γύρω στα εξήντα πια, με τα μαλλιά κάτασπρα, το μέλλον μικρή στενή λουρίδα που έπρεπε να διαβεί σαν να΄χε απέναντί του λεωφόρο.
Όταν ήταν παιδί, λαχτάραγε να κάνει πολλά. Τα δρομάκια του χωριού, που μάζευαν το ξέφρενο ποδοβολητό του, ήξεραν πως είχαν να κάνουν με ένα μυαλό που έτρεχε ήδη μες στο μέλλον του. Διψούσε για το καινούριο, το αλλόκοτο, το απρόσμενο, το γοητευτικό. Γι’ αυτό και έδεσε μεγάλο κόμπο στην καρδιά του την έγνοια του για τα ταξίδια. Κι όλο ονειρευότανε μια φυγή σε κάτι που δεν γνώριζε , αλλά ασκούσε επάνω του μια γοητεία πρωτόγνωρη, μυστηριώδη.
Ειδικά τις μέρες που έπεφτε βροχή και γέμιζαν οι αλάνες με μικρές λιμνούλες, εκείνος μάζευε κρυφά τα παλιά φύλλα εφημερίδων από το καφενείο, κάνοντας τάχα πως βοηθάει τον θείο του στο συγύρισμα. Κι ύστερα τα΄ βαζε στο πάτωμα, τα δούλευε με τα δάχτυλα ώσπου να γίνουν χάρτινα καράβια και τ΄ αμολούσε στα νερά με τα δυο μάτια του γεμάτα σπίθα. Τα καραβάκια του, όμως, λίγο ταξίδευαν και πιο πολύ βούλιαζαν μες στην κλειστή θάλασσά τους. Γι΄ αυτό απέμενε από παιδί να ονειρεύεται ωκεανούς και να τραμπαλίζεται σαν μεγάλη πεθυμιά στο άπειρο.
Πέρασαν τα χρόνια, μεγάλωσε, χτύπησε τον τόπο η εισβολή και το θανατικό. Πρόσφυγας πέρασε στον Νότο, εκεί, στην πιο καλή του ηλικία, ένα χρόνο πριν τελειώσει το Γυμνάσιο. Και του ΄δεσαν άξαφνα τα χέρια η ένδεια και το Λίγο των καιρών. Οι σπουδές μετανάστευσαν στη χώρα του ανέφικτου κι εκείνος έπιασε δουλειά στις οικοδομές, ίσα, ίσα να βγαίνει το καρβέλι και να επιβιώνει το όνειρο. Μα τα χρόνια πέρασαν κι εκείνος έμεινε να χτίζει ολημερίς μια χίμαιρα. Παντρεύτηκε μια γειτονοπούλα στον συνοικισμό, ήρθαν γρήγορα και τα παιδιά. Κι άλλο δεν του έμεινε παρά να ταξιδεύει μοναχά τις νύχτες, κοιτάζοντας ένα χλομό φεγγάρι, που τον αντάμωνε περίλυπο θαρρείς.
Κι ίσως να έφτανε κάποτε η μέρα που θα ξανοιγόταν στα πέλαγά του. Σαν θα μεγάλωναν τα παιδιά, σαν θα μίκραιναν οι ανάγκες. Μα τον πρόλαβε εκείνο το ατύχημα στη μεγάλη λεωφόρο, όταν χαμένος κάποιο βράδυ μες στις σκέψεις, με μια πανσέληνο να του παίρνει τα μυαλά, κάρφωσε το αυτοκίνητο σε ένα πάσσαλο ηλεκτρικής. Το τραύμα βαθύ, αφού πλέον μια αναπηρία θα τον συνόδευε για το υπόλοιπο της ζωής του. Κι όλα τα στάσιμα που μέχρι τότε είχε αποδεχτεί, έγιναν τώρα αναπόφευκτα πιο βαριά, προεκτάθηκαν και στο μέλλον, ακινητοποίησαν και τις στερνές επιθυμίες.
Μα όταν βασίλευε ο ήλιος, ζητούσε από τη γυναίκα του να οδηγήσει το αυτοκίνητο μέχρι τη θάλασσα. Να τον βοηθήσει ύστερα με το αναπηρικό του το καρότσι. Και να τον αφήσει μετά να αντικρίζει τη δύση του ήλιου, την ανατολή των σκέψεων.
No comments:
Post a Comment