Thursday, July 9, 2015

Με το φακό των λέξεων

Ελένης Αρτεμίου Φωτιάδου
Ετοιμαζότανε να δώσει μια ακόμα μάχη. Ζωής και θανάτου. Ζωή η αξιοπρέπεια, θάνατος η σιωπή που σε ρίχνει στη νύχτα. Μάζευε ένα ένα τα όπλα της καθώς κοίταζε επίμονα το είδωλό της στον καθρέφτη. Το ατσαλάκωτο ταγιέρ της έκρυβε επιμελώς την αναστάτωση της ψυχής και του κορμιού. Κούμπωσε ως επάνω τη λευκή μπλούζα, επιμελήθηκε την τελευταία σεμνή λεπτομέρεια στην όλη εμφάνισή της. Κι από κάτω ακριβώς, μια καρδιά ανάστατη πολεμούσε με το θάρρος και την ντροπή αντάμα. Πήρε την τσάντα με δάχτυλα που τα λύγιζε ακόμα ο δισταγμός. 

Άκουσε τον άντρα της να μπαίνει στο μπάνιο, πήρε βαθιά ανάσα, άνοιξε την εξώπορτα και χύθηκε μέσα στους δρόμους και στις σκέψεις της. Την αγαπούσε τη δουλειά της, γι΄αυτήν άλλωστε είχε αφιερώσει τόσα χρόνια σπουδών. Η δημοσιογραφία κινητοποιούσε τη φαντασία, την έμφυτη περιέργεια και έγνοια για τον κόσμο και τους ανθρώπους γύρω της. Μα έφτασε μια αλλαγή στα στελέχη του εκδοτικού κολοσσού που την εργοδοτούσε, για να έρθει η ανατροπή και τελικά η μεγάλη απόφαση. 

Τρία βράδια τώρα την άφηνε άγρυπνη ένας μεγάλος θυμός, που ερχότανε στο προσκεφάλι της με τα ηδυπαθή εκείνα μάτια του καινούριου διευθυντή , την ώρα που χυδαία άδειαζαν επάνω της όλη τη λαίμαργη φύση του αρσενικού. Τίποτα δεν τα σταμάτησε. Ούτε η βέρα στο δεξί χέρι ούτε η σεμνή παρουσία της στο γραφείο. Αντίθετα αυτό την έκανε πιο ελκυστική λεία στο βλέμμα του , ένα σπάνιο τρόπαιο που έπρεπε να συμπεριλάβει στη συλλογή του .

Ανέβηκε τις σκάλες μέχρι τον τρίτο λες και την έσπρωχνε αμίλητο το πεπρωμένο της. Πέρασε πρώτα από το γραφείο της. Κοίταξε τον χώρο που τόσο αγάπησε με μια πίκρα στην άκρη των βλεφάρων να πεταρίζει πότε με συγκρατημένη οργή και πότε με μια θλίψη σαν τεράστιο αγίνωτο όνειρο. ΄Υστερα πήρε βαθιά ανάσα, όρθωσε το κορμί, έσφιξε την καρδιά και βγήκε ετοιμοπόλεμη στον διάδρομο. Δεν χτύπησε την πόρτα του. 


Το χτύπημα ήθελε να είναι μόνο στον αντρικό εγωισμό του. Μπήκε σε ένα δωμάτιο με ημίφως και σκιές. Οι βαριές κουρτίνες έπεφταν σαν οχυρά ενάντια στον ήλιο και στις μικρές απόπειρες διείσδυσής του στον επαγγελματικό χώρο. Μισόκλεισε τα μάτια προσπαθώντας να εντοπίσει την παρουσία του . Δεν ήταν ως συνήθως , αγέρωχος και αλαζόνας μπροστά στο δρύινο γραφείο του. 

 Το κορμί του γέμιζε άτσαλα τη μεγάλη δερμάτινη πολυθρόνα πλάι στο παράθυρο. K ι έμοιαζε λες και κάποιος τον είχε εγκαταλείψει άσπλαχνα εκεί , με τα μάτια στυλωμένα στο λευκό ταβάνι, τα χέρια σαν σπασμένα κουπιά, το κορμί ολόκληρο σαν κουφάρι που ξεβράζει η μέρα σε ώρες γεμάτες βράχια και ναυάγια. 

΄Ενα χαρτί πάλευε να ξεφύγει από τα δάκτυλά του μα τελικά έμενε εκεί , άβουλο , ανυπεράσπιστο, μην μπορώντας να ακολουθήσει τους νόμους της πτώσης. Τον κοίταξε αναποφάσιστη. Κάτι καινούριο, άγνωστο και απειλητικό πλανιότανε μέσα στο δωμάτιο αφοπλίζοντας την προσχεδιασμένη επίθεσή της. 

Έκανε ένα βήμα προς τα πίσω, έτοιμη για υποχώρηση . Τη σταμάτησε με ένα νεύμα του χεριού του, καθώς το χαρτί υπάκουε επιτέλους στη μοίρα του και έπεφτε ανήμπορο στο πάτωμα. Η φωνή του ακούστηκε σαν από κόσμο μακρινό φερμένη. «Πεθαίνω», ψιθύρισε. « Και δεν πρόλαβα να αγαπήσω όλα όσα θα έπρεπε!».
Ελένη Αρτεμίου Φωτιάδου

No comments: