Καθαρή Δευτέρα αύριο. Νηστεία και περισυλλογή. Σήμερα τρώνε όσοι έχουν ακόμα την πολυτέλεια. Οι υπόλοιποι μετράνε απλώς τα… κουκιά τους. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Μπαίνουμε λοιπόν στη Σαρακοστή. Λιτότητα και επισήμως. Και θρησκευτικώς κατοχυρωμένη. Επιβεβλημένη, μάλλον, από το Λίγο του καιρού. Κι αρχίζει η πορεία προς μια ελπιδοφόρα ανάσταση. Για εφτά εβδομάδες, διατείνεται το σύνηθες ημερολόγιο. Για απεριόριστη διάρκεια μιλούν οι ξεφτισμένες αντοχές μας. Μα για εκείνο έστω, τον ένα, τον πολύχρωμο χαρταετό, που θα αφεθεί αύριο ελεύθερος να πετάξει από τα χέρια ενός παιδικού ενθουσιασμού, θέλω να είμαι αισιόδοξη.
Και πραγματικά θέλω επάνω στα φτερά του, και στις λουρίδες της ουράς του ακόμα, να γράψω τα πιο ελπιδοφόρα συνθήματα, έτσι ώστε ο Γολγοθάς να γίνει ελάχιστος και η Ανάσταση θαύμα αντί τραύμα μιας μεγάλης, ηχηρής απουσίας. Προσδοκώ, λοιπόν, ανάσταση νεκρών ελπίδων και ζωή του μέλλοντος αυτού του τόπου. Και γράφω με μια μεγάλη κόκκινη καρδιά, όλα τα μηνύματα που ο λευκοντυμένος άγγελος του τάφου επιθυμώ να μεταφέρει στις μυροφόρες σκέψεις μας.
«Τι ζητάτε την πίκρα ανάμεσα στην ευφορία; Ο καημός που γυρεύετε δεν είναι πια εδώ. Γιατί εδώ ανθούν μόνο ρόδα της άνοιξης και γιασεμιά. Εδώ όλα τα παιδιά έχουν ένα όμορφο ρούχο να φορέσουν, ένα πιάτο μυρωδάτο φαγητό στο τραπέζι τους κι ένα χαμόγελο να κουβαλάνε κάθε μέρα στην τσάντα του σχολείου. Στα σπίτια, στις αυλές, δεν βλασταίνει το άγριο χόρτο της έλλειψης και της ανασφάλειας. Οι άνθρωποι ερωτεύονται όπως παλιά με ένα βλέμμα, χωρίς εκείνη την κραυγή του πληγωμένου ζώου, που έχει πιαστεί στο δόκανο της ανάγκης. Δόρυ και βέλος δεν εξαπολύει πια κατάστηθα ο καιρός.
Γυρνά ο άντρας από τη δουλειά, η γυναίκα απ΄τη δική της, απλώνουν τα χέρια, αγκαλιάζουν τα παιδιά και τη χαρά κι όλοι μαζί ένα Αύριο που στέκει περήφανο επάνω στο ουράνιο τόξο. Και κοίτα τους νέους! Είναι τόσο ωραία αυτά τα νιάτα, γιατί τα ομορφαίνει η χαρά, η προσδοκία. Δεν φεύγουν πια σαν χελιδόνια που τα ξενιτεύει το κρύο ενός κενού, η ψύχρα ενός μηδενικού. Μένουν εδώ στη γη τους, δουλεύουν και ονειρεύονται, ονειρεύονται και φτιάχνουν τους δικούς τους ήλιους στους δικούς τους γαλαξίες.
Κι ο κόσμος, αχ, αυτός ο κόσμος που μας δόθηκε και τελικά μας παραδόθηκε , ανυπεράσπιστος, μικρός, μπροστά στα μεγάλα συμφέροντά μας, δεν ξεκαπνίζει πια σαν καιόμενη θλίψη. Είναι κήπος για να βαδίσουν στέρεα και ανθοστολισμένα τα βήματά μας. Και η Δικαιοσύνη , η Αξιοκρατία, έχουν βρει πια τον θρόνο τους. ΄Εχουμε πάθει και έχουμε μάθει από τα λάθη μας. Ανοίγουμε τις πόρτες στους ικανούς, στους άξιους, που τα΄χουν βγάλει πέρα στη ζωή με το σπαθί τους κι όχι με τις άνομες ευλογίες ισχυρών κραταιών, ποικιλόχρωμων αρχόντων.
Πόρτα βαριά και σιδερένια πέφτει μπρος στη μετριότητα, μπρος στην ασύλληπτη ανικανότητα που πήρε ηνία στα χέρια που δεν της ανήκαν και έχει οδηγήσει πολλά από τα άρματα του μέλλοντός μας σε δρόμους κατηφορικούς με μοναδικό και αναπότρεπτο τέρμα τον γκρεμό. Εδώ, λοιπόν, ο κόσμος γίνεται ηλιοτρόπιο με τη σκέψη και τη συνείδηση μονίμως στραμμένες προς το φως. Αμήν»!
Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου