Ελένης Αρτεμίου-Φωτιάδου
Καιρός θαρρώ να αντιμετωπίσουμε πιο σοβαρά κάποιαν αλήθεια, καιρός λοιπόν για… παραμύθια. Καθότανε, που λέτε, ο Αϊ-Βασίλης με τη χαρακτηριστική κόκκινη στολή, με τη μακριά άσπρη γενειάδα στην κουνιστή του πολυθρόνα και πιο πολύ κουνούσε πέρα δώθε τις σκέψεις του παρά το υπερήλικο κορμί του. Ένα καινούριο ταξίδι θα έπρεπε να ξεκινήσει για τον κόσμο των ανθρώπων.
Του το θυμίζανε οι νιφάδες του χιονιού που πέφτανε απαλά μπρος στην πόρτα του, τα χαρούμενα χλιμιντρίσματα των ταράνδων στον στάβλο του, τα εκατομμύρια ηλεκτρονικά μηνύματα στον υπολογιστή του από μικρούς και μεγάλους, που λίγο σοβαρά λίγο αστεία επικαλούνταν τη γενναιοδωρία του για να πάρουν το δώρο των ονείρων τους. Κι αυτός κοιτούσε την άδεια του σακούλα και απορούσε πώς θα μπορούσε να ικανοποιήσει τις επιθυμίες όλων με τα πενιχρά μέσα που είχε στη διάθεσή του.
Πού ο καιρός που τα Ξωτικά δουλεύανε νύχτα μέρα, για να προλάβουνε όλα τα αιτήματα! Τώρα, κάτι η κρίση κάτι οι αποκοπές κάτι οι πρόωρες αφυπηρετήσεις, δούλευε με μειωμένο προσωπικό και επομένως με μειωμένη παραγωγή. Κάλεσε το Αρχιξωτικό ένα βραδάκι που κλείνανε το εργαστήριο και ζήτησε απολογισμό των πεπραγμένων. Μα καλύτερα θα ήταν να έμενε στην άγνοιά του, γιατί αυτά που άκουσε πιο πολύ τον προβλημάτισαν και τον έβαλαν στις έγνοιες.
Στέναξε το Αρχιξωτικό, ξερόβηξε, πήρε βαθιά αναπνοή και μίλησε για τις ανάγκες στα υλικά, για τους ελλειμματικούς προϋπολογισμούς, για τις λογής λογής καθυστερήσεις, που δεν άφηναν πλέον το εργαστήριο να αποδώσει ικανοποιητικά και να ανταποκριθεί επάξια στις προσδοκίες μικρών και μεγάλων.
Στεναχωρέθηκε ο ΄Αγιος. Κάθε πέρσι και καλύτερα λοιπόν. Και η μαγεία πού είχε κρυφτεί; Πού ήτανε τα λαμπερά συναισθήματα , τα φανταχτερά πρόσωπα, τα πολύχρωμα λόγια, που πάντα τέτοιες μέρες έστρωναν το δρόμο των γιορτών; Είπε να φωνάξει τις Νεράιδες των Χριστουγέννων, να επιστρατεύσουνε τα μαγικά ραβδιά τους, μα κι εκείνες έφτασαν μουντές σαν θλίψη, δίχως άστρα, δίχως λέξεις παρηγόριας.
Κι όταν χόρευαν από συνήθεια, τα γοβάκια τους κάναν ένα περίεργο θόρυβο μες στις ψυχές λες και ένα μέλλον έκλαιε με λυγμούς. «Πάλι τα κατάφεραν οι άνθρωποι», σκέφτηκε ο Άγιος. Πήραν ξανά ένα παράδεισο και τον μετέτρεψαν σε αγωνία. Και τώρα τι; Πώς διορθώνεται το γκρίζο;
Έπεσε σε βαθιά συλλογή κι ύστερα είπε να καλέσει και τον νέο χρόνο. ‘ Ηρθε εκείνος μπουσουλώντας σαν μπόμπιρας που ετοιμάζεται για τα πρώτα του βήματα. Μικρός κι αδύναμος του φάνηκε, κουβαλώντας ένα τσουβάλι ελπίδες που του είχαν φορτώσει ήδη οι ονειροπόλοι. Τι απέμενε λοιπόν; Πήρε να σκέφτεται με τις ώρες ο Άγιος. ΄Υστερα, λες και φωτίστηκε ξαφνικά η σκέψη του, χτύπησε τα χέρια, κάλεσε τους τάρανδούς του, ετοίμασε το έλκηθρο και βγήκε μες στη νύχτα σκορπίζοντας στον ουρανό όλα τα μηνύματα που είχε πάρει από τα παιδιά.
Γέμισε η νύχτα λέξεις λευκές σαν αθωότητα. Και πέσανε εκείνες σαν ζεστές τούφες από αγάπη μες στην παγωμένη ανθρωπότητα κι ανάψανε μικρές φλόγες από Αύριο. Για να ζήσουνε τα παιδιά όλου του κόσμου καλύτερα από όλα τα καλά που τους χρωστάμε και δεν πληρώνουμε!
Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου
No comments:
Post a Comment