Ελένης Αρτεμίου-Φωτιάδου
Λίγες, θολές οι αναμνήσεις του από την παιδική του ηλικία. Μα το μοναστήρι το θυμάται σαν κρύσταλλο διαυγές όπως κρυστάλλινη ήταν η δροσιά των ημερών που έζησε πλάι στη θάλασσα της Καρπασίας. Η όμορφη αρχιτεκτονική, το πάντρεμα με το γαλάζιο του πελάγου, η πέτρα που έσκυβε θαρρείς από τους τοίχους κι έβρισκε να πιει την απαντοχή της θάλασσας. Τα σκαλιά που κατέβαινε τρέχοντας σχεδόν κι ύστερα τα δυο του πόδια καθώς τα βύθιζε γυμνά στη μοναδική αίσθηση ελευθερίας του νερού , αυτά ακόμα τα σκαλιά γίνονται σκάλες που τον ανεβάζουν σε μια ωραία ανάμνηση μικρή, τρυφερή, καθώς τα γκρίζα του μαλλιά, τα γκρίζα χρόνια του πληθαίνουν.
Ακόμα ένα φθινόπωρο τελειώνει με την ανάμνηση του τελευταίου εκείνου καλοκαιριού στην αγιασμένη από τα παιδικά του νάματα μονή. Ακόμα ένας χειμώνας ετοιμάζεται για την επέλασή του. Μα το παιδί μέσα του δεν λέει να κοιμηθεί. Δεν λέει να ανάψει μια φωτιά από ελπίδα και να ζεσταθεί. Περιφέρεται πότε λυπημένο πότε οργισμένο μέσα στις μνήμες του κι ορθώνει τα τεράστια Γιατί του σαν κόκκινα ερωτηματικά. Τούτος ο τόπος, τα χρόνια όλα του που τον θυμάται, αιμορραγεί. Κι οι άνθρωποί του, βαθιά μέσα τους, ακόμα κι όταν χαμογελάνε, υποφέρουνε από ανίατη θλίψη. Κι ο ίδιος με ένα μαχαίρι στην πλάτη του μεγάλωσε. Η εισβολή, η προσφυγιά, η απώλεια, η στέρηση, η έλλειψη, τον συνόδευσαν σε όλη την εφηβεία του, τον στρίμωξαν στην ενήλικη ζωή του, του στοίχειωσαν τον ύπνο τώρα που ο μισός και πλέον αιώνας της ζωής του μετρά αντίστροφα ό,τι του έχει απομείνει σε χρόνο και ευκαιρίες.
Απέναντί του η φωτογραφία των δίδυμων αγοριών του ακινητοποιεί το βλέμμα και τη σκέψη του. Ντυμένα στο χακί για μια ειρήνη που συνέχεια ακροβατεί ανάμεσα στην απειλή και την ανασφάλεια. Μεγάλωσε ο ίδιος με μια δαμόκλειο σπάθη πάνω απ΄το κεφάλι του, με μια εύθραυστη εκεχειρία των δεινών να περιφέρεται ανάμεσα στις μέρες και στις νύχτες του, στις σκέψεις και στα όνειρα. Και πάντα, μόνιμη επωδός στους φόβους του ήταν των αγοριών του η ζωή.
Τους βλέπει μέσα από την κορνίζα με ένα χαμόγελο να αναρριχάται μες στα νιάτα τους και να τα γεμίζει με πίστη και αισιοδοξία. Τούτα τα παιδιά μεγάλωσαν μονάχα με τις εικόνες και τις λέξεις της χαμένης πατρίδας. Δεν έζησαν τον χαλασμό, δεν έτρεξαν σαν κυνηγημένα μες στα ερείπια , δεν κοιμήθηκαν στο χώμα κάτω από κόκκινο ουρανό. Στέγη δεν είχανε το αντίσκηνο όταν έμπαινε με τις βαριές, τις λασπωμένες μπότες ο βοριάς. Κι ούτε στενάξανε στον ύπνο τους από φωτιές που δεν σβήνανε κι από δράκους που δεν σκότωνε ΄Αγιος κανείς. Τούτα τα παιδιά, της Κύπρου τα παιδιά, δεν θέλουνε να ζουν μες στην ομίχλη του κακού καιρού. Μια ξαστεριά γυρεύουν , ένα ξάγναντο να ξεπεζέψουν απ΄τη μεγάλη αναζήτηση του δίκιου τους.
Κι ένα τσαμπί από όνειρα, να στίψουνε, να πιουν και να μεθύσουν από ζωή. Κάνε Απόστολε, εκεί στην άκρη της αγιασμένης χερσονήσου , ο νέος χειμώνας που θα μπει , να΄ναι ντυμένος ανοιξιάτικα και δυο χελιδόνια που δεν αποδήμησαν σε χώρες μακρινές να τιτιβίσουνε πως τ΄όνειρο ανάστησε το θαύμα.
Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου
Sunday, November 30, 2014
Monday, November 24, 2014
Με το φακό των λέξεων
Ελένης Αρτεμίου-Φωτιάδου
Έχει απλώσει εδώ και ώρα τα σύνεργά του, καβαλέτο και μπογιές πλάι στη θάλασσα. Η έμπνευσή του, έντονη και φθινοπωρινή, τον έφερε τούτο το κυριακάτικο πρωινό μέσα στη σύναξη της ανάπαυλας. Απλώνουν οι ψυχές τα κορμιά τους στο χλομό ήλιο , επιστρατεύουν όσο πράσινο τους έχει απομείνει από το τελευταίο δάσος που περπάτησαν κι αγκομαχούνε, εκλιπαρούνε για μια ακόμα φωτοσύνθεση. Το φθινόπωρο απτόητο αναβλύζει κίτρινη μελαγχολία μέσα από τα σκόρπια φύλλα, το ψυχρό αεράκι, τη βιασύνη του ουρανού να στάξει τη δροσιά του.
Η θάλασσα πότε αγριεύει σαν σκυλί που βλέπει το ξένο κι εχθρικό απέναντί του και πότε κουνά απλώς πέρα δώθε τα κύματά της σαν φιλικό χαιρετισμό. Οι καφετέριες απέναντι γεμίζουν ασφυκτικά από φλύαρα νιάτα, από σιωπηλές ωριμότητες. Τέτοια συνεύρεση μόνο σε ένα φθινοπωρινό διάλειμμα καρποφορεί. Όταν η νιότη καρτερά τον ουρανό να ξεπλύνει το αύριο από τη σκόνη της ερήμου κι όταν η εμπειρία αποχωρεί διακριτικά βάζοντας το πολύχρονο παλτό της κι ανάβοντας μια φωτιά για φόβους που καταφτάνουν κρύοι και βλοσυροί λιγάκι πριν το τέλος.
Παίρνει το πινέλο του, ζητά να αποτυπώσει ένα χρώμα, ένα συναίσθημα. Να ξεκουμπώσει μια σκέψη, να βάψει μια σκιά. Πόσα λοιπόν να είναι τα χρώματα και πόσες οι αποχρώσεις; Να ένα κόκκινο μήλο στα μάγουλα ενός παιδιού που φουσκώνει όταν γελάει. Μπορεί να είναι ακόμα κόκκινη η αθωότητα και να τρέχει σαν αίμα ζωής. Να κι ένα γαλάζιο βλέμμα στα μάτια μιας νέας μητέρας που κυλάει όλο καμάρι και στοργή το καροτσάκι με το βρέφος της.
Η ζωή μπορεί ακόμα τόσο όμορφα, τόσο έγχρωμα, να εκδικείται το θάνατο. Κι ένα μπαλόνι πιο πέρα πορτοκαλί έχει ξεφύγει από τα χέρια ενός παιδιού κι ανεβαίνει απτόητο στον ουρανό να σμίξει με τα χρώματα της δύσης και να τα πιτσιλίσει με λίγη ανεμελιά. Ας περιμένει λίγο ακόμα η πτώση της μέρας, όταν ανεβαίνουν στον ουρανό δυο μάτια γεμάτα ερωτηματικά και θαυμαστικά αντάμα. Μια κυρία πιο πέρα με τη μοβ ομπρέλα της παραμάσχαλα σουλατσάρει στο πεζοδρόμιο.
Πότε πότε σταματάει, κοιτάει απλώς γύρω λες και θέλει να ρουφήξει όλη την ομορφιά της μέρας, να τη χώσει στα πνευμόνια της για να΄χει αποθέματα φωτός σε κάθε σκοτάδι που ενδέχεται να την περικυκλώσει. Δυο σκυλιά κάτασπρα σαν αγαθός χειμώνας κάθονται αμέριμνα δίπλα στην έκρηξη των χρυσανθέμων που στολίζουν τους ανθώνες του δήμου. Κι είναι τα χρυσάνθεμα σε διάταξη ουράνιου τόξου που γίνεται ουράνια μελωδία μες στο σιωπηλό πια δείλι.
Τότε γιατί αυτό το μαύρο μέσα του, γιατί αυτό το μαύρο στον καμβά του; Γιατί να νυχτώνει με τον ήλιο μεσούρανα, γιατί να σκοτεινιάζει με όλα τα φώτα του κόσμου αναμμένα; Και γιατί το πινέλο του, σε όποιο χρώμα κι αν το βουτήξει της παλέτας του, γκρίζο το κάνει σαν μουντό φθινόπωρο που ερωτεύεται παράφορα χειμερινές κουστωδίες θλίψης; Είναι αυτή η απουσία σαν τεράστιος κρατήρας στον πλανήτη της αγάπης του.
Είναι η μοναξιά ενός νέου ανθρώπου που είδε έναν έρωτα να φυλλοροεί, να λιώνει στο χώμα, να θάβεται κάτω από βροχή και λασπωμένες πέτρες. Κι όχι, δεν μπορεί να τον λησμονήσει, μπορεί, όμως, να πάρει τα χρώματα του κόσμου γύρω του και να φτιάξει ένα καινούριο δειλινό με κόκκινο, γαλάζιο, πορτοκαλί σαν μόνιμη άνοιξη, σαν αειθαλές χρυσάνθεμο!
Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου
Έχει απλώσει εδώ και ώρα τα σύνεργά του, καβαλέτο και μπογιές πλάι στη θάλασσα. Η έμπνευσή του, έντονη και φθινοπωρινή, τον έφερε τούτο το κυριακάτικο πρωινό μέσα στη σύναξη της ανάπαυλας. Απλώνουν οι ψυχές τα κορμιά τους στο χλομό ήλιο , επιστρατεύουν όσο πράσινο τους έχει απομείνει από το τελευταίο δάσος που περπάτησαν κι αγκομαχούνε, εκλιπαρούνε για μια ακόμα φωτοσύνθεση. Το φθινόπωρο απτόητο αναβλύζει κίτρινη μελαγχολία μέσα από τα σκόρπια φύλλα, το ψυχρό αεράκι, τη βιασύνη του ουρανού να στάξει τη δροσιά του.
Η θάλασσα πότε αγριεύει σαν σκυλί που βλέπει το ξένο κι εχθρικό απέναντί του και πότε κουνά απλώς πέρα δώθε τα κύματά της σαν φιλικό χαιρετισμό. Οι καφετέριες απέναντι γεμίζουν ασφυκτικά από φλύαρα νιάτα, από σιωπηλές ωριμότητες. Τέτοια συνεύρεση μόνο σε ένα φθινοπωρινό διάλειμμα καρποφορεί. Όταν η νιότη καρτερά τον ουρανό να ξεπλύνει το αύριο από τη σκόνη της ερήμου κι όταν η εμπειρία αποχωρεί διακριτικά βάζοντας το πολύχρονο παλτό της κι ανάβοντας μια φωτιά για φόβους που καταφτάνουν κρύοι και βλοσυροί λιγάκι πριν το τέλος.
Παίρνει το πινέλο του, ζητά να αποτυπώσει ένα χρώμα, ένα συναίσθημα. Να ξεκουμπώσει μια σκέψη, να βάψει μια σκιά. Πόσα λοιπόν να είναι τα χρώματα και πόσες οι αποχρώσεις; Να ένα κόκκινο μήλο στα μάγουλα ενός παιδιού που φουσκώνει όταν γελάει. Μπορεί να είναι ακόμα κόκκινη η αθωότητα και να τρέχει σαν αίμα ζωής. Να κι ένα γαλάζιο βλέμμα στα μάτια μιας νέας μητέρας που κυλάει όλο καμάρι και στοργή το καροτσάκι με το βρέφος της.
Η ζωή μπορεί ακόμα τόσο όμορφα, τόσο έγχρωμα, να εκδικείται το θάνατο. Κι ένα μπαλόνι πιο πέρα πορτοκαλί έχει ξεφύγει από τα χέρια ενός παιδιού κι ανεβαίνει απτόητο στον ουρανό να σμίξει με τα χρώματα της δύσης και να τα πιτσιλίσει με λίγη ανεμελιά. Ας περιμένει λίγο ακόμα η πτώση της μέρας, όταν ανεβαίνουν στον ουρανό δυο μάτια γεμάτα ερωτηματικά και θαυμαστικά αντάμα. Μια κυρία πιο πέρα με τη μοβ ομπρέλα της παραμάσχαλα σουλατσάρει στο πεζοδρόμιο.
Πότε πότε σταματάει, κοιτάει απλώς γύρω λες και θέλει να ρουφήξει όλη την ομορφιά της μέρας, να τη χώσει στα πνευμόνια της για να΄χει αποθέματα φωτός σε κάθε σκοτάδι που ενδέχεται να την περικυκλώσει. Δυο σκυλιά κάτασπρα σαν αγαθός χειμώνας κάθονται αμέριμνα δίπλα στην έκρηξη των χρυσανθέμων που στολίζουν τους ανθώνες του δήμου. Κι είναι τα χρυσάνθεμα σε διάταξη ουράνιου τόξου που γίνεται ουράνια μελωδία μες στο σιωπηλό πια δείλι.
Τότε γιατί αυτό το μαύρο μέσα του, γιατί αυτό το μαύρο στον καμβά του; Γιατί να νυχτώνει με τον ήλιο μεσούρανα, γιατί να σκοτεινιάζει με όλα τα φώτα του κόσμου αναμμένα; Και γιατί το πινέλο του, σε όποιο χρώμα κι αν το βουτήξει της παλέτας του, γκρίζο το κάνει σαν μουντό φθινόπωρο που ερωτεύεται παράφορα χειμερινές κουστωδίες θλίψης; Είναι αυτή η απουσία σαν τεράστιος κρατήρας στον πλανήτη της αγάπης του.
Είναι η μοναξιά ενός νέου ανθρώπου που είδε έναν έρωτα να φυλλοροεί, να λιώνει στο χώμα, να θάβεται κάτω από βροχή και λασπωμένες πέτρες. Κι όχι, δεν μπορεί να τον λησμονήσει, μπορεί, όμως, να πάρει τα χρώματα του κόσμου γύρω του και να φτιάξει ένα καινούριο δειλινό με κόκκινο, γαλάζιο, πορτοκαλί σαν μόνιμη άνοιξη, σαν αειθαλές χρυσάνθεμο!
Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου
Wednesday, November 19, 2014
Η Γιωρκάτζη, η Ηθική και ο... Αριστοτέλης
Του Χριστόφορου Χριστοφόρου
Πολιτικός αναλυτής,
Εμπειρογνώμονας του Συμβουλίου της Ευρώπης στα ΜΜΕ και τις εκλογές
Το θέμα που δημιουργήθηκε για τη Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας ακολούθησε την πεπατημένη, με χαρακτηριστικά που μετατρέπουν σε όλο και πιο μίζερο αυτόν το μικρό τόπο: Κατ' αρχή, προκλήθηκε σάλος για μια κατάσταση που όταν αφορά κάθε (ή σχεδόν) άλλο δημόσιο πρόσωπο ΔΕΝ υπάρχει καν θέμα. Δεύτερο, την πιο μεγάλη ταραχή εξέφρασαν όλοι οι ασυμβίβαστοι (!), το προεδρικό, η βουλή και τα κόμματα, των οποίων συγγένειες, επαγγελματικές σχέσεις, διασυνδέσεις και διαδρομές χρηματικών και άλλων συναλλαγών, παραμένουν... κρυστάλλινα διαυγείς, πέραν κάθε αμφιβολίας και υποψίας. Τρίτο, το προεδρικό, με τη σαστισμένη, σε ύφος κομματικού μανιφέστου, αποδοκιμασία της Διοικητού, μουτζούρωσε τελικά για μια ακόμη φορά την καλολουστραρισμένη εικόνα του.
Τέταρτο, τα ΜΜΕ, χωρίς σχεδόν εξαίρεση, δέχτηκαν την εκδοχή του προεδρικού και την έκαναν αφετηρία στα ερωτήματα και ερωτηματικά τους. Πέμπτο, αρκετά ή όλα τα ερωτήματα είναι χωρίς νόημα, όπως και η επίκληση εννοιών όπως πλαστογράφηση, αλλοίωση κλπ! Έκτο, μας πήρε όλους η πλημμυρίδα των ηθικών κανόνων που στοιβάζουμε με απαίτηση να τους εφαρμόζουν οι άλλοι. Αν έστω το ένα δέκατο των κανόνων αυτών επιβάλλαμε στον εαυτό μας, ο κόσμος της Κύπρου θα πλησίαζε την αγγελική κοινωνία.
Θα μπορούσαν να παρατεθούν και άλλα, πολλά άλλα φαινόμενα που χάνονται στον κουρνιαχτό των εντυπώσεων. Όμως,
· Υπάρχει σαφώς σύγκρουση συμφερόντων, των επαγγελματικών της οικογένειας και του δημόσιου αξιώματος της Διοικητή της ΚΤ. Η ίδια όφειλε να το είχε αντιμετωπίσει πριν αναλάβει το αξίωμα ή έστω και τώρα. Μια απορία είναι, πώς τόσο καιρό 'διέφυγε' της αντίληψης της κυβέρνησης η σχέση (που δεν κρύβεται) του οικογενειακού γραφείου;
· Η σύγκρουση υπάρχει και θα υπήρχε πάντα, με συμπερίληψη ή μη πρόνοιας στο συμβόλαιο. Ο σάλος για πρόνοια στο συμβόλαιο απλώς αυξάνει το νέφος της σκόνης, και το μέγεθος του ψόγου που το προεδρικό έριξε στο ίδιο το πρόσωπό του. Το ουσιώδες, δηλαδή, κατά πόσο τεκμηριώνεται, αν υπήρξαν εκ μέρους της Διοικητή ενέργειες στην πράξη που να επηρεάστηκαν από αυτή τη σύγκρουση συμφερόντων, παραμένει αδιευκρίνιστο.
· Όπως το θέμα της πρόνοιας συμβολαίου, έτσι και οι απολαβές έγιναν στοιχείο για λιθοβολισμό, χωρίς ενημέρωση, π.χ. πώς συγκρίνονται με αμοιβές των εκτελεστικών συμβούλων που έβαλε η κυβέρνηση ή με το γεγονός ότι η κυρία Γιωρκάτζη έχει 16 χρόνια υπηρεσία ως γενική ελεγκτής; Γιατί “διαφεύγει” σχεδόν όλων το ότι η αμοιβή δεν είναι προϊόν κλοπής, αλλά συμβατικής φύσης, με απόφαση του εργοδότη;
· Ενώ από όλες τις πλευρές υποβάλλονται ερωτήματα, χωρίς να γίνει καμιά έρευνα, χωρίς απόφαση οποιουδήποτε νόμιμου οργάνου, υπονοείται ή λέγεται ανοικτά ότι έχει υποχρέωση να φύγει, να παραιτηθεί. Αλήθεια, με βάση ποιο δίκαιο εκδόθηκε αυτή η ετυμηγορία;
Με δεδομένα τα πιο πάνω, μέσα στην ομίχλη ή το νέφος σκόνης, διέλαθε της προσοχής η σχέση ανάμεσα στο έργο της κυρίας Γιωρκάτζη, ως γενική ελεγκτής, και στις αποκαλύψεις. Μπορεί να λεχθεί ότι βρέθηκε στο στόχαστρο, ανάμεσα σε άλλα, γιατί έκανε το καθήκον της εκδίδοντας το πόρισμα για το πρόγραμμα “Αριστοτέλης”. Την ημέρα της δημοσιοποίησης του (7 Φεβρουαρίου 2014), η εφημερίδα Καθημερινή, ίδιας ιδιοκτησίας με τον “Αριστοτέλη” ανήγγειλε “αγωγή για συκοφαντική δυσφήμιση (sic) κατά της Γ. Ελέγκτριας” για το πόρισμα της. Δεν γνωρίζουμε τη συνέχεια για την αγωγή, βλέπουμε όμως το αποτέλεσμα όταν θίγονται ορισμένα συμφέροντα.
Στην περίπτωση Γιωρκάτζη, δεν έχουμε απλώς την αποκάλυψη ενός προβλήματος που η κοινωνία 'χωνεύει' συστηματικά για όλους τους δημόσιους παράγοντες, που να περιορίζεται στη, θεμιτή, απαίτηση επίλυσης του. Το μίσος, όπως και ο βήχας, για να παραφράσουμε, δεν κρύβονται. Πρωτοσέλιδα για ...ποινικές ευθύνες, κατά τη γνώμη νομικών και βουλευτών(!), βαρύγδουπα άρθρα για ηθική και κανόνες για τους άλλους!, επιθέσεις από την εφημερίδα Καθημερινή με προσβολές και άλλα. Μια γυναίκα είναι πιο εύκολος στόχος.
Αλήθεια, πότε η κυρία Γιωρκάτζη έδωσε αφορμή με έργα ή λόγια για να δικαιολογείται κάποιος με ψευδώνυμο Σπονδοφόρος να την εξυβρίζει σκαιώς; Επειδή αναφέρεται σε γυναίκα προφανώς, επιλέγει τις ύβρεις (Καθημερινή, 2 Νοεμβρίου 2014, σελ. 2), “επαναστάτρια του κουπεπιού”, “πασιονάρια”, το “ξεφτυλισμένο κουπέπι που ξετυλίκτηκε”, κάνοντας επίθεση και εναντίον όσων θεωρεί εχθρούς. Αυτοσεβασμός; Απλώς μιλά η ρεβάνς, παίρνουμε εκδίκηση!
Τα ΜΜΕ, προπάντων τα συγκροτήματα δεν αστειεύονται! Μπροστά τους, τόσο το άμωμο προεδρικό όσο και η άσπιλη βουλή, τα κόμματα που δεν δεκατίζονται και κάποιο καταπιεσμένοι των κοινωνικών δικτύων νιώθουν αυξανόμενη πίεση να ικανοποιήσουν τη μεγάλη δίψα.
Ευλόγως θα ρωτήσει κάποιος: Καλά, να μην ερευνώνται τα δημόσια πρόσωπα; Το μήνυμα εδώ είναι διπλό, με το δεύτερο, πιο δυνατό, ίσως, να αναιρεί το πρώτο.
· Τα ΜΜΕ έχουν τη δύναμη, όταν θέλουν, να ερευνούν και να εκθέτουν κακώς έχοντα. Ακόμα, έστω κι αν το κοινό για χρόνια χωνεύει ένα φαινόμενο χωρίς αντίδραση, με την πίεση των ΜΜΕ αυτό αξιολογείται σαν σκάνδαλο.
· Να φοβάσαι την μήνι των ΜΜΕ όταν θίξεις συμφέροντα τους.
Δυο στοιχεία, το “όταν θέλουν” και η επιλογή του στόχου όταν θίγονται συμφέροντα, αφήνουν αιωρούμενο το ερώτημα: Τι γίνεται με τα σκάνδαλα κάποιων, που προσέχουν, όμως, να μη θίξουν συγκεκριμένα συμφέροντα; Εκπληρώνουν τα ΜΜΕ το ρόλο του θεματοφύλακα της κοινωνίας ή μήπως μένει το μήνυμα, “όταν κάνεις το καθήκον σου πρόσεχε να μη μας ενοχλήσεις”; Τέλος, πού πάμε αν αντί διόρθωση κακώς εχόντων, επιζητείται η εκδίκηση;
Χριστόφορος Χριστοφόρου
Πολιτικός αναλυτής,
Εμπειρογνώμονας του Συμβουλίου της Ευρώπης στα ΜΜΕ και τις εκλογές
Εφημερίδα "Πολίτης της Κυριακής" 16/11/2014
Πολιτικός αναλυτής,
Εμπειρογνώμονας του Συμβουλίου της Ευρώπης στα ΜΜΕ και τις εκλογές
Το θέμα που δημιουργήθηκε για τη Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας ακολούθησε την πεπατημένη, με χαρακτηριστικά που μετατρέπουν σε όλο και πιο μίζερο αυτόν το μικρό τόπο: Κατ' αρχή, προκλήθηκε σάλος για μια κατάσταση που όταν αφορά κάθε (ή σχεδόν) άλλο δημόσιο πρόσωπο ΔΕΝ υπάρχει καν θέμα. Δεύτερο, την πιο μεγάλη ταραχή εξέφρασαν όλοι οι ασυμβίβαστοι (!), το προεδρικό, η βουλή και τα κόμματα, των οποίων συγγένειες, επαγγελματικές σχέσεις, διασυνδέσεις και διαδρομές χρηματικών και άλλων συναλλαγών, παραμένουν... κρυστάλλινα διαυγείς, πέραν κάθε αμφιβολίας και υποψίας. Τρίτο, το προεδρικό, με τη σαστισμένη, σε ύφος κομματικού μανιφέστου, αποδοκιμασία της Διοικητού, μουτζούρωσε τελικά για μια ακόμη φορά την καλολουστραρισμένη εικόνα του.
Τέταρτο, τα ΜΜΕ, χωρίς σχεδόν εξαίρεση, δέχτηκαν την εκδοχή του προεδρικού και την έκαναν αφετηρία στα ερωτήματα και ερωτηματικά τους. Πέμπτο, αρκετά ή όλα τα ερωτήματα είναι χωρίς νόημα, όπως και η επίκληση εννοιών όπως πλαστογράφηση, αλλοίωση κλπ! Έκτο, μας πήρε όλους η πλημμυρίδα των ηθικών κανόνων που στοιβάζουμε με απαίτηση να τους εφαρμόζουν οι άλλοι. Αν έστω το ένα δέκατο των κανόνων αυτών επιβάλλαμε στον εαυτό μας, ο κόσμος της Κύπρου θα πλησίαζε την αγγελική κοινωνία.
Θα μπορούσαν να παρατεθούν και άλλα, πολλά άλλα φαινόμενα που χάνονται στον κουρνιαχτό των εντυπώσεων. Όμως,
· Υπάρχει σαφώς σύγκρουση συμφερόντων, των επαγγελματικών της οικογένειας και του δημόσιου αξιώματος της Διοικητή της ΚΤ. Η ίδια όφειλε να το είχε αντιμετωπίσει πριν αναλάβει το αξίωμα ή έστω και τώρα. Μια απορία είναι, πώς τόσο καιρό 'διέφυγε' της αντίληψης της κυβέρνησης η σχέση (που δεν κρύβεται) του οικογενειακού γραφείου;
· Η σύγκρουση υπάρχει και θα υπήρχε πάντα, με συμπερίληψη ή μη πρόνοιας στο συμβόλαιο. Ο σάλος για πρόνοια στο συμβόλαιο απλώς αυξάνει το νέφος της σκόνης, και το μέγεθος του ψόγου που το προεδρικό έριξε στο ίδιο το πρόσωπό του. Το ουσιώδες, δηλαδή, κατά πόσο τεκμηριώνεται, αν υπήρξαν εκ μέρους της Διοικητή ενέργειες στην πράξη που να επηρεάστηκαν από αυτή τη σύγκρουση συμφερόντων, παραμένει αδιευκρίνιστο.
· Όπως το θέμα της πρόνοιας συμβολαίου, έτσι και οι απολαβές έγιναν στοιχείο για λιθοβολισμό, χωρίς ενημέρωση, π.χ. πώς συγκρίνονται με αμοιβές των εκτελεστικών συμβούλων που έβαλε η κυβέρνηση ή με το γεγονός ότι η κυρία Γιωρκάτζη έχει 16 χρόνια υπηρεσία ως γενική ελεγκτής; Γιατί “διαφεύγει” σχεδόν όλων το ότι η αμοιβή δεν είναι προϊόν κλοπής, αλλά συμβατικής φύσης, με απόφαση του εργοδότη;
· Ενώ από όλες τις πλευρές υποβάλλονται ερωτήματα, χωρίς να γίνει καμιά έρευνα, χωρίς απόφαση οποιουδήποτε νόμιμου οργάνου, υπονοείται ή λέγεται ανοικτά ότι έχει υποχρέωση να φύγει, να παραιτηθεί. Αλήθεια, με βάση ποιο δίκαιο εκδόθηκε αυτή η ετυμηγορία;
Με δεδομένα τα πιο πάνω, μέσα στην ομίχλη ή το νέφος σκόνης, διέλαθε της προσοχής η σχέση ανάμεσα στο έργο της κυρίας Γιωρκάτζη, ως γενική ελεγκτής, και στις αποκαλύψεις. Μπορεί να λεχθεί ότι βρέθηκε στο στόχαστρο, ανάμεσα σε άλλα, γιατί έκανε το καθήκον της εκδίδοντας το πόρισμα για το πρόγραμμα “Αριστοτέλης”. Την ημέρα της δημοσιοποίησης του (7 Φεβρουαρίου 2014), η εφημερίδα Καθημερινή, ίδιας ιδιοκτησίας με τον “Αριστοτέλη” ανήγγειλε “αγωγή για συκοφαντική δυσφήμιση (sic) κατά της Γ. Ελέγκτριας” για το πόρισμα της. Δεν γνωρίζουμε τη συνέχεια για την αγωγή, βλέπουμε όμως το αποτέλεσμα όταν θίγονται ορισμένα συμφέροντα.
Στην περίπτωση Γιωρκάτζη, δεν έχουμε απλώς την αποκάλυψη ενός προβλήματος που η κοινωνία 'χωνεύει' συστηματικά για όλους τους δημόσιους παράγοντες, που να περιορίζεται στη, θεμιτή, απαίτηση επίλυσης του. Το μίσος, όπως και ο βήχας, για να παραφράσουμε, δεν κρύβονται. Πρωτοσέλιδα για ...ποινικές ευθύνες, κατά τη γνώμη νομικών και βουλευτών(!), βαρύγδουπα άρθρα για ηθική και κανόνες για τους άλλους!, επιθέσεις από την εφημερίδα Καθημερινή με προσβολές και άλλα. Μια γυναίκα είναι πιο εύκολος στόχος.
Αλήθεια, πότε η κυρία Γιωρκάτζη έδωσε αφορμή με έργα ή λόγια για να δικαιολογείται κάποιος με ψευδώνυμο Σπονδοφόρος να την εξυβρίζει σκαιώς; Επειδή αναφέρεται σε γυναίκα προφανώς, επιλέγει τις ύβρεις (Καθημερινή, 2 Νοεμβρίου 2014, σελ. 2), “επαναστάτρια του κουπεπιού”, “πασιονάρια”, το “ξεφτυλισμένο κουπέπι που ξετυλίκτηκε”, κάνοντας επίθεση και εναντίον όσων θεωρεί εχθρούς. Αυτοσεβασμός; Απλώς μιλά η ρεβάνς, παίρνουμε εκδίκηση!
Τα ΜΜΕ, προπάντων τα συγκροτήματα δεν αστειεύονται! Μπροστά τους, τόσο το άμωμο προεδρικό όσο και η άσπιλη βουλή, τα κόμματα που δεν δεκατίζονται και κάποιο καταπιεσμένοι των κοινωνικών δικτύων νιώθουν αυξανόμενη πίεση να ικανοποιήσουν τη μεγάλη δίψα.
Ευλόγως θα ρωτήσει κάποιος: Καλά, να μην ερευνώνται τα δημόσια πρόσωπα; Το μήνυμα εδώ είναι διπλό, με το δεύτερο, πιο δυνατό, ίσως, να αναιρεί το πρώτο.
· Τα ΜΜΕ έχουν τη δύναμη, όταν θέλουν, να ερευνούν και να εκθέτουν κακώς έχοντα. Ακόμα, έστω κι αν το κοινό για χρόνια χωνεύει ένα φαινόμενο χωρίς αντίδραση, με την πίεση των ΜΜΕ αυτό αξιολογείται σαν σκάνδαλο.
· Να φοβάσαι την μήνι των ΜΜΕ όταν θίξεις συμφέροντα τους.
Δυο στοιχεία, το “όταν θέλουν” και η επιλογή του στόχου όταν θίγονται συμφέροντα, αφήνουν αιωρούμενο το ερώτημα: Τι γίνεται με τα σκάνδαλα κάποιων, που προσέχουν, όμως, να μη θίξουν συγκεκριμένα συμφέροντα; Εκπληρώνουν τα ΜΜΕ το ρόλο του θεματοφύλακα της κοινωνίας ή μήπως μένει το μήνυμα, “όταν κάνεις το καθήκον σου πρόσεχε να μη μας ενοχλήσεις”; Τέλος, πού πάμε αν αντί διόρθωση κακώς εχόντων, επιζητείται η εκδίκηση;
Χριστόφορος Χριστοφόρου
Πολιτικός αναλυτής,
Εμπειρογνώμονας του Συμβουλίου της Ευρώπης στα ΜΜΕ και τις εκλογές
Εφημερίδα "Πολίτης της Κυριακής" 16/11/2014
Tuesday, November 18, 2014
Των ημετέρων άλλων
Παρουσίαση της νέας συλλογής διηγημάτων του Κώστα Λυμπουρή
που κυκλοφορεί από το Παράκεντρο
που κυκλοφορεί από το Παράκεντρο
Την Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου, στις 7:30 μ.μ. έγινε στη Λευκωσία, στην αίθουσα «Καστελιώτισσα», η πρώτη παρουσίαση της συλλογής διηγημάτων του Κώστα Λυμπουρή «των ημετέρων άλλων», που κυκλοφορεί από το Παράκεντρο. Για το βιβλίο θα μιλήσουν ο κ. Μαρίνος Πουργούρης, επίκουρος καθηγητής στο τμήμα Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου, και ο δημοσιογράφος κ. Γιώργος Κασκάνης. Αποσπάσματα των διηγημάτων θα διαβάσει η εκπαιδευτικός – ηθοποιός κ. Δήμητρα Νικολαΐδου, ενώ ο μαθητής του Μουσικού Λυκείου Αμμοχώστου Γιούρι Μελικόβ θα ερμηνεύσει τρία παραδοσιακά τραγούδια.
Η συλλογή διηγημάτων «των ημετέρων άλλων» αποπειράται μια λογοτεχνική προσέγγιση στο μείζον φαινόμενο της εποχής μας, αυτό των «ξένων», που ζουν ανάμεσά μας. Είναι οι «άλλοι», οι οποίοι ταυτόχρονα είναι και ημέτεροι – δικοί μας – με την έννοια ότι ζώντας μαζί μας, αποτελούν πια μέρος της ζωής μας. Και αυτοί οι άλλοι είναι καλοί ή κακοί, ανάλογα με την περίσταση, όπως είμαστε κι εμείς, ή όπως αλλιώς θα ήμασταν κάτω από άλλες συνθήκες.
Τα δεκατέσσερα διηγήματα της συλλογής προσπαθούν να φωτίσουν τέτοιους χαρακτήρες, άλλοτε πρωταγωνιστικούς και άλλοτε δευτερεύοντες στην καθημερινότητά μας.
Αποσπάσματα από κριτικές για τη συλλογή «των ημετέρων άλλων»
«Είναι τίμιο, πέρα για πέρα. Είναι αληθινό, πέρα για πέρα. Είναι κομψοτέχνημα λογοτεχνίας και αισθητικής, πέρα για πέρα. Είναι ελαφρό, σαν χάδι, αλλά και δυνατό, σαν σκαμπίλι.
Ο Κώστας Λυμπουρής, ατόφιος σαν το χρυσάφι, ξεγυμνώνει τον υπέργειο και υπόγειο ρατσισμό μας (τι κουσούρι κι αυτό) και, τελικά, μας καθηλώνει με το σφρίγος και την οξυδέρκειά του.
Η συλλογή των ημετέρων άλλων αποτελεί κόσμημα για την πεζογραφία γενικά και για την κυπριακή πεζογραφία ειδικά.»
Ανδρέας Κούνιος, εφημ. Αλήθεια 4 Ιουλίου 2014
«Σκηνές της καθημερινότητας, ιστορίες που θα μπορούσαν να αναφέρονται στον καθένα μας, εικόνες που συναντούμε συχνά και που ίσως τις προσπερνούμε βιαστικά χωρίς να δίνουμε σημασία, έρχεται η λογοτεχνία να τις φωτίσει, να τις προβάλει, να ταρακουνήσει σκέψη και συναίσθημα, να τους δώσει μονιμότητα και διάρκεια».
Anagnostria, 10 Ιουλίου 2014
http://anagnostria.blogspot.com/2014/07/blog-post.html
«Ανθρώπινα, ρεαλιστικά, όπου διαβάζοντάς τα δεν φαντάζεσαι καθόλου, πως ίσως σε αρκετά υπάρχει μυθοπλασία. Και το πιο σημαντικό, ο συμπυκνωμένος, λιτός λόγος. “Η συντομία είναι η αδελφή του ταλέντου”, είπε ο Τσέχοφ κι ο Κώστας Λυμπουρής ξέρει καλά ν’ αποφεύγει το περιττό και το φλύαρο. Δεν είναι υπερβολή να πω πως, διαβάζοντάς τα ένιωθα τα ίδια συναισθήματα να με γεμίζουν, όπως όταν διαβάζω διηγήματα του Τσέχοφ. Ο Τσέχοφ, πόσο ανθρώπινος, λιτός, διαχρονικός. Ας είναι σημείο αναφοράς κάθε διηγηματογράφου μας.»
Μαρία Πυλιώτου, εφημ. Αλήθεια, 21 Αυγούστου 2014
«Με ένα γλωσσικό ύφος ακριβολογικής λιτότητας, που κλιμακώνεται από τη λεπταίσθητη σάτιρα και το κωμικοτραγικό πνευματώδες χιούμορ στον σοβαρό προβληματισμό, δεν σκιαγραφεί απλώς, αλλά ανατέμνει με το ψυχογραφικό νυστέρι του Τσέχωφ την ψυχοπαθολογία της εποχής μας και τις εναγώνιες αναζητήσεις των «δρώντων» προσώπων. Μέσα, ωστόσο, από το αντικειμενικό παρατηρητήριο του τριτοπρόσωπου αφηγητή ή την αμεσότητα του πρωτοπρόσωπου μονολόγου του διηγηματικού ήρωα υψώνεται η ελεύθερη προβληματική και η απροκατάληπτη στάση υπέρβασης διλημμάτων. Πίσω, επίσης, από τον φαινομενικά γυμνό αντιλυρισμό της έκφρασης και τους τόνους ενίοτε μιας ευθυμογραφικής διάθεσης, ορθώνεται ο βαθύς «λυρισμός» της ενσυναίσθησης και μιας άνευ φυλετικών όρων και γεωγραφικών ορίων ανθρωπιστικής συμπόνιας για τον συνάνθρωπο της οικουμενικής συλλογικότητας».
Χρυσόθεμις Χατζηπαναγή, εφημ. Σημερινή, 24 Αυγούστου 2014
Αντιγράφω την πρώτη παράγραφο από την δικιά μου παρουσίαση και υπενθυμίζω όσους δεν κατάφεραν να παρευρεθούν ότι το βιβλίο θα το παρουσιάσουμε ξανά στη Λεμεσό στις 30.09 (στο ΤΕΠΑΚ).
"Ένας Αφρικανός ταξιτζής, ένας παιδί κουφό (γιος μετανάστριας), ένας υπέρβαρος Ρώσος, ένα άρρωστο κοριτσάκι με μάνα Ελληνίδα και πατέρα Γεωργιανό, ένας νεκρός Νιγηριανός, ένας φοιτητής Σριλανκέζος, μια όμορφη ξένη γυναίκα αγνώστου προελεύσεως, μια ξένη οικιακή βοηθός και άλλη μία από το Βιετνάμ, ένας αλλοδαπός επίσης αγνώστου προελεύσεως, ένας Ρουμάνος Σαξοφωνίστας, μια μαθήτρια από την Παλαιστίνη, ένας φούρναρης από την Βουλγαρία, Πορτογάλοι, Αγκολέζοι, Σουδανοί, Σομαλοί, Σέρβοι. Αυτό είναι ένα δείγμα της εθνικής καταγωγής των ηρώων στα 14 διηγήματα της συλλογής του Κώστα Λυμπουρή “των ημετέρων άλλων”.
Ένα πολυεθνικό κολάζ χαρακτήρων που ζει στο περιθώριο της κοινωνίας, που συναναστρέφεται με ντόπιους Κύπριους και Ελλαδίτες οι οποίοι πολλές φορές ζουν κι αυτοί στο περιθώριο: με τους άστεγους, τους άνεργους, τους ταξιτζήδες, τους μοναχικούς, τους ηλικιωμένους. Άλλοτε θύματα ρατσισμού και άλλοτε δέκτες απέραντης συμπόνιας και στήριξης, άλλοτε αξιοθαύμαστοι και άλλοτε λωποδύτες, οι χαρακτήρες του Λυμπουρή είναι πρώτα-πρώτα άνθρωποι που, ταυτοχρόνως, επιβεβαιώνουν και ανατρέπουν τα στερεότυπα. Χρησιμοποιώ τον όρο “άνθρωπος” όχι απλά με το θετικό πρόσημο που παραπέμπει σ' έναν αόριστο “ανθρωπισμό” αλλά με τα καλά και τα κακά, με τα ίσια και τα ανάποδα, με την φιλανθρωπία και την μισανθρωπία που χαρακτηρίζει το υποκείμενο που λέγεται "άνθρωπος". Κάπως έτσι φανταζόταν και ο Όμηρος τους ανθρώπους της δικής του εποχής. Με τις αδυναμίες και τα πάθη τους, κάποτε ήρωες και κάποτε δειλούς, ικανούς για εξοντωτικό μένος και σπαρακτική συμπόνοια."
Μαρίνος Πουργούρης
Του Γιώργου Κασκάνη
Την ώρα που ακόμα βρισκόταν σε εξέλιξη η επιχείρηση διάσωσης 345 ΑΝΘΡΩΠΩΝ, στην αίθουσα Καστελιώτισσα στη Λευκωσία παρουσιαζόταν το βιβλίο του Κώστα Λυμπουρη «Των ημετέρων άλλων». Ένα βιβλίο με 14 διηγήματα για τους «ξένους» που ζουν ανάμεσά μας. Ο συγγραφέας μου έκανε την τιμή να είμαι ένας εκ των ομιλητών...
Οφείλω να ομολογήσω ότι προβληματίστηκα πολύ για το πώς παρουσιάζει κανείς ένα τέτοιο βιβλίο. Δεν το έχω ξανακάνει. Ένα βιβλίο με μικρές καθημερινές ιστορίες που αναδεικνύει όμως ένα μεγάλο και περίπλοκο ζήτημα. Ποια ανάγκη επέβαλε στον συγγραφέα να μπει σε λεωφορεία, μετρό, ταξί, φούρνους, εστιατόρια και διαμερίσματα προσφυγικών συνοικισμών για να μας γνωρίσει κάποιους άγνωστους; Ή, μήπως, κάποιους γνωστούς είναι που θέλει να φέρει κοντά μας; Ή, ακόμα, να προσπαθεί άραγε να σπρώξει όλους μας μπροστά στον καθρέφτη; Και γιατί όλα αυτά;
Στο μυαλό μου υπήρχε πάντα καρφωμένη η προσφιλής εκείνη φράση της γιαγιάς, αλλά και της μάνας μου: «Πλάσμα του Θεού είναι κι αυτό». Μέσα στην απλοϊκή αυτή διατύπωση, οι άνθρωποι κάποτε χωρούσαν μιαν ολόκληρη φιλοσοφία ζωής που είχε να κάνει με τη μοναδική ανάγνωση της πίστης τους. Γι’ αυτό και ήταν άνθρωποι ισορροπημένοι. Δεν έκρυβαν μέσα τους εκείνο το χάσμα της θεωρίας από την πράξη. Δεν εξέταζαν την ταυτότητα του Θεού και τη γεωγραφική ή ιδεολογική του προέλευση. Ο Θεός δημιουργεί, ο Θεός σού δίνει και σου παίρνει. Αυτά για τους απλούς, και όχι κατ’ ανάγκη απλοϊκούς ανθρώπους. Κι όμως, στο όνομα των θρησκειών έγιναν και γίνονται τα χειρότερα εγκλήματα. Οι ισχυρές εξουσίες που αναδείχθηκαν μέσα από αυτή τη σύγκρουση έχουν παραφράσει –κατ’ αρχάς- την αγνή λαϊκή φράση εστιάζοντας όχι στο πλάσμα αλλά στον Θεό. Που πρέπει να είναι ο δικό μας Θεός… Κι αυτό, ασφαλώς, υπό προϋποθέσεις. Γι’ αυτό άλλωστε ο Αρχιεπίσκοπός μας επικεντρώνεται στην οικονομική διάσταση των πλασμάτων καθιστώντας κάποια απ’ αυτά παράνομα! Πώς μπορεί να είναι παράνομο ένα πλάσμα του Θεού;
Είχα, επίσης, πάντα την εντύπωση ότι ως Έλληνες διατηρούσαμε το βασικό εκείνο συστατικό της επιτυχίας των προγόνων μας που είχε να κάνει με την αποδοχή και την ενσωμάτωση –ακόμα και οικειοποίηση- εκείνων των ξένων στοιχείων που συνέβαλαν στην οικοδόμηση του μεγάλου μας πολιτισμού. Μέχρι που φτάσαμε στους τύπους που ενθουσιάζονται με κείνο το έγχρωμο παιδί που τόσο ωραία παίζει μπάσκετ στην εθνική μας, αλλά βρίζουν τον μαύρο ταξιτζή ακόμα κι όταν αυτός χάνεται στο συναίσθημα μιας Πιρόγας και ως ωραίος Έλληνας αποφαίνεται «μετά απ’ αυτό, τι ν’ ακούσεις κύριέ μου; Καλύτερα ν’ αφήσεις να περάσει λίγη ώρα, έτσι που να το νιώσεις καλά μέσα σου». Κι όλη αυτή η αντίφαση να οδηγεί στο δραματικό ερώτημα: Γιατί και πώς σκούριασε τόσο πολύ το κλειδί του παραδείσου;
Κι ύστερα θυμήθηκα τη μισή μου οικογένεια που με την προσφυγιά του ΄74 έφυγε με μια βαλίτσα ρούχα για την Αυστραλία. Και που είναι ακόμα εκεί. Και διερωτήθηκα, πώς γίνεται ένα κράτος που τόσο οδυνηρά έζησε αυτή την ανάγκη να παρουσιάζει σήμερα τόσο αλλοπρόσαλλες συμπεριφορές; Και πώς όλοι αυτοί που κυβέρνησαν αυτό το κράτος το οποίο –υπό τις τότε συνθήκες- διευκόλυνε τη μαζική μετανάστευση και σε μεγάλο βαθμό στηρίχθηκε σε αυτή για να ξανασταθεί στα πόδια του, σήμερα συμπεριφέρονται σαν αποικιοκράτες μιας άλλης εποχής; Εντάσσοντας τις ανθρώπινες ζωές σε αδιέξοδες μαθηματικές πράξεις και επιχειρώντας μέσα από τη στρέβλωση των αντιλήψεων να κερδίσουν χρόνο στη δική τους επιβίωση; Γίνεται πολιτική χωρίς ανθρωπιά; Φαίνεται πως γίνεται. Γι’ αυτό και δεν είναι τυχαία η διαπίστωση του Αντνάν. «Μια κατηγορία ανθρώπων που λυπάμαι είναι οι πολιτικοί. Κόσμος πολύς στην κηδεία τους, λόγοι, στεφάνια, επισημότητες και μετά τίποτε. Σπάνια να έρθει άνθρωπος στο μνήμα τους».
Γιατί κι εγώ «είχα πάντα την άποψη πως θα μπορούσαμε να μετρήσουμε τον βαθμό της δημοκρατικής αντίληψης κάποιου, με βάση το πώς μιλά στα γκαρσόνια»… Ή, γενικά, το πώς συμπεριφέρεται στον οποιονδήποτε αδύναμο.
Με όλα ετούτα κι αυτά, επανέρχομαι σε μία βασική μου θεώρηση: Σε αυτό τον τόπο μάθαμε ή μας έμαθαν (δεν ξέρω ποιο έγινε πρώτο) να ζούμε όλοι με έναν τουλάχιστον εχθρό. Σε αυτόν θα φορτώνουμε πάντα το άλυτο Κυπριακό, σε αυτόν θα φορτώνουμε την απώλεια της δουλειάς μας, σε αυτόν θα φορτώνουμε την οικονομική κατάρρευση, σε αυτόν θα φορτώνουμε την αδυναμία μας να ανταποκριθούμε σ’ ένα δάνειο που ούτως ή άλλως ήταν εκτός των δυνατοτήτων μας, σε αυτόν θα φορτώνουμε ακόμα και το διαζύγιό μας. Κι έτσι απλά, πολίτες και πολιτικοί, θα αποποιούμαστε το ελάχιστο έστω μερίδιο ευθύνης το οποίο θα έπρεπε να αναλάβουμε. Κι όσο περισσότερο κτίζουμε αυτή τη νοοτροπία, τόσο περισσότεροι θα είναι οι εχθροί που θα δικαιολογούν τις αποτυχίες μας. Ακόμα κι όταν πρόκειται για φτωχά και ταλαιπωρημένα πλάσματα του Θεού…
Επέλεξα να επικεντρωθώ σε τρεις βασικούς τομείς που διαμορφώνουν σε μεγάλο βαθμό τις ζωές μας. Στην Εκκλησία, στην Πολιτική και στην Παιδεία. Για τους δύο πρώτους δεν μπορεί να τρέφει κανείς ελπίδες. Άλλωστε, οι εξουσίες, δύσκολα αλλάζουν προς το καλό. Σε μια εποχή δε που επανέρχεται στο προσκήνιο, ελέω οικονομικής κρίσης, η διαχρονική μάχη του ΙΣΜΟΣ (καπιταλισμός ή σοσιαλισμός), πιστεύω ειλικρινά πως μόνο ένας ΙΣΜΟΣ υπάρχει που μπορεί να κάνει τον κόσμο καλύτερο. Ο Πολιτισμός. Όχι αυτός των μεγάρων και των θεαματικών εκδηλώσεων. Αυτός που βελτιώνει τον άνθρωπο, που αναδεικνύει αξίες, που κάνει μια κοινωνία να στηρίζεται σε γερά θεμέλια. Αυτός που προκύπτει μέσα από την Παιδεία όχι ως βιομηχανία στεγνών γνώσεων αλλά ως αέναη διεργασία βελτίωσης.
Σε καιρούς δύσκολους και συγκρουσιακούς, το βιβλίο του Κώστα Λυμπουρη «Των ημετέρων άλλων», μοιάζει να έχει αυτήν ακριβώς την αποστολή. Να αναδείξει τη σημασία του πολιτισμού ως στοιχείο του κάθε ανθρώπου ξεχωριστά και της κοινωνίας στο σύνολό της. Μέσα από την ισορροπία της διακριτικής του κριτικής προσέγγισης, αναζητεί τις ανθρώπινες αξίες και ευαισθησίες που τείνουν να χαθούν. Χωρίς μεροληπτική διάθεση και χωρίς απόλυτες αλήθειες. Με μια διήγηση που σε κάθε της βήμα γεννά μιαν εσωτερική ζύμωση που άλλοτε οδηγεί στη συγκίνηση, άλλοτε στη διαπίστωση αυτών που προσπερνούμε στην καθημερινότητά μας και άλλοτε στην ανάμνηση παρόμοιων βιωμάτων που ο καθένας είναι δυνατό να είχε. Και που, όλα μαζί, φτάνουν σ' ένα συνολικό προβληματισμό για το ποιοι είμαστε και που πάμε.
Έχω την ισχυρή πεποίθηση πως αυτό το βιβλίο πρέπει να μπει στα σχολεία. Να συναντήσει αυτούς που βομβαρδίζονται καθημερινά από τις ακρότητες κάποιων οι οποίοι επενδύουν στον αυθορμητισμό και το δυναμισμό των νέων για να στήσουν το σκηνικό του μίσους και της σύγκρουσης. Να λειτουργήσει σαν βάλσαμο στις ανοικτές πληγές μιας γενιάς που εισπράττει με τον πιο οδυνηρό τρόπο τη συλλογική μας αποτυχία. Να σμίξει η ευαισθησία του συγγραφέα με την αληθινή ευαισθησία των παιδιών που μέσα στα σημερινά αδιέξοδα αναζητούν ένα δρόμο αυθεντικό. Ο καθαρός λόγος του συγγραφέα, η κινηματογραφική αφήγηση και η διακριτική καθοδήγηση στο καλό, καταργεί την αφ υψηλού διδασκαλία και δημιουργεί τις συνθήκες ενός συμμετοχικού προβληματισμού επί ίσοις όροις.
Αν σήμερα ανησυχούμε για τις μεμονωμένες ακόμα εκδηλώσεις των ρατσιστικών συμπεριφορών, αυτό που πρέπει να μας απασχολεί δεν είναι η στιγμιαία και συχνά επιπόλαια αντίδρασή μας, αλλά η δημιουργία ενός ισχυρού πολιτισμικού υπόβαθρου το οποίο δεν θα τους αφήσει κανένα περιθώριο δράσης. Ισχυρότερος σύμμαχος σε αυτή την προσπάθεια δεν μπορεί παρά να είναι η νέα γενιά.
Οφείλω να ομολογήσω ότι προβληματίστηκα πολύ για το πώς παρουσιάζει κανείς ένα τέτοιο βιβλίο. Ένα βιβλίο με μικρές καθημερινές ιστορίες που αναδεικνύει όμως ένα μεγάλο και περίπλοκο ζήτημα. Αυτό της πολυπολιτισμικής κοινωνίας και των ρατσιστικών συμπεριφορών. Ποια ανάγκη επέβαλε στον συγγραφέα να μπει σε λεωφορεία, μετρό, ταξί, φούρνους, εστιατόρια και διαμερίσματα προσφυγικών συνοικισμών για να μας γνωρίσει κάποιους άγνωστους; Ή, μήπως, κάποιους γνωστούς είναι που θέλει να φέρει κοντά μας; Ή, ακόμα, να προσπαθεί άραγε να σπρώξει όλους μας μπροστά στον καθρέφτη; Και γιατί όλα αυτά;
Τελικά κατάλαβα.
Γι’ αυτό και ό,τι είχα να πω, το άντλησα μέσα από φράσεις του βιβλίου. Όχι, ο Κώστας Λυμπουρής έχω την εντύπωση ότι δεν θέλησε να μας γνωρίσει με τον αφρικανό ταξιτζή, το κωφάλαλο παιδί, την Μαϊλίντα, τον χοντρό Βλαντιμίρ, τον Αντνάν, την όμορφη άγνωστη του μετρό ή τον Αλεξέι. Άλλωστε, η ζωή του καθενός από αυτούς θα μπορούσε από μόνη της να είναι ένα βιβλίο.
Μιαν αντάμωση με τους εαυτούς μας είναι μάλλον που επιχειρεί. Για να κοιταχτούμε με τα μάτια της ψυχής. Για να διαπιστώσουμε, ο καθένας ξεχωριστά και όλοι μαζί, αν μας έχει εξαγριώσει η καλοπέραση ή αν διατηρούμε ακόμα την καθαρότητα της γριάς Πηνελόπης.
«Ο άνθρωπος που σου κρατάει συντροφιά στα γεράματά σου, που φροντίζει τα φάρμακά σου, σου μαγειρεύει, σε χτενίζει –ναι, σε χτενίζει στα ογδόντα σου, για να ‘σαι όμορφη- είναι ξένος; Κι όλα αυτά, μάλιστα, τα κάνει με αγάπη. Όχι δεν είναι επαγγελματικό καθήκον, τα κάνει με αγάπη, όταν όλοι οι άλλοι χάθηκαν από κοντά σου…
Ναι, Θοδωρή μου, μπορεί να μη θέλησα να σου τα πω κατευθείαν, να μη σε στενοχωρήσω, μπορεί να προτίμησα να τα λέω στον εαυτό μου, αλλά αυτή είναι η αλήθεια… Και να σου πω και κάτι άλλο ακόμα: Δεν με νοιάζει αν είναι χριστιανή. Δεν πα’ να πιστεύει στον Βούδα. Και, άμα θέλεις να μάθεις, ούτε που τη ρώτησα. Τον άνθρωπο μετράω πια…
Θυμάμαι ένα ψυχρό χειμωνιάτικο βράδυ, που η Ελένη ήρθε στο κρεββάτι μου και κουλουριάστηκε στα πόδια μου. Ένιωθα την ανθρώπινη ανάγκη για επαφή, άκουα την καρδιά της να χτυπά. Μ’ άγγιζε ένα πλασματάκι του Θεού, που γύρω στα τριάντα της, ήταν ταυτόχρονα παιδί, κόρη, αδελφή, σύζυγος, μάνα…».
Λοιπόν; Είμαστε έτοιμοι γι’ αυτή την ημέτερη αντάμωση; Είμαστε έτοιμοι να βγάλουμε τα μαύρα γυαλιά, να πετάξουμε από το κεφάλι το μεγάλο καπέλο που κρύβει συχνά την αδιαφορία μας και να βγάλουμε φωνή όπως η Ήρα σε όλους αυτούς που θέλουν να μειώσουν τις ευαισθησίες μας και να σκοτώσουν τον πολιτισμό μας;
«Μην τον αγγίξεις, μωρέ, γιατί θα σου βγάλω τα μάτια. Ένα πλάσμα του Θεού είναι, ένα πλάσμα που πεινά. Ένας άνθρωπος είναι μωρέ. Εσύ τι είσαι;»
Γιώργος Κασκάνης
http://anagnostria.blogspot.com/2014/07/blog-post.html?showComment=1411359363458#c974467700169772088
Των ημετέρων άλλων
Παράκεντρο, Λεμύθου, 2014
"Ή εγώ, λόγω ηλικίας, έγινα πιο ευσυγκίνητη, ή η πένα σου έγινε πιο δυνατή. Σε μερικά από τα διηγήματά σου δεν μπόρεσα να συγκρατήσω τη συγκίνησή μου ώστε να μετατραπεί σε δάκρυ".
Αυτά περίπου έγραψα στον συγγραφέα που είχε την καλοσύνη να μου στείλει την καινούρια του συλλογή διηγημάτων με τίτλο "Των ημετέρων άλλων" (το "άλλων" ευφυώς στο εξώφυλλο τυπωμένο με διαφορετικό χρώμα).
"Ημέτεροι" και ταυτόχρονα "άλλοι". Είναι οι άνθρωποι που ζούνε δίπλα μας, που ζούνε μαζί μας, που μας βοηθούν, μας εξυπηρετούν, αλλά ταυτόχρονα είναι και "άλλοι". Έρχονται από μια άλλη χώρα, από έναν άλλο πολιτισμό, έχουν ίσως διαφορετικό χρώμα, άλλη γλώσσα, άλλη θρησκεία. Σκηνές της καθημερινότητας, ιστορίες που θα μπορούσαν να αναφέρονται στον καθένα μας, εικόνες που συναντάμε συχνά, και που ίσως τις προσπερνάμε βιαστικά χωρίς να δίνουμε σημασία, έρχεται η λογοτεχνία να τις φωτίσει, να τις προβάλει, να ταρακουνήσει σκέψη και συναίσθημα, να τους δώσει μονιμότητα και διάρκεια.
Η τεχνική του Κώστα Λυμπουρή δεν διαφοροποιείται από τις προηγούμενες συλλογές του, το "Προσωρινά κλειστό" και το "Για μια μικρή παύλα". Είναι η κλασική μορφή διηγήματος, με κεντρικό μύθο, αφήγηση, διάλογο, περιγραφή. Πότε σε πρωτοπρόσωπη και πότε σε τριτοπρόσωπη γραφή, ο συγγραφέας παρατηρεί, καταγράφει, αναδεικνύει. Δεκατέσσερα διηγήματα αποτελούν τη συλλογή, στο καθένα και μια πτυχή της ζωής των ημετέρων και των άλλων. Ένας Αφρικανός ταξιτζής που όχι μόνο ακούει ποιοτική μουσική αλλά αναλύει και τους στίχους, ένας οδηγός λεωφορείου που γίνεται απεργοσπάστης για να μεταφέρει ένα κωφάλαλο παιδάκι από τις Φιλιππίνες, ο Ρώσος που αγαπούσε την κλασική μουσική κι ο Ρουμάνος που έπαιζε σαξόφωνο, ο πάτερ φαμίλιας κι η υπεροπτική του συμπεριφορά προς την οικιακή βοηθό, ο Βούλγαρος που φτιάχνει εξαιρετικό παραδοσιακό ψωμί, η μικρή Παλαιστίνια που κακοποιείται γιατί αρνείται να βγάλει τη μαντίλα της, είναι μόνο μερικοί από τους ήρωες του Λυμπουρή. Δεν είναι πάντα οι "άλλοι" καλοί και οι "ημέτεροι" κακοί, ούτε το αντίστροφο. Ο ρεαλισμός των διηγημάτων αναδεικνύει την ευγένεια και την καλοσύνη, καθώς και την κακία και την εκμετάλλευση όπου τη συναντά, τόσο ανάμεσα σ' εμάς όσο κι ανάμεσα στους άλλους.
Στάθηκα ιδιαίτερα σε δυο διηγήματα. Το ένα με τίτλο "Με μια πιρόγα" και το άλλο με τίτλο "Ελένη, η Βιετναμέζα". Είναι δυο πολύ δυνατά διηγήματα, όπου η καλοσύνη των δικών μας σμίγει με την καλοσύνη των ξένων. Στο πρώτο, ο μουσικόφιλος πρωτοπρόσωπος αφηγητής συναντά απροσδόκητα ένα εξίσου μουσικόφιλο Αφρικανό ταξιτζή. Η ευγένεια και των δύο αναδεικνύεται ακόμη περισσότερο όταν προσκρούει στην υβριστική συμπεριφορά ενός "δικού" μας οδηγού.
Στο δεύτερο, το πιο συγκινητικό ίσως διήγημα της συλλογής, η μοναξιά της ηλικιωμένης Πηνελόπης σμίγει με τη μοναξιά της Βιετναμέζας Ελιέν-Ελένης. Δεν σμίγουν μόνο οι μοναξιές, σμίγουν οι πολιτισμοί, ο Λεωνίδας γίνεται Βιετκόγκ, η βιετναμέζικη μουσική πλημμυρίζει το σπιτάκι του προσφυγικού συνοικισμού, το skype φέρνει τη ξένη χώρα στο προσφυγικό δωμάτιο. Και η καταληκτήρια σκηνή του διηγήματος χαρίζει στο συγκινημένο πρόσωπο του αναγνώστη ένα χαμόγελο. Εξαιρετικό διήγημα.
Αναγνώστρια- Κίκα Ολυμπίου
Μετά τις αξιόλογες συλλογές διηγημάτων Προσωρινά κλειστό και Για μια μικρή παύλα, ο Κώστας Λυμπουρής επανέρχεται στο προσκήνιο των ποιοτικών διηγηματικών δρώμενων με τη νέα διηγηματική του συλλογή υπό τον ανατρεπτικά και προτρεπτικά οξύμωρο τίτλο των ημετέρων άλλων, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Παράκεντρο.
Τα δεκατέσσερα διηγήματα, που περιλαμβάνονται εδώ, αποτυπώνουν την προσωπική σφραγίδα της εφευρετικής, ευθύβολης και σαγηνευτικής γραφής της προηγούμενης διηγηματογραφίας του, αναδεικνύοντας με εμφαντικότερα χρώματα και επιδεξιότερα σύνεργα την καταξίωση της «εν προόδω» ωριμότητάς της.
Τόσο η παλαιότερη όσο και η καινούργια συγκομιδή του διηγηματογράφου μας, συνδυάζει τις παραδοσιακές δομές και τις σύγχρονες τεχνικές του διηγήματος, όπως: η εκτύλιξη του ενός ή των περισσοτέρων επεισοδίων σε καθορισμένο τόπο και χρόνο της σύγχρονης κυπριακής ή ελλαδικής πραγματικότητας με την κορύφωση της δράσης σε απροσδόκητο είτε ανοικτό τέλος υπαινικτικής και αλληγορικής σημειολογίας. Με ένα γλωσσικό ύφος ακριβολογικής λιτότητας, που κλιμακώνεται από τη λεπταίσθητη σάτιρα και το κωμικοτραγικό πνευματώδες χιούμορ στον σοβαρό προβληματισμό δεν σκιαγραφεί απλώς, αλλά ανατέμνει με το ψυχογραφικό νυστέρι του Τσέχωφ την ψυχοπαθολογία της εποχής μας και τις εναγώνιες αναζητήσεις των «δρώντων» προσώπων. Μέσα, ωστόσο, από το αντικειμενικό παρατηρητήριο του τριτοπρόσωπου αφηγητή ή την αμεσότητα του πρωτοπρόσωπου μονολόγου του διηγηματικού ήρωα υψώνεται η ελεύθερη προβληματική και η απροκατάληπτη στάση υπέρβασης διλημμάτων.
Πίσω, επίσης, από τον φαινομενικά γυμνό αντιλυρισμό της έκφρασης και τους τόνους ενίοτε μιας ευθυμογραφικής διάθεσης, ορθώνεται ο βαθύς «λυρισμός» της ενσυναίσθησης και μιας άνευ φυλετικών όρων και γεωγραφικών ορίων ανθρωπιστικής συμπόνιας για τον συνάνθρωπο της οικουμενικής συλλογικότητας. Η ενσυνείδητη αυτή ανθρώπινη προσέγγιση και η ταύτιση της ετερότητας-αλλότητας με την εταιρότητα της προσοικείωσης και της αρχαιοελληνικής φιλότητας είναι που διαπνέουν τα αριστοτεχνικά διηγήματα του Λυμπουρή τόσο στη σύλληψη όσο και στη μορφολογική συνάρθρωση του περιεχομένου τους. Επισημάνσεις, που παραπέμπουν στον γενάρχη του σύγχρονου διηγήματος, τον Άντον Τσέχωφ, μέσα από την αριστουργηματική του γραφίδα και τις θεωρητικές του αντιλήψεις: «Στους ανθρώπους να προσφέρεις ανθρώπους και όχι τον εαυτό σου».
Ποιοι είναι, εντούτοις, αυτοί «οι ημέτεροι άλλοι» της πολυπολιτισμικής μας κοινωνίας, της οικονομικής κρίσης, της αλλοτρίωσης των ηθών και των ρατσιστικών συμπεριφορών, της ιδιαιτερότητας αλλά και της ομοιότητας μ’ εμάς στη διάπραξη του κακού και το έμπρακτο παράδειγμα του καλού; Είναι, ασφαλώς, οι αλλόγλωσσοι, αλλόφυλοι και αλλόθρησκοι της διπλανής πόρτας και του «συναπαντήματος», κατά το ομότιτλο διήγημα, στους αστικούς δρόμους, στους χώρους συνύπαρξης στην πόλη και στο χωριό, οι κοινοτικοί μετανάστες, οι Ασιάτες εργάτες και οι οικιακές βοηθοί, οι μικροί και οι μεγάλοι άγνωστοι φίλοι μας, καθώς και οι κοινωνικοί παρίες, θύματα της δικής μας απόρριψης και περιθωριοποίησης.
Όσοι, δηλαδή, προβάλλουν στα ζωντανά σκηνικά δρώμενα και τα υποβλητικά φωτογραφικά στιγμιότυπα των διηγημάτων του Κώστα Λυμπουρή: ο καταρτισμένος με μουσική παιδεία Αφρικανός ταξιτζής, που θαυμάζεται από τον έκπληκτο επιβάτη και χλευάζεται από ασύστολους νεαρούς· το κωφάλαλο παιδί μιας Φιλιππινέζας, που κερδίζει τη συμπάθεια ενός καλόκαρδου οδηγού λεωφορείου· οι αλλοδαποί «μισθοφόροι» ποδοσφαιριστές· ο χοντρός Ρώσος μουσικός, που μετατρέπει τη μοναξιά της δυσκινησίας και της χηρείας του σε «ζωή εν-ταξί»· το καρδιοπαθές κοριτσάκι του αδιάφορου Γεωργιανού πατέρα, διακινητή ναρκωτικών· ο άτυχος Σριλανκέζος βοηθός κοιμητηρίου, που καταπλακώνεται από τον «κάδο» φορτωτικού μηχανήματος· η Βιετναμέζα, που συνδέεται με αμοιβαίους δεσμούς συντροφικότητας με μιαν ηλικιωμένη· ο Ρουμάνος σαξοφωνίστας, που αλλάζει τη διάθεση των κατοίκων ενός χωριού με την εκεί εγκατάστασή του· η Παλαιστίνια μαθήτρια, που με την υποστήριξη του διευθυντή του σχολείου της διατηρεί τη μαντήλα ως έμβλημα της ταυτότητάς της· ο Βούλγαρος Ιβάν, που φτιάχνοντας το παραδοσιακό ψωμί της χώρας του, τού μιλά όπως η γιαγιά του· η μεταμφιεσμένη γυναίκα, που ξεσκεπάζει την ντροπή της σε κοινωνικό «συσσίτιο», για να υποστηρίξει έναν αλλοδαπό στην ουρά αναμονής από τη βίαιη επίθεση φανατικών ρατσιστών.
Και τα δεκατέσσερα διηγήματα της συλλογής και πολύ μετά την ανάγνωσή τους μάς αφήνουν με τη συγκινημένη αίσθηση ότι οι «άλλοι» δεν είναι οι ξένοι της αποστασιοποιημένης ή εχθρικής ετερότητας, παρά μόνο ο αντικατοπτρισμός του κακού ή καλού εαυτού μας. Ενώ, όταν με αισθήματα αγάπης, συναντίληψης και συναλληλίας τούς καταστήσουμε συνειδητά «ημέτερους», τότε μόνο θα ανεβάσουμε τη στάθμη του ανθρωπιστικού μας πολιτισμού. Αυτό είναι και το κεντρικό μήνυμα, που εκπέμπει ο χρωστήρας της διηγηματικής προσωπογραφίας του Κώστα Λυμπουρή.
Χρυσόθεμις Χατζηπαναγή
[Φιλόλογος, Συγγραφέας, Κριτικός Λογοτεχνίας]
Γράφει η Μερόπη Μωυσέως
Δεκατέσσερα διηγήματα αποτελούν το νέο λογοτεχνικό έργο του Κώστα Λυμπουρή, τέως μορφωτικού συμβούλου στην πρεσβεία της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Αθήνα. Τρία χρόνια μετά τη συλλογή διηγημάτων «Για μια μικρή παύλα» και ήδη οκτώ από την πρώτη του απόπειρα με τίτλο «Πλανόδιον», ο Κώστας Λυμπουρής παρουσιάζει δεκατέσσερις ιστορίες «Των ημετέρων άλλων», σε μια προσπάθεια να προσεγγίσει λογοτεχνικά το μείζον κοινωνικό φαινόμενο της εποχής μας: αυτό των «ξένων», όχι μόνο των μεταναστών ή των λαθρομεταναστών. «Είναι οι ‘άλλοι’ που είναι ταυτόχρονα και ‘ημέτεροι’, αφού ζουν άναμεσά μας και έχουν ρόλους, άλλοτε πρωταγωνιστικούς και άλλοτε δευτερεύοντες. Όπως, δηλαδή, ζει και ο καθένας από εμάς, ανάλογα με την περίσταση.
Και, βέβαια, είναι καλοί ή κακοί, όπως είμαστε και εμείς ή, όπως, θα ήμασταν κάτω από άλλες συνθήκες». Με τις ιστορίες του να ξετυλίγονται πότε στην Αθήνα και πότε στη Λευκωσία, ο συγγραφέας παρουσιάζει ιστορίες ανθρώπων μέσα από μια οικεία καθημερινότητα, με τοπωνύμια γνωστά σε όλους μας, με λόγια που ανταλλάσσουμε όλοι, με καταστάσεις που θα μπορούσαν να συμβούν στον καθένα. Τοποθετεί, έτσι, τους αναγνώστες του ο Κ. Λυμπουρής σε μια συνθήκη γνώριμη, φέρνοντάς τους μπροστά σε στερεοτυπικές καταστάσεις τις οποίες, εν τέλει, συχνά, σπάει. Ένας Αφρικανός ταξιτζής στην Αθήνα που ακούει Χαρούλα Αλεξίου και φιλοσοφεί, ένας χοντρός οδηγός λεωφορείου που γίνεται απεργοσπάστης για χάρη ενός κωφάλαλου Βιετναμέζου, ο προπονητής του ποδοσφαιρικού…. ΑΠΟΛ που προσπαθεί να πείσει μια ετερόκλητη ομάδα ποδοσφαιριστών ότι πρέπει να αγωνιστούν για… τη φανέλα, η Ελιέν που έκλαψε για τη γιαγιά Πηνελόπη περισσότερο απ’ όλους. Χαρακτήρες και γεγονότα της διπλανής πόρτας, που ο συγγραφέας προσπαθεί να τα περάσει στη λογοτεχνία για να τονίσει, ίσως, πόσο φυσική είναι η συνύπαρξη αλλά και πόσο κατανοητή είναι η αμηχανία πολλών ανθρώπων απέναντι στις πολυπολιτισμικές κοινωνίες που διαμορφώθηκαν ήδη στην εποχή μας.
Ο Κ. Λυμπούρης γράφει με τρόπο ξεκάθαρο, ο οποίος ίσως ξενίζει τον αναγνώστη που δεν προτιμά την ευθεία οδό αλλά προτιμά έμμεσα να λάβει τα μηνύματα. Ωστόσο κατ’ επιλογήν ο συγγραφέας παρουσιάζει τα πράγματα με απλότητα και σεβασμό, ρισκάροντας, ίσως, να θεωρηθεί η γραφή του απλοϊκή. Το ζήτημα της κατανόησης είναι εκείνο στο οποίο φαίνεται να στοχεύει περισσότερο ο συγγραφέας. Και δεν υπάρχει πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα στις 150 σελίδες και 14 ιστορίες του βιβλίου του, απ’ αυτό της μικρής με τη χιτζάμπ: «Δεν ζητούμε πολλά πράγματα, κύριε. Αυτό μόνο που δικαιούται κάθε άνθρωπος. Τη δικιά του την πατρίδα. Να ριζώσουμε. Να μην περιπλανιόμαστε εδώ κι εκεί. Να είμαστε αυτοί που είμαστε. Ξέρω, κύριε, πως αν βγάλω τη χιτζάμπ, θα σας διευκολύνω πολύ. Όμως, δεν θέλω να το κάνω. Νιώθω πως θα χάσω την ταυτότητά μου. Από την άλλη, δεν θέλω να ‘νικήσουν’ όσοι μισούν. Δεν είναι δίκαιο».
”Ή εγώ, λόγω ηλικίας, έγινα πιο ευσυγκίνητη, ή η πένα σου έγινε πιο δυνατή. Σε μερικά από τα διηγήματά σου δεν μπόρεσα να συγκρατήσω τη συγκίνησή μου ώστε να μετατραπεί σε δάκρυ”.
Αυτά περίπου έγραψα στον συγγραφέα που είχε την καλοσύνη να μου στείλει την καινούρια του συλλογή διηγημάτων με τίτλο “Των ημετέρων άλλων" (το "άλλων" ευφυώς στο εξώφυλλο τυπωμένο με διαφορετικό χρώμα).
"Ημέτεροι" και ταυτόχρονα "άλλοι". Είναι οι άνθρωποι που ζούνε δίπλα μας, που ζούνε μαζί μας, που μας βοηθούν, μας εξυπηρετούν, αλλά ταυτόχρονα είναι και "άλλοι". Έρχονται από μια άλλη χώρα, από έναν άλλο πολιτισμό, έχουν ίσως διαφορετικό χρώμα, άλλη γλώσσα, άλλη θρησκεία. Σκηνές της καθημερινότητας, ιστορίες που θα μπορούσαν να αναφέρονται στον καθένα μας, εικόνες που συναντάμε συχνά, και που ίσως τις προσπερνάμε βιαστικά χωρίς να δίνουμε σημασία, έρχεται η λογοτεχνία να τις φωτίσει, να τις προβάλει, να ταρακουνήσει σκέψη και συναίσθημα, να τους δώσει μονιμότητα και διάρκεια.
Η τεχνική του Κώστα Λυμπουρή δεν διαφοροποιείται από τις προηγούμενες συλλογές του, το “Προσωρινά κλειστό" και το "Για μια μικρή παύλα”. Είναι η κλασική μορφή διηγήματος, με κεντρικό μύθο, αφήγηση, διάλογο, περιγραφή. Πότε σε πρωτοπρόσωπη και πότε σε τριτοπρόσωπη γραφή, ο συγγραφέας παρατηρεί, καταγράφει, αναδεικνύει. Δεκατέσσερα διηγήματα αποτελούν τη συλλογή, στο καθένα και μια πτυχή της ζωής των ημετέρων και των άλλων. Ένας Αφρικανός ταξιτζής που όχι μόνο ακούει ποιοτική μουσική αλλά αναλύει και τους στίχους, ένας οδηγός λεωφορείου που γίνεται απεργοσπάστης για να μεταφέρει ένα κωφάλαλο παιδάκι από τις Φιλιππίνες, ο Ρώσος που αγαπούσε την κλασική μουσική κι ο Ρουμάνος που έπαιζε σαξόφωνο, ο πάτερ φαμίλιας κι η υπεροπτική του συμπεριφορά προς την οικιακή βοηθό, ο Βούλγαρος που φτιάχνει εξαιρετικό παραδοσιακό ψωμί, η μικρή Παλαιστίνια που κακοποιείται γιατί αρνείται να βγάλει τη μαντίλα της, είναι μόνο μερικοί από τους ήρωες του Λυμπουρή. Δεν είναι πάντα οι “άλλοι” καλοί και οι “ημέτεροι” κακοί, ούτε το αντίστροφο. Ο ρεαλισμός των διηγημάτων αναδεικνύει την ευγένεια και την καλοσύνη, καθώς και την κακία και την εκμετάλλευση όπου τη συναντά, τόσο ανάμεσα σ’ εμάς όσο κι ανάμεσα στους άλλους.
Στάθηκα ιδιαίτερα σε δυο διηγήματα. Το ένα με τίτλο “Με μια πιρόγα” και το άλλο με τίτλο “Ελένη, η Βιετναμέζα”. Είναι δυο πολύ δυνατά διηγήματα, όπου η καλοσύνη των δικών μας σμίγει με την καλοσύνη των ξένων. Στο πρώτο, ο μουσικόφιλος πρωτοπρόσωπος αφηγητής συναντά απροσδόκητα ένα εξίσου μουσικόφιλο Αφρικανό ταξιτζή. Η ευγένεια και των δύο αναδεικνύεται ακόμη περισσότερο όταν προσκρούει στην υβριστική συμπεριφορά ενός “δικού” μας οδηγού.
Στο δεύτερο, το πιο συγκινητικό ίσως διήγημα της συλλογής, η μοναξιά της ηλικιωμένης Πηνελόπης σμίγει με τη μοναξιά της Βιετναμέζας Ελιέν-Ελένης. Δεν σμίγουν μόνο οι μοναξιές, σμίγουν οι πολιτισμοί, ο Λεωνίδας γίνεται Βιετκόγκ, η βιετναμέζικη μουσική πλημμυρίζει το σπιτάκι του προσφυγικού συνοικισμού, το skype φέρνει τη ξένη χώρα στο προσφυγικό δωμάτιο. Και η καταληκτήρια σκηνή του διηγήματος χαρίζει στο συγκινημένο πρόσωπο του αναγνώστη ένα χαμόγελο. Εξαιρετικό διήγημα.
via Cypriotblogs.com - http://bit.ly/1w8QeZu
Ανδρέας Κούνιος
Είναι τίμιο, πέρα για πέρα. Είναι αληθινό, πέρα για πέρα. Είναι κομψοτέχνημα λογοτεχνίας και αισθητικής, πέρα για πέρα. Είναι ελαφρό, σαν χάδι, αλλά και δυνατό, σαν σκαμπίλι. Χρειαζόμαστε, ξέρετε, και τα δύο. Το χάδι κάθε φορά που, έστω μετ’ εμποδίων, συνειδητοποιούμε ότι όλοι, μα όλοι, οι άνθρωποι είναι ίδιοι και, συνεπώς, θα έπρεπε να είναι και ίσοι, και το σκαμπίλι κάθε φορά που μεθάμε με το κρασί της αστικής υπεροψίας, που δεν καταλαβαίνω κιόλας από πού πηγάζει, και πιστεύουμε ότι οι υπόλοιποι, ιδίως οι αλλοδαποί, είναι μαριονέτες στα, συνήθως λερωμένα, λόγω της βρωμιάς με την οποία συμπεριφερόμαστε, χέρια μας.
Ο Κώστας Λυμπουρής αφηγείται μερικές υπέροχες ιστορίες στις οποίες, και μπράβο του, αποφεύγει τον ενοχλητικό, και συνήθως δύσπεπτο, διδακτισμό. Δεν παριστάνει, θέλω να πω, τον από καθέδρας κριτή, ούτε καν τον εισαγγελία ο οποίος δείχνει με το δάχτυλό του και, αμέσως μετά, ανακοινώνει, στομφωδώς, την ποινή. Απεναντίας: προσπαθεί, και τα καταφέρνει με αξιοθαύμαστη επιτυχία, να μας μπάσει στο δικό του τρόπο σκέψης, στη δική του κοσμοθεωρία, χάρη στη γλυκύτητα και την κομψότητα των λέξεων και των φράσεών του και, πρωτίστως, χάρη στο φινετσάτο, ας μου επιτραπεί το επίθετο, χιούμορ το οποίο, κάθε άλλο παρά σε αντιπαράθεση βρίσκεται με τη γενική μελαγχολία η οποία διατρέχει τα κείμενά του.
Ο Κώστας Λυμπουρής, ατόφιος σαν το χρυσάφι, ξεγυμνώνει τον υπέργειο, και υπόγειο, ρατσισμό μας (τι κουσούρι κι αυτό!) και, τελικά, μας καθηλώνει με το σφρίγος και την οξυδέρκειά του. Θα τολμήσω, βέβαια, να προσθέσω πως, λίγο ή πολύ, γινόμαστε αυτοί που μας προετοιμάζει το περιβάλλον μας, οικογενειακό, κομματικό και ιδεολογικό, εντός του οποίου μεγαλώνουμε, παρότι δεν παίρνω και όρκο πως αυτός είναι κανόνας. Ωστόσο, ο συγγραφέας καθοδηγείται από τη βαθιά, και απροσπέλαστη, παρά τις κατά καιρούς ρωγμές ου παρουσιάζει, ιδεολογία του.
Που δεν είναι άλλη από την κοινωνική ευαισθησία η οποία μοιάζει με ηλιαχτίδα στο σκότος που μας πολιορκεί. Τι θα πει άσπρος και μαύρος; Τι θα πει ντόπιος και ξένος; Τι θα πει δικός μας και δικός τους; Αυτά όλα είναι κενά σχήματα, αδειανά πουκάμισα, προφάσεις εν αμαρτίαις. Ο μοναδικός ουσιώδης διαχωρισμός είναι ο εξής: σκλάβοι και αφεντικά. Κι άμα είσαι σκλάβος, ή άμα σε αντιμετωπίζουν ως σκλάβο, φίλε μου, δεν έχουν σημασία το χρώμα της επιδερμίδας σου, ο τόπος που γεννήθηκες, το γάλα που βύζαξες, το καράβι στο οποίο ανέβηκες για να φτάσεις, αθώε μου αλλοδαπέ, στη Γη της Επαγγελίας, τα σύνορα που χάραξαν, οι επιτήδειοι, στο έδαφος και στο μυαλό σου.
Ο Κώστας Λυμπουρής ξετυλίγει το νήμα μιας απαράδεκτης συμπεριφοράς που διακρίνει πολλούς από εμάς. Ταυτόχρονα, όμως, χαρίζει στον ξένο εργαζόμενο φωνή, υπόσταση, έπαλξη και τον εμφανίζει όπως είναι, και όχι όπως πιστεύουν πως είναι οι διάφοροι λιμοκοντόροι του συστήματος. Η συλλογή «των ημετέρων άλλων» αποτελεί κόσμημα για την πεζογραφία γενικά, και για την κυπριακή πεζογραφία ειδικά, και εάν είχα μπροστά μου τον Κώστα Λυμπουρή θα έκανα μαζί του τη θερμότερη χειραψία του κόσμου. Ωστόσο, με την άδειά σας, θέλω να ομολογήσω, μολονότι τα πάντα είναι υποκειμενικά, πως τα δύο πρώτα κείμενα («Με μια πιρόγα» και «Κόκος ο Βούδας») πρέπει να διδάσκονται σε σεμινάρια ανθρωπιάς και κατανόησης. Και συγγραφής, ασφαλώς.
«Τον παράλαβε, τεσσερισήμισι, πέντε παρά. Μέχρι να ενημερώσουν τη διευθύντρια κι αυτή, με τη σειρά της, τη μητέρα να μην ανησυχεί, άρχισε να νυχτώνει. Στους δρόμους της Λευκωσίας και μπροστά από τον κόσμο που περίμενε μάταια στις στάσεις να βρει οποιοδήποτε μέσο, περνούσε ένα μόνο λεωφορείο, μ’ έναν επιβάτη. Δεν έκανε στάσεις, ούτε έπαιρνε άλλους. Κανονικά, θα ’πρεπε ο οδηγός να αναγράψει τη φωτεινή επιγραφή «ΕΚΤΟΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ» και να σβήσει τα φώτα του λεωφορείου. Στον Κόκο όμως τον Βούδα, δεν πήγαινε κάτι τέτοιο, δεν ήθελε να κάνει μια «λαθραία» διαδρομή» (σελίδα 27).
*Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις ΠΑΡΑΚΕΝΤΡΟ. Σελίδες: 150.
Ανδρέας Κούνιος
Εφημερίδα Αλήθεια, 4 Ιουλίου 2014
********
Για τη διάσωση των ναυαγών, ανοικτά της Πάφου, έσπευσαν να βοηθήσουν, ο Ονήσιλος κι ο Ευαγόρας - βγαλμένοι από τον θρύλο και την ιστορία, όπως θα έλεγε κι ο ποιητής. Αυτά είναι τα ονόματα των ακταιωρών της λιμενικής αστυνομίας, οι οποίες ανέλαβαν την επιχείρηση. Τελικά, τη διάσωση την έκανε το Σαλαμίς Φιλοξενία. Ας προσεχτούν τα ονόματα. Γιατί, η όλη υπόθεση συνιστά ένα θρίαμβο μιας κορυφαίας αξίας του Ελληνικού Πολιτισμού, που, μακάρι, να γίνει και παγκόσμια. Κι αν τελικά, οι ναυαγοί καταστούν πονοκέφαλος για το κυπριακό κράτος - κάτι που είχαμε υπόψη μας- ο θρίαμβος των αξιών γίνεται ακόμα μεγαλύτερος.
Κώστας Λυπουρής
Subscribe to:
Posts (Atom)