Κρατούσε ένα τσαμπί σταφύλι και γελούσε. ΄Ολο γελούσε λες και τη γαργαλούσε το απομεσήμερο, λες και τη χάιδευε στις πατούσες ένα ήλιος σκανταλιάρης, φλεγόμενος σαν αυγουστιάτικο δείλι. Πίσω η θάλασσα ζωγράφιζε ένα καταγάλανο κόσμο , στεφανωμένο με λευκές απολήξεις ενός ταξιδιού επάνω στην άμμο. Κι εκείνη έτρεχε , γελούσε, βυθιζόταν και πάλι αναδυόταν σαν μικρή Αφροδίτη του πελάγου του νου του. Ένα μειδίαμα έσκασε μύτη στην άκρη της ευτυχίας του.
Πολλά δεν θέλει ο άνθρωπος για να χαρεί. Να! Κάτι για τη σάρκα, κάτι για τις αισθήσεις. Κι απέναντί του ήταν ο καρπός μιας τέλειας συνεύρεσης της σάρκας-η κόρη του- κι ένας τέλειος πίνακας για τις αισθήσεις του, η διαιώνισή του στην πιο εκπληκτική εκδοχή της. Μα κάτι σαν μικρή νεφέλη σηκώθηκε από τον ορίζοντα κι ήρθε και κάλυψε τη σκέψη του με γκρίζες υφάνσεις ενός ανυπάκουου καλοκαιριού.
Όλα θα ήταν πιο λαμπερά αν η άρνηση εκείνης, της εκλεκτής της καρδιάς του, δεν έστεκε ακόμα μπροστά του σαν σπαθί , να κόβει τις μικρές χαρές που του χάριζαν η μέρα και η κόρη του. Μα ερχόταν ξανά και ξανά μπροστά του εκείνο το σούφρωμα στα χείλη της, εκείνο το Όχι που διέγραψε ίδιο με τόξο το σώμα της, σαν τόλμησε να της πάρει το χέρι, να της περάσει στο δάχτυλο το μονόπετρο και να της ζητήσει να γίνει γυναίκα του, με την τόλμη εκείνη και το ειδικό θάρρος που του έδιναν η αγάπη και ο ασυγκράτητος έρωτας.
Μα εκείνη, πεταλούδα ελεύθερη, νιάτο ανυπόμονο να γευτεί τις χαρές της ζωής ,αρνήθηκε την πρότασή του με την ευγένεια εκείνη που δίνει στον άνθρωπο η ενσυνείδητη προσπάθεια να μην πληγώσει τα ευγενικά αισθήματα του άλλου. ΄Υστερα προσπάθησε να χαμογελάσει, του άπλωσε για άλλη μια φορά το χέρι σε μια χειραψία αποχαιρετισμού και έφυγε μέσα στο πορφυρό ξέσπασμα του δειλινού αφήνοντάς τον με την απουσία της σαν πικραμύγδαλο στα χείλη. Και τώρα εκείνος θα έπρεπε να συμβιβαστεί με το κενό της ψυχής του, με την έλλειψη που νιώθει το σώμα κι η καρδιά όταν ο επιθυμητός καρπός γίνεται απαγορευμένος για το νου και την καρδιά.
Η κόρη του τιτίβισε χαρούμενα την ώρα που έριχνε στη θάλασσα τα πετραδάκια της και χαιρόταν με τους κύκλους που σήκωνε η προσπάθειά της. Αυτό το γέλιο της, γάργαρη προσομοίωση της ευτυχίας, έφτανε άλλοτε για να γεμίσει τις μοναχικές του ώρες. Μα τώρα , όσο κι αν το προσπαθούσε, η έλλειψη γινότανε θύελλα και απειλούσε την αρμονία του ταξιδιού του μέσα στο ξέσπασμα της δύσης.
Η κόρη του τιτίβισε χαρούμενα την ώρα που έριχνε στη θάλασσα τα πετραδάκια της και χαιρόταν με τους κύκλους που σήκωνε η προσπάθειά της. Αυτό το γέλιο της, γάργαρη προσομοίωση της ευτυχίας, έφτανε άλλοτε για να γεμίσει τις μοναχικές του ώρες. Μα τώρα , όσο κι αν το προσπαθούσε, η έλλειψη γινότανε θύελλα και απειλούσε την αρμονία του ταξιδιού του μέσα στο ξέσπασμα της δύσης.
Έκλεισε στιγμιαία τα μάτια λες και ήθελε να τραβήξει μια κουρτίνα μπροστά σε όσα του τυραννούσαν το μυαλό. « Υπάρχει άραγε αγάπη; Πραγματική αγάπη;», του ψιθύρισε ένα μικρό ανήσυχο κύμα κι ύστερα έσκασε στην άμμο σαν ουτοπία. Αποφάσισε να μην ενδώσει στην πρόκλησή του και κράτησε τα μάτια και τις αισθήσεις του σε σφραγισμένη αναμονή. Τι περίμενε, ούτε κι ο ίδιος δεν μπορούσε να πει.
Σηκώθηκε απότομα, τίναξε όλη την άμμο από το σώμα και τη σκέψη του, αντίκρισε το μικρό του άγγελο μες στο φως του πυρακτωμένου απογεύματος κι άπλωσε τα χέρια προς το μέρος της σαν ευχαριστία στο πολύ, στο πάρα πολύ της ευτυχίας του.
Αύριο ίσως η θάλασσα ίσως της ζωής το πέλαγο να έριχνε εμπρός του ένα καινούριο καράβι, ένα πρωτόγνωρο της καρδιάς ταξίδι.
Σήμερα ήθελε και είχε δικαίωμα να είναι ευγνώμων και ευτυχισμένος.
Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου
No comments:
Post a Comment