O Iούλιος στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη με την καινούρια του στολή, ένα γαλάζιο κοστούμι με κίτρινες αποχρώσεις στους ώμους και στο τέλειωμα του παντελονιού. Ακόμα μια περιδιάβαση λοιπόν στον κόσμο. Ακόμα μια βόλτα στις γειτονιές του καλοκαιριού, καβάλα σε μια ηλιαχτίδα, με όνειρα κουπιά, λόγια βαρκούλες, φιλιά σαν ώριμα κεράσια, μάγουλα όμοια με βερύκοκα που ερωτεύτηκαν το φως. Κι ένα τσαμπί σταφύλι σαν υπόσχεση μέθης κρεμάστηκε στον ώμο του και τραγούδησε τον ύμνο της απόδρασης.
Χτένισε και πάλι τα μαλλιά του που φλέρταραν μανιωδώς με μια μικρή πνοή ανέμου, έστειλε ένα φιλί στο χελιδόνι που καθότανε επάνω στο περβάζι κελαηδώντας τη μακαριότητα και βιάστηκε να βγει στις ρούγες , κυρίαρχος και αφέντης. Προτίμησε πρώτα τη θάλασσα, το ηδονικό βούλιαγμα της πατούσας στην ψιλή άμμο. Κάτω απ΄τις ομπρέλες αναπαυότανε πλέον ο κάματος σε μια προσπάθεια να αφαιρέσει από τις θυρίδες της μνήμης ό,τι τον πόνεσε, ότι τον πίεσε, ό,τι τον έκανε να πέσει κάποια στιγμή στα πατώματα.
Από μια συσκευή σύγχρονης τεχνολογίας (πού να ‘βρεις πια το παλιό ραδιοφωνάκι) η Μελίνα Ασλανίδου τραγουδούσε πως δεν έχει στέκι σταθερό, δεν έχει μνήμη. Ίσως για άλλα να τραγουδούσε η Μελίνα μα έτσι κι αλλιώς όλα έμοιαζαν σβησμένα στο δίσκο το σκληρό καθώς αναβόσβηνε μονάχα η επιθυμία για λίγη ξεγνοιασιά χωρίς τραπεζικές ανησυχίες ,εκποιήσεις, παραποιήσεις, προσποιήσεις.
Πήρε μια βαθιά ανάσα ο Ιούλιος από αύρα καλοκαιρινή και βάδισε ανάμεσα στα μπαράκια, τις καφετέριες, ανάμεσα σε νιάτα που τα γέρασαν προώρως κατά τον ποιητή οι ηλικιωμένες μάλλον έως γερασμένες πολιτικές και τακτικές ενός κόσμου που αγκάλιαζε μονίμως το χειμώνα και σκορπούσε ψύχος όπου πήγαινε να ανάψει μια μικρή σπίθα αισιοδοξίας.
Με ένα φραπεδάκι στο χέρι να μετράει στο κατάλοιπό του τις ώρες, με ένα μικρό χαμόγελο που έσκαζε πού και πού σαν επίμονο μπουμπούκι, κλείνανε οι νέοι απ΄έξω την ανεργία, την αβεβαιότητα, την έγνοια για ένα μέλλον που όλο τους έτριζε τα δόντια και τους καθήλωνε σε πτήσεις χαμηλές.
Θα ήθελε ο Ιούλιος να καθελκύσει όλα τα πλοία του κόσμου, να τους βάλει άσπρες καρδιές σαν πανιά , άσπρα λόγια να χαϊδέψουνε τα όνειρα κι όλα τούτα τα νιάτα να σαλπάρουνε στις θάλασσες του πεπρωμένου τους χωρίς οργισμένους Ποσειδώνες, δίχως Κύκλωπες και Λαιστρυγόνες να στοιχειώνουν το ταξίδι τους. Μα ήτανε τα χέρια του αδειανά. Κανένα μαγικό ραβδάκι. Κι εκείνη η αχτίδα του ήλιου που έπεφτε πού και πού κι έμοιαζε στη χούφτα του σαν μικρή ρομφαία, κόψη δεν είχε.
Μονάχα την όψη μιας αιμορραγούσας φλέβας που στέγνωνε λίγο λίγο από ζωή. Λύγισε ο Ιούλιος. Κι έτοιμος ήταν ν΄απαρνηθεί το περίφημο κοστούμι του και να αποτραβηχτεί ανήμπορος σε μια γωνιά. Μα τότε ένα παιδί, ξανθό σαν όνειρο, του άπλωσε τα χέρια, τον κάλεσε κοντά του με χαμόγελο. Άγγελος θάρρεψε πως ήτανε με απλωμένα τα φτερά του , που δεν τον άφηνε να παραιτηθεί από παράδεισο.
Δεν
άντεξε, του ανταπέδωσε το χαμόγελο, ίσιωσε ξανά το κοστούμι και τη
διάθεσή του και βάλθηκε να στήσει ξανά το όνειρο σαν σημαία που θέλει να
κυματίσει αγέρωχη σ’ όλα τα καλοκαίρια και τους χειμώνες της ζωής.
Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου
No comments:
Post a Comment