Είναι που πλησιάζουν πάλι οι πιο κρύες μέρες του Ιούλη. Είναι που οι μνήμες γίνονται πυρωμένες πρόκες και τον σταυρώνουν σε όλους τους Γολγοθάδες ετούτης της μικρής πατρίδας. Οι άλλοι μιλάνε, μονόλογοι και διάλογοι πολλές φορές χωρίς συναίσθημα , χωρίς το αίμα του βιώματος, τη θλίψη της ανάμνησης, το κτυποκάρδι της ίδιας της ζωής.
Μα εκείνος έχει ζήσει, έχει βιώσει, έχει πονέσει και το κυριότερο δεν έχει ξεχάσει. Πώς θα μπορούσε άλλωστε; Eβδομήντα σχεδόν χρόνων, με ένα Πενταδάχτυλο περασμένο στο στήθος του σαν πετραχήλι θείας λειτουργίας, με τη Μεσαορία να κόβει αέναες βόλτες στη θύμησή του, με την Αμμόχωστο να γίνεται σύννεφο πορτοκαλί και να επικάθεται στις μέρες του σαν σκόνη απρόσκλητης ερήμου.
Γύρω του, δίπλα του, η ζωή προχωράει πότε ασθμαίνοντας πότε με ιλιγγιώδη ταχύτητα στη λεωφόρο της καθημερινότητας. Μα εκείνος πιάνει πολλές φορές τον εαυτό του να σταματάει σε σταθμούς αλλοτινούς. Τότε που νιος κι ωραίος σαν ουρανός καλοκαιριού κρατούσε τη ζωή μέσα στα χείλη του και την τραγούδαγε. Είχε την υγειά του, είχε το όνειρό του, είχε κι εκείνην δίπλα του.
Γυναίκα του και περηφάνια του. Όμορφη γυναίκα, η ομορφότερη όπως του λέγανε πολλοί με συγκαλυμμένο φθόνο. Ήθελε τόσα να της πει για εκείνο τον κήπο με τις ολόχρονα ανθισμένες τριανταφυλλιές, για εκείνα τα χελιδόνια που ολόχρονα θα πετούσανε μέσα στη δική τους άνοιξη. Μα δεν πρόλαβε. Σηκώθηκε άγρια καταιγίδα από την ανατολή και σάρωσε στο πέρασμά της τα μικρά τρυφερά άνθη που δρόσιζε κι ανάτρεφε κάθε μέρα ο λόγος της αγάπης του.
Εκείνος πήρε τα όπλα κι ανέβηκε στον Πενταδάχτυλο σαν ένα ακόμα κάστρο που θα απωθούσε τα πυρά του θαλασσόφερτου εχθρού. Κι εκείνη έμεινε πίσω, να αγωνιά, να υπομένει, να προσμένει. Γύρισε, όμως, η Ιστορία τα φύλλα ανάποδα κι εκείνα ανάσκελα κοίταξαν την κόκκινη βροχή και παραδόθηκαν στην επέλασή της. Σύρθηκε εκείνος αιχμάλωτος στη χώρα των εισβολέων, κρύφτηκε εκείνη από τη μάνητά τους μα δεν ξέφυγε.
Το ίδιο βράδυ τέλειωσε και το δικό της παραμύθι, χωρίς ευτυχισμένο τέλος, σαν πέσαν πάνω στο κορμί της γυπαετοί οι ξένοι και ρούφηξαν και το τελευταίο κύτταρο της αξιοπρέπειάς της. Γύρισε εκείνος από την αιχμαλωσία για να αντικρίσει τα υπολείμματα μιας κτηνωδίας, μέσα στα άχρωμα, πνιγμένα μάτια της, μέσα στην ψυχή της που βούλιαζε καθημερινά σε μία άβυσσο χωρίς επιστροφή.
Έσβησε ένα δειλινό του Δεκέμβρη από ακατάσχετη μελαγχολία. Μα η αρρώστια της, μεταδοτική, είχε ήδη εισχωρήσει και στο δικό του αίμα . Κι από κόκκινο μαύριζε μέρα με τη μέρα , ώσπου η ζωή του ολόκληρη έγινε μια σκούρα κηλίδα και χώρεσε στους τέσσερις τοίχους της μοναξιάς του.
Πάνε σαράντα χρόνια από τότε. Του το υπενθυμίζουν συνεχώς τα ημερολόγια, οι επετειακές διακηρύξεις των ημερών. Τι σημασία έχει, όταν το ρολόι της καρδιάς του σταμάτησε στον τελευταίο χτύπο της δικής της καρδιάς;
Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου
Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου
No comments:
Post a Comment