Τραπεζάκια έξω, καιρός που φλερτάρει ασύστολα με το καλοκαίρι κι η υδρόγειος…μπάλα στα πόδια του καθώς πετάγεται από τα ασφυκτικά σύνορα της τηλεοπτικής οθόνης και κατακλύζει το σώμα και το πνεύμα του. Κι όσο η ένταση αυξάνεται και τα κορμιά αναπηδούν στις καρέκλες σε κάθε φάουλ, κόρνερ ή έστω σφύριγμα, τόσο πιο πολύ όλος ο υπόλοιπος κόσμος απομακρύνεται σε ένα σύννεφο ομίχλης κι απομένει εκεί, εν μέσω άναρθρων κραυγών και επιφωνημάτων, αναμένοντας την επόμενη θεαματική φάση που θα τον απογειώσει ως φίλαθλο και θα δικαιώσει τις ατέλειωτες ώρες που προσκυνά στη μεγαλύτερη γιορτή της στρογγυλής θεάς.
Δίπλα του παρατημένη η εφημερίδα της μέρας, ξεδιπλωμένη στις αθλητικές σελίδες όπου ποζάρουν τα σύγχρονα είδωλα με τα εκατομμύρια των πιστών να θυσιάζουν νύχτες και μέρες στα θαυματουργά τους πόδια. Κι οι κουρτίνες του μυαλού του ερμητικά κλειστές μήπως παρείσακτη εισχωρήσει ανεπιθύμητη σκέψη και του χαλάσει την ψευδαίσθηση πως όλος ο κόσμος , αγγελικά πλασμένος, γονατίζει και ενώνεται μπρος στο υπερθέαμα του πλανήτη.
Κλείνει τ΄αυτιά, κλείνει τις αισθήσεις. Μονάχα οι ιαχές των φιλάθλων δονούνε το είναι του. Αύριο έχει καιρό για τα υπόλοιπα. Γιατί αύριο θα ανοίξει ορμητικά ο άνεμος της ανάγκης την πόρτα του κι όλα και πάλι θα τα θυμηθεί. Το μη εξυπηρετούμενο στην Τράπεζα, που του έχει γίνει εφιάλτης και χοροπηδά κάθε βράδυ στο μαξιλάρι του. Το σπίτι του που σείεται από ανασφάλεια καθώς τον πολιορκούν καθημερινά χρέη και ελλείψεις.
Τη γυναίκα του που είναι εδώ και πέντε μήνες άνεργη και έχει πέσει στην κατάθλιψη. Με πτυχίο και μεταπτυχιακό στα οικονομικά βάλθηκε τον τελευταίο καιρό να εξορύξει όλες τις κρυμμένες καλλιτεχνικές της φλέβες και να επιδοθεί στην κατασκευή χειροποίητων κοσμημάτων για το λαιμό και τα μπράτσα κυριών της υψηλής κοινωνίας που έχουν σιχαθεί το σύνηθες και αποζητούν το ιδιαίτερο και το μοναδικό.
Το γιο του που τελειώνει όπου να΄ναι το στρατιωτικό και περιμένει πώς και πώς να αρχίσει τη φοιτητική ζωή στην Αγγλία με τέσσερα G.C.E. και πολλά όνειρα που μοιάζουν τώρα σαν κουρελιασμένες σημαίες. Ο πόλεμος τελείωσε πριν ακόμα αρχίσει. Κι είναι και η κόρη στα είκοσι τρία, ρομαντική, ονειροπόλα. Με το πτυχίο της δασκάλας στο χέρι, με την ανεργία κάθε μέρα στον ορίζοντά της.
Βρήκε δουλειά τελευταία σε ένα ζαχαροπλαστείο. Διαλέγει τα γλυκά για τους άλλους, ξεχωρίζει τα πικρά , τα αφήνει στην άκρη. Δουλεύει αγόγγυστα για τα καθημερινά της έξοδα κι ίσως μια μέρα καταφέρει να περάσει κι ένα δαχτυλίδι αρραβώνων με το παιδί εκείνο που γνώρισε στο Πανεπιστήμιο, που πήρε πτυχίο Μαθηματικών και τώρα διανέμει πίτσες και μακαρονάδες με το μηχανάκι. Είναι κι ο έρωτας πλέον προσγειωμένος μπας και επιβιώσει στους χαλεπούς καιρούς και δεν πνίξει την προοπτική του στη βιοπάλη και στο άγχος για το μεροκάματο.
No comments:
Post a Comment