Καθότανε με τις ώρες μπροστά στη θάλασσα και αμολούσε όλες τις αισθήσεις του για την κατάκτησή της. Έριχνε βλέμμα παραγάδι και ανέμενε τους θησαυρούς της να πέσουν ίσια στην καρδιά του. Στέγνωνε κάθε μέρα η σκέψη του, βούλιαζε λίγο, λίγο ο ορίζοντάς του. Και μόνο ο φλοίσβος, της τραγουδούσε ένα σωσίβιο κι αρπαζόταν εκείνος από τη γενναιοδωρία της για τη συνέχειά του.
Έκλεινε ξανά και ξανά τα μάτια, μήπως και σβήσει τη φρικτή εικόνα που τον είχε στοιχειώσει. Μα εκείνη πεισματικά, γελώντας ειρωνικά, χόρευε εμπρός του σαν ξελογιάστρα νύχτα και τον τύλιγε στα σκοτάδια της. Εκείνη μαζί με τον άλλο, το φίλο που έγινε εχθρός, που έγινε λίθος για την εκτέλεση της ψυχής του σαν δημόσια ταπείνωση, σαν μαστίγωμα μιας ζωής που αλλού είχε τάξει κι αλλού τώρα θα έπρεπε να την περιμαζέψει.
Ένα σκάσιμο από κύμα έφτασε μέχρι τις πατούσες του. Ανατρίχιασε λες και τον άγγιξε κατάσαρκα η μικρή εκείνη υγρή έκρηξη. Πήρε ένα άσπρο βότσαλο, το έπαιξε για λίγο μες στην ψυχή του. Έτοιμος ήταν να πετροβολήσει την τελευταία αντοχή της. Μα κάτι έσκυψε και μουρμούρισε στο αυτί του η θάλασσα για το απέραντο και το γαλάζιο της.
Ένας έρωτας άρρωστος, φιλάσθενος, λειψός, σαν ανάπηρη προοπτική, είχε προτιμήσει να στρίψει στη γωνία αντί να ακολουθήσει τη μεγάλη λεωφόρο της αγάπης που του είχε ανοίξει. Μα… όχι, δεν τέλειωνε ο κόσμος, όπως δεν τέλειωνε η θάλασσα. Δεν έκλεινε ο κόσμος όπως δεν έκλεινε ποτέ ο ορίζοντας απέναντί του, παρά μόνο άνοιγε ολοένα καινούριες προοπτικές μέσα στο ατέρμονο της καμπύλης του.
Ένας γλάρος τσιμπολόγησε λίγο από το παρατημένο ψωμί των παιδιών πάνω στα βότσαλα. Ύστερα, χορτάτος, σήκωσε το κεφάλι ψηλά σαν ευχαριστία στη Θεία Πρόνοια και πέταξε μακριά αφήνοντας πού και πού τα φτερά του να ερωτευτούν τα κύματα και να σκύψουν να ασπαστούν τη δροσιά τους. Kι ένα μικρό λευκό καράβι πέρασε στα ανοικτά γυρεύοντας τις συγκινήσεις του γιαλού και την ηδονή του ταξιδιού.
Σηκώθηκε, στύλωσε τα μάτια στο βαθύ γαλάζιο που υποκλινόταν θαρρείς μπροστά του, σήκωσε κι ο ίδιος τα χέρια ψηλά λες και χαιρετούσε ξανά τη ζωή του, γύρισε την πλάτη σε δυο μικρά φλύαρα κύματα, μπήκε στο αυτοκίνητο, οδήγησε με τη σκέψη ξαλαφρωμένη μέχρι το σπίτι. Ο κήπος τον υποδέχτηκε σιωπηλός. Μπήκε μέσα με ελαφριά βήματα , με πιο ανάλαφρη καρδιά.
Εκείνη καθόταν στο σαλόνι όπως πάντα. Με το βλέμμα καρφωμένο στην τηλεόραση, το μυαλό της ίσως καρφωμένο… στον άλλο; Δεν ένιωσε κανένα γδάρσιμο στην καρδιά, μονάχα ένα δροσάτο χάδι σαν αύρα καλοκαιρινή μετά από ένα δύσκολο, τραχύ χειμώνα.
Ασυναίσθητα εκείνη σήκωσε το κεφάλι, σμίξαν οι ματιές τους. Ένα ποτάμι σιωπηλό παράπονο χύθηκε στη θάλασσα των ματιών της. Και μετά το ποτάμι τούτο γέμισε απόφαση κι έφτασε ορμητικό κοντά της, χαράζοντας πια ένα καινούριο δρόμο στη ζωή τους.
Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου