Eλένης
Αρτεμίου Φωτιάδου
Κοίταξε ξανά την ψηλή,
λεπτή σιλουέτα της κοπέλας απέναντί του. Δεκάξι στα δεκαεφτά, με σκούρα ,
καστανά μαλλιά , άσπρη επιδερμίδα, μάτια που πήρανε το μπλε της θάλασσας, το
πράσινο του κάμπου και φτιάξανε μια δική τους, υπέροχη σύνθεση. Στύλωσε για
λίγο το βλέμμα του σ΄εκείνα τα μάτια. Το κορίτσι τρεμόπαιξε τις βλεφαρίδες του
κι επανάλαβε με τα σπαστά ελληνικά του.
«Λοιπόν;». Να μια ερώτηση, στην οποία δεν είχε καμιά
απάντηση. Κι όμως, έπρεπε να δράσει γρήγορα και να βρει όχι μονάχα απαντήσεις
μα και λύσεις στο πρόβλημα που παρουσιάστηκε ξαφνικά μπροστά του. Κτηματομεσιτικό γραφείο διατηρούσε, τα τελευταία
χρόνια είχε ανοίξει παρτίδες και
με τα Βαλκάνια. Φτηνότερη η γη
εκεί, έκοβε οικόπεδα, όρθωνε πολυκατοικίες , έβαζε και τα κέρδη στην άκρη για
μεγαλύτερες επενδύσεις. Μα είχε βρει και τον τρόπο, με πρόφαση τη δουλειά, να το σκάει και να κάνει και το κέφι του. Γιατί
καλός και άγιος ο έγγαμος βίος, μα ύστερα από κάποια χρόνια, το προξενιό που
έγινε γάμος και η ανάγκη που έγινε
συμβιβασμός, τον πνίγανε σαν τη γραβάτα που έδενε στο λαιμό στις επίσημες εξόδους.
Το κορίτσι τον κοίταξε
ξανά με τα μεγάλα μάτια του. Βύθισε την έκπληξή του μες στην αναμονή της. Και
τότε, λες κι ένα πέπλο τραβήχτηκε από τη μνήμη του, αφήνοντας ελεύθερη την
κατάδυσή του στο Χτες. Ταξίδεψε δεκαεφτά
ολάκερα χρόνια πίσω , περπάτησε τους ίδιους δρόμους μες στη Σόφια και στάθηκε
ξανά στην πόρτα της Ρόσα. Ένα κορίτσι
ψηλό, με ξανθά μαλλιά, άσπρη επιδερμίδα, γαλάζια μάτια , χαμόγελο που σε
καλωσόριζε μες στην αγάπη. Κι εκείνος ,
στα σαράντα πια, μ ε ένα γάμο λευκό σαν χιόνι, που έλιωνε μέρα με τη μέρα από
πλήξη και αδιαφορία.
Η Ρόσα δε ζήτησε πολλά.
Κούρνιασε στην αγκαλιά του ξένου,
ξέροντας καλά πως το παραμύθι θα τέλειωνε νωρίς. Μα ήτανε τα μάτια του γεμάτα
φλόγα και η καρδιά της πολύ κρύα, για να αρνηθεί ετούτη την αναπάντεχη
ζεστασιά. Δε σκέφτηκε ούτε στιγμή να της πει πως πίσω στην πατρίδα τον περίμεναν
γυναίκα και υποχρεώσεις. Λες και η απόσταση του είχε δώσει τα φτερά ελευθερίας που χρόνια
λαχταρούσε και τώρα πέταγε ξέγνοιαστος, ξαλαφρωμένος, μέσα στην πρόσκαιρη ευτυχία που του χάριζε η
ολοκληρωτική παράδοση της Ρόσα.
Γοργά πέρασε εκείνο το
τριήμερο. Κι όλα τα πρόφταξε. Και δουλειές και αγάπες .Και σαν ήρθε η ώρα να
αποχαιρετίσει τη Ρόσα, δύσκολα δεν του βγήκε το « Αντίο». Κι ας είχαν γεμίσει με κύματα οι θάλασσες των ματιών
της κι ας τρεμόπαιζε το χείλι της , έτοιμο να σπάσει και να του πει για την
αγάπη της. Τίποτα από αυτά δεν έκανε. Πήρε μόνο την κάρτα του και την υπόσχεσή
του πως αν ποτέ τον χρειαζόταν θα μπορούσε να τον αναζητήσει. Ύστερα του έσφιξε
δυνατά το χέρι , έκανε μεταβολή και χάθηκε
στο πλήθος, χωρίς ούτε μια στιγμή
να γυρίσει προς το μέρος του.
«Λοιπόν;» ξαναρώτησε το
κορίτσι απέναντί του. «Θεέ μου, η κόρη μου»,
σκέφτηκε . «Μια κόρη από τη Ρόσα . Με
την εντολή να την φροντίσω τώρα που εκείνη, άρρωστη πια , δεν μπορεί να
εργαστεί». Θα μπορούσε να κάνει ένα τεστ πατρότητας και να σιγουρευτεί για τα λόγια του
κοριτσιού , μα κάτι είχε στη φωνή, στο παράστημα, στο βλέμμα, που του θύμιζαν
τόσο πολύ εκείνον.
Έπρεπε να κινηθεί
γρήγορα. Φώναξε τη γραμματέα του κι έδωσε οδηγίες για ακύρωση όλων των
προγραμματισμένων συναντήσεών του. Εκείνη κοίταξε περίεργα την κοπέλα απέναντί της , μα βιάστηκε να απομακρυνθεί για
να εκτελέσει τις εντολές του αφεντικού της.
«Άκου, Χριστίνα», θα έλεγε στη γυναίκα του,
«το ξέρουμε καλά κι οι δυο, αυτός ο
γάμος δεν πάει άλλο. Μένουμε μαζί για τα μάτια του κόσμου, προβάλλοντας προς τα
έξω μια ψεύτικη ευτυχία . ΄Ισως μου πεις πως είναι λίγο αργά, μα ποτέ δεν είναι τόσο αργά για να αντισταθεί
κανείς σε μια μονότονη ζωή. Καιρός είναι να τραβήξουμε δρόμους χωριστούς.
΄Αλλωστε, χωριστά ονειρευόμαστε όλα αυτά
τα χρόνια».
Μπήκε στο σπίτι του,
κρατώντας σχεδόν την αναπνοή του. ΄Εβγαλε το σακάκι του, έβαλε να παίζει μια
απαλή μουσική λες και ήθελε να
εξημερώσει όλα τα πάθη. Σε λίγο θα γυρνούσε και η Χριστίνα από το γυμναστήριο.
Θα την περίμενε να αλλάξει και μετά θα της ανακοίνωνε τις σημαντικές του αποφάσεις.
Κάθισε αναπαυτικά στον καναπέ με ένα ποτό στο χέρι και μια τύψη να
τρεμοπαίζει στη σκέψη του. Είκοσι πέντε χρόνια γάμου ήταν αυτά, πώς τα πετούσε
έτσι από το παράθυρο; Και μετά… τι; Μήπως
είχε βιαστεί; Μήπως θα μπορούσε να βρει μια άλλη λύση; Μήπως δεν έπρεπε να
δράσει τόσο παρορμητικά; Μήπως…
Ο άσπρος φάκελος στο
τραπεζάκι εμπρός του κίνησε αμέσως την περιέργειά του. Άφησε σε μιαν άκρη το
ποτό , πήρε να τον ανοίξει, βύθισε την περιέργειά του στο γραφικό χαρακτήρα της
γυναίκας του: «Το ξέρουμε καλά κι οι δυο,
αυτός ο γάμος δεν πάει άλλο. Μένουμε μαζί για τα μάτια του κόσμου , προβάλλοντας προς τα έξω μια
ψεύτικη ευτυχία. ‘Ισως μου πεις πως
είναι λίγο αργά, μα ποτέ δεν είναι τόσο αργά για να αντισταθεί κανείς σε μια
μονότονη ζωή…».
Eλένη
Αρτεμίου Φωτιάδου
No comments:
Post a Comment