Τον αδελφό μου τον μικρό τον λατρεύω. Είναι 10 χρόνια μικρότερος από εμένα και μόλις πρόσφατα τον καλέσανε να καταταγεί στο στρατό. Αν και δεν την χωράει το μυαλό μου εμένα τέτοια ανάγκη που την έχει η πατρίδα, τον αποχαιρέτησα με υπερηφάνεια καθώς τον παρακολουθούσα να φεύγει για πρώτη φορά από το σπίτι.
Δάκρυσα είναι αλήθεια διότι εκείνη την καταραμένη στιγμή μου ήρθαν στο μυαλό οι φορές που του άλλαξα τις πάνες του, που τον έπαιρνα από το χέρι για να τον πάω στο σχολείο και που ερχόταν κοντά μου να παραπονεθεί όταν είχε κάνει κάτι κακό και τον μάλωσαν οι γονείς.
«Έλα σταμάτα, δεν τον χάνουμε κιόλας», μου είπανε, «στο στρατό πάει, δεν θα πάει στον πόλεμο».
Δίκαιο είχαν, αλλά εμένα αυτό το γεγονός μου χάλασε τη διάθεση. Είναι ακόμα 18 χρονών, δύο πολύ όμορφα χρόνια θα του στερήσει όλη αυτή η ιστορία. Ας είναι όμως… για την πατρίδα.
Είναι ανήσυχο παιδί ο αδελφός μου και δεν τον χωράει πουθενά, γεγονός που με έκανε να προβληματιστώ. Φοβήθηκα ότι δεν θα άντεχε αυτή τη φυλακή, αλλά το αγόρι μας πολύ σύντομα αποδείχτηκε άξιο και συνεργάσιμο. Ερχόταν πολύ συχνά να μας δει και εκμεταλλευόταν την άδεια εξόδου του στο έπακρο.
«Κάθε στιγμή που είμαι έξω είναι πολύτιμη», μου έλεγε, άρπαζε το μπουφάν του και έφευγε με τη μηχανή.
«Καλύτερα να τον έχουν μέσα», ακούω την μάνα μας να λέει, «να μην ανησυχώ μήπως πάθει τίποτα, και αυτή η μηχανή, με τρομάζει».
«Και ποιος το λέει ρε μάνα ότι μέσα είναι πιο ασφαλής».
Ήτανε Παρασκευή και είδα τον αδελφό μου να καταφθάνει με το σακίδιο του. Ήτανε σκυφτός και σιωπηλός, διάθεση ασυνήθιστη για τα δικά του δεδομένα. Κάτι είχε, το έβλεπα στα μάτια του, δεν ήταν καθόλου καλά.
Αργότερα όταν τον πλησίασα κατάλαβα πόσο πολύ τον είχε προβληματίσει η άσχημη αυτή είδηση που σαν βόμβα έσκασε και συγκλόνισε εμάς και όλο τον κόσμο στις ειδήσεις των 8.30 το προηγούμενο βράδυ.
«Κοιμόταν στον ίδιο θάλαμο με εμένα, στο διπλανό κρεβάτι», μου είπε. «Ήτανε πρωί, χαράματα, βούρτσιζα τα άρβυλα μου όταν ο σειράς στρατιώτης άρπαξε τη βούρτσα από τα χέρια μου. Βούρτσισε βιαστικά τα δικά του άρβυλα και έφυγε. Δεν ήρθε πίσω… θα μπορούσε να ήμουν εγώ», ψέλλισε.
Προσπάθησα να βάλω τη θέση μου στη θέση εκείνης της αδελφής, του αδελφού, της μάνας, του πατέρα, που τόσο άδικα έχασαν το καμάρι τους ενώ αυτό υπηρετούσε την πατρίδα, και δεν το κατάφερα. Δεν μπόρεσε η καρδιά μου να χωρέσει τόσο πόνο, τόση απόγνωση.
Από μια ατυχία, ένα λάθος…
Έλενα Γεωργίου
No comments:
Post a Comment