Του Φοίβου Νικολαΐδη
Εκδόσεων Επιφανίου με τίτλο
«ΝΕΟΚΥΠΡΙΟΙ ΠΛΟΥΤΟΚΡΑΤΕΣ Ή
ΝΕΟΠΛΟΥΤΟΙ ΑΡΧΟΝΤΟΧΩΡΙΑΤΕΣ;
Κορνήλιος Χατζηκώστας,
Δημοσιογράφος
Λευκωσία 29 Φεβρουαρίου 2008.
«Nεοκύπριοι πλουτοκράτες, ή νεόπλουτοι αρχοντοχωριάτες»; Ο ίδιος ο τίτλος του βιβλίου του αγαπητού φίλου Φοίβου Νικολαΐδη, των εκδόσεων Επιφανίου, μας προδιαθέτει θετικά όχι απλώς για να το διαβάσουμε, αλλά για να το ρουφήξουμε.
Η γραφίδα του Φοίβου Νικολαΐδη είναι σαν ένα νυστέρι, ένα χειρουργικό μαχαίρι, το οποίο πραγματοποίησε μια τομή στην κυπριακή κοινωνία. Μια τομή, η οποία μας επιτρέπει να δούμε κάτω από την επιφάνεια και τον καθωσπρεπισμό της κοινωνίας μας το πραγματικό της περιεχόμενο.
Το βιβλίο είναι ένα ανοικτό χαρτί της κυπριακής κοινωνίας, που μας φανερώνει πράγματα που δεν μπορούμε, ή που δεν θέλουμε να δούμε από μόνοι μας. Με ένα γλαφυρό, χιουμοριστικό και δηκτικό, εν πολλοίς, τρόπο, ο Φοίβος Νικολαΐδης μας σεργιανίζει μέσα στα μύχια της ψυχής του λαού μας. Ενός λαού, ο οποίος πέρασε μέσα από πολλούς κλυδωνισμούς και αναταράξεις από τα βάθη των αιώνων μέχρι σήμερα. Ενός λαού, ο οποίος πέρασε, στην πορεία των αιώνων κακουχίες, φτώχειες κατακτήσεις, κατακτήσεις, κατακτήσεις. Κι η ταλαιπωρία του αυτή δεν τέλειωσε, αφού η τουρκική κατοχή είναι και τώρα εδώ. Μόνο που λίγα χρόνια μετά, την πίκρα αυτή απάλυνε, για κάποιους τουλάχιστον, η ευημερία. Πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν, αλλά πτωχοί επλούτισαν απότομα. Οι άλλοτε υπηρέτες, έχουν άλλους να τους υπηρετούν. Άλλοι δεν πλούτισαν, αλλά συμπεριφέρονται σαν πλούσιοι.
«Δεν έχουμε πρόβλημα να προσποιούμαστε τους εχούμενους, αφού είμαστε φορτωμένοι δάνεια, όβερτραφτς και πιστωτικές κάρτες, άσχετο αν σ’ αυτές συμπεριλαμβάνονται και πολλές ληγμένες, που φυλάγονται, όμως, στο πορτοφόλι μας, για να φαίνεται παραφουσκωμένο», γράφει στο βιβλίο του ο αγαπητός Φοίβος Νικολαΐδης.
Και προσθέτει: Σήμερα τα λεφτά αποτελούν το μεγάλο ζητούμενο στην εξίσωση της φιλοχρήματης ζωής μας. Είναι ο αποκλειστικός στόχος κι όχι το μέσο, με το οποίο θα πετύχουμε τις διάφορες επιδιώξεις μας. Αφού πιστεύουμε ότι το χρήμα είναι η κινητήρια δύναμη των πάντων, είναι λογικό να είμαστε πρόθυμοι να κάνουμε σχεδόν τα πάντα για να το αποκτήσουμε. Γι’ αυτό και το στοχεύουμε αδιάκοπα.
Και πάρα κάτω, όμως, έρχεται η γιαγιά Ισμήνη, η φωνή της συνείδησης, που συνεφέρνει τον αναγνώστη και τον κάνει να συνειδητοποιήσει ότι ξεφεύγει από τον δρόμο του καλού κ’ αγαθού, από τις παρακαθήκες εκείνες, που οι γενεές γενεών από τον αρχέγονο ελληνικό μας πολιτισμό μας παρέδωσαν.
«Η γιαγιά Ισμήνη μάς εξηγούσε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον το τι σημαίνει το ‘ού περί χρημάτων τον αγώνα ποιούμεθα, αλλά περί αρετής’, που βροντοφώναξε υπερήφανα το 1958 στα πονηρά κελεύσματα των σειρήνων και των κασάνδρων ο αξεπέραστος αγωνιστής και λάτρης της ελευθερίας Κυριάκος Μάτσης. Σήμερα, τι άραγε θα μπορούσαμε να πούμε στα φωναχτά; Ελάχιστα, σχεδόν τίποτα. Γι΄ αυτό εξάλλου και τα περισσότερα τα λέμε σιγανά, όχι ταπεινά. Οφ δε ρέκορτ και τα κάνουμε εμπιστευτικά και κονφιτένσιαλ, στα μουλλωχτά» επισημαίνεται στο βιβλίο.
Οι 248 σελίδες του βιβλίου δεν αποτελούν μια μονότονη ενότητα. Είναι χωρισμένες σε πολλά αυτοτελή χρονογραφήματα, που όλα μαζί σκιαγραφούν τη φυσιογνωμία της κοινωνίας μας. Μερικοί χαρακτηριστικοί τίτλοι, μας παραπέμπουν στην ευρηματικότητα του συγγραφέα, και αποτελούν μια πρόγευση του εκπληκτικού μενού του βιβλίου.
Ακούστε τους: «Η νόσος των τρελών νεοπλουτάδων», «νέοι μπουρζουάδες και νέοι ποδινάδες». «Το αδρωπούιν και το καραγκιοζούιν». «Νυν υπέρ πάντων ο νεοπλουτισμός». «Η πολυτελείτιδά μας». «Χρυσά κουτάλια». «Η νέα αρεία φυλή της Μεσογείου», «Νεοχωριάτικος γάμος αλά νεοκυπριακά». «Αμύνεσθαι περί μάσης», «Χαίρε, φάε και πίει ευ», «Η παραμόρφωση της κυπροκεντρικής παιδείας», «Το αγγλικίζειν γλωσσικό αλαλούμ», «Το πιθηκίζειν εστίν αγγλικουρείν». «Η χώρα των ΛΟΤΤΟ φάγων», Τώρα, είτε λόττες τρώμε είτε λόττο παίζουμε, δεν έχει σημασία. «Πάν μέσον άριστον», «Τα καλά κόλποις κτώνται» και «Το πρώτο κράτος του σωλήνα».
Ενδεικτικοί είναι οι τίτλοι, αγαπητοί μου, οι οποίοι απηχούν τη νεοκυπριακή μας κουλτούρας και τον νεόπλουτο αρχοντοχωριατισμό μας, που παρεισέφρησε μέσα στην ψυχή του λαού μας, η οποία επί σειράν αιώνων παρέμεινε αλώβητη και αγνή. «Στην Κύπρο την αέρινη, τη μακαρία τη γη, στ’ ωραίο πολύπαθο νησί, η αγνή ψυχή δεν έσβησε και ζη και ζη και ζη», έλεγε ο Παλαμάς, αλλά δεν είχε ζήσει την παραζάλη του νεοπλουτισμού και του αρχοντοχωριατισμού μας. Άλλωστε ο ποιητής δεν γνωρίζει την κυπριακή λαϊκή ρήση ο «κώλος ο τίτσιρος είδεν τον βρακί (ή το στρίγκ) κατά το συγγραφέα, κι εχέστην…
Ο συγγραφέας, όμως, δεν είναι απαισιόδοξος. Μέσα από τα απογοητευτικά ευρήματα της τομής την οποία επιχειρεί ή εγχειρεί, προβάλλει κάθε τόσο τη φωνή της συνείδησης, την ενσάρκωση της ελληνικής μας παράδοσης που είναι η γιαγιά Ισμήνη, η οποία με τις διδαχές της βάζει τα πράγματα στη θέση τους.
Παρακολουθήστε παρακαλώ, πάρα κάτω ένα σταχυολόγημα αποσπασμάτων από το βιβλίο ενδεικτικό του σαρκασμού, της σατιρικής διάθεσης, αλλά και του προβληματισμού του συγγραφέα:
Χωρίς πολλούς κλυδωνισμούς, από τις μάντρες των κτηνών, περάσαμε αισίως στις μάντρες των αυτοκινήτων. Σήμερα όταν λέμε κάποιος έχει μάντρα, δεν εννοείται κατ’ ανάγκην η μάντρα των ζώων. Το 1960 τα εγγεγραμμένα τροχοφόρα ήταν 7.015, ενώ ο συνολικός αριθμός τους τον Δεκέμβριο του 2005 έφθασε αισίως τα 644.942 από τις οποίες το 60% περίπου αντιπροσώπευε ιδιωτικά αυτοκίνητα σαλούν. Θεωρούμε ξεπεσμό τη χρήση του λεωφορείου, το οποίο, όπως και τα πόδια μας χρησιμοποιούμε μόνο στο εξωτερικό.
Αγοράζουμε πανάκριβους ζωγραφικούς πίνακες οποιασδήποτε τεχνοτροπίας και κατά παραγγελίαν χωρίς να πατήσουμε ποτέ το πόδι μας σ’ έκθεση ζωγραφικής. Όπως περίπου κάνουμε με τα βιβλία, οι πίνακές μας πρέπει να είναι ασορτί με τα περσικά χαλιά μας και οι κορνίζες να ταιριάζουν απαραίτητα με τις κουρτίνες μας.
Με την αρρώστια της πολυτελείτιδας που έχουμε αρπάξει, σε λίγο θα πωλούνται πάσης φύσεως πολυτελή υλικά, όπως υπερπολυτελέστατα ημιυπόγεια διαμερίσματα (με πανοραμική θέα), οικόπεδα πολυτελείας ή υπερπολυτελή χωράφια σε απίθανη καυκάλα, με εντυπωσιακούς λάκκους και εξέκιουτιβ τουρπίνες νερού στην περιοχή Κάκκαφα. Βουράτε πολυτελή αγόρα και κορίτσια, όποιος προλάβει.
Η κοινωνική μας φιλευσπλαχνία εξαντλείται σε δημοσιογραφικές προβολές και ακτίβιτις, όπου συνήθως καλοταϊσμένοι «φιλάνθρωποι» κάνουν εκλεπτισμένο κουνουσμά στα ΜΜΕ για τους δυσπραγούντες και τους έχοντας ανάγκη.
Κάποτε προτιμούσαμε τα χρυσά δόντια. Πλούσιοι πια αρκετοί, και αρχοντοχωριάτες πολλοί, πρωταθλητές του πλούτου όμως όλοι, προτιμούμε να τρώμε με χρυσά κουτάλια. Ω! τι ωραία, ω τι καλά το φαΐ πάει κάτω πιο καλά!
Τα ντόπια προϊόντα δεν ικανοποιούν τις προδιαγραφές των υψηλών μας πια απαιτήσεων. Γι αυτό δεν τα καταδεχόμαστε, ούτε τους δίνουμε ατένσιον. Μόνο εάν είναι ακριβότερα των εισαγομένων, πιθανό να τα καταδεχθούμε. Να έχουμε να λέμε κιόλας ότι στηρίζουμε τη ντόπια παραγωγή. Ακολουθώντας κατά πόδας την πανάκριβη ξένη μόδα, το κυπριακό προϊόν για πολλούς από εμάς είναι τσιπ, είναι τσίππικο, δεν είναι κουόλιτι, είναι άουτ οφ φάσιον, δεν μας ικανοποιεί.
Όταν επιστρέφουμε στην Κύπρο, περιγράφουμε στους συγγενείς, φίλους και γνωστούς τις ομορφιές της Αθήνας, επικεντρώνοντας την προσοχή μας στ’ ακριβά μαγαζιά, στις ωραίες βιτρίνες, στη μόδα, στα μπουζούκια, στα κέντρα αναψυχής, στις ταβέρνες, στις ψαροταβέρνες, στις χασαποταβέρνες, στα εστιατόρια στην Πλάκα (ελάχιστα περί θεάτρου και πολιτιστικών εκδηλώσεων). Έχει μεγάλη πλάκα η όλη υπόθεση, αν και μπορεί ίσως και να μην έχει.
Ας δούμε και κάτι από τον γλωσσικό μας αρχοντοχωριατισμό, αφού νομίζουμε πως χρησιμοποιώντας ανάμικτα στη γλώσσα μας αγγλικές λέξεις, θεωρούμε τους εαυτούς μας έξπερτ στα Αγγλικά, τρομάρα μας.
Ιδού κάτι ενδεικτικό που περιγράφει ο Φοίβος Νικολαϊδης:
Χτες πήγαμε από το higway στην Πάφο non stop, σε wedding reception, στο Cyprus Hotel. Στη reception ρώτησα πού είναι το parking. Η κοπέλα απάντησε: Sorry, in English, please… Ήταν ξένη. Θύμωσα. Sorry δηλαδή, να μου μιλούν εγγλέζικα στον τόπο μου είναι funny! Η κόρη μας μου είπε:, Dad, “stay cool”.
Το βιβλίο «Νεοκύπριοι Πλουτοκράτες ή Νεόπλουτοι Αρχοντοχωριάτες;», φίλοι μου, είναι κάτι που μπορεί να το απολαύσει ο καθένας μας. Είναι ευανάγνωστο, ευχάριστο και απολαυστικό. Την ίδια ώρα, είναι με τον δικό του τρόπο διδακτικό. Η διδαχή του εξάγεται με έναν ευχάριστο τρόπο, χωρίς τις πατερναλιστικές νουθεσίες, αλλά μέσα από την καυστικότητα, το χιούμορ, την πλοκή του και τη φωνή της συνείδησης της γιαγιάς Ισμήνης.
Κοντά σ’ αυτά έρχεται να προστεθεί η άριστη επιμέλεια των εκδόσεων Επιφανίου, που κάνουν το βιβλίο και οπτικά ευχάριστο. Αλλά και τα έξυπνα σκίτσα του μεγάλου μας σκιτσογράφου Γιώργου Μιτίδη έρχονται να συμπυκνώσουν σε κάθε πλαίσιό τις χίλιες και περισσότερες λέξεις του βιβλίου.
Καλή ανάγνωση
Κορνήλιος Χατζηκώστας