Τολμώ να γράψω σήμερα και μιαν άλλη εκδοχή, ότι ήταν κτισμένη ή σκεπασμένη με πολλήν ιλύ, λάσπη που έφερνε ο χείμαρρος Γιαλιάς. Άσις ονομάζεται η ιλύς, η λάσπη, η πρόσχωση του ποταμού και το παλιό χωριό σκεπάστηκε με τη λάσπη του χειμάρρου και μετακινήθηκε προοδευτικά προς Νότον.
Η Άσσια, που την παρουσιάζουν οι χάρτες του Αγγλικού Ναυαρχείου σε γεωγραφικόν πλάτος βόρειον 35ο 9΄ (Ν) και γεωγραφικόν μήκος ανατολικόν 33ο 36΄ (Ε).
Ο συγγραφέας βρίσκει τις ρίζες του, θυμάται παππούδες, γιαγιάδες, γράφει για το σόι του από πατέρα και μητέρα, τους ανθρώπους της Άσσιας γενικώς, που ήταν όλοι ενδιαφέροντες, εργάτες του μόχθου, της στέρησης, τίμιοι μεροκαματιάρηδες, φιλόσοφοι, όλοι υποχρεωμένοι να συμβιώνουν εν ειρήνη και με τους κανόνες ηθικής και ανθρωπιάς που από παλιά η κοινωνία του χωριού επέβαλλε, ώστε να γίνουν άνθρωποι ή αδρώποι.
Περιγράφει ενδιαφέροντες τύπους και τα κατορθώματα, τις αδυναμίες ή τις συνήθειές τους, μπορεί να χαρακτηρισθεί το βιβλίο και λαογραφικό.
Γράφει για την αλληλεγγύη των Ασσιωτών στις δυσκολίες και τις λύπες τους, τη συμμετοχή τους στις χαρές του διπλανού, τα πειράγματα και τα χουνέρια που έκαναν αναμεταξύ τους, για να γελάσουν και να σπάσουν τη μονοτονία του χωριού.
Βιβλίο που διαβάζεται ευχάριστα, σας μεταφέρει νοερά στους δρόμους και στο περιβάλλον της Άσσιας και μεταδίδει τα βιώματα του συγγραφέα στο τουρκοκρατούμενο σήμερα χωριό του.
Το εξώφυλλο εφιλοτέχνησε ο Διογένης Καμένος.
Αυτοέκδοση, 1991.
Πόρνηθες
Θεατρικόν, 2001
Εκδόσεις: Πιτσιλός:
Σοφοκλέους 4 Τ. Κ. 105 59 Αθήναι
Τηλέφωνο: 210 32 11 237
Ο συγγραφέας γράφει με το ψευδώνυμο
ΙΑΣ ΟΝ ΕΙΔΟΣ ΙΑΣ ΩΝ ΗΔΥΣ
Το έτος 2001 μαζεύονται οι απανταχού της γης πόρνες, για να εκθέσουν τα πεπραγμένα και τις πουτανιές τους στους Πρώτους Μουνιακούς-Πουτανιακούς Αγώνες, που θα διεξάγονται πλέον αιωνίως, όλα τα μονά χρόνια, την πρώτην πανσέληνον του Αυγύστου, αν συμπέσουν δύο πανσέληνοι τον Αύγουστο, με πρώτον έτος τέλεσής τους το 2001.
Οι συμμετέχουσες βραβεύονται, αναλόγως της επιτυχίας και του άθλου τους με τα ανάλογα βραβεία, του Μέγα, του Μεγάλου, του Κανονικού και του Αληθινού Φούτσου, που αξίζουν όσο δέκα Όσκαρ, ενώ κινηματογραφούνται από τα μεγαλύτερα τηλεοπτικά κανάλια του κόσμου, MEGA, ANTENNA, NET, TELECITY, ITA 8, RAI, CNN, ΡΙΚ.
Παρελαύνουν τα πνεύματα πορνών και εταιρών της αρχαιότητας, γενικά των παρελθόντων ετών, που δίνουν την ευχή τους για πρόοδο και καταξίωση των Μουνιακών και φθάνουμε στο σήμερα, όπου μετέχουν διαγωνιζόμενες πόρνες της σήμερον και όπου κερδίζουν, πέραν του αναμνηστικού της συμμετοχής τους βραβείου, και αρσενικό της επιλογής τους, από τις διάφορες μάντρες όπου είναι μαντρωμένοι, για σύντομη χρήση και επιστροφή του.
Oι λίθιοι
Διηγήματα, 2002
Εκδόσεις: Πιτσιλός
Σοφοκλέους 4 Τ. Κ. 105 59 Αθήναι
Τηλέφωνο: 210 32 11 237
Έξι διηγήματα, δοσμένα με χιούμορ και σκωπτική διάθεση.
Το πρώτο, « Ύπνε συνθάνατε αθάνατε», είναι ένας ύμνος προς τον αθάνατο ύπνο, τον αδελφό του θανάτου και περιγράφει την επίμονη προσπάθεια του συγγραφέα να κοιμηθεί.
Το δεύτερο, «Οι λίθιοι», αναφέρεται στους διάφορους οι λίθιους και ηλίθιους που κυκλοφορούν ανάμεσά μας και μας κάνουν τη ζωή δύσκολη, γιατί οι αντιδράσεις και το μυαλό τους είναι σαν λίθοι.
Το τρίτο, «Σ’ αγαπώ. Το βλέπεις;», μιλάει για μια κοπέλα που έδειχνε πολύ ερωτευμένη με τον σύντροφό της, σε ένα λεωφορείο που πήγαινε στο κέντρο της Αθήνας.
Το τέταρτο, «Ο μαζός», περιγράφει ένα υπερμεγέθες βυζί και τα απωθημένα του συγγραφέα.
Tο πέμπτο, «Νηρηίς ή Ερινύς», είναι μια ταλάντευση μεταξύ της νομίμου συζύγου και μιας γυναίκας, που οδηγεί σε παραστράτημα τον συγγραφέα στον ύπνο του,
ενώ το έκτο και τελευταίο, «Πώς έγινα Έλλην», περιγράφει τις δυσκολίες και την ταλαιπωρία του συγγραφέα, που, καίτοι είναι εκ της γεννήσεώς του Έλληνας, συναντά για να αποκτήσει την ελληνική υπηκοότητα.
Kυνοβούλιον
Του Κώστα Δ. Χατζηκωστή
Διηγήματα, 2003
Εκδόσεις: Πιτσιλός
Σοφοκλέους 4 Τ. Κ. 105 59 Αθήναι
Τηλέφωνο: 210 32 11 237
Μια συλλογή από εννέα διηγήματα.
Το πρώτο, «Η αλλαγή με τά σού», είναι μια πρόσκληση από τον άρχοντα της Λαμψουρίας προς τον ήρωα, να μιλήσει για την αλλαγή μετά σού. Για την αλλαγή της αλλαγής ή χωρίς αλλαγή; Για αλλαγή με τις προθέσεις της; Όπως εναλλαγή, απαλλαγή, παραλλαγή, ανταλλαγή ή και συναλλαγή;
Το δεύτερο, «Ο δικός μου Χασάν», δίνει το στίγμα της Άσσιας κατά μήκος και πλάτος. Περιγράφει τη γνωριμία του συγγραφέα με τον Τουρκοκύπριο Χασάνη από τη Βατυλή, από πατέρα Τουρκοκύπριο και μητέρα Ελληνίδα, που είχε ένα αμφιθαλή αδελφό Ελληνοκύπριο, τη συμπεριφορά του προ και κατά την εισβολή προς τους Ελληνοκυπρίους.
Το τρίτο, «Ζωή και κότα στο κηδεμωΝΑΤΟ», βρίσκει τον ήρωα και τον εαυτό του εν κινδύνω. Πρέπει οπωσδήποτε να μεταναστεύσει, για να σώσει τον εαυτόν του. Δέχεται προτάσεις να μετοικήσει σε προτεκτοράτο, χαλιφάτο, σεϊχάτο, σουλτανάτο ή στο κηδενωΝΑΤΟ, γιατί πουθενά αλλού δεν θα βρει την προστασία του με ΝΑΤΟ κηδεμόνα.
Tο τέταρτο, «Η προσευχή του πεθαμένου», είναι η προσπάθεια του ήρωα, που νιώθοντας ότι δεν υπάρχει σωτηρία, γιατί θεωρεί τον εαυτό του ήδη νεκρό, να αμυνθεί ακόμη και με παιδικά βέλη κατά του εποίκου και αποίκου, που καταπατά τη γη του με την έγκριση και προτροπή των προστατών του.
Το πέμπτο, «Ιππαστοί», είναι η εκπαίδευση του Παυσανία Πτωχού Παμπτώχου εις τας Αθήνας, για να πάψει να είναι χωρικός και να γίνει αστός. Αντί να γίνει αστός πολίτης, τον θεωρούν ίππο, άλογο ή γαϊδούρι της πόλης, δηλαδή ιππαστόν.
Tο έκτο, «Υλησταί», αποτυπώνει τις προσπάθειες των ισχυρών του Κόσμου να κηδεμονεύσουν και να ληστεύσουν τα υλικά αγαθά των λαών της Γης και την αντίδραση των επαγρυπνούντων, ώστε να αποτρέψουν τα σχέδια των ληστών, των ληστευόντων την ύλη, των υληστών.
Το έβδομο, «Κυνοβούλιον», περιγράφει την είσοδο του Κορέου Κόρτα Κόρτες, μονάκριβου μοναχοπαιδιού σκύλου στο Κυνοβούλιον, τη Βουλή των σκύλων της Λαμψουρίας, το γαύγισμα των υπολοίπων βουλευτών σκύλων, η συμπεριφορά τους στο φαΐ και τα ψηφίσματά τους υπέρ εαυτών και οι νουθεσίες του υιού σκύλου προς τη μάνα του τη σκύλα πώς να φυλάσσει τα κερδιζόμενα.
Το όγδοο, «Αμαρτία εξομολογημένη», μιλάει για το πώς ο συγγραφέας κατά την παιδική του ηλικία προμηθεύτηκε μια σφενδόνα και με την πρώτη του βολή, την πρώτη και μοναδική φορά στη ζωή του που κυνήγησε πουλιά, πέτυχε και σκότωσε το μοναδικό σπουργίτι που κυνήγησε. πώς θα το έτρωγε, με τα εντόσθια, αλλά χωρίς φτερά.
Το ένατο, «Παναγιώτη θα πεθάνεις», είναι μια πραγματική ιστορία, η πορεία προς το καθήκον και ο ηρωικός θάνατος του εφέδρου λοχία των Καταδρομών Παναγιώτη Προεστού, που έπεσε μαχόμενος κατά των Τούρκων εισβολέων την 22. 7. 74. στις Χαμίτ Μάντρες, υπερασπιζόμενος την Κύπρο και τον Ελληνισμό.
Λεξανός
Τηλέφ. Συγγραφέα: Αθηνών: 210/ 2236182, 3213125
693 4468 268
Κύπρου: 22 482 762, 99 598 410
Λεξικόν
Αιρετικόν-ανατρεπτικόν, αμαρτωλόν-αγνόν,
ανάποδον-διαλυτικόν, αρσενικόν-θηλυκόν,
αρχαίας-νεωτέρας, γενετήσιον-γεννήσιον,
έντιμον-έτυμον, ενωτικόν-ανθενωτικόν,
καθολικόν-διαμαρτυρόμενον, κωμικόν-τραγικόν,
μαλακόν-σκληρόν, ομαλόν-ανώμαλον,
ομαλών-ανωμάλων, ορθόδοξον-ανορθόδοξον,
ορθόν-καθιστόν, σεμνόν-άσεμνον,
τολμηρόν-σατιρικόν, φανταστικής-μελλοντικής Ελληνικής.
Εκ του Χάους και της Γης εγεννήθη η Ελλάς. Η Ελλάς και ο
Έρως απέκτησαν μίαν κόρη, την Ελληνική, που ηράσθη ο Δίας
και εκ της ενώσεώς της μετά του θεού η ημίθεος εγέννησεν
την Ελληνίδα, που εγένετο η μάνα, ο πατέρας, η μητριά, η θεία,
ο αδελφός και η αδελφή όλων των γλωσσών του κόσμου, η
οποία μπορούσε και μπορεί μέχρι σήμερα να γεννάει
παρθενογενετικώς. Εξ αυτής εγεννήθη ο Λεξανός, ο ωκεανός
των λέξεων, λέξεων που δεν υπάρχουν στα λεξικά.
Μερικές λέξεις του Λεξανού:
αγελάδος ο, η αρσενική αγελάδα
αεροβάτης ο, η, περπατών/ούσα στον αέρα
αεροδός η οδός αέρος
αεροπορδή η, κλανιά αέρος
αιγόφτας ο, έχων αυτιά αιγός
αφροδύτης ο, δύτης αφρού, επιφανείας, της Αφροδίτης
βαρκάδω ρ. τραγουδώ στη βάρκα
βασιλύσσα η, λύσσα της βάσης, η βασίλισσα
βολτέρως ο, έρωτας που πάει βόλτα, έρωτας των βολτ
βουκώλος ο κώλος του βου, βοσκός βοών
γαλάξιος ο, Αξιός, ο άξιος του γάλακτος
εξοίκιος ο, η τιθέμενος/η εκτός οικίας
κουπιέρης ο, τραβών κουπί, ο κωπηλάτης
Λεξανός ο, ωκεανός των λέξεων, ο ψάχνων λέξεις, ο τρέχων
(ναίων) στις λέξειςμηλονού η, μυλωνού, μήλο του νου
μπαράθυρο το, μπαρ χωρίς πόρτες
μυστάκος ο , το μουστάκι, ο ποντικός στήριγμα
ναυτήλος ο, το καρφί του ναύτη
νυφάλιος η, νύφη της θάλασσας
ομηρουμένη η, γλώσσα του Ομήρου, του Ομήρου μένει ονασπισμός ο, ένωση πολλών όνων σε οναρχία
οναστός ο, γαιδούρι αστός, ο αστός όνος
παιδίσκιος ο, ίσκιος του παιδιού
Παντηλίθειοι οι, οι κατά πάντα ηλίθιοι, οι θείοι του Παντελή
παράγκος ο, ο παράγων της παράγκας
παράθεός ο, κοντά στον θεό, ο θεός του χρήματος, του παρά
πεινακίς η, σουβλιά της πείνας
πορνηθείά η, θεία η πόρνη, πουτανιά στο ήθος
πρόβλάκας ο, προτού καταστεί βλάκας
ρώσοικος ο, ρώσικος, οίκος Ρώσων, ροζ οίκος
σκωληκοβούλιον το, η Βουλή των σκωλήκων
σκώλυκοι οι, τα σκουλήκια λύκοι
τεράστεος ο, τέρας της πόλης
τσακαλώτός ο, έχων αυτιά τσακαλιού
υποκώμος ο, υπό την επήρεια κωμωδίας, ευδιάθετος
υπύρετος ο, υπόθερμος, υπό το πυρ του έτους
φθινεσπέρα η, εξάντληση της νύχτας, το ξημέρωμα
φιδίλιμός ο, λιμός, η πείνα των φιδιών
φλουρός ο, πλούσιος φρουρός, ο φλώρος
χαράδρή η, χαράδρα, μεγάλη χαρά
ψάριππος ο, ψαρός ίπππος
Κύπρον ού μη ζούμεν…μυζούμεν
Του Κώστα Δ. Χατζηκωστή
Διηγήματα, 2005
Εκδόσεις: Γιώργος Κουτσανδρέας
Σταδίου 51 105 59 Αθήναι
Δεκατρία διηγήματα, βιώματα και φαντασία του συγγραφέα.
Το πρώτο, «Το λαρδί και η οργή», είναι η τυχαία συνάντηση ενός Ασσιώτη με μιαν άγνωστη στην παραλία, παρουσία της παρέας του, η είσοδός τους στη θάλασσα, η έφοδος και η επίθεση ενός φίλου σαν τον καρχαρία εναντίον της κοπέλας, ο εναγκαλισμός του σαν χταπόδι, με ταυτόχρονο παλαμάριασμα στο βυζί και στον κώλο της και ίσως και κάτι παραπάνω και κάπου αλλού, ενέργεια του φίλου που πλήρωσε ο ανίδεος και αθώος συγγραφέας.
Το δεύτερο, «Η κοπέλα της πράσινης γραμμής», περιγράφει τη γνωριμία ενός στρατιώτη στην πράσινη γραμμή με μια ορφανή μικρούλα, φτωχή, αθώα, αγνή και άβγαλτη, η επιστροφή του στον ίδιο τόπο μετά από τριάντα οκτώ χρόνια. Ακολουθώντας την ίδια διαδρομή με την περιπολία του τότε, συνάντησε δυο γυναίκες στο ίδιο σημείο, τη γριά σήμερα, τότε κοπέλα της πράσινης γραμμής, που γνώρισε κάποτε, και την όμοιας ομορφιάς με τη μάνα κόρη της, που έπαψε να είναι κοπέλα και μεταμορφώθηκε σε μιαν ώριμη γυναίκα κατ’ εικόνα και ομοίωση της μητρός της και με ολίγα χαρακτηριστικά του αγνώστου πατρός της.
Το τρίτο, «Πι θανόν», είναι η προσπάθεια κατάργησης, θανάτωσης του πι. Ο αγώνας και η κρίση του ήρωα για την ύπαρξη του γράμματος του ελληνικού αλφαβήτου, που
διάφοροι εχθροί της προσπαθούν, αντί πέθανε να λένε έθανε και αντί για παράδειγμα να λένε αρά ή άρα δείγμα, ο πίλος να λέγεται ίλος και η πύλη ύλη και το πιθανόν σκέτο θανόν.
Το τέταρτο, «Ο κούνουπας», καταγράφει την ενόχληση που προκαλεί στον ήρωα ένα κουνούπι, τη συνομιλία τους, τη συμφωνία μεταξύ τους, την παρασπονδία του κουνουπιού και το τσίμπημά του στον κώλο της γειτόνισσας του ήρωα, οπότε εξανίσταται, επιτίθεται και συνθλίβει τον κούνουπα μετά της συμβίας του.
Το πέμπτο, το «Κύπρον ου μη ζούμεν…μυζούμεν», περιγράφει τα παθήματα της Κύπρου και του Κύπριου, τις ύαινες που τους περιτριγυρίζουν και τους απειλούν, το θηρίο- έκτρωμα της φύσης που τους παρουσιάζεται ως σωτηρία, τις υποσχέσεις και τα δώρα του, ποιοι σπεύδουν να εκμεταλλευτούν υποσχέσεις και χρυσίον που σκορπίζει ή υπόσχεται να σκορπίσει, την απόφαση του ήρωα Κύπρου Τευκρίδη να αμυνθεί και να σκοτώσει το θηρίον-έκτρωμα, πώς του βγάζει τα μάτια και αναγκάζεται να το αποσύρει ο μαύρος Καραγκιόζης-υπηρέτης.
Το έκτο, «Μύζα από μίζα», είναι η διδαχή του ήρωα Αερία προς τα παιδιά του για το πώς να παίρνουν πάντα μίζα από τη μύζα, μύζα από τη μίζα και πως μίζα από άλλων τη μύζα και γενικά, πουλώντας αέρα κοπανιστό, να εργάζονται όλοι για τον καθένα και ο καθένας για όλους, να δουλεύουν τα κορόιδα και να εισπράττουν οι Αερίες Άλυποι Αλύπητοι αλύπητα.
Το έβδομο, Τσιγάρο και ώτο στοπ», μιλάει για τη θανατηφόρο κουλούρα, το τσιγάρο και το κάπνισμα, την πρώτη επαφή με το τσιγάρο, το κάπνισμα και το κόψιμό του από τον συγγραφέα «με το μαχαίρι», τη φύλαξη του υπολοίπου του πακέτου των
τσιγάρων ως ενθυμίου στο αυτοκίνητό του για εφτά-οκτώ χρόνια, το ώτο στοπ ενός καπνιστή, που επειδή του τέλειωσαν τα δικά του αναγκάζεται να καπνίσει τα φυλασσόμενα υπό του συγγραφέα στο αυτοκίνητό του και η τρεχάλα του στα χωράφια για την ανάγκη του.
Το όγδοο, «Για τα παιδιά μου», αναφέρεται στις μέρες το 1974 στην Κύπρο και την τουρκική εισβολή. Επιτίθενται οι Τούρκοι με όλα τα μέσα που διαθέτουν και αμύνονται οι Ελληνοκύπριοι με λιανοτούφεκα. Η αυτοθυσία των Ελλήνων, η περήφανη και λεβέντικη απάντηση ενός φαντάρου, που έμεινε στη θέση του και δεν την εγκατέλειψε, για να αγωνιστεί για τα παιδιά του, μα και των άλλων και για άλλους φαντάρους, που δεν είχαν παιδιά και παρ’ όλα αυτά πέθαιναν για τα παιδιά μας.
Το ένατο «Υπόλοιπο ζωής», μιλάει για το πώς ο συγγραφέας εκινδύνεψε πολλές φορές να χάσει τη ζωή του, πώς επιβίωσε χωρίς να πάθει τίποτε, πώς ο καλός θεός τον βοήθησε να ζήσει, πόση ζωή του απομένει και τι ευχές έχει για να ζήσει.
Το δέκατο, «Οι διακοπές του ζεύγους Φάρα», περιγράφει πώς το ζεύγος Φάρα, στην αρχή για να επιβιώσει και στη συνέχεια για να αποκτήσει πλούτη, εξωθεί ο σύζυγος στην πορνεία, πώς αποδέχεται η σύζυγος ασμένως τον ρόλο της πόρνης, πώς το ευχαριστιέται, πώς το επαναλαμβάνουν για δεύτερη φορά, χάριν του κέρδους, αλλάζοντας μάλιστα ονόματα, μη τους αναγνωρίσει κανείς και για να διατηρήσουν τα δήθεν καλό τους όνομα και τη φήμη τους.
Το ενδέκατο, «Η αύξηση», είναι η ιστορία της ηρωίδας που αποφασίζει ότι πρέπει επιτέλους να πάψει η εργοδοσία να την εκμεταλλεύεται και να της πληρώσει ό,τι ακριβώς δικαιούται και της οφείλει και γι’ αυτό απευθύνεται στους αρμόδιους εργοδότες της και αξιώνει τα νόμιμα, πλην όμως συναντά την άρνησή τους να της καταβάλουν τα οφειλόμενα, οπότε της απομένει ο μόνος νόμιμος τρόπος για να τα διεκδικήσει. Το δικαστήριον.
Το δωδέκατο, «Δεσμά φυλακής», παρακολουθεί τη σύλληψη ενός αθώου Άραβα, θεωρούμενου υπόπτου τρομοκράτη, τη μεταφορά του σε μυστική φυλακή και τα βασανιστήρια που τον υποβάλλουν ηλίθιοι βασανιστές, κατόπιν ηλιθίων εντολών ηλιθίων κυβερνητών. Η μόνη αντίδραση κατά του βασανιστή του, του φτύνει στο μάτι και τον τυφλώνει τα δόντια που του έσπασε προηγουμένως.
Το δέκατο τρίτο, «Αλκέτα σ’ αγαπάει», εκθέτει την αγάπη δύο νεαρών ανθρώπων μεταξύ τους και προς τους άλλους ανθρώπους, τις φιλίες τους και την ανταπόκριση που βρίσκουν, που φτάνει μέχρι του σημείου ένας φίλος τους αεροπόρος να γράψει στον ουρανό με τα καυσαέρια του αεροπλάνου του ότι η σύζυγος αγαπάει τον άντρα της Αλκέτα.
ΠορνηθώνΘεατρικόν, 2006
Εκδόσεις: Γιώργος Κουτσανδρέας
Σταδίου 51 105 59 Αθήναι
Τηλ.: 210 3313145, 6938238033
Ο «Πορνηθών» περιγράφει τη διαδικασία πρόκρισης «ανδρών» στους Ψωλιακούς 2006. Οι ήρωες περιγράφουν τα κατορθώματά τους, κρίνονται οι πράξεις τους, άλλοι αποτυγχάνουν, οι πλέον άξιοι όμως παίρνουν την πρόκριση. Άλλοι κλαίνε άλλοι γελάνε.
Τα γεγονότα εκτυλίσσονται στη Λαμψουρία, χώρα νησιωτική, συσταθείσα σε κράτος 20 000 χρόνια προ Σόλωνος, που συναντάμε σε γεωγραφικόν μήκος ανατολικόν 26ο (Ε) και πλάτος βόρειον 36ο (Ν).
Η πόλη Πορνάς είναι η πρωτεύουσα της χώρας, οι κάτοικοι της χώρας, οι Λαμψούριοι, είναι από παλαβοί και μισότρελλοι έως τρελλοί, οπωσδήποτε όμως όλοι ιδιόρρυθμοι.
Η χώρα έχει πληθυσμόν 100.000 αυτοχθόνων και 900.000 μεταναστών. Παράγει προϊόντα αέρος, ευκαρπή κοπανιστόν αέρα, επικρατεί δε μια καινούργια θρησκεία. Ο πλουτισμός, μονοθεϊστική θρησκεία, παραδέχεται ένα και μοναδικό θεό, τον Πλούτο, έχει δε αξιοθέατα τον ναό του θεού και τον Πορνηθώνα, το μέγαρον όπου οι μετέχοντες εξασφαλίζουν την πρόκριση.
Έθνος αδελφόν των Λαμψουρίων, το Πορνηστάν και νόμισμα του κράτους ή νομιζόμενον, σε ψιλά και χάρτινο ή κέρμα, η νομιζομένη δραχμή, το ημιλαμψουριστό πεντακοσάρικο, το λαμψουριστό χιλιάρικο, το δεκαλάμψ δεκαχίλιαρο, το πανσέληνον των είκοσι χιλιάδων, το υπερέλληνον των πενήντα και το πανέλληνον των εκατό χιλιάδων δραχμών.
Βουστάσιον
Θεατρικόν, 2006
Εκδόσεις: Γιώργος Κουτσανδρέας
Σταδίου 51 105 59 Αθήναι
Τηλ.: 210 3313145, 693823803
Το «Βουστάσιον» αναφέρεται στα διαδραματιζόμενα στη Λαμπουρική। Περιγράφει το ανάκτορον του αυτοκράτορος, τη χλιδή και την πολυτέλειά του, τις ετοιμασίες για την τελετή, τα γεγονότα που προηγούνται της στέψης του Βού του βού, δηλαδή του δεύτερου, την ίδια την ιεροτελεστία της τελετής, παρακολουθούμε πώς εγεννήθη το κράτος της Λαμψουρίας και το έθνος των Λαμψουρίων, την κατασκευή του θρόνου του αυτοκράτορος υπό μαραγκού εκ γά Μυσίας, τους υπηρέτες, τους εχθρούς του, την κατασκευή του εμβλήματος του Βουστασίου, τον μαραγκό, τον δάσκαλο και τα μαθήματα που παίρνει ο Βούς ο αυτοκράτωρ για να πάψει να είναι ξύλο απελέκητο, υην ενδόμυχη αλλά απραγματοποίητη επιθυμία του να γίνει ο πατέρας, ο δημιουργός ενός έθνους.
Προσκαλούνται για τη στέψη τα κανάλια όλου του κόσμου, βγαίνουν οι απαραίτητες φωτογραφίες, εξοφλεί ο αυτοκράτωρ τις υπηρεσίες των υπηρετών με διορισμούς.
Ο αυτοκράτωρ Βούς ο Β΄ εκφράζει την ηθική του ακεραιότητα και τη θέλησή του να κατατροπώσει τις δυνάμεις του Κακού. Συνδυάζει πάντως τον βού με το ούστ και ολίγην Ασία.
Πύρωμα ψυχής
2007
Δεκατέσσερα διηγήματα, μεταξύ πραγματικότητας και φανταστικού.
ΠΥΡΩΜΑ ΨΥΧΗΣ
Δεκατέσσερα διηγήματα, δοσμένα με κομμάτι ψυχής, το ιδιαίτερο ύφος, την άριστη γνώση και χρήση της γλώσσας, ένα παιχνίδι με τις λέξεις του συγγραφέα. Περιγράφουν ψυχές άλλων, με τα αμαρτήματά τους, το ύψος και την άβυσσό τους, άλλοτε με σοβαρότητα και άλλοτε με χιούμορ και σκωπτική διάθεση.
Το πρώτο, «Ψυχή Αυγουστή», ιστορεί στιγμές χαράς και θλίψης, βγάζει τα εσώψυχα του ήρωα της ΕΟΚΑ Αυγουστή Ευσταθίου, του ανθρώπου που έζησε τις τελευταίες στιγμές του ηρωομάρτυρα του Κυπριακού Αγώνα Γρηγόρη Αυξεντίου, πώς πέθανε και πώς έμεινε αθάνατος εις τους αιώνες των αιώνων.
Το δεύτερο, «Η θυσία της Ελένης», αναφέρεται στο πώς η ηρωική δασκάλα της κατεχομένης Καρπασίας θυσίασε τα νιάτα της για να μορφώσει τα εγκλωβισμένα παιδιά του χωριού της, της Αγίας Τριάδας, επί είκοσι τρία χρόνια, μέχρι που, για λόγους υγείας, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη γη της Καρπασίας, όπου γεννήθηκε.
Το τρίτο, «Η αρχή της επιβαλλομένης», χαράσσει την υποχρέωση της Πολιτείας, που έχει προς εγγονό και υιό στρατηγού, την εκστρατεία του υιού και εγγονού να αναρριχηθεί στα ύπατα αξιώματα του κόμματος, αναφέρει τις διάφορες παγίδες που έπεσε, την ανικανότητά του και την πρόσκλησή του προς τους νεκρούς προγόνους του να αντιμετωπίσουν αυτοί τα διάφορα προβλήματα και τους εχθρούς του και να τον βγάλουν ασπροπρόσωπο
Το τέταρτο, «Η δία λογή του Χάρου», μιλάει για την επίσκεψη του Χάρου σ’ ένα παραδεισένιο χωριό, όπου τον προσκαλεί μια παρέα στο τραπέζι της και σχεδόν τον μεθάει, και ξεχνάει τον λόγο της επίσκεψής του, παρ’ όλα αυτά, όμως, δεν θα φύγει χωρίς να πάρει κάποιον μαζί του.
Το πέμπτο, «Θάνατος στο Διάστημα», παρακολουθεί την πορεία ενός ανήσυχου ανθρώπου, ασυμβίβαστου με τα σάπια, παράνομα και παράλογα που συμβαίνουν στον κόσμο του, την αποστολή και την απόρριψή του στο Διάστημα για να τον ξεφορτωθούν, τη συνάντησή του με εξωγήινους, τη συμφωνία του μ’ αυτούς, να γονιμοποιεί τις γυναίκες τους και την απαλλαγή της Γης από τους κακούς και την αντικατάστασή τους με καλούς.
Το έκτο, «Μπουκιά και συχώριο», καταγράφει πώς γεννιέται ένας μεγάλος έρωτας, πώς δυο κορμιά τέλεια-μπουκιά και συχώριο-ενώνονται σώματι, πώς ενώνεται και η ψυχή δύο ανθρώπων, πώς δοκιμάζεται η αγάπη τους και πώς σφυρηλατείται, πώς αποδεικνύονται τα αισθήματα εκατέρωθεν και την αίσια κατάληξη που έχει η δοκιμασία τους.
Το έβδομο, «Ο κουτού ρούς», βλέπει και ακολουθεί τις ενέργειες ενός καραβοκύρη, που κληρονόμησε ένα πλοίο από έναν μπάρμπα, όχι στην Κορώνη, αλλά κάπου εκεί κοντά, τη συγκέντρωση του πληρώματος, την επάνδρωση του καραβιού, τον πλου του στον ωκεανό για το κέρδος, τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει, την κυβέρνηση του πηδαλίου του βαποριού, την εξουδετέρωση των αντιπάλων και τα μεγάλα φαγοπότια που γίνονται με τους κουμπάρους, μονόκωλους, δίκωλους, τρίκωλους και ακόμη παραπάνω
Το όγδοο, «Ο ψευδομάρτυς», καταγράφει το πέρασμα ενός αγράμματου εργάτη στην κατ’ επάγγελμα ψευδομαρτυρία, μέχρι που διάφορα γεγονότα τον κάνουν να αναθεωρήσει τη στάση του, φτάνοντας μέχρι του σημείου να κρίνει, να δικάσει και να καταδικάσει τον εαυτό του.
Το ένατο, «Πώς δεν έγινα καλός άνθρωπος», είναι μια εξομολόγηση εκ βαθέων του συγγραφέα, στην προσπάθειά του να γίνει στην πορεία της ζωής του καλός άνθρωπος, τι δυσκολίες συνάντησε και τι παραστρατήματα διέπραξε και δεν κατέστη δυνατόν να γίνει μέχρι σήμερα καλός άνθρωπος.
Το δέκατο, «Σκωληκοβούλιον», ξεκινάει από μια κηδεία, συνεχίζει με αναζήτηση θέσεως σε διάφορα νεκροταφεία, τις τιμές της τελευταίας κατοικίας στην Αθήνα και τα περίχωρά της, κάνει μια δημοσκόπηση για την καύση ή την ταφή των νεκρών και καταλήγει σε ένα συμπόσιον σκωλήκων, που κατατρώγουν πολλούς και διάφορους πεθαμένους.
Το ενδέκατο, «Υπερήφανος ως Έλλην», υμνεί τους λόγους και τις καταστάσεις που διαμορφώνουν τη συμπεριφορά ενός Έλληνος, οι οποίοι τον καθιστούν υπερήφανο, όχι γιατί είναι Έλλην, μα γιατί ζει στην Ελλάδα και ειδικότερα στη Αθήνα, όπου ελαχιστοποιεί ή και παραγνωρίζει τα κακώς κείμενα, αρνούμενος ότι υπάρχουν.
Το δωδέκατο, «Χέσιμο παρά τραπέζαις», αναζητεί λύση στο αιώνιο και μόνιμο πρόβλημα με τα εισοδήματα και τα έξοδα των απόμαχων της ζωής, των συνταξιούχων, που όχι μόνον βρίσκουν λύση στα προβλήματά τους, μα και καθίστανται τραπεζίτες οι ίδιοι, με δυνατότητα, αντί να εξαρτώνται αυτοί από τις τράπεζες, οι τράπεζες να εξαρτώνται από αυτούς
Το δέκατο τρίτο, «Χέστηκε η φοράδα μας-κινδυνεύει η Λόλα», γράφει την Ιστορία που συντάσσει η φοράδα Αγαπελλάς και τη βοηθούν προς τούτο μια Αμερικάνα και άλλη μια Εγγλέζα φοράδες, που χέζονται αλλά και χαχανίζουν κατά βούλησιν, μα και λυπούνται, χαίρονται, εκπλήσσονται, φοβούνται με όσα συμβαίνουν στον πλανήτη μας γενικότερα και στη Λαμψουρία ειδικότερα.
Το δέκατο τέταρτο, «Ο μπάσταρδος», φωτίζει την πορεία ενός αγνώστου πατρός ξανθού αγοριού στην Αγγλία, όπου το υιοθετεί ένας πλούσιος αριστοκράτης, το βοηθάει να αποβάλει τα άγρια και σαδιστικά του ένστικτα, όσο νομίζει ότι τα απέβαλε, το μορφώνει, του χαρίζει την περιουσία του και τον τίτλο του λόρδου και το εντάσσει στην υπηρεσία της αυτής μεγαλειότητος, επικεφαλής του Φόρεϊν Όφις, για να κυβερνήσει την ανθρωπότητα.
Ο συγγραφέας : Τηλ. Αθηνών: 210/ 22 36 182, 32 13 125,
και 693 4468 268
Κύπρου: 22 482762, 99 598 410