Sunday, May 26, 2024

Ανδριανή Μενοίκου Τσιολάκκη (Αθασιά)


Οι ποιητάρηδες του Παραλιμνιού, οι λαϊκοί αυτοί δημιουργοί που με μοναδικό τρόπο συνθέτουν στίχους, που καλύπτου κυρίως βιώματα ζωής και όχι μόνο, αλλά στέλνουν ταυτόχρονα και μηνύματα, που προβληματίζουν, είναι συνεχιστές μιας μακραίωνης παράδοσης στην Κύπρο. Η λαϊκή ποίηση στον τόπο μας έχει διανύσει μια πολύ μεγάλη πορεία μέσα στο χρόνο, καταφέρνοντας να συγκινεί το ακροατήριο της.

Το Παραλίμνι δεν μπορούσε να υπολείπεται αυτής της κατάστασης. Αντίθετα, φημίζεται για την πλούσια λαϊκή ποιητική παράδοση του, όπου γενιές γενεών παρουσιάστηκαν κατά καιρούς στην περιοχή, εμπλουτίζοντας την λαϊκή κουλτούρα και παράδοση.

Ο Κώστας Τσολάκης στο ξεχωριστό του βιβλίου «Κυπριακή λαϊκή παράδοση. Οι ποιητάρηδες του Παραλιμνιού», καταγράφει με εξαιρετική επιμέλεια τους ποιητάρηδες της περιοχής. Μία από αυτούς όλους είναι και η Ανδριανή Μενοίκου Τσιολάκκη (Αθασιά).
Ανδριανή Μενοίκου Τσιολάκκη (Αθασιά)

Η Ανδριανή Μενοίκου Τσιολάκκη (Αθασιά) από το Παραλίμνι, έχει γράψει και απαγγείλει αμέτρητους στίχους και ποιήματα στις δεκαετίες που πέρασαν. Δυό από τα ποιήματα της:

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

 Είμαι Παραλιμνίτισσα, να πώ τζαι το χωρκό μου

Αντριανού το όνομα, εν το βαφτιστικό μου

φωνάζουν με τζαι Aθασχιά, το χαϊδευτικό μου

Τ ’ονομά μου εν Αντριανού, γιορτάζω το Νοέμβρη

όμως αν μεν πείς Αθασχιά, κανένας εν θα μ’ έβρει

Εγιόνι εγεννήθηκα μες το σαράντα ένα

τέλια στο τέλος δηλαδή επιάσαμε τζαι μέναν

τζαιν μ’ άφηκεν να γεννηθώ μες το σαράντα δύο

τζαιν χρόνος πας την ράσχην μου, τζαι μπόρα τον ποφύω

 Των χριστουγέννων γέννημα, την ίδιαν ημέραν

που εγεννήθειν ο Χριστός, τζαί ’χω το για μαννιέραν

Έπρεπεν να με Χριστινού, αλλά ήταν η αρφή μου

τζαι της γιαγιάς μου το όνομα, μου’ δώσαν οι γονιοί μου

 Ο τζίρης μου εθώρεν με, άσπρην σαν την καφούρα

τζαι σαν την κούνναν τ’ αθασχιού, τζαι γιω ήμουν μουζούρα

εφώναζεν με Αθασχιάν, τζαι τούτον μου αφήσαν

Αντριαννούν εφωνάξαν με, μόνον που μ’ εβαφτίσαν

πία στο δημοτικό, τ’ όνομα μου να γράφω

τζ’ ύστερα εις το ράψιμο, νοικοτζιρκό να μάθω

Πέντε αδέρφκια είμαστον, αλλά τζαι οι γονιοί μας

Για να ντυθούν εθέλαμεν, μια ράφτεναν δική μας

Γιατί εν τζ ’είσχεν όπως τωρά, έτοιμα ν’ άγοράσεις

Που σάκον ως εσώρουχον, έπρεπε να το ράψεις

Τζαι  η στετέ μου ελάλεν μου, η μάνα του παπά μου

Να μάθω τζαι το ράψιμο, ήταν καλλύτερα μου

Να μάθεις πρώτα ράψιμο, τζ’ ύστερα το μακούτζιν

τζιαν δεν την θέλεις κρέμαστην, την τέχνην στο παλλούτζιν

Λάμνε να μάθεις ράψιμον, να ράφκεις τα δικά σας

τζι μάνα σου επάτησεν, με τα ραψιματά σας

πρόσεξε τζαι τα γράμματα, εν σου διούν να φάεις

έβρε καμιάν μαστόρισαν, στο ράψιμο να πάεις.

Ήντα το θέλεις το κρογιόν, να γράφεις τζαι να σβήνεις

Να πέμπεις του κοπέλου σου, αρκών που να μιαλλήνεις­­;

Ήντα μπου θέλεις τα πολλά, τα γράμματα να μάθεις

Οξ’ άρκον του κοπέλου σου, να ξέρεις να του γράφεις;

Εμιάλληνα επαντρέυτηκα, τζι’ άλλον τόπον επήα

ήταν ένα μιτσί χωρκόν, κοντά στην Καρπασία

Ο άντρας μου ήταν καλός, ήταν μοναχοπαίδι

τζι’ έζιουν μιαν ήσυχη ζωή, στου καρπασχιού τα μέρη

Τρια πεθκιά εγέννησα, τζ’ ήμουν αγκαστρομένη

που γίνηκεν η εισβολή, τζι’ εφύαμεν κλαμένοι

ποιήτρια

Αντρούλλα Τσιολάκη Μενοίκου

Παραλίμνι


ΤΟ ΤΑΓΚΑ

Επόνησα τα πόθκια μου, τζαι στο γιατρόν επήα

τζι ‘είπε μου εις τη θάλασσα, να κάμεις θεραπεία

βάρτα στον άμμο τον βραστό, τζαι ‘να βρεις την υγεία.

Αντράπηκα μα το Θεό,στη θάλασσαν που πία

Που είδα τόσον τιτσιρκόν, πάνω στην παραλία

 Που κάτω ήταν μισόγυμνοι, τα στήθη εσουζούνταν

σαν που ‘ταν ερυθρόδερμοι, τζαι ζούσαν μες τη ζούγκλα

Τζαι για να καταλάβετε, να πώ τζαι κάτι άλλο

εγιώ σαν πουν εταίρκαζα, μες τζείν’ το περιβάλλον

Εστέκουμουν σαν την χαντή, δίχα ν’ αποφασίσω

εν έξερα που να σταθώ, να μεν τους ενοχλήσω

Εμείναν τζαι θωρούσαν με, τα σχείλη εδακκάναν,

που ‘μουν μ’ ενα μαγιό σεμνό, τζαι δεν εφόρουν τάγκα

Έκατσα νάκκο στο νοσιό, που κάτω στην ομπρέλα,

πάλε ζαοθωρούσαν με, τζ’ εσπάσαν που τα γέλια

Τζαι τζείνοι που λουνούντασειν, ήταν ενοχλημένοι

που ‘ταν ζευκάρκα κολλητοί, τζαι σφιχταγκαλιασμένοι

Έμπηκα μες τη θάλασσα, να χώσω το μαγιό μου

τζαι μ’ έναν άλλο σκεφτικό, είπα στον εαυτό μου

Εγιώ έπρεπε να γελώ, με τούντα τάγκα τα μαγιώ

που σαν το χαλινάρι,

που βάλλαν πρώτα των κτηνών, που κάμνασειν ζευκάρι,

όι γελούν για λόου μου, τούτοι οι καλλικατζάροι

Εφτάσαμε στα ύστερα, του κόσμου που λαλούσειν

αφ’ οσον εν αντρέπουνται, τα τάγκα τζαι ‘φορούσιν.

Ποιήτρια

Αντρούλλα Τσιολάκη Μενοίκου

Παραλίμνι 

No comments: