Με μία φράση θα λέγαμε ότι το βιβλίο του Παναγιώτη Γεννηματά «Ελλάς: Δύση ή Ανατολή, ο ακοινώνητος εκσυγχρονισμός στο νεοελληνικό κράτος» είναι ταυτοχρόνως ιστορική ανάλυση και εν μέρει ψυχο-πολιτική καταγραφή.
Χρεωκοπημένη χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (ΕΕ) και της ευρωζώνης, η Ελλάδα, από γεωπολιτικής πλευράς, πάντα ανήκε στον δυτικό κόσμο. Όχι, όμως, χωρίς να αποτελεί ιδιόρρυθμη περίπτωση χώρας που μάλλον δεν γνώριζε αν έπρεπε να είναι μέλος της δυτικής γεωπολιτικής και οικονομικής λέσχης. Και δεν είμεθα καθόλου βέβαιοι ότι η άγνοια αυτή θα συμβάλει στην σημερινή έξοδο της χώρας μας από την κρίση της και αν θα την βοηθήσει να αποφασίσει για το μέλλον της.
Διότι, στον υπό εκκόλαψη και διαμόρφωση νέο κόσμο –που το 2020 θα έχει φθάσει τα 7 δισεκατομμύρια ψυχές και η πτωχή πλευρά του θα αναπτύσσεται με ρυθμούς 7% και 10% ετησίως– οι αναπτυγμένες χώρες πρέπει να επαναπροσδιορίσουν τις πρακτικές και τις συμπεριφορές τους και να επαναθεωρήσουν τα αναπτυξιακά και κοινωνικά τους πρότυπα.
Το ερώτημα που θέτει ο Παναγιώτης Γεννηματάς είναι αν μια τέτοιας εμβέλειας ψυχο-πνευματική μεταβολή μπορεί να συμβεί και στην Ελλάδα. Μία Ελλάδα που ο συγγραφέας θεωρεί θύμα της κληρονομιάς του ύστερου Βυζαντίου (θεοκρατική ανατολική παράδοση, κρατικομονοπωλιακή οικονομία, αντιδυτικισμός, ιδεολογία της διαμεσολαβήσεως), γεγονός που εξακολουθεί να υπερκαθορίζει έως σήμερα ασφυκτικά την υποτιθέμενη εθνική ταυτότητα. «Τα πρότυπα του Βυζαντίου είναι προς αποφυγήν και το κόστος του για τον νεοελληνισμό έχει υπάρξει ιλιγγιώδες.
Το πώς, λοιπόν, αυτή η κοινωνία θα μπορέσει αν ανταποκριθεί στις κοσμογονικές πολυεπίπεδες προκλήσεις του 21ου αιώνα αποτελεί ιστορικό ζητούμενο –το οποίο, αν λάβουμε υπ’ όψιν μας τον γνωστό ιστορικό Πωλ Κέννεντυ, δεν πρέπει απαραιτήτως να έχει και ευνοϊκή έκβαση. Εκτός και αν υπάρξει μια συνολική αφύπνιση για έξοδο από αυτήν την ολέθρια για τη χώρα κληρονομιά, που τόσο γλαφυρά ανατέμνει στο βιβλίο του ο συγγραφέας.
Πηγή: European business review
Το ερώτημα που θέτει ο Παναγιώτης Γεννηματάς είναι αν μια τέτοιας εμβέλειας ψυχο-πνευματική μεταβολή μπορεί να συμβεί και στην Ελλάδα. Μία Ελλάδα που ο συγγραφέας θεωρεί θύμα της κληρονομιάς του ύστερου Βυζαντίου (θεοκρατική ανατολική παράδοση, κρατικομονοπωλιακή οικονομία, αντιδυτικισμός, ιδεολογία της διαμεσολαβήσεως), γεγονός που εξακολουθεί να υπερκαθορίζει έως σήμερα ασφυκτικά την υποτιθέμενη εθνική ταυτότητα. «Τα πρότυπα του Βυζαντίου είναι προς αποφυγήν και το κόστος του για τον νεοελληνισμό έχει υπάρξει ιλιγγιώδες.
Πρέπει να ξεπεράσουμε την υπνωτική επιρροή που ασκεί επάνω μας η φαινομενική του μεγαλοσύνη,», γράφει ο Παν. Γεννηματάς. Για να συμπληρώσει, ωστόσο, ότι «δεν ζητείται βεβαίως η εκούσια αλλοτρίωση εν ονόματι ενός καινούργιου ευρωπαϊκού προσωπείου. Ζητείται μία σύγχρονη νεοελληνική αλήθεια, μια νέα σύνθεση ικανή να εξασφαλίσει την δημιουργικότερη εθνική συμμετοχή στο ευρωπαϊκό και παγκόσμιο γίγνεσθαι –θεμελιωμένη σε μια νέα παραγωγική αντίληψη στην οικονομία και ένα νέο μορφωτικό πρότυπο στην παιδεία».
Όντως, με αυτή την τελευταία παρατήρησή του ο συγγραφέας θέτει ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα προς επίλυση στην Ελλάδα του 21ου αιώνα. Πρόκειται για την κυρίαρχη κουλτούρα –ή, μάλλον, για να είμεθα πιο ακριβείς, έχουμε να κάνουμε με μια πολιτιστική σύγκρουση, η οποία, κατά την γνώμη μας, δεν είναι μόνον απότοκος της κληρονομιάς του ύστερου Βυζαντίου. Στο νεοελληνικό κράτος, η ύστερη βυζαντινή κληρονομιά συμπληρώθηκε και από ολοκληρωτικές πολιτικές αντιλήψεις, τόσον του φασισμού όσον και του κομμουνισμού, οι οποίες διαμόρφωσαν και την σχετική γραφειοκρατική και αντιδυτικές κουλτούρα στην Ελλάδα. Δεν πρέπει έτσι να διαφεύγει της προσοχής ότι οι ολοκληρωτικές ιδεολογίες, που η πολιτική τους αφετηρία έχει ρίζες σε ένα κομμάτι της γερμανικής φιλοσοφίας, δεν παύουν να έχουν και θρησκευτικό χαρακτήρα και να προτείνουν την επί της γης σωτηρία.
Στο επίπεδο αυτό, ο Παν. Γεννηματάς, με μοναδική μαεστρία και βαθειά γνώση της πραγματικότητος, περιγράφει την γέννηση του μεταπολεμικού ελληνικού κρατικού και κοινωνικού μορφώματος και της οικονομικής του πορείας. Ονομάζει δε το κατασκεύασμα αυτό «νέο αστικό συγκρότημα εξουσίας», φέρνοντας στην μνήμη μας ανάλογη έκφραση του Μπερτράν ντε Ζουβενέλ στο βιβλίο του για την «Δικτατορία της Δημοκρατίας». Χαρακτηριστικά, ο συγγραφέας –που είναι και επίτιμος αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων– γράφει τα ακόλουθα: «Προς την κατεύθυνση αυτή (σ.σ. αστικό συγκρότημα εξουσίας) επινοήθηκαν και εφαρμόστηκαν σατανικής εφευρετικότητας τεχνάσματα διανεμητικής πολιτικής.
Στο ευρηματικό και πληθωρικό αυτό χαρτοφυλάκιο μέτρων διανεμητικού χαρακτήρα καταλυτικό ρόλο έπαιξαν οι πάσης φύσεως παροχές δημοσίων προνομίων, κατ’ αρχήν προς τους πολιτικούς επίστρατους της νίκης κατά της κομμουνιστικής ανταρσίας της περιόδου 1946-1949. Δειγματοληπτικά καταγράφουμε τις πάσης φύσεως άδειες μετά δημοσίου προνομίου για φούρνους, λεωφορεία, φορτηγά, ταξί, πρακτορεία στοιχημάτων, περίπτερα, φαρμακεία, λαχεία λαϊκές αγορές, δραστηριότητα εξόρυξης αδρανών υλικών, αλιεία, για καταστήματα ψυχαγωγίας, νυχτερινά κέντρα, πλανόδιο εμπόριο, εκτελωνισμούς και άπειρα παρόμοια.
Όντως, με αυτή την τελευταία παρατήρησή του ο συγγραφέας θέτει ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα προς επίλυση στην Ελλάδα του 21ου αιώνα. Πρόκειται για την κυρίαρχη κουλτούρα –ή, μάλλον, για να είμεθα πιο ακριβείς, έχουμε να κάνουμε με μια πολιτιστική σύγκρουση, η οποία, κατά την γνώμη μας, δεν είναι μόνον απότοκος της κληρονομιάς του ύστερου Βυζαντίου. Στο νεοελληνικό κράτος, η ύστερη βυζαντινή κληρονομιά συμπληρώθηκε και από ολοκληρωτικές πολιτικές αντιλήψεις, τόσον του φασισμού όσον και του κομμουνισμού, οι οποίες διαμόρφωσαν και την σχετική γραφειοκρατική και αντιδυτικές κουλτούρα στην Ελλάδα. Δεν πρέπει έτσι να διαφεύγει της προσοχής ότι οι ολοκληρωτικές ιδεολογίες, που η πολιτική τους αφετηρία έχει ρίζες σε ένα κομμάτι της γερμανικής φιλοσοφίας, δεν παύουν να έχουν και θρησκευτικό χαρακτήρα και να προτείνουν την επί της γης σωτηρία.
Στο επίπεδο αυτό, ο Παν. Γεννηματάς, με μοναδική μαεστρία και βαθειά γνώση της πραγματικότητος, περιγράφει την γέννηση του μεταπολεμικού ελληνικού κρατικού και κοινωνικού μορφώματος και της οικονομικής του πορείας. Ονομάζει δε το κατασκεύασμα αυτό «νέο αστικό συγκρότημα εξουσίας», φέρνοντας στην μνήμη μας ανάλογη έκφραση του Μπερτράν ντε Ζουβενέλ στο βιβλίο του για την «Δικτατορία της Δημοκρατίας». Χαρακτηριστικά, ο συγγραφέας –που είναι και επίτιμος αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων– γράφει τα ακόλουθα: «Προς την κατεύθυνση αυτή (σ.σ. αστικό συγκρότημα εξουσίας) επινοήθηκαν και εφαρμόστηκαν σατανικής εφευρετικότητας τεχνάσματα διανεμητικής πολιτικής.
Στο ευρηματικό και πληθωρικό αυτό χαρτοφυλάκιο μέτρων διανεμητικού χαρακτήρα καταλυτικό ρόλο έπαιξαν οι πάσης φύσεως παροχές δημοσίων προνομίων, κατ’ αρχήν προς τους πολιτικούς επίστρατους της νίκης κατά της κομμουνιστικής ανταρσίας της περιόδου 1946-1949. Δειγματοληπτικά καταγράφουμε τις πάσης φύσεως άδειες μετά δημοσίου προνομίου για φούρνους, λεωφορεία, φορτηγά, ταξί, πρακτορεία στοιχημάτων, περίπτερα, φαρμακεία, λαχεία λαϊκές αγορές, δραστηριότητα εξόρυξης αδρανών υλικών, αλιεία, για καταστήματα ψυχαγωγίας, νυχτερινά κέντρα, πλανόδιο εμπόριο, εκτελωνισμούς και άπειρα παρόμοια.
Η καταχρηστική αυτή άσκηση κρατικού διανεμητισμού οδήγησε σε μία κατακερματισμένη σε κατοχυρωμένα μικροσυμφέροντα αντιπαραγωγική οικονομία, η κεφαλαιώδης συμμετοχή της οποίας στην ευθύνη για τη σημερινή δημοσιονομική χρεοκοπία είναι αδύνατο να υπολογιστεί. Η ελεγχόμενη πελατειακή πρόσβαση στο Δημόσιο, στο στρατό και στα σώματα ασφαλείας εξασφάλιζε την καθεστωτική οχύρωση της μεταπολεμικής ανασφαλούς πολιτείας, ενώ δασμολογικές και φορολογικές απαλλαγές αλλά και υψηλή δασμολογική προστασία στις νέες εντόπιες παραγωγικές προσπάθειες, καθώς και πολιτικά κατευθυνόμενη δια μέσου της Νομισματικής Επιτροπής τραπεζική χρηματοδότηση σε μη αποδοτικές επιχειρηματικές δραστηριότητες, ανέλαβαν να εγγυηθούν την ανοικοδόμηση μιας λεμφατικής εθνικής παραγωγικής δομής. Εκτός διοικητικών διαδικασιών έμειναν μόνον η οικοδομή, το βιβλίο και η τέχνη. Πράγμα που εξηγεί τη συντριπτική αργότερα υπεροχή της Αριστεράς στους συγκεκριμένους τομείς της οικονομίας και της πνευματικής ζωής.
«Η κατασκευή της νέας μεταπολεμικής αστικής τάξης υπήρξε πολιτικό εγχείρημα που συναρτήθηκε με τον απόλυτο έλεγχο του κράτους. Η ολοκλήρωση του σχεδίου συντελέστηκε σε περισσότερες φάσεις της μεταπολεμικής ζωής, αν λάβει κανείς υπ’ όψιν του τη σταθερή συνέχεια εφαρμογής της ίδιας διαδικασίας κοινωνικής παραγωγής κρατικά κατασκευασμένου αστισμού και μικροαστισμού κατά τις επόμενες ιστορικές περιόδους, ήτοι της δικτατορίας, της Μεταπολίτευσης, της πρώτης περιόδου του ΠΑΣΟΚ, αλλά κυρίως κατά τη λεγόμενη (και σε πείσμα του φιλόδοξου τίτλου της) «εκσυγχρονιστική» περίοδο Κων. Σημίτη (1995-2004). Κατά το διάστημα της φθίνουσας εκσυγχρονιστικής αποδοτικότητας κυβερνήσεων Κων. Σημίτη, η ωρίμανση της οικονομίας σε συνδυασμό με μεγεθυμένους προϋπολογισμούς έργων και κοινοτικών επιδοτήσεων, κυρίως όμως με τη βοήθεια της εκρηκτικής χρηματιστηριακής άνθησης της τριετίας 1996-1999, οδήγησε στην ταχεία εμφάνιση μιας φρανκενσταϊνικής νεοπλουτικής τάξης, χωρίς αποσαφηνισμένη ταξική συνείδηση και με παντελή έλλειψη κοινωνικής και διευθυντικής ευθύνης.
«Η κατασκευή της νέας μεταπολεμικής αστικής τάξης υπήρξε πολιτικό εγχείρημα που συναρτήθηκε με τον απόλυτο έλεγχο του κράτους. Η ολοκλήρωση του σχεδίου συντελέστηκε σε περισσότερες φάσεις της μεταπολεμικής ζωής, αν λάβει κανείς υπ’ όψιν του τη σταθερή συνέχεια εφαρμογής της ίδιας διαδικασίας κοινωνικής παραγωγής κρατικά κατασκευασμένου αστισμού και μικροαστισμού κατά τις επόμενες ιστορικές περιόδους, ήτοι της δικτατορίας, της Μεταπολίτευσης, της πρώτης περιόδου του ΠΑΣΟΚ, αλλά κυρίως κατά τη λεγόμενη (και σε πείσμα του φιλόδοξου τίτλου της) «εκσυγχρονιστική» περίοδο Κων. Σημίτη (1995-2004). Κατά το διάστημα της φθίνουσας εκσυγχρονιστικής αποδοτικότητας κυβερνήσεων Κων. Σημίτη, η ωρίμανση της οικονομίας σε συνδυασμό με μεγεθυμένους προϋπολογισμούς έργων και κοινοτικών επιδοτήσεων, κυρίως όμως με τη βοήθεια της εκρηκτικής χρηματιστηριακής άνθησης της τριετίας 1996-1999, οδήγησε στην ταχεία εμφάνιση μιας φρανκενσταϊνικής νεοπλουτικής τάξης, χωρίς αποσαφηνισμένη ταξική συνείδηση και με παντελή έλλειψη κοινωνικής και διευθυντικής ευθύνης.
«Το έλλειμμα υπεύθυνης διευθυντικής συνείδησης, η ιστορική παρουσία της οποίας αποτελεί παρεπόμενο μιας σχετικής αυτονομίας της αστικής τάξης απέναντι στο κράτος, στην Ελλάδα αποτελεί καθ’ όλη τη μεταπολεμική περίοδο σταθερό δεδομένο του δημόσιου βίου. Κατά την πρώτη όμως δεκαετία του 21ου αιώνα σημείωσε κορύφωση ανάλογη με την περίοδο της δικτατορίας (1967-1974). Το πολιτικοκοινωνικό αυτό έλλειμμα αποτελεί την κυριότερη ίσως αιτία για την υποπαραγωγικότητα του πολιτικού συστήματος σε στρατηγική αίσθηση και ποιοτικές πολιτιστικές επιλογές.
Η απουσία ιθύνουσας επιχειρηματικής δομής με συνειδητή κοινωνική και πολιτική συνυπευθυνότητα συνετέλεσε επίσης στην άνετη αναπαραγωγή των πελατειακών πολιτικών ηθών και στη ραγδαία επέκταση της οικονομικής διαφθοράς σε όλα τα μέτωπα της οικονομίας. Κυρίως όμως ευθύνεται για την ποιοτική έκπτωση του πολιτικού προσωπικού της τελευταίας εικοσαετίας. Η ρευστότητα της κοινωνικής δομής και η αενάως εκ των άνω μοχλευόμενη κοινωνική κινητικότητα αφ’ ενός δεν ευνοεί την αποκατάσταση ποιοτικών κριτηρίων δημόσιας στελεχιακής επιλογής (από τους εκ των άνω χαλκευμένους «επιχειρηματίες»), αφ’ ετέρου ευνοεί την αναπαραγωγή πολιτικού προσωπικού μειωμένης ηθικής και πολιτικής αντίστασης».
Το πώς, λοιπόν, αυτή η κοινωνία θα μπορέσει αν ανταποκριθεί στις κοσμογονικές πολυεπίπεδες προκλήσεις του 21ου αιώνα αποτελεί ιστορικό ζητούμενο –το οποίο, αν λάβουμε υπ’ όψιν μας τον γνωστό ιστορικό Πωλ Κέννεντυ, δεν πρέπει απαραιτήτως να έχει και ευνοϊκή έκβαση. Εκτός και αν υπάρξει μια συνολική αφύπνιση για έξοδο από αυτήν την ολέθρια για τη χώρα κληρονομιά, που τόσο γλαφυρά ανατέμνει στο βιβλίο του ο συγγραφέας.
Πηγή: European business review
No comments:
Post a Comment