Thursday, March 28, 2013

Ήθελαν αίμα στο τραπέζι!!!

Του Δρα Κώστα Κονή

Μια φράση του Υπουργού Οικονομικών μας  σε χθεσινοβραδινή τηλεοπτική του συνέντευξη καρφώθηκε στο μυαλό μου όλο το βράδυ. Το πρωί, ίσως στην προσπάθεια μου να απαλλαγώ από τη διαρκή αυτή σκέψη στη φράση αυτή, προσπάθησα να βγάλω τα συναισθήματα στο μικρό αυτό σημείωμα που μοιράζομαι μαζί σας!

Ο λόγος  για τη συζήτηση γύρω από τις εφιαλτικές ώρες που ο Πρόεδρος μας, ο κ. Σαρρής και η ομάδα μας, έζησαν στις Βρυξέλλες προσπαθώντας να βρουν μια φόρμουλα με την οποία οι Ευρωπαίοι εταίροι μας  θα «στήριζαν» οικονομικά την λιλιπούτια χώρα μας. 

Δικαιολογημένα λοιπόν, ο ερωτών δημοσιογράφος, προσπαθούσε με διυσδιτικές και διερευνητικές ερωτήσεις να μάθει από τον κ. Σαρρή τι ακριβώς έγινε τις φοβερές εκείνες νύχτες.

Ο Υπουργός μας, έδινε, με ειλικρίνια πιστεύω, τις απαντήσεις του στις απανωτές ερωτήσεις προσπαθώντας να εξηγήσει τι ακριβώς έγινε. Οι ερωτήσεις και οι απαντήσεις λοιπόν έδιναν και έπαιρναν.

Πήγαμε προετοιμασμένοι; Είχαμε προτάσεις; Προσπαθήσαμε πραγματικά να πείσουμε; Αξιοποιήσαμε «φιλίες», δίκτυα, γνωριμίες  και συμφέροντα; Και ενώ οι ερωτήσεις διατυπώνονταν και οι απαντήσεις δίδονταν η μια πάνω στην άλλη, η δικαιολογημένη απορία του δημοσιογράφου, αν και δεν διατυπώθηκε, ήταν έκδηλη.  Φαινόταν καθαρά να διερωτάται. Αν έγιναν όλα αυτά, αν δείξαμε προθυμία για συνεργασία και συμμόρφωση, αν δείξαμε ότι είμαστε πρόθυμοι να υποστούμε θυσίες χωρίς κατ΄ανάγκη να αυτοκαταστραφούμε, γιατί φτάσαμε εδώ που φτάσαμε; Πως δεν καταφέραμε να πείσουμε και να βρούμε κατανόηση από τους «εταίρους» μας που «προσπαθούσαν» να μας «βοηθήσουν»;
 
Η απάντηση έπεσε σαν κεραυνός από τον ίδιο τον Υπουργό. Ήθελαν, είπε, να δουν αίμα στο τραπέζι. Ήθελαν δηλαδή να πονέσουμε και να τιμωρηθούμε. Αυτό ήταν το ζητούμενο γιαυτούς. Ο πόνος των ανέργων που θα ακολουθούσε, τα καμένα όνειρα των νέων  που θα έβλεπαν τις ελπίδες τους για να καταφέρουν να μορφωθούν να εξανεμίζονται, η οπισθοδρόμηση μια χώρας που κατάφερε να  βγεί από τα αντίσκηνα και τον ασήκωτο πόνο της εισβολής και που πλήρωσε με τον ιδρώτα της  την προσαρμογή και την ένταξη  της στο κλαμπ των μεγάλων και ισχυρών της Ευρώπης, ελπίζοντας στη βοήθεια τους για δικαίωση στο εθνικό της πρόβλημα , ήταν ψιλά γράμματα γι’ αυτούς.

Δεν ισχυρίζομαι ότι η ανάπτυξη μας, οι ενέργειες μας, το σύστημα μας ήταν το καλύτερο. Δεν ισχυρίζομαι πως δεν κάναμε λάθη και πως δεν έχουμε τις δικές μας ευθύνες για τη σημερινή μας κατάντια. Άλλο αυτό. Αυτό θα πρέπει να είναι, ελπίζω, αντικείμενο δικού μας προβληματισμού.

Εκείνο στο οποίο αναφέρομαι είναι η διάθεση, η νοοτροπία, η φιλοσοφία, η πρόθεση και η επιμονή των «φίλων» μας … να δουν… αίμα στο τραπέζι.
Αυτό πονάει πολύ. Γιατί διαλύει μύθους και αυταπάτες. Για αρχές, για συνασπισμούς, για «φιλίες» για «στήριξη» και για «εταίρους».

Έτσι λύνει λοιπόν τα προβλήματα της η Ευρωπαϊκή «οικογένεια» στην οποία ανήκουμε. Με αίμα στο τραπέζι! Με προειλημμένες αποφάσεις. Με εκβιασμούς στις 3.30 το πρωί. Πράγματα που θυμίζουν άλλους εθνικούς εκβιασμούς, δεκαετίες πριν, σε παρόμοιες πρωινές ώρες!
 
Ας το θυμόμαστε λοιπόν αυτό. Όταν θα σιγοτραγουδάμε τη μελωδία του συμπατριώτη μας Μάριου Τόκα  για την... «εθνική μας μοναξιά» κάνοντας την αυτοκριτική και τους σχεδιασμούς μας για το μέλλον!
Δρ Κώστας Κονής


Ελεύθεροι κατακτημένοι








Δεν θα πω για τους άλλους. Λίγο με ενδιαφέρει η ποιότητα και η στάση τους σε τέτοιες στιγμές. Ούτε και περίμενα καλύτερη αντιμετώπιση. Όσο και να τους βρίσω, χαϊδεύω τα αυτιά μας και τίποτα δεν αλλάζει. Θα πω για εμάς, και συγχωρήστε με:
Έρχεται η μέρα που η μάσκα τραβιέται βίαια. Η μέρα που το αληθινό μας πρόσωπο φανερώνεται, θέλουμε-δεν θέλουμε, αφτιασίδωτο και τρομακτικά αληθινό. Πρέπει να το κοιτάξουμε, είναι θέμα ζωής και θανάτου. Πρέπει να το ρωτήσουμε, να μας πει ποιοι είμαστε. Γιατί μόνο αυτό γνωρίζει.
Γυρνάμε απότομα, για να αντικρίσουμε μια τρύπα στον καθρέφτη. Πού απουσιάζει το πρόσωπό μας; Το ξεχάσαμε σε μικρά, ταπεινά, εγκαταλελειμμένα σπίτια, στη σκόνη χαμηλών, πλίνθινων ερειπίων, στους τάφους αγράμματων, ακατέργαστα σοφών παππούδων.
Εκεί αφήσαμε θαμμένες τις αληθινές καλημέρες, τη συγκίνηση των στίχων, την αλληλεγγύη των ανθρώπων και ότι πολύτιμο δεν μετριέται σε χρήμα. Έκτοτε, προχωρήσαμε στον «σύγχρονο κόσμο» απρόσωποι, γυμνοί, παλεύοντας να κρατήσουμε το νήμα της ύπαρξής μας άκοπο, μέσα σε εποχές δύσκολες, μέσα σε ένα τοπίο που δεν μας μοιάζει.
Γίναμε αρχοντοχωριάτες, επενδύοντας στα χειρότερα χαρακτηριστικά των δύο συνθετικών της λέξης. «Έχω γάμο», λέγαμε και στεκόμασταν καλοντυμένοι σε γκαζόν ξενοδοχείων, με φακελάκια στα χέρια, χωρίς αληθινή, από καρδιάς ευχή. «Και οι γάμοι μας, τα δροσερά στεφάνια και τα δάχτυλα, γίνουνται αινίγματα ανεξήγητα για την ψυχή μας». Ούτε αινίγματα, ούτε τίποτε. Όλα απαντημένα, όλα πεζά. Μεγάλα και άδεια.
Απομείναμε αναίσθητοι μπροστά στο ιερό, ζώντας ένα γυαλιστερό, αντιαισθητικό, άχαρο, ανέραστο, ανίερο, ξοδεμένο παρόν. Χωρίς μνήμη, χωρίς όνειρο, διαζευγμένοι από το είναι μας.
Τα καλύτερα παιδιά μας τα πουλήσαμε. Τα αφήσαμε να σπαταλούν τη ζωή τους σε λογιστικά βιβλία, σε γραφεία εταιρειών, σε άψυχους λογαριασμούς. Τα κάναμε σκλάβους με τίτλους διευθυντικού στελέχους. Τα ταΐσαμε χρήματα, τα σπουδάσαμε χρήματα, τα μάθαμε να σκέφτονται χρήματα, να υπηρετούν χρήματα, να ονειρεύονται χρήματα, να παντρεύονται χρήματα, να γεννάνε χρήματα, να είναι χρήματα. Μιλούν άπταιστα τα χειρότερα Αγγλικά (αυτά της δουλειάς) και άθλια τα καλύτερα Ελληνικά (τα Κυπριακά). Όταν τα χρήματα λείψουν, από πού θα κρατηθούν;
Αντικαταστήσαμε το γλέντι στην πλατεία του χωριού με το σκυλάδικο. Τον έρωτα με το στριπτιζάδικο. Τα αναγκαία για την επιβίωση, με ένα τζιπ γεμάτο άχρηστα ψώνια. Τον ελεύθερο χρόνο με την υπερωρία. Κάναμε το παιγνίδι των παιδιών υπερπαραγωγή, σε πάρτι γενεθλίων κατά παραγγελία. Ξεχάσαμε ποια είναι τα βασικά συστατικά της ύπαρξής μας, ως ατόμων και ως κοινωνίας, αντικαθιστώντας τα με ότι μάς γυάλισε στη βιτρίνα.
Γίναμε ότι μας έπεισε ο διαφημιστής, η τηλεόραση ή το περιοδικό να γίνουμε. Καταντήσαμε οπαδοί ομάδων, φανατικοί, με μαχαίρια και μίσος. Έφηβος, προτού σιχαθώ όλες τις ομάδες εξίσου, ήμουν με την Ομόνοια. Μια μέρα που έπαιζε με το ΑΠΟΕΛ, αρρώστησε ο τυμπανιστής των αντιπάλων. Ήρθαν στην άλλη κερκίδα και μου ζήτησαν να πάω στη δική τους, για να παίξω το τύμπανο. Πήγα ευχαρίστως.
Πέρασε ο καιρός, αλλάξαμε. Ξεχάσαμε. Χωριστήκαμε σε κόμματα και τα ψηφίσαμε τυφλά, διχαστήκαμε με τρόπο αταίριαστο στην ιστορία και την παράδοσή μας. Σε μια σταλιά τόπο, λέγαμε «οι άλλοι». Πήραμε τα χειρότερα χαρακτηριστικά της Ελλάδας και τα κάναμε αξιώματα.
Να πάει στο καλό τέτοιος εαυτός, να μην ξανάρθει. Καθόλου μην τον κλάψουμε, καθόλου μη μας λείψει. Στον αγύριστο!
Πέρασαν χρόνια. Το κορίτσι από τις Φιλιππίνες έκλαιγε κρυφά στο κρεβάτι του για το παιδί και τη μάνα που άφησε για να σερβίρει καφέ τον κύριο Πάμπο, που έγινε σερ, για να σιδερώνει τα ακριβά βρακιά της κυρίας Αντρούλλας, που έγινε μάνταμ. Η κοπέλα θα γυρίσει φτωχή στο Μπάγκιο Σίτι ή στη Μανίλα. Θα αγκαλιάσει τη μάνα της, θα φιλήσει το παιδί της. Εμείς, πού επιστρέφουμε;
Τι μένει όταν ο σερ και η μάνταμ, έκπληκτοι, χάνουν το αυτοκίνητο, την υπηρέτρια, το λούσο και το σπίτι τους; Τι κρατιέται αναλλοίωτο μέσα στον χρόνο, κάτω από την επιφάνεια που βουλιάζει; Πού ακριβώς βρίσκεται ανεξίτηλα χαραγμένος ο βαθύς Χαρακτήρας που μας επιτρέπει, όταν όλα αλλάζουν, να λέμε ακόμη «Εμείς»;
Μπορούμε σήμερα να αποφασίσουμε ξανά, ο καθένας για τον εαυτό του και όλοι μαζί, ποιοι είμαστε. Τι είναι σημαντικό και τι όχι. Τι αξίζει να προσπαθήσουμε μέχρι τέλους. Ποια λόγια αξίζει να πούμε προτού φύγουμε, πώς αξίζει να σταθούμε και απέναντι σε τι, προτού πεθάνουμε. Κι αυτό, μπορούμε να το κάνουμε, ακόμη και νηστικοί, άνεργοι και άστεγοι. Ήταν όμως αδύνατον να το κάνουμε χορτάτοι και υποταγμένοι, με έναν εαυτό-καταναλωτή, εξαρτημένο και ευχαριστημένο.
Μείναμε σε σκηνές, στο ύπαιθρο, για χρόνια. Χάσαμε για πάντα τα σπίτια, τα χωριά και τις ζωές μας. Περιμέναμε κάθε μέρα, για χρόνια, αγνοούμενους που δεν γύρισαν. Για δεκαετίες, ακούγαμε αεροπλάνο και στρέφαμε έντρομοι τα μάτια στον ουρανό. Χιαστί ταινίες στα παράθυρα, μη σπάσουν από τον βομβαρδισμό που μπορούσε ανά πάσα στιγμή να ξαναρχίσει.
Τα παιδιά που έβγαλαν το σχολείο διαβάζοντας με το κερί στα αντίσκηνα, χειμώνες στη σειρά, βρίζονταν στην Ελλάδα από τους Ελλαδίτες, γιατί τους έτρωγαν τις θέσεις στα πανεπιστήμια. Η Μεγάλη Μαμά τίποτα δεν κατάλαβε. Κι ακόμη δεν καταλαβαίνει. Γιατί, μπορεί η Κύπρος να είναι ελληνική, όμως, πόσο λίγο κυπριακή είναι η Ελλάδα! Πόσο λίγο ελληνική είναι η Ελλάδα!
Επιτρέψαμε στους μικρούς πολιτικούς ενός αδύναμου και απροστάτευτου τόπου, να συμπεριφέρονται σαν άρχοντες αυτοκρατορίας. Να υπηρετούν κόμματα και τσέπες, σαν να μην υπάρχει απειλή, κίνδυνος και γκρεμός, σαν να είναι αδύνατον από τη μια μέρα στην άλλη να γίνουμε μπουκιά στο στόμα κροκοδείλων. Είδαμε τα τρυφερά, αγνά χαμόγελα των παιδιών του Απελευθερωτικού Αγώνα να χρησιμοποιούνται από βάρβαρους, απαίδευτους «πατριώτες» με ξυρισμένα κεφάλια, φαλακρούς «απ’ έξω κι από μέσα». Ζήσαμε την αδικία, την απώλεια, την εγκατάλειψη. Τα ξέρουμε όλα, τα είδαμε όλα, τα ζήσαμε όλα. Τώρα θα φοβηθούμε;
Όταν κλαίγαμε το ’74, κλαίγαμε για τα σπίτια μας. Σήμερα θα κλάψουμε για τις επαύλεις μας; Τότε, κλαίγαμε για το χωριό μας. Θα κλάψουμε σήμερα για την τράπεζα; Τότε, για τους τάφους των γονιών μας. Σήμερα για τα χρέη μας; Τότε, για τις ζωές μας. Σήμερα για τις δουλειές μας; Δεν νομίζω…
Η κοινωνία μας, αυτή η διαλυμένη, πιέζοντας ασταμάτητα την όποια επίσημη πολιτική ηγεσία, αλλά και πέρα απ’ αυτήν, θα αναπτύξει μηχανισμούς στήριξης των ανέργων, θα φροντίσει τα παιδιά της. Όχι από ελεημοσύνη. Από αλληλεγγύη. Και με τη γνώση πως, αν ο διπλανός δεν ζει καλά, κανείς δεν ζει καλά. Γιατί, ότι ποτέ μας κράτησε σ’ αυτόν τον τόπο, ήταν ένας ιδιόμορφος, ποιητικός, παράλογα ωραίος κοινωνικός ιστός, που αυτοπροστατεύεται και που μας προστατεύει. Αυτός είναι που ανάγκασε τους βουλευτές να πουν, για μια έστω στιγμή, «Όχι».
Το «Όχι» της Κυπριακής Βουλής, είναι σημαντικότερο απ’ ότι κάποιοι χαιρέκακοι μπορούν να υποψιαστούν. Κι ας επιστρέψει η Βουλή εκλιπαρώντας τους Τροϊκανούς, κι ας πέσει στα γόνατα, κι ας τους γλύψει τα πόδια, μετά. Κι ας χάσουμε περισσότερα. Γιατί, για μια στιγμή έστω, έμοιασε η Δημοκρατία να έχει νόημα, ένα νόημα ξεχασμένο εδώ και δεκαετίες. Έμοιασαν, έστω και για μια στιγμή, οι εκπρόσωποι να εκπροσωπούν πράγματι.
Η στιγμή καταγράφεται και μένει, δημιουργώντας προηγούμενο, παρά την όποια κατάληξη. Και το γεγονός πως το προηγούμενο δημιουργήθηκε από μισή μερίδα τόπο, αγαπητοί λογικοί λογιστές, το κάνει ακόμη σημαντικότερο. Τίποτα «δικό σας» δεν θα μείνει ποτέ στην Ιστορία, να σηματοδοτεί, να καθορίζει, ή έστω να θυμίζει κάτι υπαρξιακά σημαντικό. Αφήστε μας να το χαρούμε. Δεν μας προσφέρονται συχνά τέτοιες χαρές.
Αυτό το «Όχι», φαίνεται να είχε και χειροπιαστά αποτελέσματα: Εκτός από τη δυνατότητα μη φορολόγησης των μικροκαταθετών, εκτός από το χρονικό περιθώριο που έδωσε για τη νομοθετική ρύθμιση του περιορισμού των συναλλαγών και τη δημιουργία Ταμείου Αλληλεγγύης, που μπορούν να παίξουν σημαντικά θετικό ρόλο στο μέλλον, έδωσε και τη δυνατότητα, έστω σπασμωδικά, έστω την τελευταία στιγμή, έστω με απογοητευτικό αποτέλεσμα, να μετρηθούν οι δυνάμεις και οι «φιλίες», τόσο της Κύπρου, όσο και της Ελλάδας.
Βοήθησε να καθαρίσει το τοπίο, να τελειώσουμε με ψευδαισθήσεις, να καταλάβουμε ξανά το πόσο μόνοι είμαστε, το πόση ευθύνη έχουμε. Θα ήμασταν αφελείς αν πιστεύαμε πως με ένα «Ναι» θα σώζαμε κάτι, ας πούμε τη Λαϊκή Τράπεζα ή την Κύπρου (αλήθεια, πόσο «δική μας» μπορεί να είναι μια τράπεζα;) και μαζί τις δουλειές, ή τους κόπους μιας ζωής που τους εμπιστευτήκαμε. Ξέρουμε καλά πως ότι έμεινε εκτεθειμένο (το γιατί είναι μια άλλη κουβέντα, που ελπίζω πως θα γίνει), ούτως ή άλλως, και με τα «Ναι» και με τα «Όχι», θα κατασπαραχθεί.
Δυστυχώς, δεν ήταν δυνατόν να υπάρχει “plan B”. Θα ήταν αδύνατον να έχει εκπονηθεί από ανθρώπους της γενιάς μου και της προηγούμενης, από ανθρώπους βουτηγμένους στην κατανάλωση, στο εφήμερο, στο συμφέρον, στο νεοπλουτισμό και στο τίποτε, μια πολιτική που να έχει βάθος και σοβαρότητα. Κι όμως, αυτοί οι άνθρωποι, χωρίς δικλίδες ασφαλείας, χωρίς λογική, είπαν ενστικτωδώς “Όχι”. Έστω και για μια στιγμή. Ένα “Όχι” καταστροφικό και λυτρωτικό μαζί, που εσείς, αγαπητοί Ελλαδίτες μνημονιακοί, πολιτικοί και δημοσιογράφοι, με πρόσχημα το καλό μας, δεν θα πείτε ποτέ. Θα προτιμήσετε να καταστραφούμε εξίσου, λέγοντας “Ναι”.
Οι Κύπριοι προσφυγοποιούμαστε ξανά στην ίδια μας την πατρίδα. Χάνουμε ξανά τη ζωή όπως τη χτίσαμε, όπως νομίζουμε πως τη διαλέξαμε, όπως νομίσαμε πως μας ανήκει. Και φοβόμαστε. Είναι ανθρώπινο. Όμως, τι πραγματικά φοβόμαστε; Ότι θα πεινάσουμε; Πεινάσαμε και παλιότερα. Ότι θα κρυώσουμε; Κρυώσαμε χρόνια. Ότι θα μείνουμε μόνοι; Πάντα μόνοι ήμασταν. Ότι θα πονέσουμε; Από πόνο άλλο τίποτε… Ότι θα μας κατακτήσουν; Πάντα κατακτημένοι υπήρξαμε.

Θα τα καταφέρουμε, το ξέρουμε καλά! Γιατί, τελικά, δεν φοβόμαστε τίποτε. Γιατί, τελικά, το μόνο που φοβόμαστε, είναι το υποχρεωτικό κοίταγμα στον καθρέφτη. Το μόνο που μας φοβίζει, είναι το μόνο που πραγματικά έχουμε: το αληθινό μας πρόσωπο. Ας το ξεθάψουμε, ας το θυμηθούμε, ας το κοιτάξουμε. Ενώ όλοι, φίλοι και εχθροί, μας αγριοκοιτάζουν, ενώ η μάσκα μας πέφτει νεκρή, αυτό θα μας χαμογελάσει.-
Αλκίνοος Ιωαννίδης
24 Μαρτίου 2013
Πηγή: alikinoos.gr

Ευθύνες κυβέρνησης Χριστόφια








Ένα άρθρο κόλαφος κατά του Δημήτρη Χριστόφια και της πενταετούς διακυβέρνησής του πριν τρεις μήνες στην εφημερίδα Guardian, ανέλυε τους χειρισμούς και της αποφάσεις του τέως Προέδρου ο οποίος όπως σημείωνε ο Guardian φέρει το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης για το θλιβερό κατάντημα στο οποίο έφθασε σήμερα η Κύπρος.

Στο άρθρο που φαντάζει σήμερα πιο επίκαιρο από ποτέ, έγραφε ο αρθρογράφος πως ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας στην Κύπρο, έχει σημαντικές εξουσίες με αρκετά λίγους περιορισμούς στην άσκησή της, και πρόσθετε πως ο Δημήτρης Χριστόφιας πήρε αποφάσεις (όπως και είχε βέβαια το δικαίωμα) χωρίς να ζητήσει τη γνώμη του κυπριακού κοινοβουλίου, του Υπουργού Οικονομικών του, ή του πρώην Διοικητή της ΚΤΚ.

Είχε το δικαίωμα να το κάνει αυτό με βάση το Σύνταγμα αλλά είναι αυτές οι αποφάσεις του που οδήγησαν τη χώρα σε αυτή την πρωτόγνωρη κρίση σε συνδυασμό και με την αδυναμία του να ακούσει συμβουλές με αποτέλεσμα την ταχεία επιδείνωση των δημόσιων οικονομικών της Κύπρου.

Από την άλλη, συνεχίζει το άρθρο, η απόφασή του να αποθηκεύει και όχι να καταστρέψει τα όπλα που είχαν προορισμό την Χεζμπολάχ και κατασχέθηκαν από τις κυπριακές αρχές, οδήγησαν στην καταστροφική έκρηξη στο Μαρί το 2011, ενώ κατέστρεψαν και τον μεγαλύτερο σταθμό παραγωγής ενέργειας της Κύπρου, τον Βασιλικό. Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα τις τεράστιες αυξήσεις στο κόστος της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας που εμπόδισαν την ανάκαμψη του τομέα των μικρών επιχειρήσεων, οι οποίες αποτελούσαν την ραχοκοκκαλιά της κυπριακής οικονομικής δραστηριότητας.

Αλλά ακόμη κι αν ο Δημήτρης Χριστόφιας δεν μπορούσε να προβλέψει τις καταστροφικές συνέπειες, της αποθήκευσης των πυρομαχικών στο Μαρί, μπορούσε, όπως εκτιμά ο Guardian να προβλέψει και να πάρει όλα τα ενδεικνυόμενα μέτρα σε σχέση με την κατηφορική πορεία του οικονομικού τομέα του νησιού.

Όταν το 2009 η Marfin Laiki Bank (η τράπεζα που χρειάζεται την μεγαλύτερη βοήθεια αυτή τη στιγμή) ανακοίνωσε το 2009 ότι μεταφέρει τα κεντρικά της γραφεία στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα να υπόκειται πλέον στην ελληνική δικαιοδοσία και όχι στην κυπριακή, ο Πρόεδρος Χριστόφιας έσπευσε να υποστηρίξει τον πρόεδρο της τράπεζας στη διαφωνία του με τον τότε Διοικητή της ΚΤΚ, Αθανάσιο Ορφανίδη. Η πολιτική πίεση απέδωσε καρπούς: η τράπεζα έμεινε στην ελληνική δικαιοδοσία, με αποτέλεσμα τώρα να απαιτεί € 3 δισ. κρατικών ενισχύσεων προκειμένου να παραμείνει ως δρώσα οικονομική μονάδα.

Το μισό σχεδόν οικονομικό βάρος της οικονομικής διάσωσης των τραπεζών, σχετίζεται με την απόφαση της ΕΕ για το κούρεμα των ελληνικών κρατικών ομολόγων. Ο πρόεδρος Χριστόφιας θα μπορούσε, γράφει η εφημερίδα, να ασκήσει βέτο στο σχετικό με το κούρεμα του ελληνικού χρέους ψήφισμα, με την απαίτηση οι απώλειες των κυπριακών τραπεζών από αυτό, να ενσωματωθούν στο ελληνικό πακέτο διάσωσης. Το μέτρο αυτό από μόνο του θα ήταν σε θέση να εξασφαλίσει την τρέχουσα βιωσιμότητα του τραπεζικού συστήματος.

Από την άλλη η Κύπρος έμεινε εκτός των διεθνών αγορών, εξαιτίας των φόβων της βιωσιμότητας του τραπεζικού συστήματος. Τότε λοιπόν η κυπριακή κυβέρνηση προχώρησε στην εξασφάλιση ενός δανείου ύψους 2,5 δις από την Ρωσία, αλλά αντί να χρησιμοποιήσει αυτά τα λεφτά για την διατήρηση της βιωσιμότητας του τραπεζικού συστήματος τα δαπάνησε για την κάλυψη κρατικών αναγκών.

Από την άλλη, ο τότε υπουργός Οικονομικών, Χαρίλαος Σταυράκης, προχώρησε σε βραχυπρόθεσμο δανεισμό προκειμένου να αποφευχθεί η λήψη μέτρων λιτότητας, απόφαση που είχε ως αποτέλεσμα την ανάγκη σήμερα 6 δις ευρώ δανεισμού, προκειμένουν με τα 10 δις της Τρόικα να φτάσουμε τα 16-17 δις που υπολογίζονται οι ανάγκες για την οικονομική αναδιάρθρωση της Κύπρου.

Το 2009, γράφει ο Guardian οι δημόσιες δαπάνες αυξήθηκαν κατά 7,8%, ακόμη και αν τα έσοδα μειώθηκαν κατά 8,5%. Παρά την υποτονική ανάκαμψη, οι δημόσιες δαπάνες μειώθηκαν μόνο το 2011 όταν η Κύπρος εισήλθε σε μια βαθιά ύφεση με αποτέλεσμα η ανεύθυνη χορήγηση δαπανών από την προηγούμενη κυβέρνηση να οδηγήσει σήμερα, σε ένα μη βιώσιμο χρηματοδοτικό κενό.

Η κυβέρνηση του Προέδρου Δημήτρη Χριστόφια έφυγε αλλά οι μακροπρόθεσμες βλάβες της διακυβέρνησής του μένουν, καταλήγει ο Guardian.
Πηγή: Guardian

President Demetris Christofias has brought Cyprus to this sorry state
Christofias may rail at bankers over Cyprus's bailout, but it was bad governance that let to the country's rapid deterioration. Click to read the article in Guardian  

Wednesday, March 27, 2013

Did Putin get rolled on Cyprus?



By Bill Wilson — When the original terms of taxing bank deposits in Cyprus was announced on March 18 — wherein deposits less than €100,000 ($128,570) would have faced a 6.75 percent levy and those with more a 9.9 percent tax — it was quite clear the cost of bailing out the banks there was going to fall largely on wealthy Russian depositors who had parked their money there.

At the time, Russian President Vladimir Putin was opposed to the deal, calling it “unfair, unprofessional and dangerous.”

Prime Minister Dmitry Medvedev blasted the tax, saying, “This practice, unfortunately, was very well known and is familiar to many Russians from the Soviet period, when money was exchanged with coefficients and never returned.”

The original deal was defeated in the Cypriot parliament, and in the interim, Russia rejected the opportunity to bail out Cyprus itself.  Then, just days later, a second deal was announced — this time a 30 to 40 percent tax on deposits over €100,000.

For the Russian depositors in question, this was an even worse deal than the first one. Yet, suddenly Russia embraced the new deal. The only response from the Kremlin was to announce that it intended to restructure a €2.5 billion ($3.2 billion) loan with the government of Cyprus with either a lower interest rate or an extension of the life of the loan.

Putin spokesman Dmitry Peskov said, “Considering the decisions adopted by the Eurogroup, Putin considers it possible to support the efforts of the president of Cyprus and the European Commission aimed at overcoming the crisis in the banking system of this island state.”

Quite the turnaround. A nearly 10 percent tax on Russian depositors to bail out Cyprus’ banks was “dangerous,” but a 30 to 40 percent levy was suddenly acceptable to Moscow, and on top of that the Cypriot government got a loan extension, too? What changed? Is Putin going soft?

Perhaps Russia simply feared the spillover effects of a euro collapse. If Cyprus had turned to Russia for aid, for example, and was prompted to leave the Eurozone in the process — which could have set off a wider financial crisis in Europe — that could have been as damaging to Russia’s economy as Europe’s.
As the Financial Times’ Ian Bremmer notes, “Russia’s largest trading partner remains the EU; Moscow is dependent on revenues from gas sales to Europe. The bottom line: Moscow has far more to lose than gain from aggressively reacting to the crisis.”

That certainly would make sense. And there may be nothing more to Moscow’s seeming capitulation on the issue. In that case, the risks of fighting for the Russian depositors may have been deemed to be too great, and the reward for reclaiming them too minimal.
On the other hand, perhaps Putin got something in return for embracing  the depositor haircut and agreeing to restructure of the €2.5 billion loan to Cyprus.
For example, expansion of Russia’s naval capabilities has been a top priority for the nation ever since Peter the Great in the 17th Century. Since that time, the construction of Russia’s ports over the years has proven to be of critical strategic importance.

In 1704, Peter founded St. Petersburg as Russia’s gateway to the outside world.
By the time of World War II, the port of Archangel, which Peter also founded, and Murmansk, which was built by the Romanovs, were both instrumental in the success of the Allied Lend-Lease program that supplied Soviet Russia during the war.

Supplies from the Arctic convoy, which landed at Archangel and Murmansk, assisted the Soviets in lifting the Siege of Leningrad (St. Petersburg). If Leningrad had fallen, the northern supply route could have been rolled up by the Nazis and certainly Moscow was next on the list.

The Crimean War in the 1850s was fought by Great Britain, France, Sardinia, and the Ottoman Empire against the Russians primarily to keep them from establishing naval dominance in the Mediterranean Sea. The effort succeeded.
But is not forgotten. Could Putin be attempting to correct this outcome through the establishment of such a port in Cyprus? That might explain the Kremlin’s seeming silence on an issue that hit so close to home while they work to turn lemons into lemonade.

Combined with China’s purchase of the port of Piraeus in Greece, such a move on Cyprus would amount to an encirclement of Europe — an opening of a new southern flank to potentially challenge NATO in the future.  Something to consider, in the least.

But, perhaps with Russian deposits still trapped in Cyprus, Putin through acquiescing to the latest deal is merely be playing for time to help the wealthy Russians, who the Financial Times’ Bremmer calls “one of his most loyal constituencies,” to get the rest of their money out of the banks there.

Whatever the case may be, the world does not take Putin as one to roll over so lightly after taking such a strong stand. Perhaps he did get rolled, but we would not be surprised if the Russian leader still has an ace up his sleeve.
Bill Wilson is the President of Americans for Limited Government.