Μενεξεδένιος Ιβίσκος
Συγγραφέας: Τσιμαμάντα Αντίστσι (Adichie, Chimamanda Ngozi)
Εκδόσεις: Ψυχογιός
Στην πόλη Ενούγκου της Νιγηρίας, η Κάμπιλι και ο Τζάτζα απολαμβάνουν τα προνόμια της ζωής που τους προσφέρει ο πλούσιος και ισχυρός πατέρας τους: ένα όμορφο σπίτι και ένα ακριβό σχολείο. Κανείς, όμως, δε βάζει με το νου του όλα όσα κρύβουν οι πόρτες του αρχοντικού μόλις κλείσουν. Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί ότι τα δυο παιδιά και η μητέρα τους είναι δέσμια ενός θρησκόληπτου και καταπιεστικού πατέρα. Τα πάντα θα αλλάξουν για την Κάμπιλι και τον Τζάτζα όταν μείνουν για λίγες μέρες στο σπίτι της θείας τους. Εκεί θα μάθουν τι σημαίνει οικογένεια, αγάπη, χαρά, παιχνίδι, ελευθερία, έρωτας. Και με την επιστροφή τους, θα πρέπει να παλέψουν για να διεκδικήσουν τη ζωή που τους ανήκει... Μια εξαιρετική ιστορία για τον πόθο της ελευθερίας, για τη λεπτή γραμμή που χωρίζει την αγάπη και το μίσος, τους παλιούς θεούς και τους καινούργιους. Ø Έχε εμπιστοσύνη στον Κύριο και δε θα σε προδώσει. Ø Κυρίως τα παιδιά μιλούσαν και η μάνα τους άκουγε, τρώγοντας αργά. Έμοιαζε με προπονητή ποδοσφαίρου που έκανε καλή δουλειά με την ομάδα του και στεκόταν στην άκρη καμαρώνοντας το αποτέλεσμα. Ø Συνέχισε να ρίχνει το κοκογιάμ στην κατσαρόλα αμίλητη. Ύστερα με κοίταξε και μου εξήγησε ότι ο πατέρας της δεν ήταν ειδωλολάτρης αλλά άνθρωπος της παράδοσης, κι ότι μερικές φορές το διαφορετικό έχει την ίδια αξία μ’ αυτό που έχουμε συνηθίσει για άξιο και καλό, κι όταν ο παππούς Νούκου σηκωνόταν το ξημέρωμα για το itu-nzu, δηλαδή, την ομολογία της αθωότητας ήταν ακριβώς το ίδιο όπως όταν λέμε την προσευχή μας. Ø Κοιτούσα το ταμπλό του αυτοκινήτου με το χρυσομπλέ εικονισματάκι της Παναγίας. Δεν ήξερε ότι δεν ήθελα να φύγει ποτέ από κοντά μου οι ώρες που πέρασα μαζί του είχαν κολλήσει στο μυαλό μου. Χαμογέλασα, έτρεξα, γέλασα. Ένιωθα το στήθος μου γεμάτο δροσιά. Αισθανόμουν ανάλαφρη. Μια γλυκιά ελαφράδα που γλύκαινε το στόμα μου σαν καλογινωμένο φρούτο. Ø Η βροχή μαλάκωσε και μετά, σιγά-σιγά, σταμάτησε. Ο Θεός διάλεξε τον ήλιο. Η ατμόσφαιρα μύριζε φρεσκάδα, χώμα νοτισμένο. Φαντάστηκα τον εαυτό μου στον κήπο όπου βρισκόταν ο Τζάτζα γονατιστός, ότι έσκυβα, έπιανα μια χούφτα βρεγμένο χώμα και το έτρωγα. Ø Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα πως έκανε ακριβώς ό,τι και η θεία Ιφεόμα με τα παιδιά της. Με τον τρόπο που τα αντιμετώπιζε, με όσα περίμενε από αυτά δίχως να απαιτεί, τους έβαζε όλο και πιο ψηλά τον πήχη. Το έκανε συστηματικά γιατί πίστευε ακράδαντα ότι θα τον ξεπερνούσαν. Και τον ξεπερνούσαν ενώ για μένα και τον Τζάτζα τα πάντα ήταν διαφορετικά. Εμείς δεν πηδούσαμε γιατί πιστεύαμε ότι μπορούσαμε να το κάνουμε, αλλά επειδή μας ανάγκαζε ο πανικός μας. Ø Περπατούσε ανάμεσα σε γεροδεμένους άντρες που κρατούσαν το πλήθος σε απόσταση. Ίσα που μας προσπερνούσε κι όλα τα δέντρα γύρω της άρχισαν να τρέμουν σαν σεισμός. Οι κορδέλες που οριοθετούσαν τη περιοχή του οράματος κουνιόνταν έντονα. Αλλά δεν φυσούσε καθόλου. Ο ήλιος ξάσπρισε σαν φάντασμα. Κι ύστερα την είδα! Είδα την Παναγία, την Παρθένο Μαρία. Μια φιγούρα στον θαμπό ήλιο, μια κόκκινη λάμψη στην παλάμη μου, ένα χαμόγελο στο πρόσωπο ενός άντρα που με άγγιξε τυχαία. Ήταν παντού. Ø Τα γράμματά του μου κάνουν καλό. Τα κουβαλάω μαζί μου γιατί είναι μεγάλα και λεπτομερή, γιατί μου λένε ότι αξίζω κι εγώ, γιατί μου θυμίζουν ότι έχω συναισθήματα. Πριν από μερικούς μήνες μου έγραψε ότι δεν ήθελε να ψάχνει τα «γιατί», καθώς κάποια πράγματα ούτε «επειδή», απλώς συμβαίνουν κι όλα τα άλλα περιττεύουν. Ναταλία Ιωαννίδου Από τη Λευκωσία |
1 comment:
Ενδιαφέρον βιβλίο,τα αποσπάσματα μου κέντρισαν τη περιέργεια!!!
Post a Comment