Εν προκειμένω, η μία εκ των δύο σχολών, η λεγόμενη «ρεαλιστική σχολή», αξιώνει την ερμηνεία της ωμής πραγματικότητας. Διατείνεται πως ο κόσμο μας να είναι ένα πεδίο διαρκούς επιβίωσης, και η βιωσιμότητα των κρατών εξαρτάται από την ισορροπία ανάμεσα στα ισοζύγια δυνάμεων που διαρκώς διαμορφώνονται σε υπερκείμενα επίπεδα. Κοντολογίς, ο ισχυρότερος επιβιώνει και οι μικρότεροι έχουν ρόλο "μίνιονς" εάν θέλουν να τους λάβει κανείς σοβαρά υπόψη.
Όπως και ο τίτλος μαρτυρά, στο παρόν κείμενο θα γίνει μια κριτική στις αναλύσεις που διαβάζουμε και καθημερινά ακούγονται από τηλεοπτικά πάνελ και ραδιοφωνικούς σταθμούς, έχοντας καταχρηστικά ως μοναδικό μπούσουλα και φίλτρο παγκόσμιας ανάλυσης: τον κυνισμό της παράδοσης που οι ρίζες της σημειώνονται στα γραφτά του Θουκυδίδη. Ο προβληματισμός εκτείνεται σε δυο άξονες: Έναν εξωτερικά της Ουκρανίας, και έναν που αφορά πιο οικεία για εμάς, δεδομένα. Το κρίσιμο σημείο είναι ο τρόπος με τον οποίο πολλοί αναλυτές-επιστημονικοί και μη- χρησιμοποιούν την εν λόγω συλλογιστική.
Η πιο συχνή δικαιολογία που ακούγεται και σχεδόν προσπαθεί να αιτιολογήσει την εισβολή του ρωσικού στρατού προς το κράτος της Ουκρανίας, έχει να κάνει με κάποια απειλή που νιώθει η Ρωσία όταν βλέπει στον ορίζοντα μια Ουκρανία μέλος του ΝΑΤΟ. Γίνεται λόγος για buffer zones που δήθεν τα κράτη πρέπει να έχουν και λοιπά ψυχροπολεμικά αφηγήματα που αφορούν την ασφάλεια του Ρωσικού κράτους.
Κάπου εδώ πρέπει να γίνει ξεκάθαρο ότι, επειδή ακριβώς η εισβολή στην Ουκρανία έχει ιστορική διάσταση, δεν επιχειρείται κάποια αθώωση των Ηνωμένων Πολιτείων. Ιδιαίτερα για όσους θυμούνται την αντίδραση των τελευταίων τη δεκαετία του 1960 με τις πυρηνικές κεφαλές στην Κούβα, τους νατοϊκούς βομβαρδισμούς κατά της Γιουγκοσλαβίας, την εισβολή στο Ιράκ και όχι μόνο. Πλην όμως, το αντιαμερικανικό αίσθημα που λίγο-πολύ διακατέχει τον κάθε κύπριο πολίτη για ιστορικούς κυρίως λόγους, δεν είναι ικανό ώστε να δικαιολογεί μια εισβολή.
Επιπλέον, η Δύση ανέκαθεν οικοδομούσε ένα αφήγημα με την Ρωσία ως το κακό παιδί της γειτονιάς, και αυτό δεν σταμάτησε με τη πτώση της Σοβιετικής Ένωσης. Ο παραγκωνισμός της Ρωσικής Ομοσπονδίας από τις ΗΠΑ συνεχίζεται στο όνομα κάποιας ιδεολογικής ηγεμονίας που προσπαθούν μέχρι σήμερα να εδραιώσουν, και εν μέρει, το καταφέρνουν. Η περιθωριοποίηση μιας τόσο ισχυρής χώρας δεν είναι κάτι αμελητέο όσον αφορά τα γεγονότα που εξελίσσονται σήμερα στην Ουκρανία. Η ευθύνη είναι και ιστορική και πολιτική.
Ωστόσο, η Ουκρανία έχει παραιτηθεί από τη διεκδίκηση μιας θέσης στη βορειοατλαντική συμμαχία εδώ και χρόνια. Άλλωστε, αυτό είναι κάτι που δήλωσε και ο τωρινός της πρόεδρος βδομάδες πριν την εισβολή. Κι αν ακόμη η ίδια το επιθυμούσε, χρόνια τώρα, η Γαλλία και η Γερμανία ξεκαθάρισαν τη δυσαρέσκειά τους σε ένα τέτοιο σενάριο με τη χρήση δικαιώματος αρνησικυρίας: άρα, οριστικού αποκλεισμού.
Το δεύτερο δεδομένο είναι ότι οι νατοϊκές χώρες της Βαλτικής βρίσκονται ήδη, πολύ πιο κοντά στο Κρεμλίνο της Μόσχας παρά ένα νατοϊκό Κίεβο. Η δυνητική ένταξη της Ουκρανίας προέβλεπε πολύ συγκεκριμένα σημεία όσον αφορά τον στρατιωτικό της εξοπλισμό. Ο μύθος περί ουκρανικής απειλής προς το ρωσικό κράτος αναπαράγεται ανελέητα και σε μεγάλη ένταση χωρίς να προηγείται κάποια σχετική επίγνωση. (Ο ασύλληπτος πλούτος της Ουκρανίας στην Μαύρη θάλασσα είναι γεγονός, και καμία πρόφαση για απειλή δεν αποπροσανατολίζει την πραγματικό λόγο της ρωσικής εισβολής).
Επιπλέον, ας προβληματιστούμε: γιατί χώρες οι οποίες υπέστησαν τα δεινά του υπαρκτού σοσιαλισμού όπως για παράδειγμα, τα βαλτικά κράτη, η Τσεχία και Πολωνία να μην ενταχθούν στο ΝΑΤΟ, όταν το συμφέρον τους επιτάσσει να εξασφαλίσουν δικλείδες ασφαλείας σε περίπτωση αναβίωσης του ρωσικού σοβινιστικού μαξιμαλισμού; (όπως σήμερα ξεκάθαρα παρατηρείται)..είπαμε, μισός ο ρεαλισμός.
Το δεύτερο μέρος έχει να κάνει με τις επιθέσεις ουκρανικών παραστρατιωτικών μονάδων εις βάρος ρωσόφωνων περιοχών που βρίσκονται εντός της επικράτειας του ουκρανικού κράτους. Δικαιολογούν οι δολοφονικές επιδρομές προς μια μειονότητα, την εισβολή; Αν η απάντηση είναι καταφατική, τότε αντιστοίχως, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ως Κύπριοι τους ΑΤΤΙΛΑ I και ΙΙ, ως «ειρηνευτικές επιχειρήσεις διάσωσης των Τουρκοκυπρίων», διότι μια ασήμαντη μειονότητα καθαρμάτων τις δεκαετίες του 60' και 70' εγκλημάτησαν εις βάρος τους. Οφείλουμε δηλαδή, να αναγνωρίσουμε την τουρκική βαρβαρότητα ως μοναδική διέξοδο. Αδιανόητο.
Στο δια ταύτα, η πολιτική περιφρόνηση του κράτους της Ρωσίας ως συνέχεια μιας αντιπαλότητας του Ψυχρού Πολέμου την μετέτρεψε σε μια ανελεύθερη δημοκρατία που δεν θα διστάσει να χρησιμοποιήσει βίαια μέσα για επίτευξη γεωπολιτικών στόχων. Πάντως, στο ερώτημα πότε θα συμφιλιωθεί η Δύση με τη Ρωσία, κατά την άποψή μου απαντάται με το ερώτημα: πότε θα συζητήσουμε για μια Ρωσία με σύγχρονο και ευρωπαϊκό πρόσημο.
Ο Ρεαλισμός, μέχρι ένα σημείο μας βοηθά να κατανοήσουμε καλύτερα το περιβάλλον, αν υιοθετηθεί μονοσήμαντα ωστόσο, γίνεται τοξικός, παραπλανεί και αποκτηνώνει. Τα παραπάνω δεν επιχειρούν να θεραπεύσουν τα ήδη προβληματικά αφηγήματα που έχουν μετατραπεί σε ποιήματα ωμότητας, αλλά, να καταδείξουν την κοινωνική νοσηρότητα και πολιτική αφέλεια που καλλιεργείται και εγκαθιδρύεται στις συνειδήσεις των πολιτών που, χωρίς κριτική διάθεση, αφομοιώνουν στο λόγο τους. Η απάντηση, ποτέ δεν είναι πόλεμος.
Ορέστης Νικολάου
Fecebook
*το σχόλιο "μισός ο ρεαλισμός" ειπώθηκε από θεατή σε συνέδριο για τον πόλεμο στην Ουκρανία που πραγματοποιήθηκε στον Πύργο Βιβλίων της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος, στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυµα Σταύρος Νιάρχος.
**Mεταπτυχιακός φοιτητής Πολιτικής Επιστήμης και Νεότερης Ιστορίας
Εφημερίδα «Ο Φιλελεύθερος» 11.5.2022
No comments:
Post a Comment