του Αχιλλέα Κ. Αιμιλιανίδη*
Η κρατούσα προσέγγιση, που υιοθετείται και σε ευρωπαϊκά κείμενα, εκλαμβάνει ως δεδομένο πως οι πολιτικοί θα πρέπει να τυγχάνουν ουσιαστικής προστασίας από ποινικές διώξεις που αφορούν στις πολιτικές τους αποφάσεις, με εξαίρεση αποφάσεις που συνιστούν αδικήματα του κοινού ποινικού δικαίου, και ότι οι πολιτικές αποφάσεις θα πρέπει να υπόκεινται σε πολιτική ευθύνη, με τελικούς κριτές τους ψηφοφόρους. Η προσέγγιση αυτή επιχειρεί να περιορίσει την ευθύνη των πολιτικών προσώπων για την άσκηση των καθηκόντων τους σε μια μορφή πολιτικής ευθύνης, η οποία ενεργοποιείται αποκλειστικά σε κάθε εκλογική αναμέτρηση και η οποία επαφίεται αόριστα στην ικανότητα του ψηφοφόρου να τιμωρήσει τον πολιτικό, μέσω της καταψήφισής του.
Μπορούν να προβληθούν διάφορα επιχειρήματα ως υποστηρικτικά της κρατούσας άποψης ότι οι πολιτικοί πρέπει να τυγχάνουν αυξημένης προστασίας κατά την άσκηση των καθηκόντων τους σε σχέση με τους υπόλοιπους πολίτες. Το σημαντικότερο επιχείρημα είναι ότι δεν θα πρέπει να ποινικοποιείται η πολιτική ζωή, διότι διαφορετικά δεν θα μπορεί να ασκηθεί με αποφασιστικότητα και τόλμη η πολιτική της Κυβέρνησης και θα αναπτυχθεί η ευθυνοφοβία μπροστά στον φόβο της ποινικής ή αστικής ευθύνης. Θα μπορούσε να αναφερθεί, επίσης, ο κίνδυνος πολιτικών διώξεων από τη νέα Κυβέρνηση ή και η πρόκληση κοινωνικής αναστάτωσης, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα, όπως έγινε για παράδειγμα στην περίπτωση της δίκης του πρώην Πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου. Προβάλλεται τέλος η άποψη ότι ο λαός με την ψήφο του έδωσε εντολή στην κυβέρνηση ή τους βουλευτές να δράσουν κατά συνείδηση και επομένως, εφόσον υπάρχει εκ των προτέρων νομιμοποίηση των πράξεων των πολιτικών από το εκλογικό σώμα, οποιαδήποτε άλλη μορφή αναγνώρισης ευθύνης δεν είναι νοητή.
Στα πιο πάνω επιχειρήματα μπορεί να προβληθεί πειστικότατος αντίλογος. Οι πολιτικοί είναι πλέον επαγγελματίες και όχι ερασιτέχνες. Λαμβάνουν υψηλούς μισθούς για να ασκούν τα δημόσια αξιώματα, είναι κατά κανόνα ενεργοί σε πολιτικά κόμματα και ακόμα και αν ασκούν δεύτερη εργασία, όταν αυτό επιτρέπεται, αναμφίβολα η άσκηση των πολιτικών τους καθηκόντων είναι πρωταρχικής σημασίας. Σε όλους τους επαγγελματικούς κλάδους η πλημμελής άσκηση των καθηκόντων ενός επαγγελματία μπορεί να επιφέρει ευθύνες, οι οποίες βεβαίως απονέμονται με βάση την ισχύουσα νομοθεσία. Αυτό δεν παρεμποδίζει ούτε την καινοτομία, ούτε την λήψη αποφάσεων με αποφασιστικότητα, νοουμένου ότι η πολιτική και αστική ευθύνη καταλογίζεται με το ίδιο μέτρο και τα ίδια κριτήρια ως ενός άλλου επαγγελματία. Δεν είναι ιδιαίτερα πειστική η άποψη ότι ένας γιατρός ή ένας δικηγόρος ή ένα μέλος διοικητικού συμβουλίου εταιρείας πρέπει να φέρουν ευθύνη για τις πράξεις που ασκούν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, περιλαμβανομένων και των πράξεων ή παραλείψεων που οφείλονται σε επαγγελματική αμέλεια, ενώ από την άλλη οι πολιτικοί θα πρέπει να είναι ανεύθυνοι ή περιορισμένης ευθύνης.
Κριτήριο για το αν υπάρχει ή όχι αμέλεια δεν μπορεί να είναι βέβαια ο εξαιρετικά υψηλού επιπέδου πολιτικός, διότι αυτό θα έθετε τον πήχη υπέρμετρα ψηλά. Θα πρέπει όμως να υπάρχει κριτήριο ευθύνης για αμέλεια, σε περίπτωση που ο πολιτικός ενεργεί κατά τρόπο που να προξενεί ζημία μέσω των πράξεων ή παραλείψεων του, οι οποίες κινούνται πολύ πιο κάτω από το επίπεδο που θα ήταν ανεκτό για έναν συνηθισμένο πολιτικό ο οποίος ενεργεί με εύλογο τρόπο. Σε μια εποχή κατά την οποία ο κάθε πολιτικός θεωρεί ότι μπορεί να αναλάβει οποιοδήποτε αξίωμα και να το φέρει σε πέρας, η ύπαρξη ενός κριτηρίου καταλογισμού ευθυνών παρόμοιου με αυτό που ισχύει σε άλλους επαγγελματικούς κλάδους και η αναγνώριση ευθυνών θα μπορούσε δυνητικά να βελτιώσει το συγκριτικά χαμηλό επίπεδο ή και ικανότητες των προσώπων που ασχολούνται κατ’ επάγγελμα με την πολιτική, εφόσον αυτοί θα γνώριζαν πλέον για τους δυνητικούς κινδύνους που συνδέονται με την ανάληψη δημοσίων αξιωμάτων και την άσκηση πολιτικής, κινδύνους που δεν θα υπερβαίνουν πάντως το επίπεδο που απαιτείται και από τους υπόλοιπους επαγγελματικούς κλάδους.
Στα πιο πάνω μπορεί να προβληθεί ως αντίλογος ότι η δημοκρατία προϋποθέτει να αντικρίσουμε τους πολιτικούς ως υποκείμενους αποκλειστικά στη λαϊκή βούληση και ως εντολοδόχους των ψηφοφόρων τους, αντί ως επαγγελματίες. Ιδιαίτερα ενόψει του κινδύνου οι διώξεις πολιτικών για πράξεις ή παραλείψεις τους να χρησιμοποιηθούν για φίμωση πολιτικών αντιπάλων και παρεμπόδιση των αξιωματούχων της αντιπολίτευσης από την άσκηση των καθηκόντων τους. Η έκφραση πολιτικών απόψεων δεν μπορεί να ποινικοποιείται, ούτε και να γίνεται αντικείμενο αγωγών, που αποσκοπούν στον περιορισμό του δικαιώματος λόγου ενός πολιτικού. Από την άλλη, όμως, η ύπαρξη ασυλίας και η καταχρηστική δυνατότητα αποφυγής των ευθυνών ενός πολιτικού, όπου αυτές πράγματι υπάρχουν, οδηγούν αναπόφευκτα σε αυθαιρεσία. Η εξεύρεση ισορροπημένων λύσεων που να διασφαλίζουν την προστασία της πολιτικής άποψης, από την μια, και να παρέχουν την υποχρέωση λογοδοσίας, από την άλλη, είναι το ζητούμενο. Στις σύγχρονες κοινωνίες, στις οποίες υπάρχουν χρηματοδοτούμενα από το κράτος πολιτικά κόμματα, επαγγελματίες πολιτικοί και ιδιωτική χρηματοδότηση ή «εξυπηρετήσεις» από επιχειρήσεις που αναμένουν ανταλλάγματα, η κλασική αντίληψη περί ασυλίας δεν είναι πλέον το ίδιο πειστική. Ο πολιτικός θα πρέπει να γνωρίζει ότι λογοδοτεί, να είναι έντιμος και να σέβεται το εκλογικό σώμα, διότι διαφορετικά καθίσταται ανέλεγκτος και αυταρχικός.
Η εντολή του εκλογικού σώματος δίδεται πάντα με μια υπονοούμενη εντολή ότι ο πολιτικός θα ενεργήσει επιμελώς, ώστε να διαχειριστεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το δημόσιο αξίωμα που του έχει ανατεθεί. Κανένα πολιτικό πρόσωπο δεν εκλέχθηκε με σύνθημα ότι θα καταστρέψει τον λαό ή ότι θα χειροτερέψει τον βίο του. Ο κάθε πολιτικός υπόσχεται ότι θα ενεργήσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο για τα συμφέροντα όχι μόνο του εντολέα του, αλλά και του συνόλου του λαού. Όπως ακριβώς ένας δικηγόρος ή ένας άλλος επαγγελματίας αναλαμβάνει να ενεργήσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο για τα συμφέροντα του προσώπου που τον εμπιστεύεται. Σε περίπτωση, επομένως, που ο πολιτικός κακοδιαχειρίζεται την εντολή που λαμβάνει, δεν μπορεί να την επικαλείται ως δικαιολογητικό ούτε και μπορεί να απαλλαγεί των ευθυνών του με αναφορά στο εκλογικό σώμα. Δεν είναι κατά την γνώμη μου νοητό οι ίδιοι οι πολιτικοί να ψηφίζουν διαφορετικό μέτρο προστασίας των ιδίων σε σύγκριση με άλλους επαγγελματίες.
Σημειώνω ότι η κοινωνική αναταραχή είναι προτιμότερη από την ατιμωρησία, η οποία ενθαρρύνει την επίδειξη παρόμοιων συμπεριφορών στο μέλλον. Μάλιστα, σε πολλές περιπτώσεις η κοινωνική αναταραχή μπορεί να λειτουργήσει καθαρτικά για μια κοινωνία, με κλασικότερη την περίπτωση του σκανδάλου Watergate επί Προεδρίας Νίξον στις ΗΠΑ, στην οποία η ανακάλυψη του σκανδάλου και η τιμωρία (αν και ο ίδιος Νίξον έλαβε χάρη από τον πρώην Αντιπρόεδρο του και διάδοχό του στην Προεδρία Τζέραλντ Φορντ) επενέργησε καθαρτικά για την αμερικανική κοινωνία και επέτρεψε την ανασυγκρότηση του πολιτικού συστήματος. Εφόσον μάλιστα η ποινική ή αστική ευθύνη καταλογίζεται από τα δικαστήρια και μέσω συγκεκριμένων θεσμικών διαδικασιών, που σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα και το κράτος δικαίου, οπωσδήποτε περιορίζεται ο κίνδυνος χρήσης του ποινικού δικαίου ως εκδικητικού πολιτικού μηχανισμού στα δημοκρατικά πολιτεύματα. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Νίξον υποχρεώθηκε να παραδώσει το επίμαχο μαρτυρικό υλικό, που αποδείκνυε την ενοχή του, και ουσιαστικά να υποβάλει παραίτηση, μετά από απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ, η οποία λήφθηκε από ένα δικαστήριο, στο οποίο πολλοί από τους δικαστές (περιλαμβανομένου και του Προέδρου του Δικαστηρίου Warren Burger) είχαν διοριστεί από τον ίδιο.
Επιπρόσθετα προς τις πιο πάνω μορφές ευθύνης, αναγνωρίζεται και μια ξεχωριστή μορφή ευθύνης, η πολιτική ευθύνη. Για να γίνει κατανοητή η αναγκαιότητα ύπαρξης πολιτικής ευθύνης θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας αυτό που αναφέρει και ο Mearsheimer στο βιβλίο του Why Leaders Lie, ότι το ψέμα είναι πιο σύνηθες και φυσιολογικό για τους ηγέτες σε μια δημοκρατία, παρά σε μια δικτατορία. Ένας ηγεμόνας δεν έχει ανάγκη να πει ψέματα στον λαό του για να εξασφαλίσει την στήριξή του, ενώ αντίθετα οι ηγέτες στις σύγχρονες δημοκρατικές κοινωνίες χρειάζονται να εξασφαλίσουν την στήριξη είτε της κοινής γνώμης, είτε του εκλογικού σώματος και για τον λόγο αυτό ψεύδονται. Δεν είναι τυχαίο που οι σύγχρονοι πολιτικοί διορίζουν στο επιτελείο τους περισσότερους επικοινωνιολόγους και δημοσιογράφους παρά επιστήμονες, διότι η διαχείριση της δημόσιας εικόνας τους είναι σημαντικότερη για αυτούς από την ουσιαστική πολιτική τους παρέμβαση. Επομένως, οι πολιτικοί σε μια δημοκρατία λένε συχνά ψέματα και αυτό οφείλεται στην ίδια τη φύση του πολιτικού συστήματος.
Ο οικονομολόγος Charles Beard είχε ισχυριστεί πως οι πατέρες του Αμερικανικού Συντάγματος είχαν καθορίσει τις περιοχές και τις δομές της νεοσύστατης ομοσπονδίας, κατά τρόπο ώστε να αυξηθεί η τιμή της ακίνητης τους ιδιοκτησίας. Ανεξάρτητα αν κάποιος συμφωνεί με τον Beard, γεγονός παραμένει πως η διαχείριση της δημόσιας εξουσίας συχνά δεν είναι απαλλαγμένη από προσωπικά συμφέροντα. Το εκλογικό σύστημα ενισχύει τις πελατειακές σχέσεις ψηφοφόρου και πολιτικού, ενώ η διαρκής ενίσχυση και ισχυροποίηση των κομματικών δομών περιορίζει την ανάπτυξη εσωκομματικής δημοκρατίας, κατά τρόπο ώστε ο αξιωματούχος να μην τολμά να διαχωρίσει την θέση του από το Κόμμα, διότι γνωρίζει πως αν το πράξει αυτό μπορεί να είναι και το τέλος της πολιτικής του καριέρας. Η αποτελεσματική, επομένως, προστασία των πολιτών και η εμπιστοσύνη απέναντι στο πολιτικό σύστημα προϋποθέτει υψηλό βαθμό ευθιξίας και αποδοχής ευθυνών, ιδιαίτερα πολιτικών. Το ψέμα στην πολιτική δεν θα πρέπει να θεωρείται ως αδιάφορο, ακόμα και αν ο πολιτικός είναι δημοφιλής (χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περίπτωση Κλίντον). Η παράβαση των προεκλογικών υποσχέσεων ενέχει ευθύνες, ιδιαίτερα αν αυτές ανήκουν στον κεντρικό πυρήνα του προεκλογικού προγράμματος.
Όλοι οι πολιτικοί, όπως άλλωστε και όλοι οι άνθρωποι, θα διαπράξουν και λάθη. Θα πρέπει, όμως, τα λάθη αυτά να τυγχάνουν αναγνώρισης και ο πολιτικός να απολογείται για αυτά προς το εκλογικό σώμα και όχι με επικοινωνιακά κόλπα να προσπαθεί να τα παρουσιάσει ως επιτυχίες. Πολλές φορές, εξάλλου, μια πράξη μπορεί να «είναι χειρότερη από έγκλημα, να είναι λάθος» κατά την γνωστή φράση του Antoine Boulay de la Meurthe για την εκτέλεση του Enghien. Ένα λάθος μπορεί να έχει τόσο καταστροφικές συνέπειες που να μην διαφέρει από έγκλημα, ανεξάρτητα αν δεν υπήρχε πρόθεση για διάπραξη εγκλήματος. Είναι γεγονός, επομένως, ότι δεν μπορεί να υπάρξει δημοκρατία χωρίς ανάληψη ή καταλογισμό πολιτικής ευθύνης. Η συχνά χρησιμοποιούμενη φράση ότι στη Δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα εκφράζει την άποψη ότι η πλημμελής διαχείριση της δημόσιας εξουσίας από τον αξιωματούχο ενός κράτους θα μπορεί να τύχει κριτικής από την πλειοψηφία του εκλογικού σώματος. Η άποψη αυτή, όμως, παραγνωρίζει το γεγονός ότι οι εκλογές γίνονται κάθε τέσσερα ή πέντε χρόνια, ανάλογα με την περίπτωση, και στο ενδιάμεσο ο κυρίαρχος λαός δεν έχει τη δυνατότητα να εκφράσει την άποψή του, ιδιαίτερα σε πολιτεύματα όπως το κυπριακό, στα οποία δεν ισχύει η αρχή της δεδηλωμένης, σύμφωνα με την οποία η εκτελεστική εξουσία θα πρέπει να απολαμβάνει της εμπιστοσύνης της νομοθετικής εξουσίας. Ακόμα, όμως, και σε πολιτεύματα στα οποία ισχύει η αρχή της δεδηλωμένης, όπως για παράδειγμα το ελληνικό, η αντίληψη ότι στη Δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα παραμένει μάλλον ρητορικό σχήμα, παρά πραγματικότητα. Η έλλειψη επαρκώς αναπτυγμένης εσωκομματικής δημοκρατίας, όπως και η αναγωγή σε κανόνα στη μετα-μνημονιακή εποχή (με την στήριξη των ελεγχόμενων μέσων μαζικής επικοινωνίας) του επιχειρήματος ότι αν γίνουν εκλογές ή αν παραιτηθεί η κυβέρνηση θα καταστραφεί η χώρα δημιουργεί σαφέστατο κενό ως προς την ανάληψη και καταλογισμό πολιτικών ευθυνών μέσω εκλογών. Δεν θα πρέπει εξάλλου να λησμονείται πως ο πολίτης καλείται να ψηφίσει τους αντιπροσώπους του, χωρίς να γνωρίζει συνήθως επαρκώς το πρόγραμμά τους.
Η εξέλιξη της πολιτικής ζωής πρέπει επομένως να μας οδηγήσει στην αναδιαμόρφωση της κρατούσας άποψης, σύμφωνα με την οποία η πολιτική ευθύνη δεν αποδίδεται, αλλά αναλαμβάνεται. Αν κάποιος δεν αναλαμβάνει την πολιτική ευθύνη που του αναλογεί, τότε θα πρέπει να αποδοθεί. Αλλιώς η πολιτική ευθύνη δεν έχει οποιοδήποτε ουσιαστικό περιεχόμενο. Αν η έννοια της πολιτικής ευθύνης είναι εθελοντικής φύσης και αν δεν αναληφθεί από τον ενδιαφερόμενο τότε δεν υπάρχει, τότε δεν έχει λόγο ύπαρξης. Η πολιτική ευθύνη, επομένως, και αναλαμβάνεται και καταλογίζεται. Ακόμα περισσότερο υπάρχει αναγκαιότητα όπως η πολιτική ευθύνη αποκτήσει ουσιαστικό περιεχόμενο ανεξάρτητο από την αστική ή ποινική ευθύνη. Πώς θα υλοποιηθούν τα πιο πάνω; Θα μπορούσαν να κατατεθούν πολλαπλές προτάσεις και περιορίζομαι σε μερικές μόνο στο πλαίσιο του παρόντος σημειώματος: α) σύσταση ανεξάρτητων μόνιμων ερευνητικών επιτροπών, με τη συμμετοχή δικαστών, πανεπιστημιακών, δημοσιογράφων κ.ο.κ., που θα διορίζονται με τη συμμετοχή αυξημένων πλειοψηφιών, που να διασφαλίζουν την αποφυγή θυματοποίησης μικρών πολιτικών κομμάτων και που θα έχουν ρητά καθορισμένες αρμοδιότητες αξιολόγησης πολιτικών πράξεων και θα λειτουργούν με τον τρόπο αυτό ως αμερόληπτο μέσο απόδοσης πολιτικών ευθυνών, β) δημιουργία σώματος ανεξάρτητων εισαγγελέων, με σκοπό την διενέργεια ερευνών για ύποπτες πολιτικές πράξεις, ανεξαρτήτως πολιτικού χώρου, όταν αυτές ανακύπτουν· το σώμα αυτό των ανεξάρτητων εισαγγελέων θα πρέπει να έχει ως αποκλειστικό σκοπό τη διεξαγωγή έρευνας για πολιτικές πράξεις και παραλείψεις, γ) εισαγωγή ηλεκτρονικού συστήματος ελέγχου του βαθμού εκπλήρωσης ή μη των προεκλογικών υποσχέσεων των πολιτικών αξιωματούχων από ανεξάρτητους φορείς ή και θεσμοθέτηση αυτού του συστήματος ελέγχου και σχετική ενημέρωση του εκλογικού σώματος.
*Καθηγητής Νομικής και Κοσμήτορας της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Λευκωσίας, δικηγόρος, διδάκτωρ δικαίου του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
No comments:
Post a Comment