Το νέο βιβλίο του Κώστα ΛυμπουρήΈνιωθε κουρασμένος, μα ήταν και σε υπερένταση. Και, καθώς βέβαια δεν πήρε ούτε τα χάπια που του είχαν δώσει, δεν μπορούσε να χαλαρώσει. «Θα πρέπει να παίρνεις τακτικά τα χάπια σου», του είπε ο Δαμιανός. «Μέχρι που να ελεγχθούν οι κρίσεις σου. Προς το παρόν σου δώσαμε το Largactil των 25 mg, την πιο μικρή δηλαδή δόση. Αν όμως η κατάστασή σου επιδεινωθεί, θα την αυξήσουμε. Και ίσως τότε θα έχεις παρενέργειες, τρέμουλο στα χέρια. Βεβαίως υπάρχει αντίδοτο. Όμως, γιατί να μπεις σε τέτοιες περιπέτειες; Θα νιώσεις ότι χάνεις τον εαυτό σου.»
Μετά τις συστάσεις του νοσοκόμου, στον θάλαμο ο ένας μετά τον άλλο άρχισαν να ησυχάζουν. Άκουσε πρώτα τους Τουρκοκύπριους —ο ένας ήταν δίπλα του κι οι άλλοι δυο απέναντί του— να καληνυχτίζονται: «İyi geceler, Αχμέτ», «İyi geceler, Αλή», «İyi geceler, Αϊντίν».
Τα δυσκολότερα ήρθαν μετά. Φαίνεται πως ανάμεσα στον ξύπνο και τον ύπνο, το ασυνείδητο και το συνειδητό μπλέκονται κι έρχονται στην επιφάνεια κρίσεις. Κάποιος κοντά στην είσοδο του θαλάμου άρχισε ν’ αντιδρά έντονα:
«Νά τες πάλι τις σκιές, έρχονται οι Εγγλέζοι. Διώξτε τους, θα με βασανίσουν πάλι. Νά τους, ήρθαν. Κυριάκο, διώξε τους, σε παρακαλώ, διώξε τους, θα μου βγάλουν τα νύχια, γλίτωσέ με, Κυριάκο».
Ο νυχτερινός νοσοκόμος, τον πλησίασε ήρεμα και καθησυχαστικά: «Εντάξει, Αρτέμη, ηρέμησε. Ηρέμησε εντελώς και κοιμήσου. Τους έχω διώξει τώρα. Μη φοβάσαι καθόλου».
Φάνηκε, πως αυτό μόνο ήθελε ο Αρτέμης —μια παρηγορητική κουβέντα, μια διαβεβαίωση, ώστε να νιώσει ασφαλής— αφού σε δυο μόλις λεπτά κοιμόταν.
Αμέσως όμως μετά, άλλος ακούστηκε να παραληρεί μάλλον στον ύπνο του: «Το μωρό, Ελένη, το μωρό, θα καεί στη φωτιά, Ελένη. Ελένη, το μωρό καίγεται, γλίτωσε το μωρό μας, να χαρείς, το μωρό μας, Ελένη».
Ο νοσοκόμος έτρεξε προς το μέρος του, μα, καθώς τον είδε ότι είχε ήδη κοιμηθεί, δεν έκανε τίποτε. Άλλωστε, για το παραλήρημα δεν υπάρχει κάτι που να ωφελεί.
Στο διπλανό κρεβάτι, άλλος ένας άρρωστος ξύπνιος. Να ’θελε κι εκείνος την παρηγορητική του κουβέντα; «Άντε, Μακάριε, κοιμήσου κι εσύ. Χωρίς έγνοιες: Όλα λειτουργούν μια χαρά στην κυβέρνησή σου».
Στη συνέχεια πλησίασε στο κρεβάτι του Ισίδωρου: «Είστε καλά, κύριε Ισίδωρε; Είδα ήδη την καρτέλα σας, ξέρω ότι σήμερα μας ήρθατε. Μη διστάσετε, λοιπόν, να με φωνάξετε, αν χρειαστείτε κάτι.»
Ο Ισίδωρος ευχαρίστησε, νιώθοντας κιόλας ένα ζεστό, στοργικό χάδι στην ψυχή του από αυτόν τον άγνωστο. Έκανε μάλιστα και πάλι τη σκέψη πόσο δύσκολη ήταν η δουλειά αυτών των ανθρώπων.
Όταν όλοι ησύχασαν —στο βαθμό που θα μπορούσαν να απαλλαγούν, έστω και στον ύπνο τους, από όσα τους βασάνιζαν—, ο Ισίδωρος ένιωσε επιτέλους να μένει μόνος με τον εαυτό του. Μόνος, με τη σκέψη βέβαια της Ανθούλας. Είχε φτάσει πια τόσο πολύ κοντά της, όμως αναρωτιόταν, τώρα αυτό τι θα μπορούσε να σημαίνει; Προσπάθησε να βάλει σε τάξη τις σκέψεις του από την αρχή: η Ανθούλα ήταν ο πρώτος έρωτας στη ζωή του και βέβαια θα ήταν και ο μοναδικός. Και πίστευε, από την πρώτη στιγμή μέχρι και τώρα, πως την αγάπησε βαθιά, μ’ όλο του το είναι. Ναι, πίστευε πως ταίριαζαν ως άνθρωποι, ότι έβλεπαν τα πράγματα με τον ίδιο τρόπο και πως αυτό είχε δώσει περιεχόμενο και αξία στη ζωή του. Γι’ αυτό, όταν έλεγε πως θα την αγαπούσε για πάντα, πως θα ήταν δίπλα της ό,τι και να συνέβαινε, δεν ήταν λόγια της στιγμής, μα βαθιά πεποίθησή του. Ο έρωτας δεν ήταν γι’ αυτόν λόγια, ήταν αποδείξεις αγάπης. Διαφορετικά ακυρώνονται τα πάντα, ό,τι είπε, ό,τι ένιωσε, ο ίδιος δηλαδή ο εαυτός του. Είχε ακούσει για πολύ δυνατούς έρωτες, που με τον χρόνο έσβησαν, αφήνοντας μιαν ανάμνηση, όμορφη σε πολλές περιπτώσεις, μα όχι για πάντα. Άλλοι πάλι οδηγήθηκαν σε οικτρή αποτυχία. Συμπέραινε, λοιπόν, πως οι μόνοι πραγματικοί έρωτες, αυτοί που δεν μπορούν να σβήσουν, είναι όσοι δεν εκπληρώθηκαν. Επιπλέον, είχαν μεσολαβήσει και οι δεσμεύσεις του, από τις οποίες δεν μπορούσε να αποστεί: «Θα λείψω για πέντε μόνο μήνες. Και ό,τι κι αν γίνει θα είμαι ύστερα μαζί σου για όλη μας τη ζωή.» Τώρα, πώς θα ήξερε αν η Ανθούλα του ότι όλα αυτά τα πίστευε, αν γνώριζε κι εκείνη ότι τα αισθήματά του παρέμειναν τα ίδια και ότι θέλει οπωσδήποτε να τη βρει;
Της ευχήθηκε ψιθυριστά «καληνύχτα, Ανθούλα» και αποκοιμήθηκε.
(Απόσπασμα)
Ο Κώστας Λυμπουρής γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1950 και έζησε μέχρι την εισβολή του ’74 στο κατεχόμενο Κάτω Δίκωμο της επαρχίας Κερύνειας.
Υπηρέτησε ως φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση της Κύπρου, φτάνοντας στο βαθμό του λυκειάρχη. Είχε πλούσια δράση στη συνδικαλιστική οργάνωση των καθηγητών (ΟΕΛΜΕΚ) και στον Σύνδεσμο Ελλήνων Κυπρίων Φιλολόγων, στην προεδρία του οποίου υπηρέτησε για εφτά χρόνια. Διετέλεσε αντιπρόεδρος του Εκπαιδευτικού Μεταρρυθμιστικού Ομίλου Κύπρου και μέλος στα συμβούλια άλλων, εκπαιδευτικών κυρίως, ομίλων και συνδέσμων.
Από το 2000 συνεκδίδει με ακαδημαϊκούς από την Κύπρο και την Ελλάδα το λογοτεχνικό περιοδικό Ύλαντρον.
Κείμενά του πάνω σε εκπαιδευτικά, πολιτιστικά και συνδικαλιστικά ζητήματα δημοσιεύονται στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο της Κύπρου.
Διηγήματά του έχουν δημοσιευθεί στα λογοτεχνικά περιοδικά Ύλαντρον, Πόρφυρας, η λέξη και Νέα Ευθύνη, ενώ συλλογή διηγημάτων του έχει εκδοθεί από τον εκδοτικό οίκο ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ.
Από το τέλος του 2008 υπηρετεί ως μορφωτικός σύμβουλος στην Πρεσβεία της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Αθήνα.
Εξέδωσε τις συλλογές διηγημάτωv:
Προσωρινά κλειστό (Πλανόδιον, 2006)
Για μια μικρή παύλα (Κέδρος, 2011)
Των ημετέρων άλλων (Παράκεντρο, 2014)
Με την τελευταία του αυτή συλλογή πήρε το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Πρόσφατα κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά του Επιβάτες φορτηγών (Πάπυρος, 2017).
Από το 2000 μέχρι το 2007, συμμετείχε στην εκδοτική ομάδα του λογοτεχνικού περιοδικού Ύλαντρον.
Από το 2008 μέχρι το 2011 υπηρέτησε ως Μορφωτικός Σύμβουλος στην Πρεσβεία της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Αθήνα.