Της Κούλας Στυλιανού*
Την απασχολεί η κοινωνική βιτρίνα - Ποίηση αντισυστημική, στηλιτεύει τον καθωσπρεπισμό, κυνηγά να αποδείξει τη γυμνότητά του
Αλαλία. Ο τίτλος της συλλογής. Η ποιήτρια, δασκάλα ενός κοριτσιού με επιλεκτική αλαλία, όταν γεννήθηκε μέσα της το θέλω της έκφρασης και της εξωτερίκευσης, έμοιασε στη μαθήτριά της. Διάλεξε το κοινό της. Επέλεξε να μιλήσει σε δέκτες χωρίς “επικάλυψη” (τίτλος ποιήματος), που ζητούν το απλό και το μεστό, που κουράστηκαν με την κούφια φλυαρία των ποιητών των μεγάλων σαλονιών κι εκδοτικών οίκων. Έχοντας μέσα της άδηλα συσσωρευμένα συναισθήματα -με κυριότερο τον θυμό-, όταν αποφάσισε να λεκτικοποιήσει το μέσα της, “ξεστόμισε απωθημένα”:
“Θύμωσε βρε! / Γίνε αέρας/ που κοπανάει παραθυρόφυλλα/που ανοίγει πόρτες πλατιά/ Γίνε τραγούδι του Ξυλούρη/ ταρακούνησε ψυχές/ Γίνε στίχοι του Καβάφη/ ξεστόμισε απωθημένα” (“Ο Θυμός”)
Την ποιήτρια απασχολεί η κοινωνική βιτρίνα. Ποίηση αντισυστημική, στηλιτεύει τον καθωσπρεπισμό, κυνηγά να αποδείξει τη γυμνότητά του. Την απασχολεί η φθορά των λέξεων και του εννοιολογικού φορτίου αυτών, που απορρέει από την κατάχρηση και την καπήλευση τόσο των λέξεων όσο και των συναισθημάτων. Εδώ η στοχευμένη κοινωνική κριτική αγγίζει και πτυχές της πολιτικής και του κυπριακού προβλήματος:
“Κι είναι ακριβώς αυτή η κατάχρηση των λέξεων,/σαράντα δύο χρόνια τώρα,/
σε ομιλίες, ποιήματα και σχολικά βιβλία,/που αφαιρεί από τη δραματικότητά τους.
Εισβολή, ξεριζωμός, πρόσφυγες,/αγνοούμενοι, συμφορά,/θάνατος.” (“Συμβίωση”)
Η “αλητεία” της ποίησης της Μαρίας Ιζαμπέλας Αχιλλέως, η αντισυστημικότητα αυτής και η οξεία κριτική στο χρυσό περιτύλιγμα μιας κοινωνίας με σαθρό όμως περιεχόμενο, είναι κατάδηλη στο ομότιτλο ποίημα “Σύστημα”, στο οποίο η ποιήτρια προβληματίζεται με τρόπο δηκτικό: “Από πού μπορώ να αγοράσω ένα νέο σύστημα πεποιθήσεων;/ κατά προτίμηση,/κάτι φθηνό,/μίας χρήσης/ και σε τιμή ευκαιρίας.”
Στο ποίημα με τον ειρωνικό τίτλο “Άτιτλο”, επαναλαμβάνει την ίδια λεκτική αναπηρία : “Μόνη κι άφωνη μένω/ σ’ αυτόν τον πλαστικό και θορυβώδη κόσμο”. Το “πλαστικό” και “θορυβώδες”, το τεχνητό κι η ηχορύπανση που καταλογίζει επικριτικά η ποιήτρια στον κόσμο και στην εποχή της, είναι η αιτία της αλαλίας, της επιλεκτικής σιωπής αλλά ενδεχομένως και η αιτία του εκφραστικού ξεσπάσματος, όταν μετά την πολύχρονη σιγή ακολούθησε η έκρηξη.
Η αντίδραση στον “πλαστικό και θορυβώδη κόσμο”, ήταν η φυσική και λιτή διατύπωση. Η ποίηση της “Αλαλίας” είναι αφτιασίδωτη, στα όρια του δωρικού. Είναι καθημερινή, γήινη, περιγραφική της τρέχουσας γλωσσικής πραγματικότητας της συνοικίας , της γειτονιάς και όχι της “επίσημης”, της κοστουμαρισμένης και γραβατωμένης των χώρων που απαιτούν “εκφραστικό τυπικό και ευπρέπεια”. Ενδεικτική είναι η χρήση των παρομοιώσεων και των μεταφορών: “και τα διπλώνω σαν καλή νοικοκυρά” (“Ψυχής έκδυση” ), “Μαζεύουν σαν στεγνό πανί”, “Μυρίζουν πρωινό καφέ μα και ματαίωση” (“Κυριακές”), “Οι λέξεις τους, που για χρόνια τις βίαζαν/[...] θα σηκωθούν./Χέρια θα βγάλουν/ και θα τους χαστουκίσουν!” (“Αντροπήν”).
Στην “Αλαλία” οι λέξεις είναι “φτωχές” από εκφραστικό λούσο και λεκτική χρυσόσκονη, ξεχειλίζουν, όμως, πλούσιο, αβίαστο συναίσθημα. Η κοινωνική κατακραυγή και το κατηγορώ της ρηχής κι επίπλαστης σύγχρονης πραγματικότητας (“Καλώς ήλθατε στη γενιά της ψηφιακής φιλανθρωπίας”, από το ποίημα “Like”), κρύβει στα βάθη της την αμετακίνητη κι ατράνταχτη πίστη στον άνθρωπο και στην ευαισθησία του.
Η Μαρία-Ιζαμπέλα (Facebook) παρατηρεί με πινελιά θλίψης και σκεπτικισμού πως “σήμερα οι άνθρωποι ερωτεύονται/πάνω από κινητά και οθόνες αφής” και εξομολογείται νοσταλγικά “Μα εγώ, ακόμη περιμένω/ ένα ερωτικό γράμμα να φτάσει/μια χειρόγραφη αγάπη, ακόμη ψάχνω”. (“Χωρίς επαφή”).
Αναμένοντας η ποιήτρια το ερωτικό γράμμα, προβληματίζεται για το έτυμον , την αλήθεια του έρωτα. Ασκώντας κριτική στην κοινωνική βιτρίνα και στα κατασκευασμένα ήθη, πρέπει και φόρμες, δεν μπορεί να μην ελέγξει το πλέον ζωτικό ανθρώπινο συναίσθημα: τον έρωτα. Πολλοί “ετοιμολόγοι” σπεύδουν να ορίσουν τον έρωτα, έχουν έτοιμη κι εύκολη απάντηση για το σημασιολογικό του φορτίο, για την προέλευσή του, για την αλήθεια του, την “ετυμολογία” του.
Στην “Αλαλία” οι λέξεις είναι “φτωχές” από εκφραστικό λούσο και λεκτική χρυσόσκονη, ξεχειλίζουν, όμως, πλούσιο, αβίαστο συναίσθημα. Η κοινωνική κατακραυγή και το κατηγορώ της ρηχής κι επίπλαστης σύγχρονης πραγματικότητας (“Καλώς ήλθατε στη γενιά της ψηφιακής φιλανθρωπίας”, από το ποίημα “Like”), κρύβει στα βάθη της την αμετακίνητη κι ατράνταχτη πίστη στον άνθρωπο και στην ευαισθησία του.
Η Μαρία-Ιζαμπέλα (Facebook) παρατηρεί με πινελιά θλίψης και σκεπτικισμού πως “σήμερα οι άνθρωποι ερωτεύονται/πάνω από κινητά και οθόνες αφής” και εξομολογείται νοσταλγικά “Μα εγώ, ακόμη περιμένω/ ένα ερωτικό γράμμα να φτάσει/μια χειρόγραφη αγάπη, ακόμη ψάχνω”. (“Χωρίς επαφή”).
Ο έρωτας στην “Αλαλία” θεματοποιείται
Η Μαρία-Ιζαμπέλα, σε αντίθεση με τους “ετοιμόλογους” θεωρητικούς του έρωτα, δεν έχει την απάντηση. Το ανήσυχο πνεύμα της ποιήτριας δεν εφησυχάζεται με παραδομένα αφηγήματα για την έννοια του έρωτα και κυρίως για τη βεβαιότητα της ύπαρξής του. Υπάρχει ο έρωτας; Υπήρξε ποτέ ή είναι μόνο στο μυαλό και στο θέλω δυο ανθρώπων που θέλουν να συγκινηθούν με την ιδέα του έρωτα;
“Αν και γεννήθηκε
από το πολύχρηστο στην αρχαία εράμαι
μάς είναι ετυμολογικά άγνωστος
Κι ας έχει φθαρεί
απ’ την κατάχρηση των ετοιμόλογων
που τον έβαζαν ευκόλως στο στόμα τους
Ο έρως
με προέλευση αβέβαιη
ίσως να μην ήταν ποτέ έτυμος
Να μην υπήρξε ποτέ αληθινά.”
(“Η ετυμολογία του Έρωτα”)
Η ποιήτρια της “Αλαλίας”, στο εκφραστικό της ξέσπασμα, κρίνει, επικρίνει, ελέγχει τα κακώς κείμενα σε κάθε τομέα ανθρώπινης δραστηριότητας και καταγράφει τις διαπιστώσεις της ποιητικά, αφού ομολογεί πως “δεν ξέρ[ει] σ’ άλλη γλώσσα να διαβάζ[ει]/[...] δεν ξέρ[ει] σ’ άλλη γλώσσα να μιλ[ά] (“Άτιτλο”). Η “καθαρότητα”, όμως, της “βρόμικης” και “αλήτικης” ποίησης που η ίδια επέλεξε να εκπροσωπήσει, διαφαίνεται στην αυτοκριτική που επιχειρεί. Από τον έλεγχο και την ενδελεχή εξέταση της αλήθειας και της αξίας των πραγμάτων και των ποιητικών υποκειμένων, δεν θα απαλλάξει τον ίδιό της τον εαυτό. Σ’ έναν εντός της ψυχής διάλογο, συνομιλεί με το alter ego της και -αποκρυσταλλώνοντας τις υπαρξιακές της ανησυχίες- διερωτάται αυτοαναφορικά:
“Ποιος είμαι εγώ;
Το ποίημα ή ο ποιητής;
Ο κατηγορούμενος ή ο δικαστής;”
(“Διάλογος”)
“Αν και γεννήθηκε
από το πολύχρηστο στην αρχαία εράμαι
μάς είναι ετυμολογικά άγνωστος
Κι ας έχει φθαρεί
απ’ την κατάχρηση των ετοιμόλογων
που τον έβαζαν ευκόλως στο στόμα τους
Ο έρως
με προέλευση αβέβαιη
ίσως να μην ήταν ποτέ έτυμος
Να μην υπήρξε ποτέ αληθινά.”
(“Η ετυμολογία του Έρωτα”)
Η ποιήτρια της “Αλαλίας”, στο εκφραστικό της ξέσπασμα, κρίνει, επικρίνει, ελέγχει τα κακώς κείμενα σε κάθε τομέα ανθρώπινης δραστηριότητας και καταγράφει τις διαπιστώσεις της ποιητικά, αφού ομολογεί πως “δεν ξέρ[ει] σ’ άλλη γλώσσα να διαβάζ[ει]/[...] δεν ξέρ[ει] σ’ άλλη γλώσσα να μιλ[ά] (“Άτιτλο”). Η “καθαρότητα”, όμως, της “βρόμικης” και “αλήτικης” ποίησης που η ίδια επέλεξε να εκπροσωπήσει, διαφαίνεται στην αυτοκριτική που επιχειρεί. Από τον έλεγχο και την ενδελεχή εξέταση της αλήθειας και της αξίας των πραγμάτων και των ποιητικών υποκειμένων, δεν θα απαλλάξει τον ίδιό της τον εαυτό. Σ’ έναν εντός της ψυχής διάλογο, συνομιλεί με το alter ego της και -αποκρυσταλλώνοντας τις υπαρξιακές της ανησυχίες- διερωτάται αυτοαναφορικά:
“Ποιος είμαι εγώ;
Το ποίημα ή ο ποιητής;
Ο κατηγορούμενος ή ο δικαστής;”
(“Διάλογος”)
Ο ποιητικός κόσμος της “Αλαλίας” είναι “απόσπασμα” ενός ποιητικού κόσμου νεόπλαστου από μια νέα γενιά ποιητών του νησιού. Τα δομικά υλικά αυτής είναι δωρικά, σχεδόν πρωτόγονα. Επιστροφή στις ρίζες της απλής και μεστής ρητορικής. Το νόημα διαφανές και παρθένο, αμόλυντο από τις πολλές λέξεις της σκοτεινής ποίησης του κλειστού κοινού και της ελίτ των μεγάλων σαλονιών. Είναι νέας γενιάς υψηλή ποίηση του δρόμου και των πολλών.
Κούλα Στυλιανού* (φιλόλογος)
1 comment:
Ευχαριστούμε θερμά για την τόσο προσεγμένη ανάρτηση αυτή.
Post a Comment