Όλα τα πήρε το καλοκαίρι;
Όταν τελειώνει ο Αύγουστος είναι λες και τελειώνει μια συναυλία. Παύει η μουσική, κλείνουν τα φώτα, κοπάζει το ξέφρενο κύμα του κορμιού κάτω από τους έντονους ρυθμούς του ήλιου. Κι ένα δειλό αγέρι, δραπέτης από επικείμενες φθινοπωρινές ανάσες, μπαίνει απρόσκλητο τα βράδια στη γλυκόπικρη, ενδιάμεση νύχτα ενός αναπόφευκτου τέλους και μιας αναπόδραστης αρχής.
Μα το καλοκαίρι, ήρθε και πέρασε κι ακούμπησε το μαυρισμένο δέρμα του επάνω στα λευκά μας όνειρα, που σαν μεγάλα επίπεδα βότσαλα περίμεναν χέρια παιδικά να τα ζωγραφίσουν και να τα στολίσουν σε προθήκες μνήμης. Και τώρα… τι; Ακολουθούμε τη σκέψη του Οδυσσέα Ελύτη, συνυπογράφοντας πως… «Όλα τα πήρε το καλοκαίρι, με τα μισόλογα τα σβησμένα, τα καραβόπανα τα σχισμένα, μες στις αφρόσκονες και τα φύκια, όλα τα πήρε, τα πήγε πέρα»; (Ο. Ελύτης, Τα Ρω του Έρωτα )
Τι μας έχουν αφήσει αλήθεια οι μέρες και οι νύχτες ενός ακόμα καλοκαιριού σ΄αυτή την ημικατεχόμενη πατρίδα; Πρωτίστως γλυκιά, προσδοκώμενη χαλάρωση εν μέσω εθνικών πόνων. Μικρές και μεγάλες αποδράσεις σε βουνό και θάλασσα, πασπαλισμένες με το τραύμα ενός εγκλεισμού, χρόνια τώρα, σε αδιέξοδα και ατέρμονες ελπίδες, που αρνούνται πεισματικά να συρθούν με την πλάτη στον τοίχο και να σηκώσουν τα χέρια ψηλά. Μα είναι στη φύση του ανθρώπου να αποζητά το φως ακόμα και στο πιο βαθύ σκοτάδι του. Και να επιμένει υπομένοντας. Και να υπομένει επιμένοντας.
Αυτό λοιπόν πράξαμε και φέτος σε ένα εκπληκτικό συνδυασμό ξεκούρασης και ακούραστης αναμονής. Και τώρα, καθώς το φθινόπωρο αναβοσβήνει εμπρός μας τα χλομά του φώτα , προειδοποιώντας μας για την ακάθεκτη επέλασή του, εμείς πεισματικά κρατάμε λίγο ήλιο καλοκαιρινό μέσα στα μάτια και μετουσιώνουμε τη ζέστη της μέρας σε θέρμη της καρδιάς. Δεν είναι καύσωνας αυτός που κουβαλάμε, είναι φωτιά που θέλουμε να μας ζεσταίνει σε όλες τις κρύες μέρες και νύχτες που δεν τσιγκουνεύεται ποτέ του ο καιρός.
Όχι, τίποτα δεν πήρε, τίποτα δεν παίρνει ουσιαστικά το καλοκαίρι. Μέσα μας κρύβεται , μέσα μας ζει και κυοφορεί μονίμως μια είδηση που αναμένεται με πηχυαίους τίτλους, έτοιμους να κρεμαστούν στο περίπτερο της ζωής μας. Κι εμείς, πότε βιαστικοί μέσα στην καθημερινότητα και τη βιοπάλη, πότε ζητιάνοι μιας ακόμα φλόγας, περνάμε, ρίχνουμε κλεφτές ματιές, αποζητάμε ξανά το πορφυρό ένδυμα του καλοκαιριού, να ρίξουμε πάνω από την ψυχή μας να μην κρυώνει μέσα στις ανεπιθύμητες παρουσίες, μέσα στις κραυγαλέες απουσίες ενός ακόμα κίτρινου φθινόπωρου.
Παίρνουμε λοιπόν παραμάσχαλα όλες τις αναμνήσεις και πορευόμαστε στο αέναο των εποχών. Διαδρομή σε φυλλοβόλο κύκλο ημερών ο βίος. Αειθαλείς πάντα οι προσδοκίες. Αγέραστες , με καρδιά ανέμελου παιδιού, που δεν καταθέτει ποτέ τα όπλα , ακόμα και μπροστά στην επέλαση του πιο αιματηρού τάγματος ανατροπών και απογοητεύσεων. Η ζωή συνεχίζεται και αυτή είναι η μαγεία και ιδιαιτερότητά της.
Και μέσα στην κάθε μέρα της, είτε απλοί πεζοπόροι, είτε επίμονοι ορειβάτες, ας ανακαλύψουμε στιγμές μοναδικές, στιγμές ευτυχίας, πλουσιοπάροχες μέσα στη λιτότητά τους. Γιατί ο χρόνος πάντα θα προχωρά, οι μέρες ανεπαίσθητα θα φεύγουν κι αυτό που πρέπει να μένει σαν απλωμένο σεντόνι καρδιάς στο ξωπόρτι μας, λευκή σημαία της παράδοσής μας στο Ωραίο, θα πρέπει να είναι η διάθεσή μας να κατακτήσουμε ακόμα μια ανθρώπινη, ανεπανάληπτη στιγμή!