Σε απόκρυψη μονάχα τα μηνύματά του σκότους της, μέχρι που ένα πρωί η σύγχρονη επιστήμη της ταυτοποίησης οστών τράβηξε απότομα τις κουρτίνες που κάλυπταν τα δικά της ερωτήματα και της παρουσίασαν το λόγο της απουσίας σαράντα χρόνων, ενδεδυμένο με πατριωτικά χρώματα και εθνική συγκίνηση. Ο αγνοούμενος πατέρας που έγινε πια γνωστός, με το χαμόγελο εκείνο στη φωτογραφία που μίκραινε σιγά σιγά ώσπου χάθηκε βαθιά μες στην ψυχή της, σαράντα ολόκληρα χρόνια περίμενε τη δικαίωσή του σε ένα ομαδικό τάφο, σε μια ομαδική παράνοια των λαών.
΄Ηθελε να φωνάξει, ήθελε να κλάψει, ήθελε ακόμα να ζωγραφίσει ένα τεράστιο «Γιατί» πάνω στον Πενταδάχτυλο, ακριβώς πάνω από τη μισοφέγγαρη χαρακιά των ξένων. Και να ξεθάψει ήθελε τη μάνα της, τον μόνο άνθρωπο που περπάτησε δίπλα της προτού χαθεί μες στον απόλυτο πόνο, στα σαράντα πέντε της μόλις. Μα μίλησε μόνο με τη σιωπή της, έτσι καθώς την τύλιξε στο σάβανο του χρόνου και την ακούμπησε επάνω σε ένα φέρετρο με το οποίο κήδευε την απουσία και την παρουσία του άγνωστου πατέρα αντάμα.
Ο επικήδειος είχε μάλλον φτάσει στην κορύφωσή του καθώς το εξέχον πρόσωπο της πολιτικής ζωής του τόπου απελευθέρωνε όλες τις καλολογικές δάφνες της ομιλίας του. Μα εκείνη, υπακούοντας σε μια δική της εσωτερική φωνή, έκλεισε τα μάτια θέλοντας να κλείσει απ΄έξω και τις λέξεις, διψώντας και πεινώντας μονάχα για το δικό του άγγιγμα, για το δικό του λόγο. Και λες και άγγελος Δευτέρας Παρουσίας εισάκουσε την πεθυμιά της, ήρθε και σήκωσε μπροστά της όλα όσα δεν έζησε. Το τρυφερό χέρι του πατέρα στα μάγουλα, στα μαλλιά της.
Το γέλιο της ευτυχίας τους στο κυνηγητό, στο κρυφτό μέσα στα δέντρα του περιβολιού τους . Το βλέμμα του σε μια σχολική της γιορτή. Την ανάσα του σε μια έγνοια της, σε ένα προβληματισμό της. Όλα τα φαντάστηκε εκείνη τη στιγμή. Με σάρκα και αίμα. Κι όλα τα άκουσε σαν δικό της «Πάτερ ημών», με ακροατή άλλο κανένα εξόν απ΄την ψυχή της. Κι ήρθε μια στιγμή μέσα στη φαντασίωσή της, που θάρρεψε πως εκείνη η ανατριχίλα στο κορμί της, εκείνο το θρόισμα της καλοκαιρινής αύρας δίπλα της , ήτανε ίσως ένα φιλί του απολογητικό για όσα θα΄θελε να της προσφέρει και δεν μπόρεσε.
Ο επικήδειος είχε μάλλον φτάσει στο τέλος του, το ίδιο και η αντοχή της και ποιος ξέρει ποιος άγγελος ή ποιος δαίμονας εκείνη την ώρα άφησε στην άκρη τα προσχήματα της μέρας, έβαλε επιτέλους φωνή στη σιωπή της κι άκουσαν όλοι μες στο χειροκρότημα ένα κλάμα σαν φραγμό σε όλους εκείνους που δεν έζησαν, σε όλους εκείνους που δεν ήξεραν!
Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου