Saturday, February 28, 2009

Καρναβάλι ήρθες πάλι! (πότε είχε φύγει;)

Του Γιάννη Ξανθούλη

Αύριο ξεκινά το Τριώδιο, οι τρεις ανήσυχες εβδομάδες της Αποκριάς, που κάποτε, πριν μισό αιώνα περίπου, ανέβαζαν την αδρεναλίνη μου στα ύψη. Γιατί ήμουν πολύ της μεταμφίεσης. Όλοι γνωρίζαμε πως εκτός από οξεία καρναβαλίτιδα θα πάθαινα και οξεία αμυγδαλίτιδα, την οποία τιμούσα δεόντως κι αφού είχα υποστεί την ηρωική επέμβαση. Όντως υπήρξα ξεχωριστή περίπτωση, να βλασταίνουν οι αμυγδαλές μου χωρίς να υπάρχουν.

Η επιστήμη είχε σηκώσει ελαφρώς τα χέρια, όμως τι είναι ο πόνος μπρος στα κάλλη; Ο δικός μου ο κάλος ήταν φαίνεται τόοοσο αμετακίνητος που και οι γονείς μου επίσης σήκωναν τα χέρια σε μια απόλυτα συγχρονισμένη χορογραφία. Έτσι χυνόμουν μες στο Τριώδιο, πότε ως καουμπόι της πυρκαγιάς αν επρόκειτο για «μπαλ ντ' ανφάν» ή «μπαλτεφά» ή «μπαλαφά» (ανάλογα πόση τοξική γνώση γαλλικής διαθέταμε) πότε ως εύζωνας με ολίγη διάθεση Τσιγγάνου και πότε ως αποθέωση της κουρελαρίας, που ήταν και το καλύτερό μου. Πασαλειμμένος με κάρβουνα, κραγιόν, και πούδρες συμμετείχα σε αγέλες άλλων παρόμοιων φρικιών μες στο άγριο κρύο, κρατώντας κουδούνια, γουδιά και γενικά θορυβώδη αντικείμενα (η λέξη ηχορύπανση δεν κυκλοφορούσε ούτε καν στα λεξικά) κι έτσι, σ' αυτό το ακραία διονυσιακό χάλι, ξεχυνόμουν στους λασπωμένους δρόμους με φλάμπουρο την αίσθηση της ασυδοσίας.

Πειράζαμε τον κόσμο, χουφτώναμε τα κορίτσια που ούρλιαζαν περιχαρή, κωλοπιάναμε τις μεγαλοκοπέλες που τότε αφθονούσαν και καλοδέχονταν τα χέρια μας στα «άσπιλα κι αμόλυντα» μεριά τους με τσιριές και υποκριτικά «καλέ, δεν ντρέπεστε; θα σας ξεράνω τα χέρια»। Κανένα χέρι δεν ξεράθηκε, πρώτον γιατί το γούσταραν και δεύτερον γιατί έτσι ήθελε το έθιμο, που ήταν υπεράνω των νόμων του καθωσπρεπισμού. Εγώ ήμουν μικρός μεν αλλά γνώστης των σπιτιών που διέθεταν καλό υλικό για «πιάσιμο». Φωνές, γέλια, χαρές, ιδρωμένα σώματα και κρεβάτωμα με υψηλό φρόνημα και πυρετό. Αυτή ήταν η αλληλουχία. Οι πυρετοί τα παλιά μεταπολεμικά χρόνια δεν υποχωρούσαν εύκολα. Έπρεπε να επιστρατευτούν μάγισσες με θανατερά γιατροσόφια, παιδίατρος ή κάποιος βλοσυρός παθολόγος και στο τέλος μια απ' τις δημοφιλείς δημίους-νοσοκόμες που γνώριζαν καλύτερα τους κώλους απ' τα μούτρα μας.

Οι νοσοκόμες της επαρχίας ήταν όλες τους δεινές ποδηλάτισσες. Απτόητες απ' τη λάσπη εκείνων των καιρών, πίεζαν με αυταπάρνηση τα ποδήλατά τους να φτάσουν εγκαίρως στους ασθενείς πριν απ' τον παπά και τον αρχάγγελο.

Τις προσφωνούσαμε όλες με τα μικρά τους ονόματα και ενόσω έβραζαν βελόνες και σύριγγες, τους αφηγούμασταν τα οικογενειακά μας, και κυρίως τα οικονομικά μας. Τότε τα οικονομικά κάθε νοικοκυριού δεν αποτελούσαν επτασφράγιστο μυστικό.

Ήμασταν ευφάνταστοι μεταπολεμικοί φτωχοί ή έστω «ζορισμένοι». Εγώ φυσικά αρνιόμουν πεισματικά να βάλω στο λεξιλόγιό μου την επάρατη λέξη «φτωχός». Όπως και να 'χε, με αναστεναγμούς και αγωνία, η ένεση ήταν πια έτοιμη να κατευθυνθεί στα τροφαντά μας οπίσθια. Μια ανάσα, άντε και μια δεύτερη και μια τρίτη, και αυτό ήταν. Μερικές φορές οι νοσοκόμες αναγκάζονταν να μας επισκεφτούν μέχρι και τρεις φορές την ίδια μέρα. Οπότε, ναι μεν ο πυρετός υποχωρούσε, αλλά άρχιζε το άλγος των γλουτών απ' το τρύπα-τρύπα.

Αλησμόνητα Τριώδια, επιμονή για το παραδοσιακό καρναβαλιστάν μου, αυτοθυσία και αυταπάρνηση. Εννοείται πως προτιμούσα το «κρεβάτι του πόνου» απ' τα θρανία. Αφού άκουγα τον εξάψαλμο, ότι μόνος μου οδηγήθηκα στον όλεθρο για να σέρνομαι στους δρόμους ως Νοσφεράτου-Τσιγγάνα, στο τέλος η οικογένεια υποχωρούσε μπρος στο ανήμπορο παιδί που ονειρευόταν ότι ήταν συνάδελφος των «βρωμόπαιδων» Χωκ Φιν και Τομ Σώγιερ, του κυρίου Μαρκ Τουαίην. Δημόσια δεν το ομολογούσα. Παρίστανα τον καταδικασμένο, πανευτυχής, παρ' όλες τις μυρωδιές που κατέκλυζαν την τραπεζαρία-κουζίνα μας. Εκεί, σ' ένα ντιβάνι, υπέμενα τα πάνδεινα στωικά με το ραδιόφωνο να απαγγέλλει αναζητήσεις του Ερυθρού Σταυρού και ειδήσεις κύρους απ' το Εθνικό Πρόγραμμα.

Εκεί λουζόμουν κι όλες τις μοσχοβολιές απ' την κρεατόσουπα-βάλσαμο, απ' τα λάχανα, τα χόρτα και την «πορδίλα» των κουνουπιδιών. Έξω απ' τα αχνισμένα τζάμια απλωνόταν ένας μεγάλος μελαγχολικός κήπος γυμνών βυσσινόδεντρων κι ένας ωραιότατος χειμωνιάτικος ουρανός, ο ουρανός των Τριωδίων.

Αργότερα όλα έσβησαν με μια θεατρική αστραπή, ο Χρόνος κατάπιε ανθρώπους, νοσοκόμες, κουνουπίδια, ποδήλατα και τους πρωτόγονους καρναβαλιστές με τα διονυσιακά ξέφτια του κεφιού τους. Σήμερα σιχαίνομαι ανεξαιρέτως χορούς και πανηγύρια, βλέπω εφιάλτες ότι φτύνουν κομφετί και σερπαντίνες, η πραγματικότητα και το καρναβαλικό απόρρητο ήρθαν κι έγιναν ΕΝΑ. Κατά βάθος ξέρω ότι η αληθινή ζωή βρίσκεται στα Τριώδια της λάσπης και της αδέσποτης ελευθερίας, στα ευάλωτα «λαιμά» των παιδιών που υπήρξαμε κάποτε, στη σημασία των ωρών με το κόστος της εξιλέωσης κι όλα όσα διατρέχουν τις μέρες μας, είναι τα απόνερα μιας ζωής που δανειστήκαμε κατά λάθος. 'Η κάπως έτσι.

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 16/02/2008

2 comments:

jf said...

Γλαφυρή η πένα και ο λόγος του Ξανθούλη και με χιούμορ... Τον παρακολουθώ αρκετά συχνά στο ραδιόφωνο

Phivos Nicolaides said...

JamanFou. Είναι ωραίος με εξαιρετικό χιούμορ και μ' αρέσει!