Monday, June 8, 2015

Με το φακό των λέξεων

Ελένης Αρτεμίου-Φωτιάδου 
Το καλοκαίρι χτυπούσε τις κλειστές πόρτες των αισθήσεων, διεκδικούσε και έπαιρνε το τελευταίο ίχνος της αδιαφορίας τους. Ζέστη προ και εντός των πυλών, ένα προαίσθημα καύσωνα , αδράνεια που μεταμορφωνότανε σε σταγόνες ιδρώτα και κυλούσε πάνω στα βαριά μέλη. Γύρω ο κόσμος συνέχιζε τις γνωστές αψιμαχίες με το πεπρωμένο του κι έπεφταν θύματα κατάσπαρτα στους δρόμους της μέρας, βαριά τραυματισμένα από έλλειψη καρδιάς.

Σηκώθηκε αποφασισμένος να μην κυλήσει σε σκέψεις γκρίζες, θολές. Τεντώθηκε με την έγνοια του σαν μικρό τριαντάφυλλο έτοιμο να ανοίξει στη νέα του μοίρα. Μπήκε στην κουζίνα, έφτιαξε καφέ , βγήκε με ένα φλιτζάνι διέγερση στην αυλή, κάθισε στην αγαπημένη του πολυθρόνα.

Χτες ήταν η τελευταία του μέρα στη δουλειά. Από καιρό ένιωθε πως όλα εκεί αργοπέθαιναν. Εταιρεία επίπλων που ξανοίχτηκε πολύ πριν από την κρίση και δυο χρόνια τώρα ξεψυχούσε καθημερινά με αργές σπασμωδικές κινήσεις. Παρασκευές που περίμενε να πληρωθεί το βδομαδιάτικο πέρασαν πολλές φορές με άδεια χέρια από τη ζωή του. 

Κι ήταν και άλλες που έπαιρνε ελάχιστα ευρώ σαν ξεροκόμματο σε ζητιάνο και την εντολή να καθίσει για κάποιες μέρες στο σπίτι μέχρι η τύχη να χαμογελάσει έστω και πικρά στην επιχείρηση και να της δώσει το φιλί ζωής. Μα κάποια στιγμή , αυτό το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου μετουσιώθηκε σε μοιραίο τετέλεσται εσταυρωμένης προοπτικής. Οι πόρτες έκλεισαν διά παντός κι όλους τους φυγάδευσε στην ανασφάλεια του Αύριο το κοινό τους μερτικό. Κι αφεντικά και μεροκαματιάρηδες.

Πήρε στα χέρια του το βιβλιάριο της Τράπεζας. Ελάχιστα πια τα ευρώ στον ασήμαντο έτσι κι αλλιώς λογαριασμό του. Και η ζωή του; Ασήμαντη φάνταζε πια κι αυτή κι αβάσταχτη τόσο, που δεν άντεξε άλλο αυτό τον θλιβερό διάλογο με τον εαυτό του. Έκλεισε πίσω του την πόρτα, βγήκε στους δρόμους, διέσχισε την πλατεία, διασταυρώθηκε με βήματα και βλέμματα πολλών ανθρώπων. Κι ένιωσε πως στις πιο πολλές διαβάσεις της αγωνίας περπάτησαν μαζί του νέοι και μεσόκοποι, κτυπημένοι από την ίδια έγνοια.

Κατέβηκε ως τη θάλασσα. Πάντα τον ηρεμούσε η θάλασσα. Μα η φουρτούνα του δεν κόπασε μέσα στα γαλάζια της μάτια. Ερχότανε ένα κύμα από άδικο, τον τύλιγε, τον έπνιγε κι ύστερα ξέβραζε το σώμα του στα βράχια της απόγνωσης. Θα μπορούσε εκείνη τη στιγμή να δώσει ένα τέλος πέφτοντας στο νερό από το πιο ψηλό σημείο της απελπισίας του. 

Ναι, μια απόφαση ήταν, μια δύναμη ψυχής που θα έπρεπε να την αντλήσει από τον μεγάλο του πόνο. Έκλεισε τα μάτια, προσπάθησε να γίνει δυνατός για την πιο μεγάλη αδυναμία του. Και τότε χτύπησε επίμονα το κινητό του. Σκέφτηκε να μην απαντήσει. Νίκησε τελικά η περιέργεια, όταν είδε τον άγνωστο αριθμό. «Ναι; Τη Ζωή θα ήθελα», είπε μια δροσερή φωνή και έμεινε σιωπηλή περιμένοντας. «Κι εγώ… κι εγώ τη ζωή ψάχνω», της ψιθύρισε τελικά, αφήνοντας την αναπνοή του να ελευθερώσει στην ατμόσφαιρα όλο το βάρος της καρδιάς.

Η θάλασσα πηγαινοερχόταν ακόμα μέσα στα μάτια του, πιο γαλήνια, πιο γαλάζια κι ήταν λες και ένα μικρό αφρισμένο κύμα του ψιθύριζε κάθε φορά πως κάπου αλλού μια στεριά τον περίμενε να αράξει. Ας έφευγε γρήγορα με το πρώτο καράβι της ψυχής.
Ελένης Αρτεμίου-Φωτιάδου

No comments: