Ο Κεβόρκ παντρεύτηκε την Josephine και απέκτησαν δυο παιδιά τον Jirayr Keshishian (1940 – 1992). Ιδιοκτήτη των εκδόσεων & Βιβλιοπωλείου “Moufflon bookshop & publications” και την Ruth Keshishian, που ασχολείτο μέχρι πρόσφατα με τις εκδόσεις και πωλήσεις του βιβλιοπωλείου.
Το ξεκίνημα της ζωής του ήταν άκρως περιπετειώδες. Η τύχη του επιφύλασσε ένα σκληρό παιχνίδι. Από την τρυφερή παιδική του ηλικία, η μοίρα άρχισε να τον κτυπά με τραγικές συμφορές γεμάτες πόνο και δάκρυ, αντί για χάδι και παιχνίδι. Γεννήθηκε μια βροχερή μέρα του Δεκέμβρη του 1909 στην κοσμοπολίτικη πόλη των Αδάνων, της Οθωμανικής τότε αυτοκρατορίας από εύπορη οικογένεια εμπόρων. Τίποτα δεν προδιέθετε, για το τι θα επακολουθούσε με την οικογένεια και τη ζωή του.
Το πατρογονικό του σπίτι βρισκόταν στην Αρμενική πόλη Sis (πρώην πρωτεύουσα του βασιλείου της Κιλικίας – ένας πυρήνας πολιτισμού της Αρμενίας) της οποίας οι Τούρκοι άλλαξαν το όνομα σε Kozan. Οι Αρμένιοι συνέχισαν να ζουν εκεί μέχρι το 1923. Στην προσπάθεια παραχάραξης της ιστορίας, οι Τούρκοι έχουν εξαφανίσει κάθε τι που θα θύμιζε τους κτήτορες των ιερών και τους αληθινούς ιδιοκτήτες της πόλης. Σήμερα, μόνο τα αρχαία χρονικά και οι θολές αρμενικές επιγραφές πάνω σε διατηρημένα ερείπια ναών και φρουρίων μαρτυρούν την προηγούμενη αρμενική παρουσία στην Κιλικία.
Τα μεγάλα βάσανα του Κεβόρκ άρχισαν από πολύ νωρίς να ορίζουν τη μοίρα του σαν αρχαία τραγωδία. Η μητέρα του πέθανε στη γέννα του δεύτερου της παιδιού, του μικρότερου αδελφού του. Έτσι, από πολύ ενωρίς, σε μια τρυφερή ηλικία έμεινε ορφανός από μητέρα. Δεν του έφτανε όμως αυτό, έχασε και τον αδελφό του σε λίγα χρόνια. Το 1915 στα Άδανα, Τούρκοι στρατιώτες εισέβαλαν ξαφνικά στο σχολείο του αδελφού του, ψάχνοντας Αρμένιους αντιφρονούντες. Σκότωσαν μερικούς μαθητές, -μεταξύ αυτών και τον αδελφό του- όταν τα αθώα πιτσιρίκια φοβήθηκαν και προσπάθησαν να διαφύγουν από τον στρατό.
Το βάρβαρο και οργανωμένο έγκλημα της γενοκτονίας των Αρμενίων, που ξεκίνησε στις 24 Απριλίου 1915 στην Κωνσταντινούπολη, ξαπλώθηκε σαν λαίλαπα, αστραπιαία σε όλη τη Μικρά Ασία έως τα ανατολικά σύνορα, προκαλώντας βιβλικές καταστροφές, βίαιους σκοτωμούς, απάνθρωπους ξεριζωμούς και αμέτρητους κατατρεγμένους πρόσφυγες.
Η αναγκαστική διαφυγή των κατοίκων από την πυρπολημένη και λεηλατημένη πόλη, αναζητώντας ασφαλές καταφύγιο ήταν αναπόφευκτη. Για να γλυτώσουν από τις θηριωδίες και τη μανία των Τούρκων, οι χιλιάδες ξεριζωμένοι από τις πατρογονικές τους εστίες οι κάτοικοι, σχημάτισαν τεράστιες ανθρώπινες ουρές. Τα «καραβάνια» φυγής που ξεκίνησαν αναγκαστικά το καταραμένο 1915 ήταν ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή. Άνδρες, γυναίκες και παιδιά ξεκίνησαν με λιγοστά υπάρχοντα στον ώμο, ζώα και κάρα τσουβαλιασμένα με παιδιά, ανήμπορους γέροντες και ασθενείς, σ’ ένα μακρύ και επικίνδυνο οδοιπορικό προς το άγνωστο. Ήταν όμως θέμα ζωής και θανάτου η φυγή από την κόλαση των σφαγών. Ο Κέβορκ ήταν δεν ήταν ακόμη έξι χρόνων, όταν μια παγερή νύχτα μαζί με τον πατέρα του Κρικόρ αναγκάστηκαν να φύγουν μεσάνυκτα, κρυφά και πεζοί από την κόλαση των Αδάνων μαζί με χιλιάδες άλλους κατατρεγμένους. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος διαφυγής από την εφιαλτική κατάσταση που δημιούργησαν οι Οθωμανοί Τούρκοι σκορπώντας τον θάνατο και τον τρόμο στους “αλλόθρησκους”. Ενώθηκαν με το τεράστιο ανθρώπινο κομβόι, που ακολούθησε την ασφαλή πορεία κατά μήκος του ποταμού Ευφράτη προς το Ντερ Ζορ, το τελευταίο σημείο στις ερήμους της Συρίας, για να καταλήξουν όλοι μαζί πρόσφυγες στην ξένη χώρα.
Η περιπετειώδης πορεία συνεχίστηκε ασταμάτητα για τρία συνεχόμενα μερόνυχτα με ελάχιστους, αναγκαστικούς σταθμούς. Οι προμήθειες από φαγητό και νερό, όσα μπόρεσαν να πάρουν μαζί τους, τέλειωσαν γρήγορα. Αφού διένυσαν με τα πόδια, μια τεράστια απόσταση -πάνω από 500 χιλιόμετρα-, έφθασαν στην πόλη Ράκα της Συρίας εξαντλημένοι και απελπισμένοι από το μεγάλο κακό που τους βρήκε. Δεν έφταναν όμως μόνο αυτά. Εκεί, που ένιωσαν λίγο ασφαλείς από το τρομερά δύσκολο οδοιπορικό και τα παιδιά, αμέριμνα και ανυποψίαστα, άρχισαν να παίζουν, ο πατέρας του Κρικόρ βρήκε τραγικό τέλος, αφού πυροβολήθηκε και σκοτώθηκε αναίτια από έφιππους Τούρκους ζαπτιέδες, που συνόδευαν και παρακολουθούσαν το ανθρώπινο κομβόι, τρομοκρατώντας τους, για να συνεχίσουν τη φυγή -όσο πιο μακριά γινότανε- από την Τουρκία!
Ξαφνικά τότε, ο μικρούλης Κεβόρκ βιώνει το συγκλονιστικό δράμα της απώλειας όλης της οικογένειάς του. Ολομόναχος πια, με ασυγκράτητο πόνο ψυχής, το πεντάρφανο και απροστάτευτο προσφυγόπουλο, αφημένο στο έλεος του Θεού, βρέθηκε μόνο και έρημο σε μια ξένη χώρα μεταξύ αγνώστων.
Θεία πρόνοια και τύχη αγαθή, μια καλοσυνάτη γυναίκα που βρέθηκε στο διάβα του, ανέλαβε χωρίς δεύτερη σκέψη την προστασία και τη φροντίδα του ανήλικου Κεβόρκ. Κρατώντας τον σφιχτά από το χέρι, συνέχισαν το οδυνηρό οδοιπορικό, περπατώντας με τους άλλους ατέλειωτα χιλιόμετρα μέχρι την άκρη του Ευφράτη ποταμού. Αφού τον έδεσε σε ένα φουσκωμένο ασκί προβάτου, όπως ήταν η παράδοση από τα αρχαία χρόνια, διέσχισαν τα βαθιά νερά σε μια νύχτα μουντή χωρίς φεγγάρι στον ουρανό.
Ύστερα από μια απίστευτα περιπετειώδη πορεία γεμάτη τρομερές δυσκολίες και αναπάντεχους κινδύνους, εξαντλημένοι από την πεζοπορία, νηστικοί και διψασμένοι, τράβηξαν με πείσμα για επιβίωση μια νέα πορεία στο δρόμο τους προς το Χαλέπι. Αφού διένυσαν άλλα 200 συγκλονιστικά χιλιόμετρα με τα πόδια, έφθασαν το τρίτο βράδυ στο Χαλέπι, εντελώς εξαντλημένοι. Εκεί υπήρχε κλιμάκιο του Ερυθρού Σταυρού με εθελοντές από διάφορες χώρες, που τους πρόσφεραν στοιχειώδη ανθρωπιστική βοήθεια και στήριξη. Αναλογιζόμενοι την κόλαση που άφησαν πίσω τους, ο τόπος τώρα φάνταζε όπως τη γη της επαγγελίας. Τον μικρό Κεβόρκ αφού τον κατέγραψαν μαζί με άλλα παιδιά, τον παρέδωσαν σε ένα πρόχειρο ορφανοτροφείο, που είχε συσταθεί για ασυνόδευτα παιδιά. Το μαραθώνιο αυτό οδυνηρό, αλλά σωτήριο οδοιπορικό χάραξε για πάντα τη ζωή του Κεβόρκ. Είναι ίσως, σ’ αυτή τη μεγάλη, πικρή εμπειρία ζωής, που μπορεί να εντοπίσει κανείς το μεγάλο πάθος του για την πεζοπορία σε όλη τη μετέπειτα ζωή του, αλλά και την ανυπέρβλητη ψυχική δύναμη που τον διέκρινε.
Ήταν έντεκα μόλις χρόνων, όταν πάτησε το πόδι του στην Κύπρο για πρώτη φορά. Από τότε, η φιλόξενη γη της Κύπρου έγινε ο τόπος του, η δεύτερη του πατρίδα, που αγάπησε πολύ. Η μικρή Αρμενική κοινότητα που υπήρχε στην πόλη, άνοιξε διάπλατα τις αγκάλες της και τον υποδέχτηκε μαζί με πολλούς άλλους πρόσφυγες. Η πόλη της Λάρνακας φιλοξένησε τις πρώτες χιλιάδες επιζώντων της πρώτης γενοκτονίας των Οθωμανών και στη μνήμη των θυμάτων χτίστηκε η εκκλησία του Αγίου Στεφάνου.
Ο Κεβόρκ όπως και άλλα παιδιά έπρεπε να συνεχίσει το σχολείο, που άφησε πίσω του. Στην αρχή, πήγαινε στο αρμενικό σχολείο που στήθηκε πρόχειρα στο προαύλιο της εκκλησίας του Αγίου Λαζάρου, που είχε ευγενώς παραχωρήσει ο Μητροπολίτης Λάρνακας. Μετά από ένα χρόνο περίπου, η Αμερικανική Ακαδημία στη Λάρνακα είχε δημιουργήσει αρμενικό σχολείο και ο Κεβόρκ έγινε δεκτός στη σχολή. Ο τότε διευθυντής της Ακαδημίας Δρ Weir του πρόσφερε στέγη με αντάλλαγμα τη βοήθεια του για μικροθελήματα και μικροδουλειές στη σχολή. Ο Κεβόρκ αποδέχτηκε την προσφορά με ευγνωμοσύνη.
Τα απλά και ήρεμα αυτά σχολικά χρόνια ήταν η πρώτη ευτυχισμένη περίοδος της ζωής του, όπως συχνά τα αναπολούσε, γιατί ένιωθε ασφαλής και ευτυχισμένος. Ευαίσθητος, κοινωνικός με πολλά ενδιαφέροντα, συμμετείχε ενεργά σε αθλητικές δραστηριότητες, όπως ήταν το ποδόσφαιρο, το χόκεϊ και το τένις. Παράλληλα, ενδιαφερόταν για τα κοινά συμμετέχοντας σε συζητήσεις για τα προβλήματα της πόλης και της κοινωνίας. Το ταλέντο του στο γράψιμο το ανακάλυψε όταν συνεισέφερε στο σχολικό περιοδικό με άρθρα και κείμενά του. Πώς όμως ξεκίνησε το ενδιαφέρον του Κεβόρκ για τα ταξίδια; Τι ήταν αυτό που του κέντρισε την προσοχή για τον τουρισμό; Έφηβος μαθητής ακόμη έζησε μια νέα -αυτή τη φορά ευχάριστη- εμπειρία, που του χάραξε νέους δρόμους και του άνοιξε νέες προοπτικές. Στο αίτημα της εταιρίας «Mantovani Shippers of Larnaca», που αναζητούσε συνοδούς για μικρές ομάδες ταξιδιωτών, που κατέφθαναν με κρουαζιερόπλοια στο λιμάνι της Λάρνακας, ο Κεβόρκ χωρίς καλά, καλά να γνωρίζει τι ακριβώς θα έκανε, ανταποκρίθηκε θετικά.
Αφού, ως τακτικός και μόνιμος πλέον εθελοντής συνοδός απέδειξε ότι έχει ικανότητες, η εταιρεία, του εμπιστεύτηκε και εκτός πόλεως συνοδείες επισκεπτών/τουριστών. Έτσι, άρχισε να συνοδεύει ξένους ταξιδιώτες και εκτός της πόλης, όπως ήταν τότε το δρομολόγιο -Αμμόχωστος/Βαρώσια & Σαλαμίνα – ή στη Λευκωσία. Η εθελοντική αυτή εργασία, (προάγγελος του tour guide, ξεναγός) στα τέλη της δεκαετίας του 1920, του έδωσε την εξαιρετική ευκαιρία να γνωρίσει καλά και να εξοικειωθεί με σημαντικά μέρη και τοποθεσίες, που είχαν τουριστικό ενδιαφέρον για τους επισκέπτες. Παράλληλα, μέσα από τις συζητήσεις μαζί τους, τις ερωτήσεις και τις απορίες τους, διάβαζε και μάθαινε τις απαραίτητες απαντήσεις, ώστε στα χρόνια που ακολούθησαν, να διαμορφώσουν το όλο σκεπτικό για τη συγγραφή τελικά των πρώτων ταξιδιωτικών του οδηγών.
Αφού αποφοίτησε από την Αμερικανική Ακαδημία Λάρνακας το 1928 και μη έχοντας πόρους, για να συνεχίσει περαιτέρω την εκπαίδευσή του, υπέβαλε αίτηση στην εταιρεία “Eastern Telegraph Office” με έδρα τη Λάρνακα. Αφού πέρασε με επιτυχία τη γραπτή εξέταση, που ήταν ένα σύντομο δοκίμιο στα Αγγλικά για την ιστορία του νησιού, προσελήφθηκε το 1928. Στη συνέχεια, η εταιρεία μετονομάστηκε σε “Cable & Wireless” και μεταφέρθηκε στο υποκατάστημα Λευκωσίας. Εργάστηκε στο Τηλεγραφείο και υπηρέτησε ως τηλεγραφητής σε διάφορα μέρη της Κύπρου.
Η ιδέα για τον ταξιδιωτικό «Οδηγό» ξεκίνησε το 1944 από ένα άρθρο με τίτλο: «Πού είναι οι ταξιδιωτικοί οδηγοί στην Κύπρο;» που γράφτηκε στην τοπική αγγλική εφημερίδα “The Cyprus Post”. Σε απάντηση στο ερώτημα, η πρώτη έκδοση ήταν έτοιμη για εκτύπωση στις 25 Μαΐου 1945, αλλά λόγω των πολεμικών περιορισμών, κυκλοφόρησε μόλις τον Μάρτιο του 1946. Ο Ταξιδιωτικός Οδηγός είχε ζήτηση από ένα συνεχώς αυξανόμενο αναγνωστικό κοινό και συνεχίστηκε έτσι -ούτε λίγο, ούτε πολύ- σε 17 εκδόσεις μέχρι το 1997! Μια πρωτιά και μια μεγάλη επιτυχία που έμεινε στην ιστορία του κυπριακού τουρισμού.
1. Λευκωσία: η πρωτεύουσα της Κύπρου άλλοτε και τώρα : μια αρχαία πόλη με πλούσια ιστορία, με φωτογραφίες και χάρτες / Κεβόρκ Κ. Κεσισιάν, μετάφραση του Κύπρου Π. Ψυλλίδη.
2. Αμμόχωστος, πόλη και επαρχία, από τα παλιά χρόνια μέχρι το 1974.
3. Εμπορικός και Βιομηχανικός Οδηγός (ΚΕΒΕ). Άφησε ανολοκλήρωτο το βιβλίο του για την ιστορία της Αρμενικής κοινότητας της Κύπρου.
Έκτοτε, έχει κάνει χόμπι του, το να βοηθά τους τουρίστες, που ήθελαν να έχουν έναν συνοδό ή οδηγό όταν ταξιδεύουν στην Κύπρο. Έγραψε αυτόν τον οδηγό επειδή, σύμφωνα με τον ίδιο, «Έχω δείξει σε τόσους πολλούς επισκέπτες τα σημεία ενδιαφέροντος του νησιού, ώστε να ξέρω ακριβώς τις ερωτήσεις που κάνουν, τι είναι πιθανό να θέλουν και τι τους ενδιαφέρει».
Το αποτέλεσμα είναι ένας καλός αξιόπιστος οδηγός γραμμένος σε προσωπικό, ατομικό στυλ που αντανακλά την ήρεμη ειλικρίνεια και το καλό χιούμορ του χαρακτήρα του κ. Κεσισιάν. Με τη συγγραφή του βιβλίου, ο κ. Κεσισιάν απότισε έναν ευγενικό φόρο τιμής την ίδια στιγμή που προσέφερε μια υπηρεσία αξίας στην δεύτερη του πατρίδα. Το μόνο που χρειάζεται να προστεθεί εδώ είναι η προειδοποίηση προς τον αναγνώστη ότι η ομορφιά, η θεμελιώδης ηρεμία και οι καλοί τρόποι της Κύπρου δεν μπορούν να μεταφερθούν γραπτώς, αλλά μπορούν να βιωθούν μόνο στο ίδιο το νησί.
Η ξεχωριστή αυτή προσωπικότητα ήταν ιδρυτικό και δραστήριο μέλος του Παγκύπριου Συνδέσμου Συγγραφέων & Δημοσιογράφων Τουρισμού, που αρχικά ονομοζότανε «Ένωση Κυπρίων Συγγραφέων & Δημοσιογράφων Τουρισμού». Κόσμησε τον Σύνδεσμο με την παρουσία και τη δημιουργική του συμμετοχή, από το ξεκίνημα του και τα μετέπειτα χρόνια. Η παρουσία του και μόνο έδινε αξία στον Σύνδεσμο.
Ως πρωτεργάτης στα τουριστικά δρώμενα του τόπου, άφησε ανεξίτηλη σφραγίδα με τους πρωτοπόρους τουριστικούς οδηγούς του, που αναμφισβήτητα άφησαν εποχή και μέχρι σήμερα έχουν ιδιαίτερη αξία ως συλλεκτικά έντυπα πλέον.Το πλούσιο ποικιλόμορφο δημοσιογραφικό και συγγραφικό του έργο και η έντονη παρουσία του στα κοινά ήταν συνακόλουθα των ταλέντων και της προσωπικότητας του.
Η συνεργασία μας ήταν συστηματική, αρμονική και ευχάριστη γιατί ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα προσωπικότητα με σοφία. Ευγενής, πράος, με πηγαίο χιούμορ εντυπωσίαζε με τις πολλές γνώσεις του για την ιστορία της Κύπρου, αλλά και για το πάθος του για τον τουρισμό, ως επίσης και για τη μεγάλη αγάπη -που είχε όσο λίγοι- για την Κύπρο.
Ήταν εργατικός, δημιουργικός, δραστήριος, αλλά και πολύ μελετημένος. Φρόντιζε με επιμέλεια κάθε έκδοση στη λεπτομέρεια της. Η επιτυχία του ήταν δεδομένη, γιατί το κάθε τι γινότανε με πολύ αγάπη και μεράκι. Μπορεί άνετα να χαρακτηριστεί ως πρωτοπόρος σ’ αυτό που έκανε. Ο τουριστικός του οδηγός ήταν ο πιο ολοκληρωμένος στο είδος του. Υπήρχε πάντα όχι μόνο ένας χάρτης της Κύπρου, αλλά και ξεχωριστοί χάρτες των μεγάλων πόλεων. Εκείνο δε που έκανε εντύπωση είναι το ότι εμπλούτιζε την κάθε έκδοση με προβολή αρχαιολογικών χώρων, ως επίσης και με αφηγήσεις αυθεντικών ιστοριών, που αποτελούσε μια πρωτοτυπία της εποχής.
Φοίβος Νικολαΐδης
No comments:
Post a Comment