Thursday, May 13, 2021

Ο Βράχος και τα Τέσσερα Κουαρτέτα

 Γράφει ο Άντης Ροδίτης

Ο Σεφέρης επιδίωξε τη γνωριμία και τη φιλία με τον T. S. Eliot (περίοδος 1951-1962) αλλά οι περιγραφές που μας άφησε των συναντήσεων τους, που δεν ήταν άλλωστε πολλές, δεν σημαίνουν καμιά σε βάθος επικοινωνία των δύο ποιητών. Ο Σεφέρης θέλησε μάλλον να γνωρίσει από κοντά τον ταλαντούχο ποιητή με τις νέες τεχνικές καινοτομίες, ν’ αντλήσει κάποιο πνευματικό κέρδος, ενώ ο Έλιοτ, που απ’ όσο ξέρω δεν άφησε πουθενά καμιά αναφορά για τον Σεφέρη, ήλπισε, ίσως, πως μέσα από κείνον θα ερχόταν σε μια επαφή με τη «μυστική» θεολογία των ορθοδόξων. Ο Σεφέρης -όσο κι αν δεν ήταν στερημένος «νόησης καρδίας»- πόρρω απείχε από το θέμα, τουλάχιστο την εποχή εκείνη, όπως μας το αποκαλύπτει και ο Ζήσιμος Λορεντζάτος στο «Χαμένο Κέντρο».


Ο Σεφέρης, που μετέφρασε ποιήματα του Έλιοτ, την «Έρημη Χώρα» (The Waste Land) όπως και το θεατρικό «Φονικό στην Εκκλησιά» (Murder in the Cathedral), δείχνει να έχει μόνο ακούσει για τον «Βράχο» (The Rock), το πρώτο θεατρικό τού Έλιοτ, το οποίο περιέχει όλα τα μηνύματα του βραβευμένου, θεωρουμένου ως κορυφαίου έργου τού Έλιοτ «Τέσσερα Κουαρτέτα» (Four Quartets). «Δικαιολογημένα», βέβαια, αφού εκείνη την εποχή ο Σεφέρης προχωρούσε αυτόφωτος, ένεκα δεν υπήρχε καλύτερός του στα ελληνικά γράμματα. Όλη η καθοδήγηση ή η ενημέρωση που έπαιρνε ήταν κατ’ ευθείαν από την αγγλική διανόηση και κριτική, η οποία είχε απορρίψει τον «Βράχο» κι ήταν πολύ μακριά από οποιαδήποτε «μυστική θεολογία» ή «νόηση καρδίας».

 Μέχρι η Βιρτζίνια Γουλφ αποκάλεσε τον Έλιοτ «χαμένο κορμί», ένα ψευδοευσεβή, που κατάντησε να πιστεύει στον Θεό και να πηγαίνει και στην εκκλησιά μάλιστα. Τα «Κουαρτέτα» χαρακτηρίστηκαν «εκκλησιαστικά μπιχλιμπίδια» κι ότι «περιέχουν αξιόλογα κομμάτια» μεν αλλά «και μια ορισμένη ποσότητα παραγέμισης» κι ότι όσο καλύτερος χριστιανός γινόταν ο ίδιος ο Έλιοτ τόσο απομακρυνόταν από την τέχνη κ.ο.κ!

 

Τα «Τέσσερα Κουαρτέτα» αναγνωρίσθηκαν ως σπουδαία ποίηση για την τεχνική τους και το σπουδαίο ποιητικό ταλέντο τού Έλιοτ, αλλά για το ποιο ακριβώς είναι το νόημα και το μήνυμά τους υπάρχουν, ας τις πούμε, «γενικές δυσκολίες»!

Ο ίδιος ο Σεφέρης έγραψε ότι ένα βιβλίο με ποιήματα του Έλιοτ πρέπει οπωσδήποτε να περιέχει κάτι από τα «Κουαρτέτα», αλλά πάλι ο ίδιος δήλωσε αδυναμία να το πράξει γιατί, λέει, θα ασκούσε «υπερβολική βία» στην ελληνική γλώσσα μας (!), πράγμα που φανερώνει όλη την αδυναμία όχι μόνο των Ελλήνων αλλά και των ίδιων των Άγγλων να καταλάβουν πού το πάει ο Έλιοτ.

Οι πλείστοι αναγνώστες των «Κουαρτέτων» σαγηνεύονται από τον άρτιο χειρισμό της γλώσσας, τον ρυθμό, τη μουσικότητα, τη φαντασία και την δημιουργικότητά τους.

 

Αυτή η απόδοσή τους στα ελληνικά (και του ΒΡΑΧΟΥ, που πρώτη φορά μεταφράζεται στα ελληνικά) ξεκινά από την ταύτιση με τα αισθήματα, τα οράματα και την πίστη του Έλιοτ, κι αφήνοντας πίσω τη στυγνή, στραγγαλιστική κατά λέξη μετάφραση, με απόλυτο σεβασμό στο νόημα των λέξεων που υπηρετούν το νόημα του ποιήματος, νιώθει ότι τα «Κουαρτέτα» είναι ένα απόλυτα ελληνικό ποίημα, πιστό σε ό,τι ο ελληνισμός μετά την παρακμή των ελληνιστικών χρόνων υιοθέτησε ως τρόπο ζωής, όραμα και πολιτισμό.

 Άντης Ροδίτης  

Μαρία Ευθυμίου: Δέκα πράγματα που πρέπει να γνωρίζουμε για την Ελληνική Επανάσταση

Μαρία Ευθυμίου
Δέκα πράγματα που πρέπει να γνωρίζουμε για την Ελληνική Επανάσταση
Η καθηγήτρια Ιστορίας Μαρία Ευθυμίου έχει το κατεξοχήν χάρισμα του καλού δασκάλου: να απαντά με κάθε της λέξη στην ερώτηση «γιατί με αφορά αυτό που ακούω;». Είναι μια αρετή καθόλου αυτονόητη, για την οποίαν εργάζεται σκληρά, με στόχο πάντα τον ακροατή: να καταλάβει, να κινητοποιηθεί, να μάθει. Είχαμε τη μεγάλη χαρά να συνομιλήσουμε μαζί της για πληθώρα θεμάτων που σχετίζονται με το 1821, πολλά από τα οποία αποτελούν τις ρίζες συμπεριφορών και αντιλήψεων που συναντάμε και στη σημερινή Ελλάδα.
Ποιες είναι λοιπόν οι δέκα απαραίτητες γνώσεις που πρέπει να έχει κανείς, σύμφωνα με την Μαρία Ευθυμίου, για την ελληνική επανάσταση;

1. Οι Έλληνες δεν ήταν οι πρώτοι που επαναστάτησαν ενάντια στους Οθωμανούς

Η Ελληνική Επανάσταση, που ξεκίνησε το 1821 και τελείωσε το 1830 με την αναγνώριση εθνικού ανεξάρτητου κράτους με το όνομα Ελλάς, είναι η δεύτερη στα Βαλκάνια. Την πρώτη την έκαναν οι Σέρβοι το 1804. Είχαν αρχηγό τους τον Γεώργιο Πέτροβιτς Καραγκεόργεβιτς, τον Καραγιώργη της Σερβίας, τον οποίον τιμούμε με δρόμο στην πρωτεύουσά μας επειδή υπήρξε σημαντική προσωπικότητα που έπαιξε ρόλο και στα ελληνικά πράγματα. Η σερβική επανάσταση ήταν μακρόσυρτη, ολοκληρώθηκε το 1830, αλλά με αυτονομία. Δηλαδή προέκυψε ένα αυτόνομο κράτος και όχι ανεξάρτητο, όπως αργότερα το ελληνικό.

Η επανάστασή τους δεν έμοιαζε πολύ με τη δική μας, διότι αυτών ξεκίνησε ως εξέγερση και εξελίχθηκε σε επανάσταση. Κατά την έκρηξη, δηλαδή, των γεγονότων, δεν είχαν εθνικό διακύβευμα στον νου τους, καθώς ξεκίνησαν διαμαρτυρόμενοι για την αθέτηση προνομίων που τους είχε παραχωρήσει η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Τελικά η διαμαρτυρία έγινε επανάσταση. Αντίθετα, η ελληνική ξεκίνησε προετοιμασμένη ως τέτοια.

Τέλος η σερβική συνέβη μέσα στους ναπολεόντειους πολέμους ενώ η ελληνική μετά τους ναπολεόντειους πολέμους. Έχει σημασία αυτό, μια και το συνολικό σκηνικό ήταν διαφορετικό στις δύο περιπτώσεις.

2. Η Ελλάδα ήταν το πρώτο ανεξάρτητο εθνικό κράτος στην ανατολική Μεσόγειο

Η Ελλάδα υπήρξε το πρώτο ανεξάρτητο εθνικό κράτος που δημιουργήθηκε αποκοπτόμενο από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αυτό ήταν μεγάλη τομή, αν σκεφθεί κανείς ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία επί αιώνες ήταν νικηφόρα, κι αν έχανε εδάφη ─που έχανε δύσκολα─ ήταν προς όφελος μιας άλλη χώρας, που έπαιρνε τις περιοχές. Και τώρα έρχεται ένα τμήμα της –όχι μεγάλο βέβαια, διότι ήταν μικρά τα σύνορα του πρώτου ελληνικού κράτους– και γίνεται ανεξάρτητο κράτος. Αυτό το γεγονός επηρέασε τις εξελίξεις διότι οι υπόλοιποι Βαλκάνιοι θεώρησαν το ελληνικό παράδειγμα πρότυπο για την δική τους εθνική πορεία κατά το δεύτερο μισό του 19ου και το πρώτο μισό του 20ού αιώνα.

Ο 19ος αιώνας ονομάζεται «ο αιώνας του εθνισμού», της τάσης των λαών να αποκοπούν από τις αυτοκρατορίες και να δημιουργήσουν δικά τους ανεξάρτητα κράτη. Σε αυτό οι Έλληνες είναι μπροστά παγκοσμίως, καθώς στην ίδια περίπου εποχή, με αρχηγούς άτομα σαν τον Σιμόν Μπολιβάρ, επαναστατικά γεγονότα γίνονται και στη Λατινική Αμερική, ενάντια στους Ισπανούς, και διαμορφώνονται τα σημερινά εθνικά κράτη στην εκεί περιοχή.

3. Κύρια αιτία της ελληνικής πρωτοπορίας: η παιδεία

Καίριος λόγος για το γεγονός ότι οι Έλληνες προηγήθηκαν ως προς την εθνική τους επανάσταση είναι ότι είχαν την πιο διαδεδομένη και σημαντική παιδεία στα Βαλκάνια, και μία γλώσσα με θαυμαστά χαρακτηριστικά πλούτου και διάρκειας. Η ελληνική γλώσσα, η κινεζική και η χίντι των Ινδών είναι οι μοναδικές ζώσες γλώσσες ανάμεσα στις περισσότερες από τις σημερινές περίπου 6.000 γλώσσες της γης, που την πορεία τους παρακολουθεί κανείς γραπτά επί σχεδόν 4.000 χρόνια. Υπήρξε δε, και ακόμα είναι, η γλώσσα της Ορθοδοξίας. Ξεκίνησε ως γλώσσα ολόκληρου του Χριστιανισμού και παρέμεινε για πολλούς αιώνες η κύρια γλώσσα της Ορθοδοξίας, γι’ αυτό και οι Ορθόδοξοι, ανεξαρτήτως καταγωγής, λέγονται παγκοσμίως Greek Orthodox, μια και τα τέσσερα πατριαρχεία της Ανατολής μιλούσαν ελληνικά – και ακόμα μιλούν, εκτός από αυτό της Αντιοχείας που πρόσφατα υιοθέτησε τα αραβικά, Το λέω αυτό διότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν θεοκρατική, σε χώριζε ανάλογα με το θρήσκευμά σου. Εξ αυτού, το γεγονός ότι τα εκατομμύρια των Χριστιανών Ορθοδόξων των Βαλκανίων, της Μικράς Ασίας και της Μέσης Ανατολής διοικούνταν από ελληνόφωνα Πατριαρχεία προσέθετε μεγάλο ειδικό βάρος στη σπουδαία αυτή γλώσσα. Και στην παιδεία της.

Κατά τον 17ο, 18ο και 19ον αιώνα, οι Έλληνες είχαν τα περισσότερα και καλύτερα σχολεία από κάθε άλλον Χριστιανικό Ορθόδοξο λαό στη Βαλκανική. Όχι κρυφά σχολεία, αντίθετα, ολοφάνερα, και δυναμικά. Εξ αυτού είχαν εγγράμματους, μορφωμένους και λογίους. Πίσω από το επίτευγμα αυτό, κατά τους ίδιους αιώνες, κρύβεται η επίδοσή τους στο χερσαίο και το θαλασσινό εμπόριο που τους έφερνε σε επαφή με Δύση και με Ανατολή, ενισχύοντας την αυτοπεποίθησή τους, την ώρα που έφερνε γνώσεις και εμπειρίες, στον καιρό του εθνισμού.

4. Επαναστατήσαμε λόγω υπεροχής

Αυτό που συνήθως λέγεται είναι πως οι Έλληνες ξεκίνησαν το 1821 την επανάστασή τους απελπισμένοι από τα 400 χρόνια σκλαβιάς. Τούτο φυσικά ισχύει, αλλά παράλληλα ίσχυαν και άλλες πραγματικότητες. Αυτές υπογραμμίζει και ο Σπυρίδωνας Τρικούπης, ο πατέρας του Χαριλάου Τρικούπη, ο οποίος ήταν στέλεχος της Επανάστασης του 1821, λόγιος από το Μεσολόγγι, που όταν τελείωσε η Επανάσταση συνέγραψε την Ιστορία της. Στο προοίμιο του πολύτιμου αυτού έργου του ο Τρικούπης, αναφερόμενος στα αίτια της Επανάστασης, τα τοποθετεί στο γεγονός ότι οι Έλληνες, παρότι «δεσποζόμενοι», υπερείχαν και προόδευαν, ενώ οι Τούρκοι, παρότι «δεσπόζοντες» παρέμεναν στάσιμοι. Στο γεγονός δηλαδή ότι οι Έλληνες είχαν αποκτήσει αυτοπεποίθηση λόγω των επιδόσεών τους στα γράμματα, στο εμπόριο κ.λπ. και εξ αυτού αισθάνθηκαν ότι ήρθε ή ώρα να κάνουν την Επανάσταση. Ότι μπορούσαν να κάνουν την Επανάσταση. Και ότι είχαν πιθανότητες να τα βγάλουν επιτυχώς πέρα.

5. Ο Φιλελληνισμός και η σύνδεση της Επανάστασης με τη Δύση

Ο Φιλελληνισμόςπου εκδηλώθηκε κατά την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης είναι ένα τεράστιο κεφάλαιο, μοναδικό στην παγκόσμια ιστορία. Κανένας λαός δεν θα μπορούσε, σε τέτοια κρίσιμη ώρα, να έχει το προνόμιο που είχαν οι Έλληνες, οι οποίοι ήσαν γνωστοί χάρη στους προγόνους τους, που οι λαοί της Ευρώπης από τον 14ο ήδη αιώνα θαύμαζαν και μελετούσαν. Ο αγώνας των Σέρβων για παράδειγμα, δεν προξένησε τέτοιο κίνημα, γιατί οι Σέρβοι ήταν σχεδόν άγνωστοι για τους Ευρωπαίους. Αντίθετα, Ευρωπαίοι και Αμερικανοί, όταν πληροφορήθηκαν τον Αγώνα των Ελλήνων, συγκινήθηκαν βαθιά νιώθοντας ότι τους αφορούσε, μια και οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούνταν από τον δυτικό κόσμο η βάση των ιδεών και του πολιτισμού του. Το γεγονός ότι όσο πιο μορφωμένος –άρα, κατά κανόνα, και κοινωνικά πιο ισχυρός και πιο ευκατάστατος– τόσο πιο ελληνομαθής, είχε σημασία στα πράγματα γιατί ισχυρά άτομα στάθηκαν στο πλευρό των Ελλήνων σε πολλές κοινωνίες της Ευρώπης και της Αμερικής την εποχή αυτή. Αυτό έκανε τη διαφορά στην Ελληνική Επανάσταση μια και, από ένα σημείο και πέρα, Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία στάθηκαν υπέρ των Ελλήνων και αποφάσισαν πως θα δημιουργηθεί ένα ελληνικό κράτος που θα είναι ανεξάρτητο. Κάτι που δεν έζησαν οι Σέρβοι, με αποτέλεσμα να γίνουν ανεξάρτητοι πολύ αργότερα, προς το τέλος του 19ου αιώνα, αρχές του 20ού.

Ο Φιλελληνισμός είχε δύο σκέλη: αυτούς που ήρθαν να πολεμήσουν δίπλα στους Έλληνες και αυτούς που δρούσαν υπέρ των Ελλήνων από τις πατρίδες τους, οργανωμένοι σε φιλελληνικές επιτροπές (κομιτάτα). Μέχρι και 1.200 άτομα ήρθαν από τη Δύση για να πολεμήσουν μαζί με τους Έλληνες – οι περισσότεροι Γερμανοί. Από αυτά τα 1.200 άτομα, περίπου 350 σκοτώθηκαν ή πέθαναν στην Ελλάδα – και πάλι οι περισσότεροι Γερμανοί.

Το πιο θερμό φιλελληνικό κίνημα παρατηρήθηκε στη Γερμανία (κυρίως στη Βαυαρία), στην Ελβετία, στη Γαλλία, στην Αγγλία, στις ΗΠΑ. Εκείνο της Αγγλίας ήταν το πιο καίριο γιατί η Αγγλία την εποχή εκείνη ήταν η ισχυρότερη δύναμη του κόσμου και, επομένως, από αυτήν αναμενόταν να δοθεί η λύση –όπως και δόθηκε, τελικά– στο ελληνικό θέμα. Και δάνεια. Και προστασία. Και επαγγελματίες στρατιωτικοί για να διοικήσουν τον ελληνικό Αγώνα – όπως και έγινε, με απόφαση της Εθνοσυνέλευσης της ΤροιζήναςΓ’ Εθνοσυνέλευση Τροιζήνας, με τον Ρίτσαρντ Τσωρτς και τον Τόμας Κόχραν (10ος κόμης του Ντάντοναλντ) το 1826 και 1827, που τοποθετήθηκαν αρχηγοί των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, της ξηράς και της θάλασσας αντιστοίχως. Δεν είναι εξ άλλου τυχαίο ότι εκείνος που, μετά το 1823, άλλαξε την αρνητική στάση των Ευρωπαίων απέναντι στην ελληνική υπόθεση ήταν ο υπουργός Εξωτερικών της Αγγλίας Τζώρτζ Κάνινγκ, επηρεασμένος από φιλέλληνες Βρετανούς που έπεισαν αυτόν και την αγγλική κυβέρνηση ότι συνέφερε στην Αγγλία και τη δράση της στην Ανατολική Μεσόγειο η δημιουργία ενός ελληνικού κρατικού μορφώματος.

Η αλλαγή στάσης της Αγγλίας συμπαρέσυρε και τη Γαλλία και τη Ρωσία, με το γνωστό θετικό τελικό αποτέλεσμα για την Ελλάδα, το 1830. Εξ αυτού, δεν είναι μη εξηγήσιμο το γεγονός ότι η ελληνική κοινωνία –χάρη κυρίως στους δυτικότροπους λογίους της που οραματίζονταν τη δημιουργία ενός σύγχρονου κράτους εναρμονισμένου με το πιο προχωρημένο τμήμα της γης, τη Δυτική Ευρώπη– στράφηκε, κατά την Επανάστασή της, προς την Αγγλία και τη Δύση, αντί προς τη Ρωσία, με την οποία συνδεόταν επί αιώνες συναισθηματικά λόγω κοινού θρησκευτικού δόγματος και λόγω του γεγονότος ότι η μεγάλη αυτή δύναμη του Βορρά συγκρουόταν επί αιώνες με τους Οθωμανούς.

6. Το λαϊκό αίσθημα ήταν φιλορωσικό, όχι φιλοδυτικό

Η σύνδεσή μας με την Αγγλία κατά την Επανάσταση του 1821 είναι εξαιρετικά σημαντικό στοιχείο της νεότερης Ιστορίας μας, γιατί ερμηνεύει και μία εθνική σχιζοφρένεια που ακόμη μάς συνοδεύει, μετά από 200 χρόνια ζωής. Το γεγονός δηλαδή ότι από το ’21 συνδεθήκαμε με τη Δύση, ενώ ο μέσος Έλληνας ήταν –και σε έναν βαθμό εξακολουθεί να είναι– κατά βάση φιλορώσος και αντιδυτικός. Την ίδια στιγμή όμως ήθελε να θεωρείται δυτικός, αφενός για να προστατεύεται από την ισχυρή Δύση και αφετέρου για να συγκαταλέγεται στους ισχυρούς, πρωτοπόρους, και επιτυχημένους του σύγχρονου κόσμου.

7. Η εχθρότητα «πολιτικών»-«στρατιωτικών»

Eπί 200 χρόνια υπηρετούμε ως κοινωνία ένα σχήμα που δημιουργήθηκε στην Επανάσταση: αυτό της εχθρότητας μεταξύ «πολιτικών» και «στρατιωτικών». Την επεξεργασία αυτής της πόλωσης ανέλαβαν αργότερα, στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα, κατά κύριο λόγο αριστερής κατεύθυνσης συγγραφείς, σαν τον Γιάννη Κορδάτο, οι οποίοι εξήγησαν ότι οι «κακοί πολιτικοί» πήραν στα χέρια τους την επανάσταση και αδίκησαν τους «καλούς στρατιωτικούς». Και αυτό είναι το αφήγημα που έχει περάσει για την Επανάσταση του ’21. Αν ρωτήσει κανείς τον μέσο Έλληνα ποιος ήταν ο καλός της επανάστασης, θα πει ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Ποιος ήταν ο κακός, θα πει ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος.

Η αντίληψη αυτή πρώτα πρώτα βασίζεται σε κάτι πραγματικό: ότι κατά την επανάσταση, υπήρξε σύγκρουση μεταξύ «πολιτικών» και «στρατιωτικών». Έπειτα, στην επανάσταση την ίδια, ο μέσος απλός άνθρωπος καταλάβαινε περισσότερο τον Κολοκοτρώνη και τη στάση του, παρά τον Μαυροκορδάτο, μια και ο δεύτερος ήταν ένας Ευρωπαίος πολιτικός ενώ ο Κολοκοτρώνης ένας δικός του άνθρωπος, σαν τον ίδιο.

Όμως στο γεγονός ότι γίναμε ανεξάρτητο κράτος μεγάλο ρόλο έπαιξαν τόσο οι στρατιωτικοί όσο και οι πολιτικοί. Ανάμεσα στα άλλα, οι «πολιτικοί» κράτησαν και το διπλωματικό σκέλος των πραγμάτων του Αγώνα. Αν δεν ήταν αυτοί, πιθανά θα είχαμε γίνει αυτόνομο κράτος, όχι ανεξάρτητο. Θα ανήκαμε, δηλαδή, στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, θα της πληρώναμε φόρους, στα εσωτερικά μας θα είχαμε ευρείες ελευθερίες, δεν θα είχαμε δικό μας στρατό ούτε δική μας εξωτερική πολιτική.

Γενικά, η Επανάσταση του 1821 ιδεολογικοποιήθηκε πολύ τα 200 χρόνια που κύλησαν. Όλες οι πολιτικές πλευρές τη διεκδίκησαν ως δική τους και, φυσικά, το ίδιο έκανε η Εκκλησία.

8. Οι εμφύλιοι πόλεμοι

Βασικό χαρακτηριστικό της Επανάστασης του ’21 είναι και οι μεγάλης κλίμακας εσωτερικές συγκρούσεις, που πήραν τον χαρακτήρα εμφυλίου. Στην ουσία, όλο το 1824 ήταν χρονιά εμφυλίου πολέμου. Αυτό που οδήγησε την επανάσταση σε δύο κύκλους εμφυλίων ήταν η επιδίωξη του Θ. Κολοκοτρώνη να την ελέγξει πολιτικά. Τελικά, ο Κολοκοτρώνης και οι Πελοποννήσιοι ηττήθηκαν, γι’ αυτό και φυλακίστηκαν από τους αντιπάλους τους το 1825 στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία, στην Ύδρα.

Ο Κολοκοτρώνης μπήκε στη διαδικασία διεκδίκησης της εξουσίας εκ μέρους των «στρατιωτικών» στηριγμένος στο γεγονός ότι είχε νικήσει, το καλοκαίρι του 1822, τον Δράμαλη στα Δερβενάκια, κάτι που εκτίναξε το κύρος και τη δύναμη του ίδιου, αλλά και των «στρατιωτικών» απέναντι στους «πολιτικούς».

Με τις κινήσεις του να ελέγξει την Εθνοσυνέλευση του Άστρους, κατηγορήθηκε ότι επεδίωκε να εγκαθιδρύσει «γκοβέρνο μιλιτάρε», δηλαδή στρατιωτική κυβέρνηση. Θα μπορούσε να είχε επιτύχει, αλλά χειρίστηκε το πράγμα αφρόνως και τελικά απέτυχε, την ίδια ώρα που ο Ιμπραήμ Πασάς και οι Αιγύπτιοι έμοιαζε πως συνέτριβαν την Επανάσταση, με μεγάλο κίνδυνο να ακολουθήσει γενική σφαγή.

Εδώ έχουμε μία πραγματικότητα που αξίζει προβληματισμού: το γεγονός δηλαδή ότι ένας άνθρωπος, ο οποίος πράγματι στα Δερβενάκια έσωσε την Επανάσταση, δρα μετά με τρόπο βλαπτικό για αυτήν, όπως αργότερα έπραξε και ο Μιαούλης, ο μέγιστος των Ελλήνων ναυτικών της Επανάστασης, ο οποίος, αντιπολιτευόμενος τον Καποδίστρια, έκαψε στον Πόρο τον ελληνικό στόλο το 1831.

Στην πραγματικότητα ο Εμφύλιος δεν σταμάτησε το 1825, παρά υπέβοσκε και τα επόμενα χρόνια, αναζωπυρώθηκε μετά το 1830 ως αντιπολίτευση στον Καποδίστρια, κορυφώθηκε το 1831 μετά τη δολοφονία του Κυβερνήτη, για να πάψει το 1833 με την έλευση της Αντιβασιλείας και του ενόπλου βαυαρικού σώματος που τη συνόδευε.

9. «Ετερόχθονες» και «αυτόχθονες»

Άλλη μία πόλωση της Επανάστασης υπήρξε εκείνη μεταξύ «αυτοχθόνων» και «ετεροχθόνων». Ετερόχθονες θεωρούνταν οι Έλληνες που ήρθαν από αλλού στα σημεία που κρατήθηκε η Επανάσταση – δηλαδή στην Πελοπόννησο, στη Στερεά και σε κάποια νησιά. Αυτοί ήρθαν να πολεμήσουν, μαζί με τους αδελφούς τους, για την ελληνική υπόθεση, ωστόσο Πελοποννήσιοι και Στερεοελλαδίτες τους θεωρούσαν «ετερόχθονες», δηλαδή από άλλη χθόνα, άλλη γη, και τους αντιμετώπιζαν εχθρικά κατηγορώντας τους ότι ήρθαν ακόπως για να τους πάρουν τις δουλειές και τα αξιώματα.

Η διάσταση αυτή διατηρήθηκε επί μακρόν στην ελληνική πολιτική ζωή, μέχρι και τη δεκαετία του 1840. Πάντως, έχει ενδιαφέρον ότι στην Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, τον Ιανουάριο του 1822, οι Έλληνες ψήφισαν ως πρώτο πρωθυπουργό τους έναν «ετερόχθονα», τον μεγάλης μόρφωσης και ικανοτήτων Φαναριώτη Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Το δε 1827, στην Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας, ως πρώτο Κυβερνήτη τους επέλεξαν τον επτανήσιο Ιωάννη Καποδίστρια, επίσης «ετερόχθονα», άνθρωπο εντυπωσιακών ικανοτήτων, παιδείας και ήθους.

10. Αποκοπή από το Πατριαρχείο

Μεγάλης σημασίας είναι τέλος η αποκοπή των Ελλήνων από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Τούτο, όπως και η σύνδεση των Ελλήνων με τη Δύση καθώς και τα εντυπωσιακά, δυτικού τύπου, Συντάγματα που ο Αγώνας υιοθέτησε, δικαιολογούν το γεγονός ότι ο Πόλεμος της Ελληνικής Εθνικής Ανεξαρτησίας θεωρείται Επανάσταση, μια και συνιστούν πολιτικές ανατροπές μεγάλης κλίμακας και εύρους.

Η αποκοπή της Εκκλησίας των επαναστατημένων περιοχών συνέβη αμέσως με την έκρηξη του Αγώνα, σαν να ήταν αυτονόητη, και διατηρήθηκε όλα τα χρόνια μέχρι και το 1833, οπότε το πράγμα έγινε επίσημο με την αναγνώριση το 1850 της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος – με την οποία και πορευόμαστε μέχρι σήμερα. Στη διάρκεια του Αγώνα, τα θέματα της Εκκλησίας λύνονταν από το κράτος μέσω του «Μινιστερίου της Λατρείας» και τον αντίστοιχο υπουργό, τον Μινίστρο της Λατρείας. Με τον τρόπον αυτό, η θρησκεία υπετάγη στο κράτος –στο εθνικό κράτος– κάτι που συνοδεύει τα πράγματα μέχρι σήμερα.

Οι Έλληνες στην επανάστασή τους δημιούργησαν ένα εθνικό σχήμα ελέγχου της Εκκλησίας τους. Τούτο συνέβη, στη συνέχεια, με όλα τα Χριστιανικά Ορθόδοξα κράτη της Βαλκανικής όταν απέκτησαν την ανεξαρτησία τους, καθώς έσπευσαν –και αυτά– να αποκοπούν από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, με δικούς τους, μάλιστα, Πατριάρχες. Στη βάση των εξελίξεων αυτών βρίσκεται το γεγονός ότι πολιτικός προϊστάμενος του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως ήταν επί Βυζαντίου ο αυτοκράτορας, επί δε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ο σουλτάνος. Έχοντας δημιουργήσει δικό σου ανεξάρτητο εθνικό κράτος, εάν ο κλήρος σου παρέμενε διοικητικά συνδεδεμένος με το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, τότε, εμμέσως, ο σουλτάνος θα είχε λόγο στα δικά σου πράγματα. Και τούτο δεν επιθυμούσε κανένα βαλκανικό κράτος την ώρα της εθνικής δημιουργίας του.

*Για όποιον θέλει να μελετήσει την ιστορία της ελληνικής επανάστασης σε βάθος, η κ. Ευθυμίου συστήνει τα παρακάτω βιβλία:

Οι τόμοι Ε, ΣΤ, Ζ, Η της «Ιστορίας του Νέου Ελληνισμού» του Απόστολου Βακαλόπουλου, με τις 3.500 περίπου σελίδες τους, αποτελούν την πληρέστερη και ακριβέστερη καταγραφή των γεγονότων της Επανάστασης.

Για την κατανόηση των στρατιωτικών πραγματικοτήτων του Αγώνα, χρήσιμο είναι το βιβλίο του Απόστολου Βακαλόπουλου «Τα ελληνικά στρατεύματα του 1821», εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1991.

Για την κατανόηση των παραμέτρων του Εμφυλίου, ας μελετήσει κανείς το βιβλίο του Νίκου Ροτζώκου «Επανάσταση και Εμφύλιος στο Εικοσιένα», εκδ. Πλέθρον, Αθήνα 1997.

Για την κατανόηση της κοινωνίας της Επανάστασης στη βάση των προεπαναστατικών ισορροπιών και κοινωνικών πραγματικοτήτων, πολύτιμες είναι οι πρώτες εκατόν τριάντα σελίδες του έργου του John Petropulos, «Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο Ελληνικό βασίλειο (1833 -1843)», εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1997.

ΠΗΓΗ: insidestory.gr   

Tuesday, May 11, 2021

Η Δωδεκάνησος επιστρέφει στην Ελλάδα και η Τουρκία... πανηγυρίζει! 31/3/1948

Η Ελλάδα κέρδισε εκείνη τη διπλωματική μάχη χάρις στην
ηρωική συμμετοχή της στον πόλεμο κατά του Αξονα

Της Φωτεινής Τομαή



Είναι γεγονός! Σε φύλλο της «Haber» τον Ιούλιο του 1946, όταν ανακοινώθηκε επισήμως ο επιστροφή της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα, ο έγκριτος δημοσιογράφος της εποχής Χουσεΐν Γιαλτσίν έγραφε σε εκτενές άρθρο του: «Συμμετέχοντες εις την εορτήν των φίλων μας, επιθυμούμεν να εκφράσωμεν την ευχαρίστησίν μας... Αισθανόμεθα τώρα ότι ένα μέρος των παραλίων μας εις την Μεσόγειον είναι πολύ περισσότερον ασφαλές!».

Αυτά τότε. Είχε προηγηθεί ένα απίστευτο παζάρι μεταξύ των Συμμάχων για την τύχη των νησιών, που ονομάζονται Δωδεκάνησα παραδόξως αφού είναι... δεκατέσσερα, πριν καν ξεκινήσει ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος σε συζητήσεις που είχαν ο βρετανός ΥΠΕΞ Ηντεν με τον Στάλιν στη Μόσχα. Η πρόταση των δύο ήταν να πεισθεί η Τουρκία, με δέλεαρ τα νησιά που βρίσκονταν υπό ιταλική κυριαρχία με τη Συνθήκη της Λωζάννης, να βγει στον πόλεμο κατά του Αξονα. Η Τουρκία παρ' όλα αυτά προτίμησε, ευτυχώς για την Ελλάδα, να κρατήσει στάση επιτήδειας ουδετερότητας. Ωστόσο, οι πληροφορίες δεν άργησαν να φτάσουν στα αυτιά της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης στο Λονδίνο η οποία μέχρι και το τέλος του πολέμου δεν έπαψε να επαναλαμβάνει την επιθυμία της να δει τα νησιά να επιστρέφουν στη μητέρα πατρίδα. Η αρραγής στάση που κράτησε η Ελλάδα σε όλη τη διάρκεια του πολέμου και μετά τη λήξη του, περιγράφεται με οργισμένο ύφος σε απόρρητο έγγραφο του βρετανού πρεσβευτή στην Αθήνα Reilly προς το Foreign Office: «Επιθυμούν τόσο πολύ την ένωση (possession) που τους έγινε νεύρωση (obsession)»!

Ο ρόλος των Βρετανών, όπως πάντοτε, δεν ήταν και τότε καθαρός και εάν δεν είχε επιμείνει το State Department και οι Αμερικανοί με την υποσημείωση μάλιστα να δοθεί οπωσδήποτε και το Καστελλόριζο στην Ελλάδα, πράγμα που δεν ήθελαν οι Βρετανοί οι οποίοι ζητούσαν να δοθεί στην Τουρκία κι ας μην το είχε ζητήσει η ίδια, οι τελευταίοι αναλαμβάνοντας τη μεταβατική διοίκηση της Δωδεκανήσου μετά την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων το 1946, στόχευαν σε ένα ακόμα παιχνίδι. Πιστεύοντας πως θα έμεναν για πάντα με κάποιο ρόλο στην περιοχή, εσιώπησαν προσωρινά και όταν δύο χρόνια μετά κλήθηκαν σε τελετή της 31ης Μαρτίου 1948 να παραδώσουν στην επίσημη ελληνική αντιπροσωπεία τα νησιά, απαίτησαν... αποζημίωση από το ελληνικό κράτος για τα έξοδα διετούς διοίκησης (χαρτί, τηλέγραφο κ.λπ.). Και όχι μόνο, αφού την παραμονή της παράδοσης έφτιαχναν μολότοφ με μπουκάλια ουίσκι τα οποία πέταγαν σε δεξαμενές πετρελαίου για να μην τις παραδώσουν στο κράτος υποδοχής. Επειτα από πιέσεις του ελληνικού υπουργείου των Εξωτερικών απέσυραν, βεβαίως, το αίτημα περί αποζημιώσεων, αλλά κάποιες καταστροφές είχαν στο μεταξύ γίνει.

Η Ελλάδα κέρδισε εκείνη τη διπλωματική μάχη χάρις στην ηρωική συμμετοχή της στον πόλεμο κατά του Αξονα. Το επιχείρημα των Αμερικανών προς τους βρετανούς συνομιλητές τους ότι δεν υπήρχε ίχνος τουρκικής παρουσίας στα νησιά, παρά τη μακρά κατοχή τους, κι ότι παρά τα σκληρά μέτρα αφελληνισμού των Νήσων που επέβαλε η φασιστική Ιταλία, η γλώσσα, ο πολιτισμός και τα ήθη παρέμεναν ακραιφνώς ελληνικά, ενίσχυε το δεύτερο καθαρά στρατηγικού ενδιαφέροντος επιχείρημά της που ήταν «να βιαστούμε πριν η Τουρκία βάλει όρους και ζητήσει την αποστρατιωτικοποίησή τους». Μάλιστα, μεσολάβησε Ψήφισμα της αμερικανικής Γερουσίας για το θέμα, υποχρεώνοντας τον Στάλιν να εγκαταλείψει τη θολή και παρελκυστική του πολιτική, το ίδιο και το Foreign Office που υποχρεώθηκε να αναγγείλει και επισήμως ότι τα νησιά θα δοθούν στην Ελλάδα.

Η «πολυδίψιος» βραχώδης γη, όπως την περιγράφει ο Ομηρος, η νοτιοανατολική εσχατιά του Ελληνισμού στο Αιγαίο Πέλαγος έπειτα από αιώνες σκλαβιάς σε Τούρκους και Φράγκους, με ακέραιο το ελληνικό φρόνημα του πληθυσμού της, επέστρεφε επιτέλους στη μητρόπολή της, στην Ελλάδα.

Με αφορμή τα 200 χρόνια της Ελληνικής Ανεξαρτησίας αξίζει η παράθεση αποσπάσματος επιστολών των κατοίκων της Νισύρου και της Σύμης που απηύθυναν στον Καποδίστρια μόλις πληροφορήθηκαν ότι το Πρωτόκολλο του Λονδίνου άφηνε το μεγαλύτερο μέρος του αιγαιακού χώρου εκτός ορίων της ελληνικής επικράτειας. «Εξοχώτατε Κύριε Κυβερνήτα, επειδή και η ελευθερία είναι εκ των φυσικών του ανθρώπου Δικαιωμάτων δι' ης δύναται να απολαμβάνη την σκοπουμένην ευδαιμονίαν», έγραφαν οι αυτοχαρακτηριζόμενοι ως «απελπισμένοι κάτοικοι Νισύρου», κατέληγαν «εις το γενησόμενον άδικον να παραμείνωσιν εκτός ορίων της Πατρίδος αυτοί που εγνώρισαν την βρεφοκτονίαν του Ηρώδη, την αιχμαλωσίαν και την τυραννικήν ωμότητα των Τούρκων».

Οι δε κάτοικοι της Σύμης προσέθεταν «Εν πρώτοις ακούσαντες την Επανάστασιν αμέσως εστείλαμεν τριμελή πρεσβείαν προς τον φανέντα πληρεξούσιον του έθνους Δ. Υψηλάντην ίνα ώσωμεν σημαίας και οπλισθέντες εξακολουθήσωμεν τα ίχνη των αδελφών μας Ελλήνων...».

Μια επέτειος με ξεχωριστή σημασία, μεγαλύτερη από ποτέ σήμερα, που δεν πρέπει με τίποτε να ξεχασθεί.

         Φωτεινή Τομαή
29 Μαρτίου 2021 
Η Φωτεινή Τομαή είναι πρέσβης επί τιμή, ιστορικός και συγγραφέας
          Πηγή: Εφημ. ΤΑ ΝΕΑ