Γράφει η Βιργινία Μπαλαφούτα
«Ειδικά θέματα επί του
ζητήματος της επιλύσεως του Κυπριακού: 1. Η χρήση του δικαϊκού πλάσματος. 2. Το
ζήτημα της συνέχισης ή διαδοχής της Κυπριακής Δημοκρατίας σε σχέση με την εκ
των υστέρων νομιμοποίηση de
facto
καταστάσεων και την αντιμετώπιση των διεθνών εγκλημάτων». [1]Βιργινία Μπαλαφούτα, Δικηγόρος
Αθήνα, Ιούνιος 2014
1.1 Εισαγωγή
Το ζήτημα επιλύσεως του Κυπριακού είναι
ένα εξαιρετικά σύνθετο και πολυπαραμετρικό πρόβλημα, για τη διαχείριση του
οποίου έχει κατατεθεί σειρά προτάσεων, με πιο αναλυτική από πλευράς ρυθμίσεων
το Σχέδιο Ανάν, το οποίο κατατέθηκε στην πέμπτη, αναθεωρημένη και τελική μορφή
του τον Μάρτιο του 2004. Το Σχέδιο Ανάν απορρίφθηκε, αφού τέθηκε σε δημοψήφισμα
στις 24 Απριλίου 2004, όπου και καταψηφίστηκε από το 75,8% των ψηφισάντων Ελληνοκυπρίων
και υπερψηφίστηκε από το 64,9% των ψηφισάντων εγγεγραμμένων στους εκλογικούς
καταλόγους του ψευδοκράτους.
«Όλες
οι κατατεθείσες προτάσεις από το 1978 μέχρι και το Σχέδιο Ανάν βασίζονταν στις
συμφωνίες Κορυφής μεταξύ των δύο πρώτων διατελεσάντων Προέδρων της Κυπριακής
Δημοκρατίας Αρχιεπισκόπου Μακάριου και Σπύρου Κυπριανού με τον επικεφαλής της
τουρκοκυπριακής πλευράς Ραούφ Ντενκτάς, κατά τη δεκαετία του 1970. Βασική κοινή
συνισταμένη ήταν η αποδοχή διζωνικής και δικοινοτικής ομοσπονδίας».[2]
«Υποστηρίζεται
ότι το Σχέδιο Ανάν αποτελούσε μία ιδιαιτέρως σοβαρή προσπάθεια δημιουργίας ενός
προτύπου οργάνωσης και διακυβέρνησης πολυεθνοτικών κοινωνιών, οι οποίες
εξέρχονται από κρίσεις».[3]
«Σύμφωνα
με όσα ανέφερε το ίδιο το Σχέδιο -εξετάζοντας τα διαπραγματευτικά όπλα των δύο
πλευρών- η ελληνοκυπριακή πλευρά προβάλλει τη νομιμότητα και την επίσημη
αναγνώριση από τη διεθνή κοινότητα και η τουρκοκυπριακή πλευρά την παράνομη de facto κατάσταση της κατοχής από τα
τουρκικά στρατεύματα του 37% του κυπριακού εδάφους».[4]
1.2 Κύριοι άξονες και στόχοι της
εργασίας
Έχοντας υπόψη τις ιδιαίτερες συνθήκες
και περιστάσεις όσον αφορά το Κυπριακό ζήτημα, τις διάφορες προτάσεις που έχουν
κατά καιρούς κατατεθεί και συζητηθεί, καθώς και την κριτική που έχει ασκηθεί σε
αυτές για τις νομικές και πολιτικές ασυμβατότητές τους, καθώς και τα προβλήματα
και τις δυσλειτουργίες που θα μπορούσαν να προκληθούν σε περίπτωση εφαρμογής
τους, ορίζεται ότι στα πλαίσια της παρούσας εργασίας θα αναλυθούν συγκεκριμένες
πτυχές τους ζητήματος της επιλύσεως του Κυπριακού. Συγκεκριμένα, αρχικά θα
αναδειχθεί ότι βασικοί πυλώνες των διαφόρων σχεδίων και προτάσεων επιλύσεως του
Κυπριακού συνιστούν δικαϊκά πλάσματα. Θα παρουσιαστεί τι μπορεί να υποδηλώνει
το νομικό αυτό ζήτημα ως προς τη δυνατότητα εφαρμογής και τη λειτουργικότητα
των συγκεκριμένων ρυθμίσεων, δεδομένων των ειδικών συνθηκών. Επιπλέον, θα
αναλυθεί το ζήτημα της συνέχισης ή διαδοχής της Κυπριακής Δημοκρατίας, σε
περίπτωση επίλυσεως. Ειδικότερα, το προαναφερθέν ζήτημα θα εξεταστεί ως προς το
τί μπορεί να συνεπάγεται για την εκ των υστέρων νομιμοποίηση παράνομων
καταστάσεων, καθώς επίσης και για τη νομική αντιμετώπιση των τελεσθέντων από
την τουρκική πλευρά διεθνών εγκλημάτων στην Κύπρο.
2. Οι βασικές
προβλέψεις του Σχεδίου Ανάν
Αρχικά, θα πρέπει να αναφερθούν
επιγραμματικά οι κυριότερες ρυθμίσεις που προέβλεπε το Σχέδιο Ανάν. Πολλές από
αυτές τις διευθετήσεις είχαν διατυπωθεί και στα πλαίσια προγενέστερων προτάσεων
και λογικά πρόκειται να αποτελέσουν βάση για τις συνομιλίες, τις
διαπραγματεύσεις και τις προτάσεις που θα ακολουθήσουν και στο μέλλον.
Ορισμένες από αυτές τις πτυχές επιλύσεως του Κυπριακού θα αναλυθούν στη
συνέχεια.
«Συγκεκριμένα,
οι κεντρικοί άξονες του Σχεδίου Ανάν ήταν οι ακόλουθοι:[5]
i)
Ισότιμες, εθνοτικά ομοιογενείς πολιτείες σε σύστημα ομοσπονδίας.
ii)
Συμμετοχή των δύο εταίρων στη διακυβέρνηση του ομοσπονδιακού κράτους.
iii)Αντί
της αρχής της πλειοψηφίας, ισότητα των εταίρων στη λήψη των αποφάσεων.
iv)
Ελάχιστες λειτουργίες και αρμοδιότητες στο ομοσπονδιακό κράτος.
v)
Διασφάλιση της ικανότητας στοιχειώδους λειτουργίας του κράτους σε περιόδους
κρίσεων. Το Ανώτατο Δικαστήριο είχε θεσπιστεί ως ασφαλιστική δικλείδα για κάθε
περίπτωση αδιεξόδου.
vi)
Μερική αποκατάσταση των αδικιών που ακολούθησαν και ήταν συνέπειες της
τουρκικής εισβολής του 1974 και της κατοχής του 37% -περίπου- του εδάφους της
Κύπρου.
Συγκεκριμένα, μέρος των
κατεχομένων εδαφών θα επιστρεφόταν.
Μέρος των προσφύγων θα
επέστρεφε στις πατρογονικές τους εστίες, ενώ ένα άλλο τμήμα των προσφύγων θα
δικαιούτο υλικής αποζημιώσεως υπό όρους.
vii)
Προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων: Η αναφορά στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση
Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και στο Σύμφωνο των Ηνωμένων Εθνών για τα Ατομικά και
Πολιτικά Δικαιώματα καθόριζε το θεσμικό πλαίσιο προστασίας των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων. Σε κάθε περίπτωση, με δεδομένη τη συμμετοχή της χώρας στην
Ευρωπαϊκή Ένωση και στο Συμβούλιο της Ευρώπης εξυπακούεται η εφαρμογή του
ευρωπαϊκού κεκτημένου.
viii)
Διατήρηση των υφιστάμενων γραφειοκρατικών δομών.
Ειδικότερα, το Σχέδιο
Ανάν προέβλεπε τη μεταβίβαση όλων των δομών και των θεσμών της Κυπριακής
Δημοκρατίας στην Ελληνοκυπριακή Πολιτεία και αντιστοίχως του ψευδοκράτους στην
Τουρκοκυπριακή Πολιτεία».
3. Έννοια και
προβληματική επί του δικαϊκού πλάσματος
Αρχικά, θα οριστεί η έννοια του δικαϊκού
πλάσματος και θα επιχειρηθεί μία εμβάθυνση στην έννοια και τη χρησιμότητα του
νομικού αυτού εργαλείου, για να παρουσιαστεί στη συνέχεια η χρήση του για
διευθέτηση ζητημάτων στα πλαίσια της επιλύσεως του Κυπριακού και τα προβλήματα
που αυτή μπορεί να παρουσιάζει. Για να τεκμηριωθεί η φύση ρυθμίσεων ως δικαϊκών
πλασμάτων, θα επιχειρηθεί υπαγωγή των
εννοιολογικών και συστατικών στοιχείων αυτών των ρυθμίσεων στους ορισμούς του
δικαϊκού πλάσματος, που εκτίθενται αμέσως κατωτέρω.
«Πλάσμα
(fictio
iuris)
είναι το νομοθετικό εκείνο μέσο διά του οποίου επιτυγχάνεται, υπό μορφή
αμετάβλητης γλωσσικής έκφρασης, η υπέρβαση της αντίθετης θετικής ή αρνητικής
πραγματικότητας, κατά τρόπο ώστε η καθιερουμένη έννομη συνέπεια να δημιουργεί
νέα έννομη κατάσταση αλλά και εννοιολογικό στοιχείο του πραγματικού άλλου
κανόνα δικαίου».[6]
«Πρόκειται,
δηλαδή, για εξομοίωση ανομοίων καταστάσεων και ανομοίωση ομοίων καταστάσεων. Αναφέρεται,
δε, το πλάσμα είτε σε πραγματικό γεγονός είτε σε έννομη σχέση ή συνέπεια και
σκοπείται δι’ αυτού η παράκαμψη νομικού ή πραγματικού εμποδίου για τη
δημιουργία νέας έννομης κατάστασης».[7] «Υποστηρίζεται
ότι συνιστά διαγραφή της νομικής αλήθειας επ’ ωφελεία της βιωθείσης
πραγματικότητας».[8]
«Ο
Ν.Ν. Σαρίπολος επισημαίνει στην πραγματεία του «Περί Πολιτείας και των
στοιχείων αυτής εν γένει» ότι το νομικό πλάσμα δημιουργείται από το μηδέν,
είναι εφεύρεση της φαντασίας, προς εφαρμογή ιδίως κάποιου κανόνα που ισχύει σε
ορισμένη περίπτωση και σε άλλη με διαφορετικό πραγματικό. Επιπλέον, όχι μόνο
δεν στηρίζεται στην πραγματικότητα, αλλά πλάθεται εν αντιθέσει προς κάθε
πραγματικότητα».[9]
«Κατά
τον Jhering,
το πλάσμα -ενώ παρακάμπτει τις δυσχέρειες αντί να τις εξαλείψει- χαρακτηρίζεται
ως μία ατελής μορφή προς λύση του ζητήματος και το όνομά του σχετίζεται με την
εικονικότητα, δηλώνει δηλαδή ένα τεχνητό αναγκαίο ψεύδος. Εξ άλλου ακολουθεί
μία ευχερέστερη και πιο άνετη οδό, η οποία πρακτικά οδηγεί στον ίδιο σκοπό και
διευκολύνει έτσι την πρόοδο, καθιστώντας τη δυνατή σε χρόνο κατά τον οποίο η
επιστήμη δεν μπορούσε να αναλάβει τη διαμόρφωση της αντίστοιχης ρύθμισης».[10]
«Σύμφωνα
με τον Bergel,
ως προς τη νομική πολιτική, τα πλάσματα επιτρέπουν μέσω της ιστορικής τους
λειτουργίας την εισαγωγή, άνευ ανατροπής, νέων κανόνων στην έννομη τάξη διά της
επεκτάσεως των όρων ή της σημασίας των υφισταμένων κανόνων και εννοιών. Όσον
αφορά την τελεολογική τους λειτουργία, τα πλάσματα τείνουν στην προστασία ή
προαγωγή ορισμένων αξιών και συγκεκριμένων συμφερόντων εξωγονικής ή
περιουσιακής ύλης».[11]
«Σύμφωνα
με τον Dekkers,
το νομικό πλάσμα είναι μία τεχνική διαδικασία, που συνίσταται στη διά της
νόησης τοποθέτηση ενός γεγονότος, πράγματος ή προσώπου, εντός μιας συνειδητά
ακατάλληλης νομικής κατηγορίας προς επίτευξη πρακτικής εν συνεπεία λύσης, προσιδιάζουσας
στην κατηγορία αυτή».[12]
«Σύμφωνα
με τον φιλόσοφο του δικαίου L.
Legaz
y
Lacambra,
το πλάσμα είναι μία κατασκευή υπό την οποία εκδηλώνεται νομοτεχνικά μία
υποθετική αξία με σκοπό τη διευκόλυνση μιας νομικής συλλήψεως, ή την αποδοχή
μιας επιθυμητής και ανύπαρκτης πραγματικότητας προτιμητέας έναντι της
υφισταμένης».[13]
«Το
ερώτημα, βέβαια, που προκύπτει είναι ποιος προσδιορίζει τη νομική
πραγματικότητα. Την προσδιορίζει ο νομοθέτης, η θεωρία, η νομολογία, το φυσικό
δίκαιο;»[14]
«Συμπερασματικά,
το βασικό χαρακτηριστικό, το οποίο αποδίδεται από τους ερευνητές στο δικαϊκό
πλάσμα είναι ότι ο νομοθέτης κατασκευάζει για την εξυπηρέτηση συγκεκριμένου
σκοπού ορισμένη νομική κατάσταση, που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, ή
ότι το δίκαιο αποδέχεται ως υπάρχον κάτι το οποίο αντιτίθεται στην καθιερουμένη
πραγματικότητα, ή σύμφωνα με την παλαιά εκδοχή, ότι ο νόμος θεληματικά
αλλοιώνει ή παραμορφώνει την πραγματικότητα».[15]
«Ωστόσο,
θα πρέπει να τονιστεί ότι το νομοτεχνικό μέσο του δικαϊκού πλάσματος δεν
αποτελεί γνωσιολογική αναίρεση της υφιστάμενης εμπειρικής ή νομικής
πραγματικότητας, δεν ακολουθεί αναγκαία ως πόρισμα, επιπλέον αποκλείεται να
συνιστά αντίφαση η περικλειόμενη στον κανόνα αυτού σχέση μεταξύ προϋποθέσεως
και έννομης συνέπειας. Διότι εάν δεν υπήρχε αντίφαση, δεν θα υφίστατο και ο εκ
της αντιθέσεως προβληματισμός, ο οποίος συνιστά την ουσία του πλάσματος. Είναι
όμως εντελώς διαφορετική η έννοια αυτής της αντιφάσεως προς την εσφαλμένη
εκδοχή περί διαστροφής της πραγματικότητας ή περί της αναλήθειας ως εγγενών
στοιχείων του, αφού ως αντίφαση δεν νοείται εν προκειμένω διαστροφή της
πραγματικότητας ή αποδοχή του αναληθούς ως αληθούς και αντιστρόφως, αλλά
υπέρβαση της αντίθετης θετικής ή αρνητικής μορφής της εμπειρικής ή νομικής
πραγματικότητας μέσω της διαμόρφωσης μιας νέας έννομης κατάστασης, η οποία
τελεί σε θετική αναφορά με τον επιδιωκόμενο από το πλάσμα σκοπό. Η αντιφατική
αυτή σχέση εκδηλώνεται τότε μόνο όταν η γλωσσική διατύπωση της καθιερούμενης
ρυθμίσεως δεν είναι δυνατό να αποδοθεί με άλλη έκφραση, με την οποία να
καταλύεται η πλασματική της μορφή».[16]
4.1 Η έννοια και η
διάρθρωση της ομοσπονδίας ως δικαϊκού πλάσματος
«Πρωταρχικό
στοιχείο της ομοσπονδίας είναι η ένωση σε ένα κράτος εθνικών ή άλλων κοινοτήτων
και η διανομή μεταξύ τους των εξουσιών. Για να αποφεύγονται αποκλεισμοί ομάδων
που πιθανόν να οδηγηθούν στην απόφαση να αποσχισθούν ή να προκαλούν εντάσεις
και συγκρούσεις η ομοσπονδιακή οργάνωση προβάλλει ως η καλύτερη επιλογή.
»Η
ομοσπονδία συνθέτει διαφορετικές εθνικές, γλωσσικές ή πολιτισμικές κοινότητες
που επιθυμούν να διατηρήσουν στην περιοχή τους την αυτονομία τους. Μέσω ενός
κοινού κράτους επιδιώκουν τους κοινούς στόχους τους και μέσω της μεταξύ τους
συμφωνίας επιδιώκουν τη σταθερή συμβατική σχέση που μαζί με τη συναίνεση στον
τρόπο λήψεως των αποφάσεων αποτελούν τα συνεκτικά στοιχεία οργάνωσης και
λειτουργίας της ομοσπονδίας.
»Δύο
είναι, λοιπόν, οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για τη σύσταση ομοσπονδίας: πρώτον ο
εδαφικός προσδιορισμός των οντοτήτων και δεύτερον η βούλησή τους και η συμφωνία
τους να ενωθούν, να διανείμουν εξουσίες στην ομοσπονδία και να ορίσουν τη σχέση
τους με αυτή».[17]
«Η
ομοσπονδοποίηση είναι ζήτημα πολιτικής φιλοσοφίας και όχι απλά διάρθρωσης ενός
κράτους, καλείται επιπλέον να εξισορροπήσει την ανάγκη ένωσης και συμπόρευσης
οντοτήτων σε συνδυασμό με τον σεβασμό της αυτονομίας τους και την προώθηση των ευλόγων
συμφερόντων τους».[18]
«Η
ομοσπονδία συνιστά το αρχιτεκτονικό πρότυπο ένωσης πολιτικών οντοτήτων με
αποκλίνουσες αντιλήψεις αποκλειστικής κυριαρχίας. Φορείς της ομοσπονδίας είναι:
η κεντρική ομοσπονδιακή διοίκηση και οι συστατικές ομόσπονδες πολιτείες. Οι
ομόσπονδες πολιτείες διαθέτουν κυριαρχία, ως πηγή πρωτογενούς εξουσίας,
καθορίζουν τις ομοσπονδιακές συνταγματικές ρυθμίσεις και απολαύουν
αποκλειστικών αρμοδιοτήτων στην περιφέρειά τους. Ο χωρισμός αυτός καθώς και οι
επιμέρους κυριαρχικές εξουσίες του λαού είναι ένα νομικό δημιούργημα (legal fiction), που διατυπώνεται στις
συνταγματικές διευθετήσεις. Η κυριαρχία των ομόσπονδων λαών διατυπώνεται με την
έγκριση του ομοσπονδιακού συντάγματος ταυτόχρονα, αλλά χωριστά για κάθε
πολιτεία».[19]
Από την παρουσίαση των συστατικών
στοιχείων της ομοσπονδίας προκύπτει ότι αυτή εμπεριέχει δικαϊκό πλάσμα.
Ειδικότερα, όπως ελέχθη ανωτέρω, η παραδοχή ότι στα πλαίσια της ομοσπονδίας θα
υπάρχουν ομόσπονδες πολιτείες, οι οποίες
θα έχουν επιμέρους κυριαρχικές εξουσίες, πέρα από την κεντρική διοίκηση,
συνιστά πλάσμα. Ο χωρισμός δηλαδή της κρατικής οντότητας σε επιμέρους οντότητες
και η συνύπαρξη της κυριαρχίας και των εξουσιών των δύο αυτών οντοτήτων
παράλληλα με την κεντρική διοίκηση του ομόσπονδου κράτους, καθώς και η
μεταβίβαση εξουσιών από τις οντότητες αυτές στην κεντρική διοίκηση εμπεριέχουν
και θεμελιώνονται επί τη βάσει δικαϊκού πλάσματος.
Συντρέχουν εννοιολογικά στοιχεία του
πλάσματος, αφού -όπως ήδη αναλύθηκε- παρακάμπτονται
νομικά ή πραγματικά εμπόδια (η διπλή κυριαρχία) για τη δημιουργία νέας έννομης κατάστασης.[20] Συντελείται διαγραφή της νομικής αλήθειας
επ’ ωφελεία της βιωθείσης πραγματικότητας.[21]
Πρόκειται για μία επινόηση με την οποία εφαρμόζεται η λογική της οργανωσης του
κράτους σε μία διαφορετική δομική κατάσταση. Επιδιώκεται η διεύρυνση και
επέκταση της έννοιας του κράτους, ώστε αυτή να συμπεριλάβει και μια διαφορετική
πραγματική κατάσταση, προκειμένου να προστατευθούν και να προαχθούν τα
συμφέροντα των δύο κοινοτήτων, οι οποίες όμως πρέπει να έχουν μια μορφή
συμπόρευσης, κοινής διοίκησης και εκπροσώπησης στη διεθνή κοινότητα.
Εμπεριέχει, δηλαδή, στοιχεία του αποδιδόμενου
από τον Bergel
ορισμού του πλάσματος.
Η
διάσταση μεταξύ των κοινοτήτων δεν συνιστά εμπόδιο, αλλά αντίθετα αυτή οδηγεί
στην επινόηση της ομοσπονδίας. [22]
Και αυτή η πραγματικότητα συμπλέει με
την έννοια του πλάσματος, αφού και στην περίπτωση του πλάσματος υποστηρίζεται ότι
εάν δεν υπήρχε αντίφαση, δεν θα
υφίστατο και ο εκ της αντιθέσεως προβληματισμός, ο οποίος συνιστά την ουσία του
πλάσματος. [23]
4.2
Η πρόβλεψη της μεταβίβασης των δομών της
Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ελληνοκυπριακή Πολιτεία και των δομών του
ψευδοκράτους στην Τουρκοκυπριακή Πολιτεία ως δικαϊκού πλάσματος
Όπως προαναφέρθηκε, «ένας από τους βασικούς άξονες του Σχεδίου Ανάν ήταν η διατήρηση των
υφιστάμενων γραφειοκρατικών δομών. Οι δύο ισότιμες πολιτείες στα πλαίσια της
ομοσπονδίας θα προέκυπταν από τη μεταβίβαση όλων των δομών και των θεσμών της
Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ελληνοκυπριακή Πολιτεία και αντιστοίχως του
ψευδοκράτους στην Τουρκοκυπριακή Πολιτεία.
»Με
το εύρημα αυτό απέφευγε να αναμείξει τις δύο κοινότητες και να υπεισέλθει
λεπτομερώς στην καθημερινή λειτουργία τους, διατηρώντας τον μέχρι σήμερα τρόπο
λειτουργίας τους. Ιδιαίτερα δε στην περίπτωση των Ελληνοκυπρίων, ο
γραφειοκρατικός τρόπος λειτουργίας του κράτους -ο οποίος έχει βρετανικές
επιρροές- κρίνεται ότι έχει λειτουργήσει αποτελεσματικά».[24]
Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι το
εύρημα αυτό που πρότεινε το Σχέδιο Ανάν περί μεταβίβασης όλων των δομών της
Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ελληνοκυπριακή Πολιτεία και αντιστοίχως του
ψευδοκράτους στην Τουρκοκυπριακή Πολιτεία συνιστά πλάσμα δικαίου. Ειδικότερα, προκειμένου
να δημιουργηθεί μία νέα έννομη κατάσταση, η σύσταση της ομοσπονδίας, γίνεται
μία παραδοχή όσον αφορά τη μεταβίβαση των υπαρχουσών δομών της Κυπριακής
Δημοκρατίας στην Ελληνοκυπριακή Πολιτεία και των παράνομων δομών του
ψευδοκράτους στην Τουρκοκυπριακή Πολιτεία, της οποίας η σύσταση προτείνεται από
το Σχέδιο Ανάν.
Για τη μετάβαση από τη σημερινή
πραγματικότητα, η οποία περιλαμβάνει την ύπαρξη ενός νόμιμου κράτους και μίας de facto κατάστασης, σε μία νέα
πραγματικότητα οπωσδήποτε χρειάζεται να γίνουν σε νομικό επίπεδο διαχείρισης
κάποιες παραδοχές και διευθετήσεις. Απαραίτητη και σε αυτή την περίπτωση είναι
η χρήση του νομικού εργαλείου του δικαϊκού πλάσματος, προκειμένου να υπερβούμε
την πραγματικότητα χάριν ρυθμίσεως ενός πολύπλοκου ζητήματος. Η ρύθμιση αυτή
που πρότεινε το Σχέδιο Ανάν εμπεριέχει στοιχεία του αποδιδόμενου από τον
Γ.Μητσόπουλο ορισμού του πλάσματος, σύμφωνα με τον οποίο πραγματοποιείται υπέρβαση της αντίθετης θετικής ή αρνητικής
πραγματικότητας, κατά τρόπο ώστε η καθιερουμένη έννομη συνέπεια να δημιουργεί
νέα έννομη κατάσταση.[25]
Ο σκοπός χρήσης του πλάσματος και σε
αυτή την περίπτωση είναι η δημιουργία ενός βιώσιμου και λειτουργικού στην πράξη
μοντέλου κρατικής οργάνωσης και λειτουργίας, το οποίο θα πρέπει να εξισορροπεί
και να εναρμονίζει ως ένα βαθμό αντίρροπες καταστάσεις και αντικρουόμενα
στρατηγικά συμφέροντα, όπως αυτά εκφράζονται και προωθούνται από την εξωτερική
πολιτική των δύο πλευρών, κύρια στοιχεία της οποίας θα παρουσιαστούν συνοπτικά
κατωτέρω.
4.3 Πως λειτουργούν οι
δύο προαναφερθείσες ρυθμίσεις σε σχέση με τη νομιμοποίηση παράνομων καταστάσεων
Θα πρέπει να επισημανθεί ότι τόσο η
πρόβλεψη σύστασης διζωνικής και δικοινοτικής ομοσπονδίας όσο και η ρύθμιση περί
μεταβιβάσεως όλων των δομών της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ελληνοκυπριακή
Πολιτεία και αντιστοίχως του ψευδοκράτους στην Τουρκοκυπριακή Πολιτεία
νομιμοποιούν εκ των υστέρων την παράνομη, λειτουργούσα ως de facto, κατάσταση του ψευδοκράτους.
Αυτό συμβαίνει διότι στην πρώτη
περίπτωση συστήνονται δύο πολιτείες που τελούν σε σχέση ισότητας μεταξύ τους,
εκ των πραγμάτων δηλαδή νομιμοποιείται το ψευδοκράτος και ανάγεται σε ισότιμη
πολιτεία σε σχέση με την Κυπριακή Δημοκρατία, η οποία μετατρέπεται από κράτος σε
πολιτεία, σε κοινότητα.
Θα πρέπει να αναφερθεί, σε αυτό το
σημείο, η δήλωση του τότε Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Τάσσου Παπαδόπουλου,
στο διάγγελμά του, αναφορικά με το δημοψήφισμα: «Παρέλαβα κράτος διεθνώς
αναγνωρισμένο. Δεν θα παραδώσω ‘κοινότητα’ χωρίς δικαίωμα λόγου διεθνώς και σε
αναζήτηση κηδεμόνα. Και όλα αυτά έναντι κενών, παραπλανητικών, δήθεν,
προσδοκιών. Έναντι της ανεδαφικής ψευδαίσθησης ότι η Τουρκία θα τηρήσει τις
δεσμεύσεις της».[26]
Επίσης, με την αποδοχή της διζωνικότητας
και της δικοινοτικότητας νομιμοποιείται και θεσμοθετείται ο διαχωρισμός των
εδαφών που συντελέστηκε παράνομα από την τουρκική πλευρά. Η κατάσταση που είχε
επιβληθεί de
facto
αποτελεί τη βάση επιλύσεως του θέματος. Με τη διεθνή πολιτική αναγνώριση, ο
γεωγραφικός διαχωρισμός που επιδίωξε η τουρκική εξωτερική πολιτική -όπως θα
εκτεθεί κατωτέρω- δεν επιτυγχάνει τον πρώτο της στόχο, της διχοτομήσεως του
νησιού, αλλά τον στόχο της διζωνικότητας και της δικοινοτικότητας.
Στη δεύτερη περίπτωση, με την πρόβλεψη
του Σχεδίου Ανάν ότι όλες οι δομές και οι θεσμοί του ψευδοκράτους
μεταβιβάζονται στην Τουρκοκυπριακή Πολιτεία, αναγνωρίζονται και ισχυροποιούνται
στην πράξη εκ των υστέρων όλες αυτές οι δομές. Η μη αναγνώριση ενός μορφώματος,
μίας de
facto
κατάστασης, συνεπάγεται και τη μη αναγνώριση καμιάς δομής ή πράξης που να
προέρχεται από αυτό.
«Σημειώνεται
ότι στην περίπτωση της μονομερούς ανακήρυξης στις 15 Νοεμβρίου 1983 από την
τουρκική πλευρά της “Τουρκικής Δημοκρατίας της Βορείου Κύπρου”, το Συμβούλιο
Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, (με την Απόφασή του 541 της 18ης
Νοεμβρίου 1983), οι Αρχηγοί Κυβερνήσεων της Κοινοπολιτείας και το Συμβούλιο της
Ευρώπης θεώρησαν την ανακήρυξη αητή νομίμως άκυρη, απαίτησαν την απόσυρσή της
και κάλεσαν τα κράτη να μην αναγνωρίσουν κανένα κυπριακό κράτος πέραν της
Δημοκρατίας της Κύπρου».[27]
«Επιπλέον,
στην παράνομη κατάσταση στην Κύπρο έχουν αναφερθεί διεθνή και περιφερειακά
δικαιοδοτικά όργανα, ήτοι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το
Δικαστηριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και το Διεθνές Δικαστήριο στην πρόσφατη
γνωμοδότησή του (Ιούλιος 2010) για την ανακήρυξη ανεξαρτησίας από τις αρχές του
Κοσόβου».[28]
5.1 Το ζήτημα της
συνέχισης ή διαδοχής της Κυπριακής Δημοκρατίας ως δικαϊκού πλάσματος
«Ένα
ιδιαιτέρως κρίσιμο ερώτημα όσον αφορά το ζήτημα της επιλύσεως του Κυπριακού,
που τέθηκε στα πλαίσια του Σχεδίου Ανάν και που θα πρέπει να οριστεί σε κάθε
περίπτωση επιλύσεως επί τη βάσει ομοσπονδίας, είναι εάν το ομόσπονδο κράτος που
θα προκύψει θα αποτελεί συνέχεια της Κυπριακής Δημοκρατίας ή εάν θα υπάρξει
διαδοχή κρατών. Στην υποθετική περίπτωση που το νέο κράτος δεν θεωρείτο
συνεχιστής αλλά διάδοχος της Κυπριακής Δημοκρατίας, θα έπαυε να υφίσταται η
Κυπριακή Δημοκρατία και θα αντικαθίστατο από το νέο κράτος. Ήταν ένα από τα
σημεία που ο Ντέηβιντ Χάνεϊ θεωρούσε ότι έπρεπε να χαρακτηρίζονται από “εποικοδομητική
ασάφεια”. Θα πρέπει, βέβαια, να τονιστεί ότι στο Σχέδιο Ανάν έλειπε το βασικό
συστατικό στοιχείο της διαδοχής που είναι η εδαφική μεταβολή, αφού δεν υπήρχε
μεταβολή των εξωτερικών ορίων του παλαιού σε σχέση με το νέο κράτος. Επίσης, το
γεγονός ότι η “Ενωμένη Δημοκρατία της Κύπρου” θα διατηρούσε τη θέση που έχει
στον ΟΗΕ η Κυπριακή Δημοκρατία ήταν ένα ισχυρό στοιχείο για τη συνέχιση της
ύπαρξης του κράτους.
»Ένα
άλλο καίριο ζήτημα που δεν ρυθμίζεται σε σχέση με αυτή την παράμετρο είναι το
εξής: σε περίπτωση οριστικής παράλυσης του νέου κράτους, εάν είχε μετεξελιχθεί
η Κυπριακή Δημοκρατία, θα μπορούσε να γίνει επαναφορά στην προτέρα κατάσταση.
Ενώ, αντίθετα, εάν είχε καταργηθεί στα πλαίσια διαδοχής, δεν θα υπήρχε status quo ante και η περίοδος προ της αποδοχής
του Σχεδίου Ανάν θα αποτελούσε tabula
rasa».[29]
«Επί
του ιδίου προβληματισμού, ποια θα ήταν η τύχη του νέου κράτους σε περίπτωση
νέας αποχώρησης των Τουρκοκυπρίων; Θα μπορούσε να γίνει και πάλι δεκτό το
δίκαιο της ανάγκης, για να διατηρήσει όχι μόνο την ελληνοκυπριακή συνιστώσα
πολιτεία, αλλά επιπρόσθετα και το ομοσπονδιακό κράτος; Θα μπορούσε, βέβαια,
κάποιος να αντιτείνει ότι σε οποιαδήποτε ομοσπονδιακή λύση θα ενυπήρχε και ένας
παρόμοιος κίνδυνος σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό και ότι η υπέρβαση ενός
παρόμοιου κινδύνου στηρίζεται στην καλή θέληση των δύο κοινοτήτων».[30]
Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η
ρύθμιση περί στιγμιαίας κατάλυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας πριν τη δημιουργία
του νέου κράτους, από άποψη νομικής τυπολογίας, συνιστά δικαϊκό πλάσμα. Και σε
αυτή την περίπτωση πρόκειται για ένα νομικό εύρημα με το οποίο πραγματοποιείται
υπέρβαση της αντίθετης θετικής
πραγματικότητας, (της ύπαρξης δηλαδή της
Κυπριακής Δημοκρατίας), κατά τρόπο ώστε η καθιερουμένη έννομη συνέπεια να δημιουργεί νέα έννομη
κατάσταση [31]
(την ίδρυση δηλαδή ενός νέου κράτους). Εμπίπτει
δηλαδή στον αποδιδόμενο από τον Γ.Μητσόπουλο ορισμό του πλάσματος. Πλάθεται εν
αντιθέσει προς κάθε πραγματικότητα,[32]
πληροί το στοιχείο αυτό του ορισμού του Ν.Ν. Σαρίπολου.
Πληροί και στοιχεία του κατά τον Jhering ορισμού του πλάσματος, αφού
αποτελεί μία ατελή μορφή προς λύση του ζητήματος, σχετίζεται με την
εικονικότητα, δηλώνει δηλαδή ένα τεχνητό αναγκαίο ψεύδος. Εξ άλλου ακολουθεί
μία ευχερέστερη και πιο άνετη οδό, η οποία πρακτικά οδηγεί στον ίδιο σκοπό και
διευκολύνει έτσι την πρόοδο, καθιστώντας τη δυνατή σε χρόνο κατά τον οποίο η
επιστήμη δεν μπορούσε να αναλάβει τη διαμόρφωση της αντίστοιχης ρύθμισης[33].
Επιπλέον, η ρύθμιση περί στιγμιαίας κατάλυσης της
Κυπριακής Δημοκρατίας εμπίπτει και στον ορισμό του πλάσματος από τον Dekkers, αφού αποτελεί μία
τεχνική διαδικασία, που συνίσταται στη διά της νόησης τοποθέτηση ενός πράγματος
εντός μιας συνειδητά ακατάλληλης νομικής κατηγορίας προς επίτευξη πρακτικής εν
συνεπεία λύσης, προσιδιάζουσας στην κατηγορία αυτή[34].
Τέλος, η εν λόγω ρύθμιση πληροί και τα
στοιχεία του ορισμού του πλάσματος που δίνεται από τον
L.
Legaz
y
Lacambra,
αφού αποτελεί μία κατασκευή υπό την οποία εκδηλώνεται νομοτεχνικά μία υποθετική αξία
με σκοπό τη διευκόλυνση μιας νομικής συλλήψεως, ή την αποδοχή μιας επιθυμητής
και ανύπαρκτης πραγματικότητας προτιμητέας έναντι της υφισταμένης[35].
5.2 Το ζήτημα της
συνέχισης ή διαδοχής της Κυπριακής Δημοκρατίας σε σχέση με την εκ των υστέρων
νομιμοποίηση παράνομων καταστάσεων
Ο σκοπός που θα εξυπηρετούσε το δικαϊκό πλάσμα
περί στιγμιαίας κατάλυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας, πριν τη δημιουργία του
νέου κράτους, θα ήταν η μετάβαση από μία υφιστάμενη πραγματικότητα ύπαρξης ενός
νόμιμου κράτους και ενός ψευδοκράτους σε μία διάδοχη κατάσταση σύστασης μίας
ομοσπονδίας με δύο ισότιμους ‘εταίρους’. Επιδιώκεται, δηλαδή, και σε αυτή την
περίπτωση η υπέρβαση εμποδίων και αντιφάσεων, όπως είναι η ανάγκη εξίσωσης μίας
παράνομης με μία νόμιμη κατάσταση.
Είναι προφανές ότι και στην περίπτωση
της ρύθμισης περί στιγμιαίας κατάλυσης
της Κυπριακής Δημοκρατίας, πριν τη δημιουργία του νέου κράτους, νομιμοποιείται
εκ των υστέρων μία παράνομη κατάσταση, το ψευδοκράτος. Μάλιστα, το νόμιμο
κράτος καταλύεται, προκειμένου να προκύψει η διάδοχη κατάσταση.
«Κάποιες
ειδικές εκφάνσεις της εκ των υστέρων νομιμοποίησης του ψευδοκράτους ήταν το
δικαίωμα που του δινόταν από το Σχέδιο Ανάν να καταθέσει κατάλογο με διεθνείς
συνθήκες που “είχε υπογράψει” και η ανάληψη από το νέο κράτος των περιορισμένων
χρεών του ψευδοκράτους».[36]
«Σημειώνεται ότι το διεθνές δίκαιο
επιβάλλει την απόλυτη απαγόρευση και την καταδίκη από τη διεθνή κονότητα
μονομερών ανακηρύξεων κρατών. “Ο σεβασμός της εδαφικής κυριαρχίας είναι μια από
τις θεμελιώδεις βάσεις των διεθνών σχέσεων”, σύμφωνα με το Διεθνές Δικαστήριο.
Λογική συνέπεια και παρακολούθημα της εδαφικής κυριαρχίας είναι η εδαφική
ακεραιότητα, η οποία εξαγγέλλεται ρητά από το άρθρο 2 παρ. 4 του Καταστατικού
Χάρτη του ΟΗΕ και επαναλαμβάνεται σε σειρά διεθνών διακηρύξεων. Η εξασφάλιση
της εδαφικής ακεραιότητας εκφράζεται και με το απαραβίαστο των συνόρων».[37]
«Το
άρθρο 2 παρ. 4 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ απαγορεύει τη χρήση βίας κατά της
εδαφικής ακεραιότητας και της ανεξαρτησίας των κρατών. Έτσι, καμία εδαφική
μεταβολή που αποτελεί συνέπεια παράνομης χρήσεως
βίας δεν είναι νόμιμη, όπως διακηρύσσεται σε σειρά αποφάσεων του Συμβουλίου
Ασφαλείας του ΟΗΕ».[38]
Σε περίπτωση, λοιπόν, επιλύσεως του
Κυπριακού επί τη βάσει ίδρυσης ομοσπονδίας επέρχεται μία οιονεί νομιμοποίηση του
ψευδοκράτους. Πρόκειται για οιονεί νομιμοποίηση, διότι επέρχεται εκ του
αποτελέσματος, ανεξαρτήτως της επιδιωκόμενης συνέπειας. Η εκ των υστέρων
νομιμοποίηση μίας αναμφισβήτητα παράνομης κατάστασης, η οποία έχει καταδικαστεί
απόλυτα από το σύνολο της διεθνούς κοινότητας, αποτελεί σίγουρα ένα αρνητικό
προηγούμενο σε σχέση με τη θεμελιώδη αρχή της εδαφικής κυριαρχίας.
Έχει ιδιαίτερη βαρύτητα, μάλιστα, η
διαχείριση του Κυπριακού ζητήματος ιδίως στην εποχή μας, μετά τις μονομερείς
ανακηρύξεις του Κοσόβου, της Αμπχαζίας, της Νότιας Οσετίας και της Κριμαίας, οι
οποίες είναι παράνομες και έχουν επιβληθεί ως de facto καταστάσεις. Η εκ του
αποτελέσματος νομιμοποίηση του ψευδοκράτους από τη διεθνή κοινότητα ίσως
λειτουργήσει προς την κατεύθυνση διαμόρφωσης πρακτικής σε ευθεία αντίθεση με
όσα προβλέπει το διεθνές δίκαιο και ίσως «δώσει κίνητρο» για τέτοιας φύσεως
απολύτως καταδικαστέες ενέργειες.
«Άλλωστε,
η μη αναγνώριση παράνομων καταστάσεων εμπίπτει στις ηθικές κυρώσεις και
αποτελεί -έστω- μία παρατεταμένη καταδίκη, σε περίπτωση μη επίτευξης
αποκατάστασης της νομιμότητας». Όπως αναφέρει ο Antonio Cassese: ‘Καθώς η διεθνής κοινότητα δεν μπορεί να εκμηδενίσει την ισχύ,
περιορίζεται στην, κατά εμφατικό τρόπο, μη παραδοχή της», όταν δεν καταφέρνει
να επιτύχει την επιστροφή στη νομιμότητα».[39]
Επιπλέον, θα πρέπει να αναφερθεί ότι σε
περίπτωση διαδοχής και όχι συνέχισης της Κυπριακής Δημοκρατίας, εκτός από την
εκ του αποτελέσματος νομιμοποίηση του ψευδοκράτους, είναι πολύ ισχυρός ο
συμβολισμός που προκύπτει για την Κυπριακή Δημοκρατία. Δεν αίρονται, δηλαδή,
απλά οι όποιες κυρώσεις επιβλήθηκαν στην παραβιάζουσα τη διεθνή έννομη τάξη
κατάσταση, αλλά επιπρόσθετα είναι σαν να τιμωρείται το νόμιμο κράτος -που
υπέστη την προσβολή- με τη στιγμιαία κατάλυσή του.
Η στιγμιαία παύση της Κυπριακής
Δημοκρατίας συνιστά ιδιαίτερα αρνητικό ηθικό, ιστορικό και πολιτικό συμβολισμό,
αφού με αυτό τον τρόπο είναι σαν να διακόπτεται η ιστορική συνέχεια του
κράτους.
5.3 Το ζήτημα της
συνέχισης ή διαδοχής της Κυπριακής Δημοκρατίας σε σχέση με τα τελεσθέντα διεθνή
εγκλήματα
Ένα από τα ζητήματα που θα έπρεπε να
εξεταστούν στην υποθετική περίπτωση στιγμιαίας κατάλυσης της Κυπριακής
Δημοκρατίας πριν τη δημιουργία του νέου κράτους είναι το πώς αυτή θα επηρεάσει
τη νομική αντιμετώπιση των τελεσθέντων από την τουρκική πλευρά διεθνών
εγκλημάτων στην Κύπρο.
Γενικά, θα πρέπει να αναφερθεί ότι το
νομικό πλαίσιο αναφορικά με τη διαδοχή κρατών είναι πολύ περιορισμένο. «Σε περίπτωση διαδοχής κρατών η σύγχρονη
τάση του διεθνούς δικαίου ευνοεί τη συνέχεια των συμβατικών ρυθμίσεων. Σύμφωνα
με το άρθρο 31 της Σύμβασης της Βιέννης του 1978 περί διαδοχής ως προς διεθνείς
συνθήκες, σε περίπτωση ένωσης κρατών, οι συνθήκες που ίσχυαν για καθένα από
αυτά εξακολουθούν κατά κανόνα να ισχύουν μόνο για το τμήμα του εδάφους όπου
ίσχυαν, εκτός εάν υπάρξει συμφωνία για επέκτασή τους και στο υπόλοιπο τμήμα.
Παράλληλα, υπάρχει ο γενικός κανόνας περί σεβασμού των “κεκτημένων δικαιωμάτων”
ιδιωτών. Ως προς τη διεθνή ευθύνη η νομολογία είναι αρνητική και ο γενικός
κανόνας είναι ότι δεν υφίσταται διαδοχή ως προς τις παράνομες πράξεις».[40]
Στην Κύπρο έχει τελεστεί σειρά διεθνών
εγκλημάτων: το έγκλημα της επίθεσης,
τo έγκλημα της κατοχής του βορείου τμήματος του νησιού, το έγκλημα της βίαιης
εκδίωξης πληθυσμών, το έγκλημα των αγνοουμένων, το έγκλημα του εποικισμού.
«Θα
πρέπει να τονιστεί ότι τα διεθνή εγκλήματα αποτελούν jus cogens, δηλαδή κανόνες
αναγκαστικού διεθνούς δικαίου, οι οποίοι είναι απαραβίαστοι και δημιουργούν
υποχρεώσεις erga omnes, υποχρεώσεις δηλαδή που ισχύουν προς πάσα κατεύθυνση».[41]
Αναβαθμίζεται, επομένως, η ισχύς και η
δεσμευτικότητά των κανόνων που αφορούν στα διεθνή εγκλήματα, δεσμεύουν όλα τα
κράτη, ανεξαρτήτως εάν έχουν κυρώσει τις συνθήκες που τα προβλέπουν και εν
προκειμένω και το Καταστατικό του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου και δεν μπορεί
κάποιο κράτος να αντιτάξει τη μη ύπαρξη ή διαφορετική σχετική ρύθμιση του
εσωτερικού του δικαίου. Επίσης, τα διεθνή εγκλήματα είναι απαράγραπτα, για να
μην παραμένουν ατιμώρητοι οι φυσικοί και ηθικοί αυτουργοί πράξεων τέτοιας
απαξίας.
«Επιπλέον,
θα πρέπει να αναφερθεί ότι η απονομή αμνηστίας, η οποία αποτελεί λόγο εξάλειψης
του αξιοποίνου μίας ποινικά κολάσιμης πράξης, ανήκει κατ’ αρχήν στη διακριτική
ευχέρεια κάθε κράτους, αλλά δεν εμπίπτει πάντοτε απόλυτα και αποκλειστικά στην
εσωτερική αρμοδιότητα του κράτους. Έχει διαμορφωθεί μάλιστα σαφής τάση να
δίνεται προτεραιότητα στη δίωξη και τιμωρία των ενόχων για σοβαρές παραβιάσεις
ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου ως έκφραση
διατήρησης της διεθνούς νομιμότητας».[42]
Επομένως, τα διεθνή εγκλήματα που τελέστηκαν
στην Κύπρο δεν παραγράφονται, ούτε μπορεί να απονεμηθεί αμνηστία σε εθνικό
επίπεδο και μπορούν οποτεδήποτε να αποδοθούν ευθύνες για αυτά.
Στην περίπτωση στιγμιαίας κατάλυσης της
Κυπριακής Δημοκρατίας, πριν τη δημιουργία του νέου κράτους, είναι αμφίβολο εάν
θα συνεχίζουν να υφίστανται σε νομικό επίπεδο τα διεθνή εγκλήματα, που
τελέστηκαν από την Τουρκία στην Κύπρο. Εφόσον σε σχέση με τη διαδοχή κρατών
-όπως προαναφέρθηκε- η νομολογία ως προς
τη διεθνή ευθύνη είναι σταθερά αρνητική και ο γενικός κανόνας είναι ότι δεν
υφίσταται διαδοχή ως προς τις παράνομες πράξεις,[43]
είναι εξαιρετικά αμφίβολο εάν θα είναι δυνατόν να διωχθούν τα τελεσθέντα διεθνή
εγκλήματα και να αποδοθεί δικαιοσύνη ως προς αυτά. Γίνεται ευκολα αντιληπτό
πόσο αρνητικό προηγούμενο θα αποτελούσε για τη διεθνή κοινότητα η εκ των
υστέρων νομιμοποίηση ενός παράνομου μορφώματος με την παράλληλη «εξαφάνιση» από
τη νομική πραγματικότητα των τελεσθέντων εγκλημάτων που σχετίζονται και υπήρξαν
επακόλουθα της παράνομης αυτής κατάστασης.
Θα μπορούσε να υποστηριχθεί όμως ότι και
στην υποθετική περίπτωση κατάλυσης
της Κυπριακής Δημοκρατίας, αφού -όπως θα αναφερθεί συνοπτικά κατωτέρω- έχει
κριθεί ότι η Τουρκία ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο επί του ψευδοκράτους, θα εξακολουθεί
να φέρει και την ευθύνη των διεθνών εγκλημάτων που τελέστηκαν.
«Ενδεικτικά
αναφέρεται ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κρίνοντας τις
προσφυγές της Κύπρου κατά της Τουρκίας, 1974-1994, υποστήριξε -μεταξύ άλλων-
ότι “... οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις εισήλθαν στο νησί της Κύπρου, ενεργώντας
αποκλειστικά υπό τις οδηγίες της τουρκικής κυβέρνησης και υπό συντεταγμένους
κανόνες που καθόριζαν τη δομή και την ιεραρχία των στρατιωτικών αυτών δυνάμεων...
Συνεπάγεται ότι αυτές αποτελούν εξουσιοδοτημένα όργανα της Τουρκίας και ότι
οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ή περιουσιακό αγαθό βρίσκεται στην (κατεχόμενη) Κύπρο
εμπίπτει εντός της δικαιοδοσίας της Τουρκίας… καθόσον μέτρο οι ένοπλες δυνάμεις
της ασκούν έλεγχο επί αυτών των προσώπων ή των περιουσιακών αγαθών”, και ότι η
Τουρκία ασκεί “λεπτομερή” (detailed) έλεγχο επί της πολιτικής και των πράξεων
του ψευδοκράτους». [44]
«Επίσης,
το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην υπόθεση Λοϊζίδου κατά
Τουρκίας, το 1996, ανέφερε ότι η Τουρκία ασκεί αποτελεσματικό ή πλήρη έλεγχο
επί των ενόπλων δυνάμεων που βρίσκονται στη βόρεια Κύπρο».[45]
Επιπλέον, τον Μάιο του 2014 το Ευρωπαϊκό
Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων επέβαλε στην Τουρκία την καταβολή αποζημίωσης
ύψους 90 εκατομμυρίων ευρώ για την εισβολή του 1974 στην Κύπρο και τη
συνεχιζόμενη κατοχή του βόρειου τμήματος του νησιού.
6.1 Κεντρικοί άξονες της
τουρκικής εξωτερικής πολιτικής
Θα πρέπει στο σημείο αυτό να γίνει
αναφορά στους κύριους άξονες της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, η οποία
επηρέασε ιδιαίτερα την πορεία του Κυπριακού ζητήματος και η οποία πρέπει να
αποτελεί βασική παράμετρο της περαιτέρω διαχείρισής του.
Είναι σαφές ότι η αποδοχή της διζωνικής
και δικοινοτικής ομοσπονδίας αποτελούσε καίρια διπλωματική επιτυχία της
τουρκικής πλευράς, ενώ ταυτόχρονα συνιστούσε υποχώρηση, συμβιβασμό και ως ένα
βαθμό αποδοχή των τετελεσμένων από την εληνική πλευρά, η οποία για την
υποχώρησή της αυτή δεν έλαβε «διπλωματικά ανταλλάγματα».
Η τουρκική πλευρά δημιούργησε μία
παράνομη de
facto
κατάσταση δύο ζωνών, δύο κοινοτήτων στην Κύπρο, έχοντας ως σταθερό και βασικό
άξονα της εξωτερικής πολιτικής της την εκ των υστέρων νομιμοποίηση αυτής της
κατάστασης.
«Ειδικότερα,
η ευρύτερη στρατηγική της τουρκικής πλευράς, η οποία στόχευε στην de jure αποδοχή της διχοτoμήσεως του νησιού, είχε ως κύριους
άξονες:
-
Την ολοκλήρωση της μετακίνησης του τουρκοκυπριακού πληθυσμού στις κατεχόμενες
περιοχές για να υπάρξει εδαφική συνέχεια, που θα έδινε τη δυνατότητα
ομοσπονδιακής διαρθρώσεως του κράτους ή και διχοτομήσεως.
-
Την εκδίωξη των εναπομεινάντων Ελληνοκυπρίων από τις κατεχόμενες περιοχές, ώστε
να δημιουργηθεί εθνοτική ομοιογένεια.
-
Τη μεταφορά Τούρκων εποίκων στην Κύπρο, που θα άλλαζε τα δημογραφικά δεδομένα
υπέρ της πληθυσμιακά μειονεκτούσας τουρκοκυπριακής πλευράς.
-
Τη δημιουργία δομών στην τουρκοκυπριακή κοινότητα που θα προσέφεραν σταδιακά
νομιμότητα στις πράξεις των οργάνων της». [46]
«Σημειώνεται
ότι η στρατηγική της Τουρκίας όσον αφορά την Κύπρο είχε διατυπωθεί από το 1956
από τον Καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου και πολιτικό Νιχάτ Ερίμ, όταν ο τότε
πρωθυπουργός της Τουρκίας Αντάν Μεντερές του είχε αναθέσει τη σύνταξη μιας
έκθεσης, στην οποία θα βασιζόταν ο μελλοντικός πολιτικός σχεδιασμός των
τουρκικών κυβερνήσεων όσον αφορά το θέμα της Κύπρου.
»Τα
βασικά σημεία της συνταχθείσας από τον Νιχάτ Ερίμ έκθεσης, η οποία έκτοτε υιοθετήθηκε
και ακολουθήθηκε με σταθερότητα και συνέπεια από όλες ανεξαιρέτως τις τουρκικές
κυβερνήσεις μέχρι και σήμερα, ήταν τα ακόλουθα: [47]
1. «Η απαίτηση της Τουρκίας για ‘επιστροφή’ ολόκληρης της Κύπρου στην ίδια δεν είχε πιθανότητες επιτυχίας, αφού δεν θα έβρισκε τα
απαραίτητα διεθνή ερείσματα. Αντ’ αυτού, και προκειμένου να μην δηλητηριάζονται
οι σχέσεις Ηνωμένου Βασιλείου – Τουρκίας – Ελλάδας, αν παραχωρείτο αυτοδιοίκηση
στο νησί, η καλύτερη λύση για την Τουρκία θα ήταν η μέση λύση της διχοτομήσεως.
2. Στο
αίτημα των Ελληνοκυπρίων για Ένωση με την Ελλάδα η Τουρκία θα αντέτασσε το
αίτημα για χωριστή αυτοδιάθεση Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, γεγονός το οποίο θα
οδηγούσε σε διχοτόμηση. Θα υποστηριζόταν ότι στην Κύπρο διαβιούν δυο
διαφορετικές κοινότητες, δυο διαφορετικές οντότητες η καθεμία από τις οποίες
έχει το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης. Το μέλλον των δύο οντοτήτων -ανεξαρτησία,
ένωση με την ‘μητέρα πατρίδα’, συνέχιση της βρετανικής διοίκησης ή κάτι άλλο-
θα έπρεπε να αποφασιστεί με δημοψήφισμα σε καθεμία από αυτές.
3. Η αρχή
της αυτοδιάθεσης θα εφαρμοζόταν με την μετακίνηση ελληνικών πληθυσμών, έτσι
ώστε να υπάγονται ‘στη διακυβέρνηση της αρεσκείας τους’. Η εν λόγω μετακίνηση
θα βοηθούσε να μην καταπατηθούν τα δικαιώματα της τουρκικής κοινότητας που τότε
ήταν μειοψηφική, θα διασφαλιζόταν η ασφάλεια της Τουρκίας και θα αποφεύγετο μια
μελλοντική κρίση.
4. Η
Τουρκία θα έπρεπε να καθορίσει την προσφορότερη γι’ αυτήν μορφή διχοτόμησης
λαμβάνοντας υπόψη τα οικονομικά και στρατιωτικά της συμφέροντα καθώς και τα
συμφέροντα των Τουρκοκυπρίων. Στην ασφάλεια ‘της περιοχής που θα παραχωρείτο
στους Ελληνοκυπρίους’ θα έπρεπε να συμμετέχει και η Τουρκία ‘γιατί το θέμα σχετιζόταν
με την ασφάλειά της καθώς και της Μέσης Ανατολής’. Η Ελλάδα ‘δεν θα μπορούσε να
διεκδικήσει το ίδιο δικαίωμα για την τουρκική περιοχή’ με τη δικαιολογία ότι το
νησί απέχει από την Τουρκία 45 ν.μ. ενώ από την Ελλάδα 600 ν.μ.
5. Θα
έπρεπε να επιδιωχθεί η ελεύθερη μετάβαση Τούρκων προς την Κύπρο. Υπό την
προϋπόθεση της λήψης των απαιτούμενων μέτρων, το σύνολο του τουρκικού πληθυσμού
θα μπορούσε να αυξηθεί στο ποσοστό που ανερχόταν επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Έτσι,
‘δεν θα υπήρχε ανησυχία’ για την έκβαση του δημοψηφίσματος που θα γινόταν είτε
για τον καθορισμό του συνόλου της νήσου είτε της διχοτόμησης».
Ενδεικτική είναι και η καταγραφή στο
σύγγραμμα του Καθηγητή Ιωάννη Θ. Μάζη, «Νταβούτογλου και Γεωπολιτική» των γεωστρατηγικών απόψεων του Τουρκου
Υπουργού Εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου, όπως αυτές παρουσιάζονται στο βιβλίο
του “Stratejik derinlik. Tyrkiye’ nin uluslarasi konumu (Στρατηγικό βάθος. Η διεθνής θέση της Τουρκίας), Kure Yayinlari, Istanbul, 2004 (2001). Παρατίθενται
αποσπάσματα των απόψεών του που αφορούν στην Κύπρο, ώστε να παρουσιαστούν οι
κεντρικοί άξονες της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας αναφορικά προς το
Κυπριακό, οι οποίοι είναι αυτονόητο ότι θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και στη
χάραξη της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.
«...Το
Αιγαίο και η Κύπρος είναι δύο σημαντικά σκέλη, τόσο στην γραμμή ανατολικής
Ευρώπης-Μέσης Ανατολής από άποψη χερσαίας συνδέσεως, όσο και στην γραμμή
Αδριατικής-Ανατολικής Μεσογείου-Κόλπου από άποψη θαλασσίας συνδέσεως».
«...Μία
χώρα που αγνοεί την Κύπρο δεν μπορεί να είναι ενεργός στις παγκόσμιες και τις
περιφερειακές πολιτικές...»
«Ακόμη
και αν δεν υπήρχε κανένας μουσουλμάνος Τούρκος στην Κύπρο, η Τουρκία είναι
υποχρεωμένη να διατηρεί ένα κυπριακό ζήτημα. Καμία χώρα δεν μπορεί να μείνει
αδιάφορη απέναντι σε ένα τέτοιο νησί, που βρίσκεται μέσα στην καρδιά του ίδιου
του ζωτικού της χώρου».
«Την
Κύπρο δεν μπορεί να αγνοήσει καμία περιφερειακή ή παγκόσμια δύναμη που κάνει
στρατηγικούς υπολογισμούς στη Μέση Ανατολή, στην ανατολική Μεσόγειο, στο
Αιγαίο, στο Σουέζ, στην Ερυθρά Θάλασσα και στον Κόλπο. Η Κύπρος βρίσκεται σε
τόσο ιδανική απόσταση από όλες αυτές τις περιοχές, που έχει την ιδιότητα μιας
παραμέτρου που (μπορεί να) επηρεάζει ευθέως καθεμία από αυτές. Το στρατηγικό
πλεονέκτημα, που απέκτησε η Τουρκία τη δεκαετία του 1970 επ’ αυτής της παραμέτρου,
πρέπει να το αξιοποιήσει όχι ως στοιχείο μιας αμυντικής κυπριακής πολιτικής με
στόχο τη διαφύλαξη του status
quo,
αλλά ως ένα θεμελιώδες στήριγμα μιας -διπλωματικής φύσεως- επιθετικής θαλάσσιας
στρατηγικής».
[48]
6.2 Η
ελληνική εξωτερική πολιτική
Όσον αφορά στην ελληνική εξωτερική
πολιτική, η ελληνοκυπριακή πλευρά προβάλλει διαχρονικά την επίσημη αναγνώρισή
της από τη διεθνή κοινότητα καθώς και τον πλήρη σεβασμό και την τήρηση του
διεθνούς δικαίου από την πλευρά της. «Σε
περίπτωση, λοιπόν, που συντελεστεί στιγμιαία κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας
-πριν τη δημιουργία του νέου κράτους- η Κυπριακή Δημοκρατία από απόψεως
εξωτερικής πολιτικής χάνει το πιο ισχυρό διαπραγματευτικό της εργαλείο, την
αναγνώρισής της, δηλαδή, από τη διεθνή κοινότητα ως μόνης εκπροσώπου της νήσου
στο διεθνές γίγνεσθαι».[49]
«Η ελλαδική πλευρά σταθερά ακολουθούσε μετά το 1974 τις επιλογές της
κυπριακής ηγεσίας».[50]
«Χαρακτηριστική υπήρξε όλα αυτά τα χρόνια η αδυναμία χαράξεως συγκροτημένης
πολιτικής με την εξαίρεση της υποψηφιότητας της Κύπρου για ένταξη στην ΕΟΚ/ΕΕ».[51]
«Τα συμφέροντα της Μεγάλης Βρετανίας, των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής και
του ΝΑΤΟ αποτελούσαν μια δεδομένη αρνητική σταθερά στην πορεία του Κυπριακού.
Σύμφωνα με τον Καθηγητή Στέλιο Περράκη, το Κυπριακό χαρακτηρίζεται από μια
διελκυστίνδα διεθνοποίησης–αποδιεθνοποίησης. Διεθνοποίηση του Κυπριακού συνιστά
η προσφυγή σε διεθνή όργανα και διεθνή fora, όπως ο
ΟΗΕ, που εφαρμόζουν αρχές και κανόνες του διεθνούς δικαίου. Αντίθετα, δεν
συνιστά διεθνοποίηση η προσφυγή σε Οργανισμούς όπως το ΝΑΤΟ, που δεν έχει
σχετική αρμοδιότητα. Η μη διεθνοποιημένη διαδικασία παραπέμπει σε
διακυβερνητικές δραστηριότητες υπό το κράτος εθνικών συμφερόντων, όπως αυτά
νοούνται και εκφράζονται από συγκεκριμένους παράγοντες και κυβερνήσεις τρίτων
χωρών, (Μ.Βρετανίας, ΗΠΑ), του ΝΑΤΟ. Η διαδικασία αυτή δεν ακολουθεί απαραίτητα
ή επαρκώς αρχές του διεθνούς δικαίου και προάγει σχήματα πολιτικής οργάνωσης
και λειτουργίας, που ενσωματώνουν θεσμικά ελλείμματα και προβλήματα».[52]
Στη χάραξη της ελληνικής εξωτερικής
πολιτικής όσον αφορά το Κυπριακό θα πρέπει να αξιοποιηθεί το διεθνές και το
ευρωπαϊκό δίκαιο, να επιδιωχθεί η διεθνοποίηση του προβλήματος, να τεθούν
σαφείς στόχοι, να γίνει ιεράρχησή τους, να επιτευχθεί ισορροπία μεταξύ
στρατηγικών στόχων πολιτικού ρεαλισμού και συμβολισμών και συναισθηματικών
προσεγγίσεων, να εκτιμηθούν όλες οι παράμετροι του ζητήματος, να ληφθεί πολύ
σοβαρά υπόψη η τουρκική εξωτερική πολιτική και να αξιοποιηθεί η μέχρι σήμερα
αποκτηθείσα εμπειρία.
«Άλλωστε, σε κάθε ιστορική στιγμή το ζητούμενο είναι η εκπλήρωση του
μέγιστου εφικτού εθνικού συμφέροντος χρησιμοποιώντας τη βέλτιστη υψηλή
στρατηγική. Όταν αυτό δεν συμβαίνει, θα πρέπει να εκδηλώνεται μομφή για τη
λανθασμένη στρατηγική και όχι για τον μέγιστο εφικτό σκοπό που λόγω λαθών και παραλείψεων
δεν εκπληρώθηκε. Υπό το πρίσμα κάθε περίπτωσης, λοιπόν, διατυπώνονται πορίσματα
για το πώς δεν θα επαναληφθούν τα λάθη και οι παραλείψεις που επηρέασαν στη μη
εκπλήρωση του σκοπού».[53]
7. Οι πρόσφατες
εξελίξεις αναφορικά με το Κυπριακό
Οι πρόσφατες εξελίξεις περιλαμβάνουν την
αποδοχή, τον Φεβρουάριο του 2014, από τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας
Νικόλαο Αναστασιάδη και τον επικεφαλής της τουρκοκυπριακής πλευράς Ντερβίς
Έρογλου Κοινού Ανακοινωθέντος, που προσδιορίζει τη
βάση των συνομιλιών.
Σύμφωνα
με τα κύρια σημεία του Κοινού Ανακοινωθέντος:[54]
1. Η επίλυση
θα βασίζεται σε δικοινοτική, διζωνική ομοσπονδία με πολιτική ισότητα.
2. Η Ενωμένη
Κύπρος, θα έχει μια ενιαία νομική προσωπικότητα και μία κυριαρχία, η οποία θα
καθορίζεται ως η κυριαρχία που απολαμβάνουν όλα τα κράτη-μέλη των Ηνωμένων
Εθνών υπό τον Χάρτη του ΟΗΕ και η οποία προέρχεται εξίσου από Ελληνοκυπρίους
και Τουρκοκυπρίους.
3. Θα
υπάρχει μία ενιαία Κυπριακή ιθαγένεια, που θα ρυθμίζεται από την ομοσπονδιακή
νομοθεσία. Όλοι οι πολίτες της Ενωμένης Κύπρου θα είναι και πολίτες είτε του
Ελληνοκυπριακού συνιστώντος Κράτους είτε του Τουρκοκυπριακού συνιστώντος
Κράτους.
4. Οι
εξουσίες της ομοσπονδιακής κυβέρνησης καθώς και θέματα που είναι σαφώς συναφή
με τις καθορισμένες αρμοδιότητές της θα προσδιορίζονται από το Σύνταγμα. Το
ομοσπονδιακό Σύνταγμα θα προνοεί επίσης ότι το κατάλοιπο εξουσίας θα ασκείται
από τα συνιστώντα κράτη. Τα συνιστώντα κράτη θα ασκούν πλήρως και οριστικά όλες
τις εξουσίες τους, μακριά από επεμβάσεις από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Οι
ομοσπονδιακοί νόμοι δεν θα καταπατούν τις νομοθεσίες των συνιστώντων κρατών που
εμπίπτουν στις αρμοδιότητες των συνιστώντων κρατών, και οι νομοθεσίες των
συνιστώντων κρατών δεν θα καταπατούν ομοσπονδιακούς νόμους που εμπίπτουν στις
αρμοδιότητες της ομοσπονδιακής κυβέρνησης.
5. Οποιαδήποτε
διαμάχη σε σχέση με τα παραπάνω θα δικάζεται από το Ομοσπονδιακό Ανώτατο
Δικαστήριο.
6. Η Ενωμένη
Κυπριακή Ομοσπονδία θα προκύψει από την επίλυση μετά την έγκριση της επιλύσεως
σε ξεχωριστά ταυτόχρονα δημοψηφίσματα.
7. Το
ομοσπονδιακό Σύνταγμα θα αποτελεί τον ανώτατο νόμο του νησιού και θα δεσμεύει
όλες τις εξουσίες της ομοσπονδίας και των συνιστώντων κρατών.
8. Η ένωση
ολόκληρης ή μέρους της ομοσπονδίας με οποιαδήποτε άλλη χώρα ή οποιασδήποτε
μορφής διχοτόμηση ή απόσχιση ή οποιαδήποτε άλλη μονομερής αλλαγή στην κατάσταση
πραγμάτων απαγορεύεται.
«Το
Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ καλωσόρισε την ίδια ημέρα το Κοινό Ανακοινωθέν και
συνεχάρη τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας και τον επικεφαλής των Τουρκοκυπρίων.
Ανέφερε ότι είναι ενθαρρυμένο από τη δέσμευση να αρχίσουν δομημένες
διαπραγματεύσεις προσανατολισμένες στο να φέρουν αποτελέσματα και να συζητήσουν
αλληλένδετα όλα τα ανεπίλυτα θέματα και κάλεσε όλα τα μέρη να προχωρήσουν στη
βάση των σχετικών αποφάσεων του Σ.Α. και να συνεχίσουν σε πνεύμα καλής πίστης,
για να φτάσουν σε λύση το συντομότερο δυνατό».[55]
Με βάση τα στοιχεία που έχουν
δημοσιευτεί, προκύπτει ότι η βάση των συνομιλιών που άρχισαν ξανά δεν απέχει
ουσιαστικά από το Σχέδιο Ανάν.
8. Αντί συμπερασμάτων
Καταληκτικά, θα μπορούσε να υποστηριχθεί
ότι οι διαφορές ανάμεσα στις κοινότητες και η βούλησή τους να διατηρήσουν την
αυτονομία τους συνιστά κύρια τον δικαιολογητικό λόγο σύστασης της ομοσπονδίας
και τη γενεσιουργό αιτία της. Ωστόσο, οι διαφορές που κάθε φορά πρέπει να
γεφυρωθούν και οι δυσκολίες για την επίτευξη συμφωνίας και συνεργασίας μεταξύ
των κοινοτήτων ποικίλλουν ανάλογα με διάφορες παραμέτρους, μερικές εκ των
οποίων θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι είναι η ιστορία των δύο ομάδων, η σφοδρότητα
και οι αιτίες των μεταξύ τους συγκρούσεων -εάν υπήρξαν τέτοιες-, ο εθνικός,
εθνοτικός, θρησκευτικός, πολιτικός και πολιτισμικός χαρακτήρας και
προσανατολισμός τους, η οικονομική τους κατάσταση και οι προοπτικές ανάπτυξής
τους, οι σχέσεις και οι συνεργασίες τους με άλλα κράτη και γενικότερα η θέση
τους στο διεθνές γίγνεσθαι.
Στην περίπτωση της Κύπρου η σύμπλευση
Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων -στα πλαίσια και των σχέσεων Ελλάδας-Τουρκίας-
παρουσιάζεται ιδιαίτερα δυσχερής, μεταξύ άλλων και για τους λόγους που
αναφέρονται συνοπτικά κατωτέρω.
Η σχέση μεταξύ των δύο λαών είναι
ταραγμένη από την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας με τις Συμφωνίες της Ζυρίχης
και του Λονδίνου του 1959, με αποκορύφωμα την κρίση του 1963 και την τουρκική
εισβολή του 1974. Σημειώνεται ότι το 1963 ο τότε Πρόεδρος της Κυπριακής
Δημοκρατίας Αρχιεπίσκοπος Μακάριος κατέθεσε πρόταση αναθεώρησης του Συντάγματος
του 1960 στον Αντιπρόεδρο των Τουρκοκυπρίων και στους Πρωθυπουργούς της
Ελλάδας, της Τουρκίας και της Μεγάλης Βρετανίας. Η πρόταση αυτή «των δεκατριών
σημείων» προκάλεσε σοβαρή κρίση στις σχέσεις μεταξύ Ελληνοκυπρίων και
Τουρκοκυπρίων και πυροδότησε τις εξελίξεις. Τις σχέσεις μεταξύ των δύο
κοινοτήτων σφράγισε η τουρκική εισβολή στο νησί το 1974, η κατάληψη και κατοχή
του 37% -περίπου- του εδάφους του και τα διεθνή εγκληματα που ακολούθησαν εις
βάρος των Ελληνοκυπρίων.
Επομένως, είναι σαφές ότι η σχέση μεταξύ
των δύο λαών είναι ιδιαιτέρως συγκρουσιακή, λόγω της διεθνούς ένοπλης σύρραξης
που έλαβε χώρα, της μη απόδοσης δικαιοσύνης ως προς τα διεθνή εγκλήματα που
τελέστηκαν και ως προς τα ζητήματα περιουσιών και λοιπών τελεσθεισών παραβιάσεων
ανθρωπίνων δικαιωμάτων προστατευομένων από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων
του Ανθρώπου.
Η Τουρκία παραδοσιακά με τη στάση της
και με την εξωτερική πολιτική που ακολουθεί δυσχεραίνει και θέτει περαιτέρω
εμπόδια στην ενδεχόμενη προοπτική συμβίωσης Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων,
στην υποθετική περίπτωση επίτευξης συμφωνίας επίλυσης του Κυπριακού ζητήματος
μεταξύ των δύο πλευρών.
Επιπλέον, Ελληνοκύπριοι και
Τουρκοκύπριοι δεν έχουν κοινές ρίζες και αναφορές όσον αφορά την εθνική,
θρησκευτική, πολιτική και πολιτισμική τους ταυτότητα.
«Αναφορικά
δε με την οικονομική κατάσταση των δύο κοινοτήτων, η Κυπριακή Δημοκρατία
δημιούργησε τις συνθήκες για ευημερία και πλούτο, παρά την κατοχή του 37% του
εδάφους της, ενώ η τουρκοκυπριακή πλευρά βρίσκεται σε κατάσταση υποανάπτυξης.
Ειδικότερα, η Κυπριακή Δημοκρατία
επέδειξε επιτυχή πορεία στον τομέα της οικονομίας και των υπηρεσιών. Η
τουρκοκυπριακή πλευρά, όντας διεθνώς απομονωμένη και προσκολλημένη στην
Τουρκία, το μόνο που κατάφερε σε οικονομικό και αναπτυξιακό επίπεδο ήταν η
ίδρυση πέντε πανεπιστημίων στα κατεχόμενα, δύο αεροδρομίων διεθνώς
αποκλεισμένων και στον τομέα του τουρισμού τη δημιουργία καζίνο με πενιχρά
αποτελέσματα. Επίσης, η μεγάλη οικονομική διαφορά οδήγησε πολλούς στο
συμπέρασμα ότι σε περίπτωση επιτεύξεως συμφωνίας ο πλούσιος Νότος θα
χρηματοδοτεί για χρόνια τον Βορρά, ενώ παράλληλα τα κονδύλια της Ευρωπαϊκής
Ένωσης. θα κατευθύνονται μόνο προς τις σημερινές κατεχόμενες περιοχές».[56]
«Λαμβάνοντας
υπόψη πως ό,τι και να προταθεί στα πλαίσια διζωνικού ή δικοινοτικού ομόσπονδου
κράτους θα αποτελεί για τη ελληνοκυπριακή πλευρά επιδείνωση της ισχύουσας
κατάστασης από οικονομικής απόψεως, προτείνεται ότι θα έπρεπε να γίνουν
εδαφικές ρυθμίσεις υπέρ των Ελληνοκυπρίων. Ειδικότερα, η συντριπτική πλειοψηφία
των προσφύγων θα έπρεπε να επιστρέψει υπό ελληνοκυπριακή διοίκηση και
ταυτόχρονα να κατοχυρωθεί το δικαίωμα επιστροφής τους στην υπό τουρκοκυπριακή
διοίκηση περιοχή. Επίσης, η επιστροφή εδαφών θα μπορούσε να γίνει με τρόπο που
να διασφαλίζει επίσης την επιστροφή μεγάλου ποσοστού των παραλιών. Σημειώνεται
ότι το 52,3% των ακτών της Κύπρου βρίσκεται υπό τουρκική κατοχή, ενώ η Κυπριακή
Δημοκρατία ελέγχει το 37,7%. Το υπόλοιπο μέρος ανήκει στη ζώνη όπου βρίσκονται
οι βρετανικές βάσεις».[57]
Μία άλλη παράμετρος που δυσχεραίνει τη
διαχείριση και επίλυση του Κυπριακού είναι ο βρετανικός παράγοντας. «Η Μεγάλη Βρετανία διατηρεί ιστορικά
σημαντικό μερίδιο ευθύνης. Αρχικά, προσπάθησε απεγνωσμένα να διατηρήσει το
αποικιακό καθεστώς τη δεκαετία του 1950, καλλιεργώντας έγκαιρα και έντεχνα την
ελληνοτουρκική αντιπαράθεση ανάμεσα στις δύο κοινότητες και την Ελλάδα και την
Τουρκία. Μετά την ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας, το 1960, η Βρετανία
λειτούργησε περισσότερο ως εγγυήτρια δύναμη των βρετανικών βάσεων, παρά ως
εγγυήτρια της ανεξαρτησίας και της συνταγματικής ομαλότητας της Κύπρου.
Απέναντι στο πραξικόπημα του Ιωαννίδη και την τουρκική εισβολή στην Κύπρο του
1974 επέδειξε πλήρη απραξία».[58]
«Θα πρέπει μάλιστα να αναφερθεί και το γεγονός ότι η Βρετανία διατηρεί
βάσεις στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας (Δεκέλεια και Ακρωτήρι) από το
1959. Οι βάσεις αυτές, οι οποίες χαρακτηρίζονται ως “κυρίαρχες βάσεις”,
καταργούν την άσκηση κυριαρχίας της Κυπριακής Δημοκρατίας σε τμήμα του εδάφους
της και αποτελούν ένα από τα χειρότερα κατάλοιπα της αποικιοκρατίας».[59]
«Το καθεστώς αυτό δεν μπορεί να βρει έρεισμα στο διεθνές δίκαιο. Αξίζει
μάλιστα να αναφερθεί ότι με το Σχέδιο Ανάν όχι απλά διατηρείτο αυτό το
καθεστώς, αλλά επιδιωκόταν και η νομιμοποίησή του με σχετικές ειδικές ρυθμίσεις
για τις βάσεις και το Δίκαιο της Θάλασσας, αναφορικά με το οποίο, επιπλέον, αποκλειόταν
η άσκηση κυριαρχικών δικαιωμάτων από την Κυπριακή Δημοκρατία στη θαλάσσια
περιοχή μπροστά από τις βάσεις».[60]
Ως προς τη διεθνή παρουσία των δύο
πλευρών, η Κυπριακή Δημοκρατία είναι αναγνωρισμένη από όλα τα κράτη, εκτός από
την Τουρκία. Αντιθέτως, όπως προαναφέρθηκε, το ψευδοκράτος έχει καταδικαστεί
από το σύνολο της διεθνούς κοινότητας και δεν έχει αναγνωριστεί από κανένα
κράτος, πλην της Τουρκίας. Επίσης, η Κυπριακή Δημοκρατία αποτελεί μέλος του ΟΗΕ και της Ευρωπαϊκής
Ένωσης.
«Θα
πρέπει να τονιστεί ότι κρίσιμο ζήτημα στην όλη διαχείριση συνιστά η
αντιμετώπιση ενός σχήματος ομοσπονδίας διζωνικού και δικοινοτικού χαρακτήρα που
παραπέμπει ευθέως στη συνομοσπονδία». [61]
«Η
συνομοσπονδία, η οποία αποτελούσε ανέκαθεν στόχο της τουρκικής πλευράς,
αναφέρεται σε μία μορφή διεθνούς οργανώσης μεταξύ κυρίαρχων κρατών. Πρόκειται
δηλαδή για χωριστά υποκείμενα του διεθνούς δικαίου, με διεθνή νομική
προσωπικότητα, τα οποία όμως θα ενώνονται μεταξύ τους με μία διεθνή συμφωνία».[62]
«Συνταγματικές
αποκλίσεις στη βάση του φυλετικού/εθνοτικού διαχωρισμού, της παραγνώρισης της
δημοκρατικής αρχής και της αρχής της πλειοψηφίας αντί της απόδοσης του status μειονότητας σε μειονοτική ομάδα
(18% του συνολικού πληθυσμού) οδηγούν σε αδιέξοδο και στην κατάρρευση του
όποιου κράτους. Αποκλίσεις από τη δημοκρατική αρχή της πλειοψηφίας υπέρ
σχημάτων πολιτικής αυτονομίας με βάση εθνικά χαρακτηριστικά αποδεικνύονται μη
λειτουργικές, αφου παραβιάζουν θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου». [63]
Συμπερασματικά, θα μπορούσε να
υποστηριχθεί ότι η διαχείριση και επίλυση ενός τόσο σύνθετου, δισεπίλυτου και
πολυπαραμετρικού ζητήματος, όπως είναι το Κυπριακό, πρώτον λειτουργεί ως ένα
βαθμό δικαιοπαραγωγικά και θα πρέπει να δοθεί προσοχή σχετικά με το ζήτημα της
εκ των υστέρων νομιμοποίησης παράνομων καταστάσεων και δεύτερον δεν θα μπορούσε
να στηριχθεί σε δικαϊκά πλάσματα.
Το πλάσμα δικαίου είναι ένα ιδιαίτερα σημαντικό
νομικό εργαλείο, το οποίο χρησιμοποιείται ευρέως στη νομική επιστήμη. Ωστόσο, η
ίδρυση ενός κράτους, το οποίο καλείται να αντιμετωπίσει, να εξισορροπήσει και
να εναρμονίσει τόσες αντιφάσεις, δυσκολίες, ασυμβατότητες και απολύτως
αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα είναι εξαιρετικά αμφίβολο εάν θα μπορούσε μεταξύ
άλλων να ερείδεται σε δικαϊκά πλάσματα. Η έννοια του πλάσματος συναντάται σε
βασικές αρχές του κράτους (π.χ. η λαϊκή κυριαρχία συνιστά δικαϊκό πλάσμα),
ωστόσο η υπό εξέταση περίπτωση είναι ιδιαίτερα δυσχερής και πρωταρχικοί και
θεμελιώδεις άξονες των προταθέντων λύσεων εμπεριέχουν το συγκεκριμένο νομικό
εύρημα.
Όπως εκτέθηκε ανωτέρω, ο χωρισμός της
κρατικής οντότητας (ομοσπονδίας) σε επιμέρους οντότητες και η συνύπαρξη της
κυριαρχίας και των εξουσιών των δύο αυτών οντοτήτων παράλληλα με την κεντρική
διοίκηση του ομόσπονδου κράτους, καθώς και η μεταβίβαση εξουσιών από τις
οντότητες αυτές στην κεντρική διοίκηση εμπεριέχουν και θεμελιώνονται επί τη
βάσει δικαϊκού πλάσματος.
Επιπλέον, η πρόβλεψη του Σχεδίου Ανάν (η
οποία θα επαναλαμβάνεται στις διαπραγματεύσεις στο μέλλον, εφόσον βάση των
συζητήσεων αποτελεί η διζωνική και δικοινοτική ομοσπονδία) της μεταβίβασης των
δομών και θεσμών της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ελληνοκυπριακή Πολιτεία και των
δομών του ψευδοκράτους στην Τουρκοκυπριακή Πολιτεία συνιστά δικαϊκό πλάσμα.
Τέλος, η ρύθμιση περί στιγμιαίας κατάλυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας πριν τη δημιουργία του νέου κράτους συνιστά επίσης δικαϊκό πλάσμα.
Όσον αφορά το Κυπριακό, λοιπόν, η αναγκη
χρήσης όλων αυτών των πλασμάτων δικαίου για τη δημιουργία ενός μοντέλου ίδρυσης
και λειτουργίας του νέου κράτους ίσως υποδεικνύει τον χαρακτήρα που θα έχει το
νέο κράτος, καθώς επίσης και τη λειτουργικότητά του και την αποτελεσματικότητά
του όταν αυτό τεθεί σε λειτουργία.
ΠΗΓΕΣ
Βιβλιογραφία
1. Αντωνόπουλος,
Κωνσταντίνος, Η ατομική ποινική ευθύνη
στο Διεθνές Δίκαιο, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα- Κομοτηνή, 2003
2. Cassese,
Antonio, Διεθνές Δίκαιο, Βιβλιοθήκη
Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών 4, Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα, 2012
3. Ήφαιστος,
Παναγιώτης, «Το μεταπολεμικό διεθνές σύστημα: Σταθερά και μεταβλητά κριτήρια
του κυπριακού ζητήματος πριν και μετά το 1974 και τα αίτια του ελλείμματος
εθνικής στρατηγικής», Συλλογικός Τόμος Το
Κυπριακό και το Διεθνές Σύστημα, 1945-1974: Αναζητώντας θέση στον κόσμο,
επιμέλεια Π. Παπαπολυβίου, Α. Συρίγος, Ε. Χατζηβασιλείου, Κέντρο Μελετών Τάσσος
Παπαδόπουλος, Λευκωσία, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, 2013
4. Θεοφάνους,
Ανδρέας, Η Κύπρος στην Ευρωπαϊκή Ένωση
και στο νέο Διεθνές Περιβάλλον Προκλήσεις και Προοπτικές, Εκδόσεις
Ι.Σιδέρης, Αθήνα, 2000
5. Κουλουμπής,
Θεόδωρος Α., «Κύπρος 1954-74. Λάθη και διδάγματα», Συλλογικός Τόμος Το Κυπριακό και το Διεθνές Σύστημα,
1945-1974: Αναζητώντας θέση στον κόσμο, επιμέλεια Π. Παπαπολυβίου, Α.
Συρίγος, Ε. Χατζηβασιλείου, Κέντρο Μελετών Τάσσος Παπαδόπουλος, Λευκωσία,
Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, 2013
6.
Λάμπρου, Γιάννης Κ., Ιστορία
του Κυπριακού, Τα χρόνια μετά την Ανεξαρτησία, Λευκωσία, 2004
7. Λιάκουρας,
Πέτρος, Το Κυπριακό Από τη Ζυρίχη στη Λουκέρνη
Σε αναζήτηση Ομοσπονδιακής Επίλυσης, Εκδόσεις Ι. Σιδέρης, Αθήνα, 2007
8. Μάζης,
Ιωάννης Θ., Νταβούτογλου και Γεωπολιτική,
δεύτερη έκδοση, Εκδόσεις Ηρόδοτος, Αθήνα, 2013
9.
Mazis,
Ioannis Th., Theoretical perception of
Geopolitics in Davutoglu’s work: A critical presentation, ‘Civitas Gentium’,
2013
10. Μητσόπουλος,
Γεώργιος Γ., Το πρόβλημα της έννοιας του
δικαιϊκού πλάσματος, Δευτέρα Έκδοσις, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα –
Κομοτηνή, 2003
11. Μίντσης,
Γεώργιος Ι., Οι Διακρατικές Προσφυγές στα
πλαίσια της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Εκδόσεις Αντ.Ν.
Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 2003
12. Περράκης,
Στέλιος, «Το Κυπριακό και το διεθνές σύστημα 1945-1974: Μια ανασύνθεση και
μερικές κριτικές σκέψεις από τη σκοπιά του διεθνούς δικαίου», Συλλογικός Τόμος Το Κυπριακό και το Διεθνές Σύστημα,
1945-1974: Αναζητώντας θέση στον κόσμο, επιμέλεια Π. Παπαπολυβίου, Α.
Συρίγος, Ε. Χατζηβασιλείου, Κέντρο Μελετών Τάσσος Παπαδόπουλος, Λευκωσία,
Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, 2013
13. Pescatore, Pierre, Preface, Courts and Markets, T. Sandalow
and E. Stein, Courts and Free Markets, Oxford, Clarendon Press, Volume I, 1982
14. Ρούκουνας,
Εμμανουήλ, Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο,
Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2010
15. Σαρμάς,
Ιωάννης Δ., Η νομολογία του Ευρωπαϊκού
Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και της Επιτροπής, Εκδόσεις Αντ. Ν.
Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1998
16. Συρίγος,
Άγγελος Μ., Σχέδιο Ανάν - Οι κληρονομιές
του παρελθόντος και οι προοπτικές του μέλλοντος, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα,
2005
17. Μεγάλη
Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια, τ.5, Λευκωσία, 1986
-
Αιμιλιανίδης Αχιλλέας Κ., «Περί Κοινού
Ανακοινωθέντος», 2014 http://mignatiou.com/2014/02/peri-kinou-anakinothentos/
- Geopolitics and Daily News, http://gdailynews.wordpress.com/2011/06/11/
- http://www.philenews.com/el-gr/top-stories/885/183842/apokalyptiko-afto-einai-to-proschedio-tou-koinou-anakoinothentos
https://www.youtube.com/watch?v=JMrlnhsSepc
[1]
Το παρόν κείμενο κατατέθηκε ως εργασία στο Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών «Διεθνές Δίκαιο και Διπλωματικές Σπουδές» του
Τμήματος Διεθνών Ευρωπαϊκών και Περιφερειακών Σπουδών του Παντείου
Πανεπιστημίου. Ένα μέρος του κειμένου έχει συμπεριληφθεί στο βιβλίο Ιωάννης Θ. Μάζης, Βιργινία Γ. Μπαλαφούτα, Γεωπολιτική Πραγματικότητα στο Δίπολο Ελλάδος-Κύπρου. Λύσεις και Άλλοθι,
Εκδόσεις Παπαζήση, Επιστημονική Σειρά Géo-Cultures, Διεύθυνση Σειράς Ι. Θ. Μάζης, Αθήνα, 2014, σς. 200.
[2]
Άγγελος Μ. Συρίγος, Σχέδιο Ανάν Οι
κληρονομιές του παρελθόντος και οι προοπτικές του μέλλοντος, Εκδόσεις
Πατάκη, 2005, σελ.42
[3]
ibid, σελ.47
[4]
ibid, σελ.41
[5]
ibid, σελ.158-161, 487
[6]
Γεώργιος Γ. Μητσόπουλος, Το πρόβλημα της
έννοιας του δικαιϊκού πλάσματος, Δευτέρα Έκδοσις, Εκδόσεις Αντ. Ν.
Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2003, σελ.176
[7] ibid,
σελ.4
[8]
ibid, σελ.93
[9] ibid,
σελ.153
[10] ibid,
σελ.9
[11] ibid,
σελ.100
[12] ibid,
σελ.102
[13] ibid,
σελ.123
[14] ibid,
σελ.114
[15] ibid,
σελ.162-163
[16] ibid,
σελ.166
[17]
Πέτρος Λιάκουρας, Το Κυπριακό Από τη
Ζυρίχη στη Λουκέρνη Σε αναζήτηση Ομοσπονδιακής Επίλυσης, Ι. Σιδέρης, Αθήνα
2007, σελ.189-190
[18] Pierre Pescatore, Preface, Courts and Markets, T.
Sandalow and E. Stein, Courts and Free Markets, Oxford, Clarendon Press, Volume
I, 1982, σελ.9-10
[19] Πέτρος Λιάκουρας, op.cit., σελ.193-194
[20] Γεώργιος Γ. Μητσόπουλος, op.cit., σελ.4
[21] ibid,
2003, σελ.93
[22] Πέτρος Λιάκουρας, op.cit., σελ.190
[23] Γεώργιος Γ. Μητσόπουλος, op.cit., σελ.166
[24]
Άγγελος Μ. Συρίγος, op.cit., σελ.158-161
[25] Γεώργιος Γ. Μητσόπουλος, op.cit., σελ.176
[26] https://www.youtube.com/watch?v=JMrlnhsSepc
[27]
Antonio Cassese, Διεθνές Δίκαιο,
Βιβλιοθήκη Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών 4, Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα, 2012,
σελ.97
[28] Στέλιος Περράκης,
«Το Κυπριακό και το διεθνές σύστημα 1945-1974: Μια ανασύνθεση και
μερικές κριτικές σκέψεις από τη σκοπιά του διεθνούς δικαίου», στον συλλογικό
Τόμο Το Κυπριακό και το Διεθνές Σύστημα,
1945-1974: Αναζητώντας θέση στον κόσμο, επιμέλεια Πέτρος Παπαπολυβίου,
Άγγελος Συρίγος, Ευάνθης Χατζηβασιλείου, Κέντρο Μελετών Τάσσος Παπαδόπουλος,
Λευκωσία 2013, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, 2013, σελ. 461-474
[29]
Άγγελος Μ. Συρίγος, op.cit., σελ.210-221
[30]
Αχιλλέα Κ. Αιμιλιανίδη Περί Κοινού
Ανακοινωθέντος, 14 Φεβρουαρίου 2014, Δημοσιευμένο στο
http://mignatiou.com/2014/02/peri-kinou-anakinothentos/ Λήψη 19 Ιουνίου 2014
[31] Γεώργιος Γ. Μητσόπουλος, op.cit., σελ.176
[32] ibid, σελ.153
[33] ibid, σελ.9
[34] ibid,
σελ.102
[35] Ibid., σελ.123
[36]
Άγγελος Μ. Συρίγος, op.cit., σελ.221-225
[37]
Εμμανουήλ Ρούκουνας, Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2010,
σελ.189-192
[38] Ibid., σελ.198-199
[39] Antonio Cassese, op.cit.,
σελ.400-401
[40] Εμμανουήλ Ρούκουνας, op.cit., σελ.449-462
Antonio Cassese, op.cit., σελ.93-101
[41] Εμμανουήλ Ρούκουνας, op.cit., σελ.157-8
[42]
Κωνσταντίνος Αντωνόπουλος, Η ατομική
ποινική ευθύνη στο Διεθνές Δίκαιο, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-
Κομοτηνή, 2003, σελ.353-368
[43] Εμμανουήλ Ρούκουνας, op.cit., σελ.449-462
[44]
Γεώργιος Ι. Μίντσης, Οι Διακρατικές
Προσφυγές στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου,
Εκδόσεις Αντ.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 2003, σελ.310-311, 315, 371-372
[45]
Ιωάννης Δ. Σαρμάς, Η νομολογία του
Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και της Επιτροπής, Εκδόσεις
Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1998, σελ.31-49,
Antonio Cassese, op.cit., σελ.453
[46] Άγγελος Μ. Συρίγος, op.cit., σελ.59-60
[47]
Geopolitics and Daily News
goo.gl/CdQfgx
/ Λήψη:
17 Ιουνίου
2014
Γιάννη Κ. Λάμπρου,
Ιστορία του Κυπριακού, Τα χρόνια μετά την Ανεξαρτησία, Λευκωσία 2004
Μεγάλη Κυπριακή
Εγκυκλοπαίδεια, τ.5, Λευκωσία, 1986
[48]
Ιωάννης Θ. Μάζης, Νταβούτογλου και
Γεωπολιτική, Εκδόσεις Ηρόδοτος, Αθήνα, 2013, δεύτερη έκδοση, σελ.49-54.
Ioannis Th. Mazis, Theoretical perception of Geopolitics in
Davutoglu’s work: A critical presentation, “Civitas Gentium”, 2013, σελ.31-34.
[49]
Άγγελος Μ. Συρίγος, op.cit., σελ.87
[50]
ibid,
σελ.66
[51]
ibid,
σελ.88
[52] Στέλιος Περράκης,
op.cit., σελ. 461-474
[53] Παναγιώτης Ήφαιστος,
«Το μεταπολεμικό διεθνές σύστημα: Σταθερά και μεταβλητά κριτήρια του
κυπριακού ζητήματος πριν και μετά το 1974 και τα αίτια του ελλείμματος εθνικής
στρατηγικής», στον συλλογικό Τόμο Το
Κυπριακό και το Διεθνές Σύστημα, 1945-1974: Αναζητώντας θέση στον κόσμο,
επιμέλεια Πέτρος Παπαπολυβίου, Άγγελος Συρίγος, Ευάνθης Χατζηβασιλείου, Κέντρο
Μελετών Τάσσος Παπαδόπουλος, Λευκωσία 2013, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, 2013, σελ.
423-439
[54]
http://www.philenews.com/el-gr/top-stories/885/183842/apokalyptiko-afto-einai-to-proschedio-tou-koinou-anakoinothentos
Λήψη 19 Ιουνίου 2014
[55]
http://www.philenews.com/afieromata/Kypriako_2014/ekselikseis_feb.htm Λήψη 19
Ιουνίου 2014
[56]
Άγγελος Μ. Συρίγος, op.cit., σελ.485-488,
504
[57]
Ανδρέας Θεοφάνους, Η Κύπρος στην
Ευρωπαϊκή Ένωση και στο νέο Διεθνές Περιβάλλον Προκλήσεις και Προοπτικές,
Ι.Σιδέρης, Αθήνα, 2000, σελ.106-107
[58] Θεόδωρος Α. Κουλουμπής, «Κύπρος 1954-74. Λάθη και διδάγματα»,
στον συλλογικό Τόμο Το Κυπριακό και το
Διεθνές Σύστημα, 1945-1974: Αναζητώντας θέση στον κόσμο, επιμέλεια Πέτρος
Παπαπολυβίου, Άγγελος Συρίγος, Ευάνθης Χατζηβασιλείου, Κέντρο Μελετών Τάσσος
Παπαδόπουλος, Λευκωσία, 2013, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, 2013, σελ. 441-444
[59]
Εμμανουήλ Ρούκουνας, op.cit., σελ.217-218
[60] Στέλιος Περράκης,
op.cit., σελ. 461-474
[61] ibid, σελ. 461-474
[62]
Άγγελος Μ. Συρίγος, op.cit., σελ.74-75
[63] Στέλιος Περράκης,
op.cit., σελ. 461-474
No comments:
Post a Comment