Η ελληνική γλώσσα μιλιέται στην Κύπρο από τη 2. χιλιετία
π.Χ. συνεχώς ως σήμερα. Ο Ηρόδοτος (7.90) και Παυσανίας (8. 5. 2) προσδιορίζουν
επακριβώς την προέλευσή της, συνδέοντας την με τους πρώτους Έλληνες κατοίκους
του νησιού, που είχαν ως ωρμητήριο την προδωρική (μυκηναϊκή) Πελοπόννησο και ως
γλωσσικό εκφραστικό όργανο την αρκαδική διάλεκτο (η χρήση του συλλαβογραφικού
αλφαβήτου στην Κύπρο, που συνεχίστηκε ως τα χρόνια του Ευαγόρα, ενισχύει
ακριβώς την άποψη του ελληνικού αποικισμού του νησιού πριν από την εισαγωγή του
γνωστού μας φοινικικής προέλευσης αλφαβήτου στην Πελοπόννησο).
Αλλά, η
συγγένεια της κυπριακής διαλέκτου προς την αρκαδική, που μαρτυρείται από
πλείστες επιγραφές (κυρίως του 5. και του 4. αι. π.Χ.) καταφαίνεται από μερικά
κοινά γνωρίσματα, όπως: (α) η κλειστότερη προφορά των άτονων βραχέων φωνηέντων
α και ο, που τα μετατρέπει σε ι και υ (απεχόμενος: απεχόμινος, από: απύ,
γένοιτο: γένοιτυ κ.ά.), (β) η κατάληξη ονομάτων σε- ης αντί- ευς (ιερεύς:
ιερής, φονεύς: φονής), (γ) η απόδοση των ιαπετικών φθόγγων, στην Μαντίνεια της
Αρκαδίας και την Κύπρο, με ιδιαίτερο γράμμα, που αντιστοιχεί περισσότερο με σ
(τις, τι: σις, σι), (δ) η γραφή του συνδέσμου και ως κας κ.ά.
Συναφώς, πρέπει να λεχθεί πως για την περαιτέρω
διαφοροποίηση της αρκαδοκυπριακής διαλέκτου ευθύνεται, ως ένα σημείο, και το
συλλαβογραφικό αλφάβητο, που δεν προσφερόταν πάντα για την καταγραφή της
ακριβούς προφοράς ορισμένων φθόγγων. Διότι γινόταν, πράγματι, σύγχυση μεταξύ
των μακρών και των βραχέων φωνηέντων (ο-ω-ου) και μεταξύ των μέσων, ψιλών και
δασέων συμφώνων, που αποδίδονταν με το ίδιο σύμβολο (τ= τ, δ, θ, ή κ= κ, γ, χ,
ή π= π, β, φ), ή ακόμη, τα διπλά σύμφωνα καταγράφονταν ως ένα (απόλονι αντί
Απόλλωνι), ή παραλείπονταν, στο μέσο των λέξεων, πριν από σύμφωνο, ή και στο
τέλος, αραιωνόταν η καταγραφόμενη λέξη, με τυχόν συμπλέγματα, συμφώνων, με την
παρεμβολή του φωνήεντος που ακολουθούσε το δεύτερο σύμφωνο και μεταξύ του
πρώτου και του δεύτερου (πο-το-λι-σε αντί πτόλις, α-πο-ρο-δι-τα αντί Αφροδίτη.
Από την πλευρά του τυπικού της, η αρχαία κυπριακή διάλεκτος
ανέπτυξε, εξάλλου, διάφορες ιδιοτυπίες, όπως: (α) στην αιτιατική του ενικού των
τριτοκλίτων προσέθεσε την κατάληξη των προτοκλίτων και δευτεροκλίτων (τον
ανδριάνταν αντί ανδριάντα), (β) στη γενική του ενικού των δευτεροκλίτων διαμόρφωσε,
σε μερικές περιπτώσεις, την κατάληξη -ων αντί- ου (φιλοκύπρων αντί φιλοκύπρου),
(γ) στο δεύτερο ενικό πρόσωπο των αρκτικών χρόνων της ενεργητικής φωνής
χρησιμοποίησε κατάληξη των παρωχημένων (έρπες αντί έρπεις, (δ) στο τρίτο ενικό
πρόσωπο της προστακτικής προσέθεσε στο τέλος της κατάληξης ένα -ς (ελθέτως αντί
ελθέτω), (ε) κατέστησε σχεδόν κανόνα τη μετά τα φωνήεντα υ και ι ανάπτυξη F ή j
(ιζατήραν αντί ιατήρα, ιjερεύς αντί ιερεύς, Fέπιjα αντί έπεα- έπη) κτλ.
Η νεότερη κυπριακή διάλεκτοςΣτη διαμόρφωση της νεότερης κυπριακής διαλέκτου, που την εξέλιξή της μπορεί να παρακολουθήσει κανείς άνετα μέσα από τα βυζαντινά και μεσαιωνικά της κείμενα, συνέλαβαν οι ιδιοτυπίες της αρχαίας κυπριακής, η επίδραση της κοινής και της βυζαντινής, λόγω της κατά τις σχετικές περιόδους πολιτικής σημασίας της νήσου για τους Πτολεμαίους και τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, η πρόωρη αποκοπή της Κύπρου από το βυζαντινό κορμό (1191) και η έκτοτε γεωγραφική και πολιτική απομόνωση της έναντι του υπόλοιπου ελληνισμού, οι επιδράσεις που υπέστη κατά το Μεσαίωνα (κυρίως από τους Φράγκους) και επί Τουρκοκρατίας κ.ά.
Εκτός από ένα πλούσιο λεξιλόγιο από αρχαίες λέξεις, τα
κυριότερα στοιχεία που διέσωσε από την αρχαία ελληνική γλώσσα είναι: το τελικό
-ν διάφορων ονοματικών τύπων, που το επεξέτεινε και σε περιπτώσεις που δεν
υπήρχε (το χώμαν, το κρασίν), την προφοράν των διπλών συμφώνων (που επίσης
επεξέτεινε) και την αφομοίωση των ένρινων προς το επόμενο σύμφωνο (σπρώννω,
χάννω, πεθθερός), τη ρηματική κατάληξη της οριστικής του παθιτικού αορίστου ή
του μέσου αορίστου β' (ελούθην, ελούθημεν ή ελούθημαν, εδκιάβημεν ή
εδκιάβημαν), τη συλλαβική αύξηση (έπαιξα αλλά και ετραούδησα), τους τύπους εν
και ένι αντί είναι, τη σύνταξη ορισμένων ρημάτων με γενική πτώση (αθθυμήθηκα
της μάνας μου) κ.ά.
Οι κυριότερες ιδιοτυπίες της νεότερης κυπριακής διαλέκτου
είναι: (α) η συχνή αποβολή των αρκτικών φωνηέντων και μερικών μέσων συμφώνων,
κυρίως των β,γ,δ, (ποτζεί, κλουθώ, γάαρος, κοπελλούιν), (β) η τροπή του
ουρανίσκου χ σε σσι (sh) και των συμπλεγμάτων ρχ, ργ, σε ρκ και ρδ, ρθ σε ρτ
(χοίρος- shίρος, έρχομαι- έρκουμε, οργή- ορκή, κορδώνω- κορτώνω, να έρθω - να
έρτω), (γ) ο τσιτακισμός (τζιαι- και, τζαιρός- καιρός), (δ) η εναλλαγή των
συμφώνων β, γ, δ, ή και των δασέων (βοράζω - (α)γοράζω, χέλω- θέλω), (ε) η αλλαγή
των θέσεων των συμφώνων στα συμπλέγματα σφ και σβ (σφογγώ- φσογγώ, έσβησε-
έβζησε, (στ) οι διάφορες μεταβολές με τα ρ, β, δ, θ, π, φ, τ, με το ημίφωνο ι
(j) ή και υ (αρκάτζιν- ρυάκι, καρκιά- καρδιά ή, ακόμη: άρκον- αύριο, δάρκα-
δύκρυα), (ζ) ο σχηματισμός του μέλλοντος με το εννά (=θε να) και των
συγκριτικών με το περίτου= πλέον και το παρκάτου= παρακάτω (εννά πάω, περίτου
όμορφος, παρκάτου πλούσιος), (η) πολλές ιδιορυθμίες στην κλίση των ονομάτων (η
Πάφου- της Πάφους, η νύκτα- της νυκτούς, ο γιος- οι γού(δ)ες κ.ά), (θ) η
αντικατάσταση της γενικής πληθυντικού των αρσενικών ονομάτων από την αιτιατική
τους (τα βάσανα τους γονιούς- γονιών), (ι) η ποικιλία τύπων στην κλίση των
ρημάτων (ερχόμεθα: ερκούμασταν, ερκούμαστεν, ερκούμαστιν, ερκούμαστον ή είμεθα,
είσθε, είναι- είμαστιν, είμαστον, είμαστεν, είσαστιν, είσαστεν, είσαστον, εν,
ένι , ένουν), (ια) η ανάπτυξη του λεγόμενου άλογου ηχηρού σε ρήματα όπως το
γυρεύω - γυρεύγω- γυρεύκω, (ιβ) η διατήριση του έναρθρου απαρεμφάτου (το
φιλείν, το δειν, το στραφήν), (ιγ) η χρησιμοποίηση της κατάληξης -ισκω σε
ρήματα, όπως: κρυώνω= κρυανίσκω, πλαταίνω= πλατυνίσκω, πλένω= πλυννίσκω, κάμνω
κάτι πιο αδρό= αδρινίσκω), (ιδ) η χρησιμοποίηση της κατάληξης - ούιν ή ούδιν ως
υποκοριστικής (το αρνούιν, το ριφούιν- πληθ. αρνούδκια, ριφούδκια, (ιε) οι
συντακτικές ιδιορρυθμίες με μερικούς συνδέσμους (αν είεν το μάθαινα= αν το
μάθαινα, νάεν το λάλουν= αν το 'λεγα, νείεν καεί η σταλαμή= μακάρι να καιγόταν
η στιγμή, γοιόν, η σγοιόν το γρουσάφιν= σαν το χρυσάφι).
Η κυπριακή διάλεκτος διαμορφώθηκε με τον καιρό σε
αξιόλογο εκφραστικό όργανο, που στα ελληνιστικά χρόνια, αναδύθηκε μέσα από την
κοινή με καινούργια δύναμη, κατά τη βυζαντινή περίοδο οριστοκοποίησε τόσο
στέρεα την υφή και τη μορφή της, που, κατοπινότερες επιδράσεις των κατακτητών της
Δύσης και των Τούρκων, δεν μπόρεσαν να την επηρεάσουν πέρα από το φλοιό της.
Είναι, μάλιστα, χαρακτηριστικό, το ότι, μέχρι σήμερα, στο φθογγολογικό, το
λεξιλόγιο και τη σύνταξή της, διατηρεί μερικούς από τους γνησιότερους τύπους
της αρχαίας, της κοινής και της μεσαιωνικής ελληνικής γλώσσας- πράγμα που
φαίνεται να οφείλεται κυρίως στη συντηρητικότητα της πνευματικής ζωής της, χάρη
στην οποία, άλλωστε, ο κυπριακός ελληνισμός επιβίωσε- σε πείσμα της απόστασης
του νησιού από τον κεντρικό ελληνικό κορμό και των ατελεύτητων γι' αυτό
περιπετειών του.
Η κυπριακή διάλεκτος δεν είναι μόνο μια από τις πιο
ενδιαφέρουσες ελληνικές διαλέκτους, αλλά αποτελεί σήμερα την μοναδική αληθινά
ζωντανή διάλεκτο του ελληνισμού.
Πηγή: Νόστος
No comments:
Post a Comment