Γράφει ο
Αλέξανδρος-Μιχαήλ Χατζηλύρας
katoomba@cytanet.com.cyΘεωρείται η μεγαλύτερη γιορτή του Χριστιανισμού. Ο ημερολογιακός του καθορισμός, φαινομενικά ένα καθαρά αστρονομικό θέμα (άρα και τυπικό ζήτημα), έχει αναμφισβήτητα αποκτήσει μια έντονα πολιτικοποιημένη, θεολογική, μέχρι και δογματική χροιά. Μια συναρπαστική περιδιάβαση στο χρονικό, τις έριδες και τις αντιπαλότητες δύο σχεδόν χιλιετιών ανάμεσα στην ίδια την Εκκλησία.
Η λέξη «Πάσχα» προέρχεται από το εβραϊκό Pesah και σημαίνει διάβαση, πέρασμα, εις ανάμνηση της διάβασης των Εβραίων από την Ερυθρά Θάλασσα, της απελευθέρωσής τους από την αιγυπτιακή αιχμαλωσία και της άφιξής τους στη γη της Επαγγελίας. Το γεγονός φαίνεται πως συνέβηκε μια νύχτα του μήνα Νισάν με πανσέληνο, γι’ αυτό και θεσπίστηκε από το Μωυσή με εντολή Θεού να εορτάζεται τη 14η ημέρα του μήνα Νισάν (Έξοδος 12:1-18, Λευιτικόν 23:5). Η σταθερότητα της ημερομηνίας του Νομικού Φάσκα οφείλεται στο ότι το εβραϊκό ημερολόγιο, όντας σεληνιακό, εξασφαλίζει ότι η μέρα αυτή βρίσκεται στο μέσο ενός μήνα, άρα είναι και πανσέληνος· σύμφωνα δε με τους ιουδαϊκούς κανόνες, το Πάσχα εορτάζεται μόνο ημέρα Τρίτη, Πέμπτη, Σάββατο και Κυριακή.
Το χριστιανικό Πάσχα συνδέθηκε εξ αρχής με το εβραϊκό, αφού στα Ευαγγέλια αναφέρεται ότι ο Μυστικός Δείπνος τελέστηκε την πρώτη ημέρα των αζύμων (Ματθαίος 26:17-19, Μάρκος 14:12-16, Λουκάς 22:7-15). Η ημερομηνία της Σταύρωσης είναι αόριστη: ενώ στα συνοπτικά Ευαγγέλια και το γνωστικό Ευαγγέλιο του Πέτρου αναφέρεται η Παρασκευή, 15 Νισάν, ο Ιωάννης αναφέρει τις 14 Νισάν, επίσης Παρασκευή, επομένως πριν σφαχτεί το αρνί του Πάσχα (Ιωάννης 13:1, 29· 18:28· 19:14). Γνωρίζουμε πάντως ότι η Ανάσταση έγινε ημέρα Κυριακή, πάρα πολύ πρωί (Ματθαίος 28:1, Μάρκος 16:2, Λουκάς 24:1, Ιωάννης 20:1), οπωσδήποτε μετά την εαρινή πανσέληνο. Συνεπώς, δεν είμαστε βέβαιοι για το έτος κατά το οποίο διαδραματίστηκαν τα γεγονότα του Θείου Πάθους, το πιθανότερο είναι όμως να έλαβαν χώρα τον Απρίλιο του 26 μ.Χ. ή του 30 μ.Χ. ή του 33 μ.Χ., αφού τα έτη εκείνα το Πάσχα εορτάστηκε ημέρα Σάββατο.
Οι πρώτοι Χριστιανοί ήταν φυσικά Εβραίοι, και ως τέτοιοι, γιόρταζαν το Πάσχα το καινόν επί ταις του σωτηρίου Πάσχα εορτές στις 14 Νισάν, ανεξαρτήτως ημέρας. Οι μεν ιουδαΐζοντες Χριστιανοί στην Παλαιστίνη, τη Μικρά Ασία και την Κιλικία επέλεγαν τη μέρα αυτή για να τονίσουν τη Σταύρωση και το Πάθος, τη συμβολική προσφορά του Ιησού σαν άλλο πρόβατο επί σφαγή, γι’ αυτό και πάντοτε μιλούσαν για το Πάσχα το Σταυρώσιμον. Οι δε ελληνίζοντες Χριστιανοί της Αλεξάνδρειας, της Ρώμης και αλλού γιόρταζαν το Πάσχα την πρώτη Κυριακή μετά την εαρινή ισημερία, τονίζοντας την Ανάσταση του Κυρίου, γι’ αυτό άλλωστε και μιλούσαν για το Πάσχα το Αναστάσιμον. Ανάμεσα σε άλλα, ο Ευσέβιος ο Καισαρεύς και ο Άγιος Ειρηναίος αναφέρονται στη διένεξη που ταλάνιζε τη νεαρή Εκκλησία (ανάμεσα σε τεσσαρεσκαιδεκατίτες και σε πεντεκαιδεκίτες), ήδη από τα χρόνια του Πάπα Σίξτου Α’ (115-125). Χαρακτηριστική δε η περίπτωση του Άγιου Πολύκαρπου, Επίσκοπου Σμύρνης, που επισκέφθηκε τη Ρώμη στα 157/158, και δεν έγινε κατορθωτό να πειστεί από τον Πάπα Ανίκητο για την ορθότητα του εορτασμού μόνο ημέρα Κυριακή.
Οι Μικρασιάτες τουλάχιστον αναγκάστηκαν να υπακούσουν, αφού το 195 ο Πάπας Βίκτωρ Α’ είχε αποκόψει τον Επίσκοπο της Εφέσου, Πολυκράτη, ως αιρετικό. Το ζήτημα κατά πόσον είναι ορθό να εορτάζεται το Πάσχα σε ημέρα άλλη της Κυριακής διακανονίστηκε με τη Σύνοδο της Arles (314), όπου διακηρύχθηκε πως το Πάσχα έπρεπε να εορτάζεται ημέρα Κυριακή, uno die et uno tempore per omnem orbem (μιαν ημέρα και μιαν εποχή για όλο τον κόσμο. Ωστόσο, λίγο πριν την Α’ Οικουμενική Σύνοδο (325), προέκυψε ένα άλλο ζήτημα, όχι λιγότερο σημαντικό: η ημέρα εορτασμού έπρεπε να είναι Κυριακή, αλλά ποια Κυριακή ακριβώς; Μια σοβαρή διαφωνία είχε προκύψει μεταξύ των Χριστιανών της Μεσοποταμίας και της Συρίας, και των Χριστιανών του υπόλοιπου κόσμου.
Το Πατριαρχείο της Αντιόχειας ήταν εξαρτημένο από το εβραϊκό ημερολόγιο για τον
υπολογισμό του Πάσχα, ενώ οι Σύριοι πάντοτε γιόρταζαν την πρώτη Κυριακή μετά το
εβραϊκό Πάσχα. Από την άλλη, οι Αλεξανδρινοί και η υπόλοιπη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία υπολόγιζαν το Πάσχα από μόνοι τους, ανεξάρτητα από το εβραϊκό, με αποτέλεσμα να μην συμφωνούν. Σ’ αυτό φαίνεται να ευθύνονται έμμεσα και οι ίδιοι οι Εβραίοι, καθώς – κατά τα γραφόμενα του Αυτοκράτορα και Άγιου Κωνσταντίνου Α’ του Μέγα - φαίνεται πως είχαν γίνει αμελείς του νόμου1 που όριζε πως η 14η ημέρα του Νισάν δεν πρέπει να προηγείται της εαρινής ισημερίας, με αποτέλεσμα, μερικές φορές, να εορτάζονταν δύο Πάσχα ανάμεσα σε δύο ισημερίες. Οι Αλεξανδρινοί και οι Ρωμαίοι, από την άλλη, θεωρούσαν πως το Πάσχα πρέπει να εορτάζεται την πρώτη Κυριακή, αμέσως μετά την εαρινή ισημερία.
Δυστυχώς, δεν σώζεται το πρωτότυπο κείμενο των όρων2 της Α’ Οικουμενικής Συνόδου στη Νίκαια της Βιθυνίας για τον καθορισμό του Πάσχα, από διάφορες πηγές όμως γνωρίζουμε ότι αποφασίστηκαν τα πιο κάτω:
-Το Πάσχα πρέπει να εορτάζεται την πρώτη Κυριακή μετά από την πανσέληνο που θα συμβεί κατά την ημέρα της εαρινής ισημερίας ή αμέσως μετά από αυτήν.
- Εάν η πανσέληνος γίνει ημέρα Κυριακή, τότε το Πάσχα θα εορτάζεται την επόμενη Κυριακή (δηλαδή θα έπεται της 14ης ημέρας του Νισάν).
Ο δεύτερος όρος βασιζόταν στον Α’ κανόνα της Συνόδου της Άγκυρας (314),
εξασφαλίζοντας ότι το χριστιανικό Πάσχα δεν θα εορταζόταν μετά των Ιουδαίων, και
επαναλήφθηκε με τον Α’ κανόνα της Συνόδου της Αντιόχειας (341). Ωστόσο, μέχρι και το θάνατο του Αγίου και Επισκόπου Σαλαμίνας Επιφανίου (403), υπήρχαν ακόμη αρκετοί πρωτοπασχίτες, οι οποίοι - κατά τον Άγιο Αθανάσιο - αν και δεν ήσαν τεταρτοκαιδεκίτες, γιόρταζαν το Πάσχα την ίδια περίοδο με τους Εβραίους· καταδικάστηκαν από τη Β’ Οικουμενική Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως (381). Το φθινόπωρο του 386 ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, πρεσβύτερος τότε στην Αντιόχεια, μίλησε με θέρμη στο ποίμνιό του υπέρ της απόφασης της Α’ Οικουμενικής Συνόδου. Από επιστολή του Πάπα και Αγίου Λέοντος Α’ προς τον Αυτοκράτορα Μαρκιανό (456), πληροφορούμαστε ότι είχε αποφασιστεί να ληφθεί πρόνοια ούτως ώστε ο Κύριλλος Α’, Πατριάρχης της Αλεξάνδρειας (412-444) - πόλη στην οποία άκμαζαν η αστρονομία και οι επιστήμες - μεριμνήσει για τον επακριβή υπολογισμό του Πάσχα και να τον διαβιβάσει στην υπόλοιπη χριστιανοσύνη.
Λόγω γεωγραφικών και άλλων παρεκκλίσεων δεν συμφωνούσαν όλοι ως προς την ακριβή ημέρα τις εαρινής ισημερίας. Αρχικά η Ρώμη υπολόγιζε τους σεληνιακούς κύκλους με τον 112ετή κύκλο του Άγιου Ιππόλυτου, τον οποίο αντικατέστησε προς τα τέλη του 3ου αιώνα με άλλον διάρκειας 84 ετών και το 457 αργότερα με τον 532ετή κύκλο του Βικτώριου της Ακουιτανίας, τοποθετώντας την ισημερία στις 25 Μαρτίου, το οποίο η Αλεξάνδρεια θεωρούσε ανακριβές, αφού χρησιμοποιούσε το 19ετή κύκλο του Μέτωνα και ταύτιζε την εαρινή ισημερία με την 21η Μαρτίου. Ο Άγιος και Επίσκοπος Μεδιολάνων Αμβρόσιος (374- 397) θεωρούσε ότι η ορθότερη μέθοδος υπολογισμού ήταν αυτή της Αλεξάνδρειας. Όπως μας πληροφορεί ο Αυγουστίνος Αυρήλιος (387), το Αλεξανδρινό Πάσχα έπεφτε μεταξύ 22 Μαρτίου και 25 Απριλίου, ενώ το Ρωμαϊκό μεταξύ 25 Μαρτίου και 21 Απριλίου.
Ο αρχαίος αστρονόμος Μέτων (433/2 π.Χ.) ανακάλυψε ότι για κάθε 19 τροπικά έτη έχουμε 235 συνοδικούς μήνες της σελήνης3· η ανακάλυψή έκαμε τεράστια εντύπωση στους Αθηναίους, οι οποίοι και αποφάσισαν να γράψουν τον αριθμό που φανερώνει την τάξη του κάθε έτους στον κύκλο αυτό χρυσοίς γράμμασι σε όλα τα δημόσια κτίρια. Ο μετώνειος κύκλος πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον Επίσκοπο Ανατόλιο της Λαοδικείας περί το 277, ωστόσο είχε ένα σφάλμα 0,086399 ημερών (2 ώρες 4 λεπτά και 25 δευτερόλεπτα) ανά 19ετία. Δεδομένου του σφάλματος αυτού, οι τελικοί Πασχάλιοι Πίνακες που συντάχθηκαν το 525 από τον αββά Διονύσιο το Μικρό είχαν ήδη μια απόκλιση 4-5 ημερών, αν και ο κύκλος που υιοθέτησε η μία και αδιαίρετη Εκκλησία ήταν ουσιαστικά ένας συμβιβασμός ανάμεσα στους υπολογισμούς της Ρώμης και της Αλεξάνδρειας. Ο Διονύσιος ήταν επίσης ο πρώτος που συνέλαβε την ιδέα αρίθμησης των ετών με βάση τη Γέννηση του Χριστού, ταυτίζοντας το 754 AUC (Ab Urbe Condita - Από Κτίσεως της Ρώμης) με το έτος 1 μ.Χ.
Στην Ανατολή η υπόθεση δεν διακανονίστηκε μέχρι τον 6ο αιώνα, αφού ακόμη υπήρχαν
τεταρτοκαιδεκίτες στη Συρία. Παρόμοιας υφής ζήτημα δημιουργήθηκε στη Βρετανία, όταν το 597 ο ιεραπόστολος, Αρχιεπίσκοπος και Άγιος Αυγουστίνος βρίσκει τους εκεί Κέλτες Χριστιανούς να χρησιμοποιούν τον παλιό 84ετή κύκλο που η ίδια η Ρώμη είχε εγκαταλείψει. Αν και δεν ήταν τεταρτοκαιδεκίτες (αφού γιόρταζαν το Πάσχα ημέρα Κυριακή), φαίνεται πως πήραν το σύστημα από τους Μικρασιάτες, τηρώντας την παράδοση του Αγίου Ιωάννη. Το θέμα έκλεισε τυπικά με τη Σύνοδο του Mag Lene (Ιρλανδία) το 631 και τη Σύνοδο του Whitby (Βρετανία) το 664, με την απόφαση να υιοθετηθεί ο 532ετής κύκλος που χρησιμοποιούσαν οι Γαλάτες και οι Φράγκοι ήδη από τον 5ο αιώνα, η οποία όμως δεν εφαρμόστηκε πλήρως4 μέχρι το 729. Δεν ήταν παρά στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Καρλομάγνου (771-814) που όλοι πλέον υιοθέτησαν τους Πίνακες, που είχαν τελειοποιηθεί από τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή (580-662) για την Ίνδικτο.
Από τον 9ο μέχρι και τα τέλη του 16ου αιώνα, ανεξαρτήτως δογματικών ή πολιτικών διαφορών, το Πάσχα εορταζόταν από όλους τους Χριστιανούς την ίδια μέρα. Εντούτοις, ήταν απλώς ζήτημα χρόνου να δημιουργηθεί πρόβλημα, αφού το ιουλιανό ημερολόγιο - που χρησιμοποιήθηκε για τον υπολογισμό του Πάσχα - ήταν εξ αρχής ανακριβές. Το ιουλιανό ημερολόγιο θεσπίστηκε από τον Ιούλιο Καίσαρα το 45 π.Χ., με τη βοήθεια του Αλεξανδρινού αστρονόμου Σωσιγένη, για να αντιμετωπιστεί η ημερολογιακή αταξία που επικρατούσε με το 355 ημερών ημερολόγιο του Νουμά. Για να ξεκινήσει σωστά, προστέθηκαν 90 ημέρες στο έτος 708 AUC (46 π.Χ.), το οποίο - έχοντας διάρκεια 445 ημερών - έμεινε γνωστό στην ιστορία ως annus confusionis (έτος σύγχυσης)5.
Υπολογίστηκε πως το έτος είχε διάρκεια 365,25 ημερών, και επί των ημερών του
Αύγουστου Καίσαρα (8 π.Χ.) διαμορφώθηκε σε 365 ημέρες για τρία χρόνια και μια
εμβόλιμη μέρα τον τέταρτο χρόνο, η έκτη προ των καλένδων του Μαρτίου (bis sextus, αφού τη μετρούσαν δύο φορές). Ωστόσο, υπήρχε μια διαφορά 0,00780122 ημερών (11 λεπτά και 14 δευτερόλεπτα) με το πραγματικό έτος, η οποία σε βάθος χρόνου έγινε ιδιαίτερα αισθητή σε σχέση με την εαρινή ισημερία: την εποχή του Χριστού συνέβαινε στις 23 Μαρτίου, το 325 στις 20/21 Μαρτίου και το 1582 στις 10/11 Μαρτίου, προσκρούοντας έτσι στον πρώτο όρο της Α’ Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας.
Ο πρώτος που υπολόγισε το σφάλμα ήταν ο Βρετανός μοναχός Ρογήρος Βάκων το 1267 (στο Opus Maius), αλλά ο πρόωρος θάνατος του Πάπα Κλήμη Δ’ τον επόμενο χρόνο πάγωσε την όποια πρωτοβουλία. Στο Βυζάντιο η πρώτη νύξη για μεταρρύθμιση έγινε το 1324 από τον αστρολόγο Νικηφόρο Γρηγορά προς τον Αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β’ Παλαιολόγο· όπως και με τις προτάσεις του μοναχού Ισαάκ Αργυρού και του κανονολόγου Ματθαίου Βλαστάρη, και του φιλόσοφου Γεώργιου Πλήθωνα Γεμιστού (1371, και 1450, αντίστοιχα), προσέκρουσε σε άγονο έδαφος. Στη Ρώμη, ωστόσο, επικρατούσε θετική αντιμετώπιση του ζητήματος, όπως βλέπουμε από τη μεταρρύθμιση που προωθούσαν οι Πάπες Παύλος Γ’ και Πίος Ε’ (1543-1572). Μετά την εκλογή του Πάπα Γρηγορίου ΙΓ’ το 1572, που είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το θέμα, ο Βαυαρός μαθηματικός Christopher Clavius και ο Ιταλός φυσικός Luigi Lilio υποβάλλουν πρόταση μεταρρύθμισης, η οποία έτυχε επεξεργασίας μεταξύ 1576 και 1580 από ειδική επιτροπή. Με παπική βούλλα (Inter Gravissimas, 24 Φεβρουαρίου 1582), την 4η Οκτωβρίου ακολούθησε η 15η Οκτωβρίου.
Οι αμαθείς αγρότες, νομίζοντας πως τους «έκλεψαν» μέρες, ζητούσαν αμοιβή για τις «χαμένες» μέρες εργασίας, ενώ άλλοι ζητούσαν τις μέρες τους πίσω. Η αλλαγή αυτή
μετατόπισε την ημέρα της ισημερίας από τις 11 στις 21 Μαρτίου, ενώ για το Πάσχα ο χρυσός μετώνειος αριθμός αντικαταστάθηκε από την επακτή, με σφάλμα περίπου μίας ημέρας ανά 20.000 χρόνια. Ωστόσο, το νέο αυτό ημερολόγιο (και, επομένως, το νέο υπολογισμό του Πάσχα) δεν υιοθέτησαν αμέσως ούτε οι Διαμαρτυρόμενοι, ούτε οι Ορθόδοξοι, κυρίως λόγω της αμφισβήτησης και του μίσους6 προς τον Πάπα, αλλά και διότι το εβραϊκό Πάσχα εορταζόταν πλέον στις 15 του Νισάν (30 Μαρτίου με 27 Απριλίου - παλαιότερα μεταξύ 3 Απριλίου και 1 Μαΐου), με αποτέλεσμα να παραβιάζεται το πνεύμα του δεύτερου όρου της Α’ Οικουμενικής Συνόδου. Σταδιακά, ωστόσο, μέχρι και το 18ο αιώνα, το υιοθέτησαν και οι Προτεστάντες (π.χ. Βρετανία το 1752), για οικονομικούς και διπλωματικούς λόγους. Στις Ορθόδοξες χώρες, όμως, ο περίπλοκος υπολογισμός του Πάσχα δεν επέτρεπε την υιοθέτηση του Γρηγοριανού ημερολογίου, το οποίο ωστόσο έγινε αποδεκτό ως πολιτικό μεταξύ 1912-1923 (π.χ. Ελλάδα το 1923).
Το Μάιο του 1923 συγκλήθηκε Πανορθόδοξο Συνέδριο, στο οποίο αποφασίστηκε η αλλαγή του ημερολογίου, και ως μέρα εφαρμογής ορίστηκε η 1η/14η Οκτωβρίου 1923. Εντούτοις, μόνο οι Εκκλησίες της Ελλάδας και της Ρουμανίας υλοποίησαν την απόφαση, αφού η Εκκλησία της Κύπρου θεώρησε το θέμα ανώριμο, οι Εκκλησίες της Ρωσσίας και της Σερβίας αποφάσισαν παραμονή στο ιουλιανό ημερολόγιο, τα Πατριαρχεία Αλεξάνδρειας και Αντιόχειας δεν δέχθηκαν την απόφαση, ενώ το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων θεώρησε ότι η αλλαγή του ημερολογίου επέφερε και αλλαγή του Πασχαλίου. Την οριστική λύση έδωσε ένα χρόνο μετά ο Οικουμενικός Πατριάρχης Γρηγόριος Ζ’, με πρόταση για την αποδοχή του γρηγοριανού ημερολογίου και υπολογισμό του Πάσχα με βάση το ιουλιανό, με ημέρα αλλαγής την Κυριακή 10/23 Μαρτίου 1924. Έτσι, όλες οι Ορθόδοξες Εκκλησίες7 – με εξαίρεση τα Πατριαρχεία Ιερουσαλήμ, Ρωσσίας και Σερβίας, καθώς και το Άγιο Όρος και την Αρχιεπισκοπή του Σινά - υιοθέτησαν το αναθεωρημένο ιουλιανό ημερολόγιο (διάρκειας 365,242222... ημερών), το οποίο - μέχρι και το έτος 2800 - τους επιτρέπει να συνεορτάζουν τα Χριστούγεννα με τις Δυτικές Εκκλησίες, αλλά το Πάσχα με τις λοιπές Ανατολικές, για να αποφευχθεί το σχίσμα λόγω παράβασης των όρων της Συνόδου.
Εκτός από τις πιο πάνω Εκκλησίες, το ημερολόγιο του Σέρβου αστρονόμου Milutin
Milankovic δεν υιοθέτησαν και οι σχισματικοί παλαιοημερολογίτες, που αυτοαποκαλούνται Γνήσιοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί (ΓΟΧ)· οι ΓΟΧ πρεσβεύουν ότι η αλλαγή του ημερολογίου είναι παράτυπη, παραβιάζει τις Συνόδους, συνιστά αναγνώριση του Πάπα, υποκινείται από τη Μασονία και τις σκοτεινές δυνάμεις, θεωρούν δε ότι το ιουλιανό ημερολόγιο είναι δοσμένο από το Θεό (!), αδιαφορώντας για το ότι θεσπίστηκε από έναν ειδωλολάτρη Αυτοκράτορα. Ωστόσο, η όποια ημερομηνιακή διαφορά ανάμεσα στο Ορθόδοξο και το Δυτικό Πάσχα οφείλεται σε διαφορετικό τρόπο υπολογισμού του, και όχι σε δογματικά αίτια. Οι Δυτικοί τηρούν τον πρώτο όρο της Συνόδου, όχι όμως και το δεύτερο8, αφού πολλές φορές εορτάζουν το Πάσχα πριν ή μαζί με το Φάσκα, ενώ οι Ορθόδοξοι τηρούν απαρεγκλίτως το δεύτερο όρο της Συνόδου, συχνά αθετώντας τον πρώτο. Μαζί με τους Ορθόδοξους εορτάζουν οι Κύπριοι Μαρωνίτες, ενώ μαζί με τους Διαμαρτυρόμενους οι Φινλανδοί Ορθόδοξοι. Οι Ανατολικές Εκκλησίες (Αιθίοπες, Αρμένιοι, Ιακωβίτες, Κόπτες, Νεστοριανοί και Ουνίτες) έχουν δικούς τους τρόπους υπολογισμού.
Ο υπολογισμός της ημερομηνίας του Πάσχα είναι ένα σύνθετο μαθηματικό θέμα, αν και ουσιαστικά απαιτεί τις 4 πράξεις της αριθμητικής (αλγόριθμος Gauss). Εάν η εαρινή πανσέληνος συμβεί μεταξύ 21 Μαρτίου και 3 Απριλίου, δεν θεωρείται πασχαλινή από τους Ορθόδοξους, οι οποίοι περιμένουν την επόμενη πανσέληνο, με αποτέλεσμα να εορτάζουν το Πάσχα 4 μέχρι και 6 εβδομάδες μετά τους Δυτικούς. Εάν η πανσέληνος συμβεί μετά τις 3 Απριλίου, θεωρείται πασχαλινή από όλους, έτσι το Δυτικό Πάσχα συμπίπτει ή εορτάζεται μια εβδομάδα πριν (αφού ιουλιανή 22 Μαρτίου = γρηγοριανή 4 Απριλίου). Για να έχουμε Κοινό Πάσχα, θα πρέπει η γρηγοριανή και ιουλιανή πανσέληνος να συμβούν από την Κυριακή μέχρι και το Σάββατο της ίδιας εβδομάδας. Πιο κάτω, δίνεται δεκαετής πίνακας εορτασμού του Πάσχα για τις Δυτικές και Ορθόδοξες Εκκλησίες:
Έτος Δυτικό Πάσχα Ορθόδοξο Πάσχα
2005 27 Μαρτίου 1 Μαΐου
2006 16 Απριλίου 23 Απριλίου
2007 8 Απριλίου 8 Απριλίου
2008 23 Μαρτίου 27 Απριλίου
2009 12 Απριλίου 19 Απριλίου
2010 4 Απριλίου 4 Απριλίου
2011 24 Απριλίου 24 Απριλίου
2012 8 Απριλίου 15 Απριλίου
2013 31 Μαρτίου 5 Μαΐου
2014 20 Απριλίου 20 Απριλίου
2015 5 Απριλίου 12 ΑπριλίουΤόσο το Δυτικό όσο και το Ορθόδοξο Πάσχα μπορούν να πέσουν μεταξύ 22 Μαρτίου μέχρι και 25 Απριλίου, με τη διαφορά ότι επειδή ο υπολογισμός του Ορθόδοξου Πάσχα γίνεται με το ιουλιανό ημερολόγιο, και έτσι οι αντίστοιχες ημερομηνίες για την Ορθόδοξη Εκκλησία είναι από 4 Απριλίου μέχρι και 8 Μαΐου. Ο κύκλος του Πάσχα επαναλαμβάνεται μετά από ακριβώς 5.700.000 έτη, με την πιο συχνή ημερομηνία να είναι η 19η Απριλίου (3,9%) και την πιο σπάνια να είναι η 22 Μαρτίου (0,5%). Το γρηγοριανό ημερολόγιο δεν είναι τέλειο: έχει ένα σφάλμα μιας μέρας ανά 3323 χρόνια, ωστόσο είναι πολύ πιο ακριβές από το ιουλιανό (σφάλμα 1 ημέρας/128½ χρόνια). Αν οι Ορθόδοξοι εξακολουθήσουν να υπολογίζουν το Πάσχα με το ιουλιανό ημερολόγιο μέχρι το έτος 14.000, τότε η εαρινή πανσέληνος θα συμβεί στις 2 Ιουλίου (!), με καθυστέρηση 103 ημερών.
Στο Συνέδριο του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών που έγινε στο Αλέππο της Συρίας το 1997, προτάθηκε όπως το Πάσχα οριστεί ως η πρώτη Κυριακή μετά την αστρονομική πανσέληνο που θα ακολουθεί την πρώτη αστρονομική εαρινή ισημερία με βάση τον ισημερινό της Ιερουσαλήμ, με έτος έναρξης το 2001 (έτος κατά το οποίο το Δυτικό και το Ανατολικό Πάσχα συνέπιπταν). Λόγω απροθυμίας των Ανατολικών Εκκλησιών, η εισήγηση δεν έχει υλοποιηθεί μέχρι σήμερα. Τα ημερολόγια είναι ανθρώπινες επινοήσεις, και ως τέτοιες δεν διεκδικούν το αλάθητο, και θα ήταν παράλογο να υποστηρίζουμε πως ο Θεός, οι Άγγελοι και οι Άγιοι ακολουθούν οποιοδήποτε ημερολόγιο!!! Μπορεί τα ουράνια φαινόμενα να μην πειθαρχούν σε κανέναν, ωστόσο οι ουρανοί εορτάζουν και αγάλλονται κάθε μέρα και ώρα, αφού δεν περιορίζονται ούτε και εξαντλούνται από τους δικούς μας εορτασμούς. Όπως είπε και ο Χριστός: «απόδοτε ουν τα του Καίσαρος Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ». Καλή Ανάσταση!
1. Αυτό οφείλεται κυρίως στην καταστροφή της Ιερουσαλήμ το 70 μ.Χ. και τη μετέπειτα διασπορά των Εβραίων, αφού πλέον χρησιμοποιούσαν τα κατά τόπους ειδωλολατρικά ημερολόγια. Κατά τα τέλη του 2ου αιώνα/αρχές του 3ου αιώνα άλλαξε ο τρόπος υπολογισμού του Πάσχα, με αποτέλεσμα κάθε τρία χρόνια να εορτάζεται πριν την ισημερία, ενώ τον 4ο αιώνα ένας νέος τρόπος υπολογισμού τοποθετούσε το Πάσχα μόνο το μήνα Μάρτιο, αυξάνοντας έτσι τις πιθανότητες να πέσει πριν την ισημερία.
2. Ο καθορισμός, που έγινε αστρονομικά και όχι ημερολογιακά, συγκροτήθηκε σε όρους (όχι κανόνες) για να μην επιδέχεται αλλαγής. Όντας όροι, ενδεχομένως να μην ήταν απαραίτητη η καταγραφή τους σε φυσική μορφή.
3. Τροπικό έτος είναι το διάστημα ανάμεσα σε δύο διαδοχικές διαβάσεις του Ήλιου από το ίδιο σημείο αναφοράς (365,242189670 μέσες ηλιακές ημέρες το 2000, με μείωση 0,5323968 sec ανά αιώνα), ενώ συνοδικός μήνας είναι το διάστημα ανάμεσα σε δύο διαδοχικές φάσεις της Σελήνης (29,530588853 μέσες ηλιακές ημέρες το 2000, με αύξηση 1,867968 sec ανά αιώνα).
4. Ο θεολόγος Βέδας ο Αιδέσιμος (664) μας αναφέρει ότι συχνά στη Northumbria, ενώ ο κελτοχριστιανός Βασιλιάς Oswiu αρταινόταν για το Πάσχα, η ρωμαιοχριστιανή Βασίλισσα Eanfled νήστευε ακόμη για την Κυριακή των Βαΐων.
5. Ο Ιούλιος Καίσαρας, ως pontifex maximus (αρχιερέας), κατακρίθηκε έντονα από πολλούς. Χαρακτηριστικά, ο Κικέρωνας έλεγε πως ο παλιός του πολιτικός αντίπαλος δεν ήταν ικανοποιημένος που κυβερνούσε τον κόσμο, ήθελε να κυβερνήσει και τα άστρα.
6. Θα πρέπει να σημειωθεί πως οι Ορθόδοξες χώρες (πλην της Ρωσσίας) βρίσκονταν υπό τον οθωμανικό ζυγό, και έτσι παρουσιάζονταν πρακτικές δυσκολίες ως προς την υιοθέτηση του νέου ημερολογίου. Πάντως, οι Ορθόδοξοι πατέρες αναθεμάτισαν το γρηγοριανό ημερολόγιο ως αιρετικό τρεις φορές, το 1583, το 1587 και το 1593, σε αντίστοιχες συνόδους.
7. Η Εκκλησία της Βουλγαρίας υιοθέτησε το νέο ημερολόγιο το 1968, αφού δεν είχε προσκληθεί στη Σύνοδο.
8. Στην ουσία δεν αθετούν το γράμμα, αλλά το πνεύμα του όρου της Α’ Οικουμενικής Συνόδου και του Ζ’ Αποστολικού κανόνα.ΠΗΓΕΣ
• Αγία Γραφή.
• «Ιστορικά», ένθετα της εφημερίδας «Ελευθεροτυπία», τεύχη 62 (21/12/2000), 64
(04/01/2001), 78 (12/04/2001) και 83 (17/05/2001).
• Duncan, David Ewing: Καλαντάρι, η ιστορία του ημερολογίου δια μέσου των
αιώνων (εκδόσεις Ενάλιος, Αθήνα, 1998).•
http://users.chariot.net.au/~gmarts/calmain.htm• http://www.assa.org.au/edm.html• http://www.myriobiblos.gr/books/book1/index.html• http://www.newadvent.org/cathen/05228a.htm• http://www.oca.org/Docs.asp?ID=133&SID=12• http://www.ortelius.de/kalender/idx_en.php• http://www.wikipedia.org
Αλέξανδρος-Μιχαήλ Χατζηλύρας