Monday, March 21, 2016

Με το φακό των λέξεων

Ελένης Αρτεμίου Φωτιάδου
Σήμερα βράζει ένα μικρό θυμό στο μπρίκι του καφέ, τον αφήνει να φουσκώσει και μετά τον χύνει στον νεροχύτη, μην μπορώντας να αντέξει το υπερχείλισμά του. Είναι κι αυτές οι μέρες. Που δεν ακούνε πλέον για υπομονή. Που βράζουν και χύνονται στην γκαζιέρα, στα πλακάκια, στην ανοχή που αρπάζει άξαφνα μια σημαία επανάστασης.

Κράτησε πολύ καιρό μέσα του αυτό το ποτάμι. Κι εκείνο όλο κατεβαίνει και φέρνει μαζί του μικρές απώλειες, μεγάλες ήττες, ελάχιστες προοπτικές. ΄Ιδια με λάσπη , ξύλα, σάπια φύλλα, που κουβαλάει αθόρυβα μια ψυχή πλημμυρισμένη από αγανάκτηση. Μα ποια ήταν η πηγή αυτής της ταραχής, που έψαχνε εδώ και ώρα την εκβολή της ; Μήπως η στάση των άλλων απέναντί του; Μήπως το λίγο τους, που θα΄θελε να ήταν πολύ; ΄Η μήπως το ελάχιστο που τελικά του δώσανε και δεν του χόρτασε την ύπαρξη;

Μια ζωή ο αποδιοπομπαίος τράγος. Η εύκολη λεία για τον υπέρμετρο εγωισμό του καθενός. Κλητήρας σε μια εταιρεία. Θέση χαμηλή, μισθός ακόμα χαμηλότερος. Μια ζωή, λοιπόν, στα χαμηλά τα στρώματα που όλο βάθαιναν και γίνονταν υπόγειο. Αυτός για τους φακέλους που θα έπρεπε να παραδοθούν, αυτός και για τους καφέδες του προσωπικού, τα θελήματα, αυτός , μόνο αυτός, για τα ξεσπάσματα του πρωινού, για τα νεύρα του μεσημεριού. Και να κυλάνε οι μέρες σαν χιονοστιβάδα σε κατήφορο, που όλο μαζεύει, όλο φορτώνει στην πορεία της και κάποια στιγμή φτάνει στο τέρμα γεμάτη με τη μέγιστη ένταση, με την ελάχιστη πλέον υπομονή.

Σήμερα Κυριακή έχει τα γενέθλιά του. Πολλά τα χρόνια που σκαρφαλώνουν αμείλικτα στις ρυτίδες του. Λίγο ακόμα και θα μπορεί να βγει στη σύνταξη. Πώς πέρασε έτσι ο καιρός; Πώς πέρασε έτσι η νιότη; Πώς φεύγουν γενικά έτσι οι ευκαιρίες; Σαν περαστικοί απ΄το κατώφλι σου, που δεν στέκονται να τους φιλέψεις ούτε ένα κρύο νερό από τη δίψα σου! Είχε , λοιπόν, σήμερα τα γενέθλιά του , μα δεν είχε κανένα να μοιραστεί τον χρόνο του που λιγόστευε. Κανέναν να δώσει λίγη έστω από την αγάπη που περίσσευε. Και οι ώρες σήμερα να μην κυλάνε. Να έχουν σταματήσει πεισματικά οι δείκτες στην ανάγκη και να του φωνάζουν επίμονα τις ελλείψεις που παραδέχεται η καρδιά του.

Κάποτε , εκτός από τα θέλω των άλλων, είχε και τα δικά του. Πίστευε στον εαυτό του, πίστευε στις στιγμές, στα όνειρα. Μετά μπήκε στη ζωή του ο ανεκπλήρωτος έρωτας, ο γλυκός καρπός ενός παραδείσου, που έστεκε μπροστά του με απαγορευτικές πινακίδες. Πάλεψε να ξεφύγει από αυτά τα δίκτυα, που όλο και έριχνε η Μοίρα στη φουρτούνα του. 

Μα ήτανε το συναίσθημα τόσο δυνατό, που γινότανε τελικά λεπίδι και του κατέτρωγε τα σωθικά. Άλλαξε πόλη, άλλαξε δουλειά, εντοίχισε τη ζωή του, το είναι του, μες στο τσιμέντο μιας απρόσωπης εταιρείας. Ταύτισε τις ανάγκες του με τις μικρές και μεγάλες ανάγκες των άλλων. Έγινε μια κουκκίδα και χάθηκε μέσα στην τύρβη της καθημερινότητας. Έτσι, που όταν έφτανε το βράδυ στο σπίτι, το κορμί του τον έστελνε επιτακτικά σε ένα λήθαργο βαθύ. Να μην θυμάται, να μην ονειρεύεται.

Μα ήτανε και μέρες σαν τη σημερινή, που ξυπνούσε μέσα του ό,τι βίαια είχε αποκοιμίσει. Σηκωνόταν άξαφνα και τον κυνηγούσε με όλα τα φαντάσματα , με όλα τα χάσματα . Κι αυτός παραδινόταν σε μια αιματηρή ανάμνηση.

Ακούμπησε τον καφέ στην άκρη, άνοιξε την πόρτα, πήρε τον κεντρικό δρόμο, κατέβηκε μέχρι το παραλιακό μέτωπο, στάθηκε απέναντι στη θάλασσα. Τόσο απέραντη, τόσο φλύαρα σιωπηλή. 

Τον κοίταξε λες και τον καλούσε σε ένα από τα ταξίδια της. Είχε το βλέμμα εκείνης η θάλασσα. Γαλάζιο, τρυφερό, μυστηριώδες. Αύριο, υποσχέθηκε σιωπηλά, αύριο θα το προσπαθούσε, θα άνοιγε τα πανιά της ψυχής και θα αφηνόταν σε ό,τι μια νέα θάλασσα θα μπορούσε να του φέρει...
Ελένη Αρτεμίου Φωτιάδου

No comments: