Sunday, February 14, 2016

Με το φακό των λέξεων

Ελένης Αρτεμίου Φωτιάδου 
Ας μην μιλήσουμε απλώς για τη μέρα των ερωτευμένων. Ας μιλήσουμε γενικά για την αγάπη. Σε μια εποχή που φαίνεται να την έχει εξοστρακίσει ως αχρείαστη για τις λογής λογής μεθοδεύσεις και σχέσεις που αναπτύσσουμε με γνώμονα το συμφέρον και το δίκιο του ισχυρού. Θα έλεγε κανείς πως η αγάπη πλέον, αδύναμη και τρομαγμένη, έχει κρυφτεί πίσω από μια μικρή προοπτική και απλώς αναμένει την κατάλληλη στιγμή για να κρυφοκοιτάξει μέσα στην απάθειά μας.

Μα είναι κάποιες ώρες που μας εκπλήσσει η συνέχεια, που μας αιφνιδιάζει η διάρκεια. Δεν είναι όλα εν τέλει μια ισοπεδωμένη γραμμή οριζόντων. Δεν είναι τα πάντα μια άμορφη μάζα καθημερινής ρουτίνας, που εξοντώνει στο διάβα της ακόμα και τα στερνά τριαντάφυλλα μιας ονειροπόλας φύσης μας. Υπάρχουν εικόνες τόσο τρυφερές, που θαρρείς πως μας γνέφουν από μια άλλη εποχή.

Όπως χτες, που συνάντησα ένα ηλικιωμένο ζευγάρι στην καθημερινή του βόλτα πλάι στη θάλασσα. Σίγουρα κοντά στα ογδόντα και οι δύο, με βήμα αργό, βλέμμα που βιαζότανε να χορτάσει ακόμα και με ψίχουλα. Εκείνος ψηλός, με κορμί όρθιο σαν οχυρό ενάντια στον αιμοβόρο χρόνο. Με μαλλιά κάτασπρα που, όμως, αρνούνταν να γίνουν λευκή σημαία και να παραδοθούν στη φθορά. 

Με ένα βάδισμα που θύμιζε νεανικό καλπασμό , στρατιώτη βήμα μέσα στην πιο τιμητική παρέλασή του. Εκείνη πολύ πιο χαμηλή, σαν μικρό μπιμπελό, σχεδόν εύθραυστη όπως η πορσελάνη του χρόνου. Με ένα μπαστούνι στο δεξί της χέρι, υποβολείο στην πεζή της διαδρομή, που είχε όμως μια ποιητικότητα, λες και περίεργοι στίχοι ανάβλυζαν από τούτο το καρτερικό, αναπόφευκτο στήριγμά της στην ξύλινη λαβή. Και αρχοντιά! 

Ένα μεγαλείο που αρνιότανε να ξεχαστεί και να ξεχάσει, ξεκινούσε από τον επιμελημένο κότσο στα μαλλιά , κατέβαινε μέχρι τον χρυσό σταυρό στον λαιμό κι έφτανε ως τον καρπό της με το ακριβότερο κόσμημα. Το χέρι εκείνου, τρυφερά, στοργικά, αφημένο στο δικό της με τη χάρη και τη ζεστασιά μιας άλλης, πιο ρομαντικής εποχής.

Και σκέφτηκα τότε πόσο καιρό αλήθεια είχα να δω μια τέτοια εικόνα. ΄Ισως και να μην τη συνάντησα ποτέ ξανά. Οι άνθρωποι χάνονται πια μέσα στον χρόνο και την έλλειψή του, θάβονται σαν ζωντανοί νεκροί κάτω από τα ερείπια απροσδόκητων σεισμών του βίου τους. Κι ό,τι ψάχνουν , ό,τι περιμαζεύουν, είναι τελικά ένα μικρό υπόλειμμα από το ολόκληρο που θα μπορούσαν να γευτούν, αν αφήνονταν στα απλά και τα όμορφα της ζωής αντί στις σύνθετες, επίπλαστες ανάγκες της.

Μα έρχεται άραγε το στερνό κομμάτι ενός λαχανιασμένου βίου, για να μας ενώσει ξανά τα σπασμένα μέλη, να μας πλησιάσει και πάλι τα χέρια, γιατί πλέον μόνο το Μαζί είναι η δύναμή μας; Και τότε, γιατί χαθήκαμε για χρόνια μέσα σε τόσες άλλες διαδρομές; Γιατί βαδίσαμε δίχως τους χάρτες και τις πυξίδες της αγάπης μας; Γιατί νομίζαμε πως ο χρόνος ήταν απεριόριστος, οι ευκαιρίες ανεξάντλητες, οι πτωχεύσεις μόνο για το ρίσκο των άλλων; Γιατί παίξαμε τόσο πολύ με κάτι που μας δίνεται πάντα λίγο; Γιατί δεν κρατήσαμε πιο σταθερά την αγάπη μέσα στις χούφτες, μέσα στα βλέμματα, μέσα στις ψυχές μας ;
Γιατί δεν μπορέσαμε ως άνθρωποι να ασπαστούμε θεϊκά αυτή την ευλογία, που θα μπορούσε να μας χαρίσει την αθανασία; Επειδή, όπως χαρακτηριστικά δηλώνει η Γαλλοελβετίδα συγγραφέας Anne Louise Germaina de Stael, «Η αγάπη είναι το έμβλημα της αιωνιότητας: Μπερδεύει κάθε έννοια του χρόνου και αφαιρεί κάθε ανάμνηση της αρχής και κάθε φόβο για το τέλος».
Ελένη Αρτεμίου Φωτιάδου 

No comments: