Monday, January 18, 2016

Με το φακό των λέξεων

Ελένης Αρτεμίου Φωτιάδου
Το΄θελε..ή νόμιζε πως το΄θελε. Ποτέ δεν μπόρεσε να πει με ειλικρίνεια ή με απόλυτη βεβαιότητα. Μα συχνά, σαν έπινε κι ένα κρασάκι παραπάνω και λυνότανε η ζωή του κι έπιανε ασύλληπτες ταχύτητες προς τα χτες, σε χρόνους που τους έζωνε πια το μυστήριο του περασμένου, έπαιρνε ύφος μεγάλου και σπουδαίου ρήτορα και το ανακοίνωνε στη φιλική παρέα: «Άμα βρεθεί η κατάλληλη, την αποχαιρετώ την εργένικη ζωή…». Και ποια θα ήταν άραγε κατάλληλη για ένα πενηντάχρονο οπαδό της μοναχικότητας, αφημένο εδώ και καιρό σε παγιωμένες συνήθειες και στέρεες τακτικές; 

Ποτέ δεν το ξεκαθάριζε, σπανίως το πλαισίωνε κι άφηνε έτσι μια ασάφεια να πλανιέται ανάμεσα στις κουβέντες και στις σκέψεις του καθενός. Τόση που να σπεύδουν διάφοροι καλοθελητές, κυρίως γένους θηλυκού, να του βρούνε την… κατάλληλη. Και η ιδανική σύντροφος , τελείως συμπτωματικά, ήτανε μια φίλη, μια συγγενής, μια γνωστή, πανέμορφη και πανάξια στις περιγραφές τους, άτυχη, όμως, στις αναφορές τους, από τις περιπτώσεις εκείνες που η τύχη περνάει και φτύνει και –κατά τα φαινόμενα-αυτή θα ήταν και η ιδανική σύντροφος για έναν… τολμηρό που αποφασίζει εκεί, στου δρόμου τα… μισά, κατά τον ποιητή, να εγκαταλείψει τις μοναχικές του διαδρομές και να ακουμπήσει τον βίο του σε ένα γυναικείο μπράτσο.

΄Υστερα άρχιζαν οι προσπάθειες για μια συνάντηση, για την πρώτη γνωριμία. Και πάσκιζε ο καθένας να βρει το ιδανικότερο μέρος, να δημιουργήσει τις ευνοϊκότερες συνθήκες, έτσι ώστε να συντελεστεί το ευτυχές γεγονός. Κι από κοντά πια ο…εργένης, μήπως και την ύστατη στιγμή αλλαξοπιστήσει και στρίψει στην πρώτη αφορμή και γίνει η γνωριμία …Βατερλώ. Και δώστου οι εύφημες μνείες για την υποψήφια. Τόσες , που ήτανε να απορεί κανείς πώς και δεν είχε βρεθεί ακόμα ο…πανέξυπνος εκείνος άντρας που θα εκτιμούσε αμέσως τα πλούσια και καθόλου ευκαταφρόνητα προσόντα και θα έσπευδε να της τάξει γάμο και λαγούς και …πετραχήλια γενικότερα.

Η τελευταία που μπήκε στον κατάλογο, μια σαραντάρα φρεσκοχωρισμένη, ήτανε , κατά τις πλούσιες , γλαφυρότατες περιγραφές, κάτι ανάμεσα σε Θεά Αφροδίτη και Θεά Αθηνά, ένας εκρηκτικός συνδυασμός εξωτερικής ομορφιάς και εσωτερικής καλλιέργειας. Με άψογο χαρακτήρα, καλή δουλειά, ακόμα καλύτερες προοπτικές, νοικοκυρά, χρυσοχέρα, ένα θαύμα γενικά της φύσης, που ήτανε να αναρωτιέται πραγματικά κανείς γιατί την άφησε ο τέως σύζυγος και έψαξε την ευτυχία σε άλλες αγκαλιές. Και κατά μια διαβολική σύμπτωση πέσανε απάνω του δυο τρεις για τη συγκεκριμένη περίπτωση και όλοι με τα καλύτερα λόγια, με τις καλύτερες επισημάνσεις, τόσο που είπε να παραμερίσει και τον τελευταίο δισταγμό και να δεχτεί να συναντηθεί με το…πεπρωμένο του.

Η γνωριμία ορίστηκε σε ένα από τα σπίτια της παρέας, όπου θα μαζεύονταν τάχα όλοι για μία από τις συνηθισμένες τους συνάξεις. Μια ώρα πριν την καθορισμένη, στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη του, έριξε μια τελευταία ματιά στο ατσαλάκωτο κοστούμι του, επιθεώρησε τον κόμπο της γραβάτας του-τελευταία αγορά και από τις ακριβότερες που είχε κάνει – πήρε μια βαθιά αναπνοή λες και επρόκειτο να κάνει κατάδυση χωρίς φιάλη οξυγόνου και βγήκε στον καινούριο δρόμο του με σκέψεις ανάμικτες, καρδιά μπερδεμένη, γεμάτη ερωτηματικά.

Σε πολύ λίγο, χτυπούσε το κουδούνι του σπιτιού κρατώντας ένα κουτί σοκολατάκια. Απέφυγε τα λουλούδια, ίσως τα θεωρούσαν πολύ ρομαντικά κι αυτός ποτέ δεν ήταν τόσο συναισθηματικός. Του άνοιξε αμέσως η οικοδέσποινα, λες και περίμενε πίσω από την πόρτα, τον τράβηξε σχεδόν από το χέρι για να τον οδηγήσει στα ενδότερα και φυσικά πρώτα πρώτα τον έστησε μπροστά στην υποψήφια, που τον περίμενε με τόσο λούσο και τέτοιο φτιασίδι , ώστε να αναρωτηθεί αμέσως τι πραγματικά θα έβλεπε μπροστά του, αν όλα αυτά την εγκατέλειπαν, αν γίνονταν άξαφνα τα… αποκαλυπτήρια και αντίκριζε την πραγματική της εικόνα. Κι όταν προσπάθησε να του χαμογελάσει με ύφος δήθεν ντροπαλό, δήθεν συνεσταλμένο πίσω από το κατακόκκινο, αστραφτερό κραγιόν της, ένα σφίξιμο τον έπιασε στο στήθος, ανέβηκε ύστερα στον λαιμό, έφτασε μέχρι τον κόμπο της καινούριας, πανάκριβης γραβάτας του , τον έδεσε ακόμα πιο σφικτά, ακόμα πιο αποπνικτικά, που βγήκε το « χαίρω πολύ» σαν « αντίο».


Έκανε στροφή, άνοιξε μόνος του την πόρτα με όλα τα βλέμματα και τα μισόλογα καρφιά πάνω στην πλάτη του. Αδιαφόρησε. Περπάτησε γοργά μέχρι την πλατεία αψηφώντας το κρύο του Γενάρη, ανάπνευσε βαθιά την κρύα νύχτα, ανάσανε ξανά και ξανά τις επιλογές του. Γύρισε ύστερα στη μοναξιά του με μια καινούρια αίσθηση της ελευθερίας του, αφτιασίδωτης, χωρίς κόκκινα, αστραφτερά δεσμά. 
Ελένη Αρτεμίου Φωτιάδου

No comments: