Sunday, August 30, 2015

Με τον φακό των λέξεων

Ελένης Αρτεμίου Φωτιάδου 
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι; 

Όταν τελειώνει ο Αύγουστος είναι λες και τελειώνει μια συναυλία. Παύει η μουσική, κλείνουν τα φώτα, κοπάζει το ξέφρενο κύμα του κορμιού κάτω από τους έντονους ρυθμούς του ήλιου. Κι ένα δειλό αγέρι, δραπέτης από επικείμενες φθινοπωρινές ανάσες, μπαίνει απρόσκλητο τα βράδια στη γλυκόπικρη, ενδιάμεση νύχτα ενός αναπόφευκτου τέλους και μιας αναπόδραστης αρχής.

Μα το καλοκαίρι, ήρθε και πέρασε κι ακούμπησε το μαυρισμένο δέρμα του επάνω στα λευκά μας όνειρα, που σαν μεγάλα επίπεδα βότσαλα περίμεναν χέρια παιδικά να τα ζωγραφίσουν και να τα στολίσουν σε προθήκες μνήμης. Και τώρα… τι; Ακολουθούμε τη σκέψη του Οδυσσέα Ελύτη, συνυπογράφοντας πως… «Όλα τα πήρε το καλοκαίρι, με τα μισόλογα τα σβησμένα, τα καραβόπανα τα σχισμένα, μες στις αφρόσκονες και τα φύκια, όλα τα πήρε, τα πήγε πέρα»; (Ο. Ελύτης, Τα Ρω του Έρωτα )

Τι μας έχουν αφήσει αλήθεια οι μέρες και οι νύχτες ενός ακόμα καλοκαιριού σ΄αυτή την ημικατεχόμενη πατρίδα; Πρωτίστως γλυκιά, προσδοκώμενη χαλάρωση εν μέσω εθνικών πόνων. Μικρές και μεγάλες αποδράσεις σε βουνό και θάλασσα, πασπαλισμένες με το τραύμα ενός εγκλεισμού, χρόνια τώρα, σε αδιέξοδα και ατέρμονες ελπίδες, που αρνούνται πεισματικά να συρθούν με την πλάτη στον τοίχο και να σηκώσουν τα χέρια ψηλά. Μα είναι στη φύση του ανθρώπου να αποζητά το φως ακόμα και στο πιο βαθύ σκοτάδι του. Και να επιμένει υπομένοντας. Και να υπομένει επιμένοντας.

Αυτό λοιπόν πράξαμε και φέτος σε ένα εκπληκτικό συνδυασμό ξεκούρασης και ακούραστης αναμονής. Και τώρα, καθώς το φθινόπωρο αναβοσβήνει εμπρός μας τα χλομά του φώτα , προειδοποιώντας μας για την ακάθεκτη επέλασή του, εμείς πεισματικά κρατάμε λίγο ήλιο καλοκαιρινό μέσα στα μάτια και μετουσιώνουμε τη ζέστη της μέρας σε θέρμη της καρδιάς. Δεν είναι καύσωνας αυτός που κουβαλάμε, είναι φωτιά που θέλουμε να μας ζεσταίνει σε όλες τις κρύες μέρες και νύχτες που δεν τσιγκουνεύεται ποτέ του ο καιρός.

Όχι, τίποτα δεν πήρε, τίποτα δεν παίρνει ουσιαστικά το καλοκαίρι. Μέσα μας κρύβεται , μέσα μας ζει και κυοφορεί μονίμως μια είδηση που αναμένεται με πηχυαίους τίτλους, έτοιμους να κρεμαστούν στο περίπτερο της ζωής μας. Κι εμείς, πότε βιαστικοί μέσα στην καθημερινότητα και τη βιοπάλη, πότε ζητιάνοι μιας ακόμα φλόγας, περνάμε, ρίχνουμε κλεφτές ματιές, αποζητάμε ξανά το πορφυρό ένδυμα του καλοκαιριού, να ρίξουμε πάνω από την ψυχή μας να μην κρυώνει μέσα στις ανεπιθύμητες παρουσίες, μέσα στις κραυγαλέες απουσίες ενός ακόμα κίτρινου φθινόπωρου.

Παίρνουμε λοιπόν παραμάσχαλα όλες τις αναμνήσεις και πορευόμαστε στο αέναο των εποχών. Διαδρομή σε φυλλοβόλο κύκλο ημερών ο βίος. Αειθαλείς πάντα οι προσδοκίες. Αγέραστες , με καρδιά ανέμελου παιδιού, που δεν καταθέτει ποτέ τα όπλα , ακόμα και μπροστά στην επέλαση του πιο αιματηρού τάγματος ανατροπών και απογοητεύσεων. Η ζωή συνεχίζεται και αυτή είναι η μαγεία και ιδιαιτερότητά της. 

Και μέσα στην κάθε μέρα της, είτε απλοί πεζοπόροι, είτε επίμονοι ορειβάτες, ας ανακαλύψουμε στιγμές μοναδικές, στιγμές ευτυχίας, πλουσιοπάροχες μέσα στη λιτότητά τους. Γιατί ο χρόνος πάντα θα προχωρά, οι μέρες ανεπαίσθητα θα φεύγουν κι αυτό που πρέπει να μένει σαν απλωμένο σεντόνι καρδιάς στο ξωπόρτι μας, λευκή σημαία της παράδοσής μας στο Ωραίο, θα πρέπει να είναι η διάθεσή μας να κατακτήσουμε ακόμα μια ανθρώπινη, ανεπανάληπτη στιγμή!

Κι αφού η αφόρμηση γι΄αυτή την κατάθεση σκέψεων υπήρξε η υπέροχη ποίηση του Ελύτη, με στίχους δικούς του θα ήθελα να ολοκληρώσω: «Ο χρόνος είναι γρήγορος ίσκιος πουλιών. Τα μάτια μου ορθάνοιχτα μες στις εικόνες του!». 
(Ο. Ελύτης, Προσανατολισμοί)

Ελένη Αρτεμίου Φωτιάδου 

Monday, August 24, 2015

Με το φακό των λέξεων

Ελένης Αρτεμίου Φωτιάδου 
Ο δρόμος παρατημένος στα άγρια δόντια του χρόνου , το μονοπάτι χορταριασμένο κι ένας Αύγουστος που όδευε στη δύση του με τα γινάτια μικρού παιδιού που δεν θέλει να αφήσει το παιχνίδι του.

Σταμάτησε το αυτοκίνητο στην άκρη του δρόμου, απέναντι ακριβώς από τον πορφυρό δίσκο που ετοιμαζότανε για τη στερνή βουτιά του πίσω από το βουνό. Η νύχτα έστελνε ήδη τις πρώτες σκιές να σκαρφαλώσουνε επίμονα στα δέντρα, στις κορφές, στα μάτια των ανθρώπων που κλείνανε σιγά σιγά τη μέρα και ετοιμάζονταν για τα μεγάλα, σιωπηλά τους όνειρα. Το χωριό του, μικρό και λιτό μέσα στο σούρουπο, τον καλωσόρισε διακριτικά στέλλοντάς του γνώριμες εικόνες, βγαλμένες από παιδικές αναμνήσεις, εφηβικές διαδρομές. Τίποτα δεν είχε αλλάξει στο πέρασμα του χρόνου εκτός ίσως από τους φόβους και τις ανάγκες των ανθρώπων του. Η ζωή τραβούσε πεισματικά την ανηφόρα της σέρνοντας ξοπίσω της σαν αερικά ανθρώπους και ανθρωπάκια με τη φθορά της σάρκας και του πνεύματος.

Γιατί γυρνούσε; Γιατί επέστρεφε τώρα σε ένα χωριό που δεν τον αγκάλιαζε πια με κανένα πρόσωπό του; Η μάνα του είχε πεθάνει όταν εκείνος έκλεινε τα δέκα. Κι ο πατέρας του είχε φύγει πριν τρία χρόνια για τον άλλο κόσμο, αφήνοντας ανάμεσά τους ένα μεγάλο , αξεδιάλυτο παράπονο. ΄Ανθρωπος μοναχικός, με κοφτές κουβέντες, με δίκιο πάντα αδιαπραγμάτευτο, τον έδιωχνε κάθε φορά με τον τρόπο του, σαν κυματοθραύστης που θέλει να συνθλίψει όλα τα κύματα που απειλούν την ηρεμία του.

Μα σήμερα μέσα του είχε κλείσει με πάταγο μια πόρτα και πίσω της έπεσαν στο πάτωμα όλα τα λόγια που είχε κρεμάσει στα καρφιά της, να έχει να δίνει κάθε φορά παραγγελιά στον γιο του, όταν έφευγε. Σήμερα καβγαδίσανε περισσότερο από όσο μπορούσε να αντέξει η ψυχή του. Κι ας μην το΄θελε, ας είχε πάντα μόνο λόγια αγάπης να του πει και ένα χέρι προστατευτικό να του περάσει στον ώμο. 

Δεκάξι χρονώ ν παλικάρι, μεγάλωνε δίπλα του όπως είχε μεγαλώσει κι ο ίδιος κάποτε, χωρίς μάνα, με εκείνον μόνο να κρατάει στα λόγια και στα χέρια του τον διπλό ρόλο του γονιού. Μα λες και μια κακή μάγισσα έμπαινε πάντα απρόσκλητη ανάμεσά τους και με τα μαγικά βοτάνια της κατάφερνε να κάνει τα λόγια του απειλές και τα δικά του ποτάμι κόκκινο που έφτανε κοντά του σαν αίμα από τη σκοτωμένη ειρήνη ανάμεσά τους.

Ένα ελαφρύ αεράκι , σταλμένο από τη δρόσο των βουνών, ήρθε μες στο αυγουστιάτικο σούρουπο και του χάιδεψε το πρόσωπο. Αεράκι φλύαρο, φερμένο λες από καλοκαίρια που΄σβησαν στην άμμο του παρελθόντος , όταν τα αγκάλιασε το κύμα του χρόνου.

Γονάτισε, αφέθηκε στη μεγαλοσύνη της στιγμής. ΄Εγειρε επάνω σε έναν Αύγουστο που τον έλουζε πλουσιοπάροχα με τα χρώματα, τις μυρωδιές, τις ανάσες του. ΄Υστερα κίνησε για το κοιμητήριο. Πέρασε πρώτα από τον τάφο της μάνας του, σταυροκοπήθηκε μπρος στη φωτογραφία της, έτσι όπως θα σταυροκοπιότανε κανείς μπροστά σε εικόνισμα αγίου. Κι ύστερα βρήκε την ανάπαυση του πατέρα του, έμεινε να τον κοιτά με χτυποκάρδι περίεργο, σαν άγρια θάλασσα που ξεθυμαίνει και αγκαλιάζει πια στοργικά τις ακτές της. ΄Οταν τελικά μίλησε, η φωνή του ακούστηκε σαν εξομολόγηση σε αναστημένο του Θεό.



«Είναι πια αργά για μας τους δυο, μα έστω και τώρα θα ήθελα , πατέρα, να σου πω πως…καταλαβαίνω. Γιατί κάποια στιγμή η τραυματισμένη καρδιά κατανοεί όσα απέρριπτε κάποτε ένα ανάστατο μυαλό». 

Ελένης Αρτεμίου Φωτιάδου 

Tuesday, August 11, 2015

Με το φακό των λέξεων

Ελένης Αρτεμίου Φωτιάδου 
Η Πράγα ανάσαινε μέσα στις καλοκαιρινές ματιές του ουρανού της σαν φιλάρεσκη μέρα που καρτερά το βλέμμα αγαπημένου προσώπου. Κι οι τουρίστες που την κατέκλυζαν από κάθε γωνιά της γης , απλόχερα της χάριζαν ματιές γεμάτες αγάπη και θαυμασμό. Το ποτάμι διέσχιζε το σώμα γυναίκας που άπλωνε η πόλη στα νερά του και το μοίραζε σε δυο πολύχρωμα όνειρα με εντυπωσιακά κτήρια και έρωτες που τους έφερνε θαρρείς μια άλλη εποχή, ρομαντική. 

Περπάτησα στα στενά της δρομάκια, εισέπνευσα αχόρταγα την Ιστορία και την ομορφιά της , αφέθηκα στη σαγήνη της ιδιαιτερότητάς της. Στο πέρασμά μου από την παλιά πόλη και την ιστορική πλατεία, μια περίεργη φαντασίωση με ανέβασε στην άμαξα με τα περήφανα στολισμένα άλογα και μαζί καλπάσαμε σε ένα παρελθόν γεμάτο κρινολίνα και περίτεχνες τουαλέτες δεσποινίδων και κυριών. Κι όταν τα βήματά μου με οδήγησαν στη γνωστή Γέφυρα του Καρόλου, σήμα κατατεθέν της πόλης, με συντρόφεψαν τα αγάλματα, πλήθος μικροπωλητών κι άνθρωποι από όλες τις γωνιές της γης, που έσμιγαν τη δίψα τους για τη σαγήνη του διαφορετικού στην Πράγα της Κεντρικής Ευρώπης.

Στο τέρμα της Γέφυρας σταμάτησα, κοίταξα πίσω, η ίδια ομορφιά ακόμα με χτυπούσε συνωμοτικά στην πλάτη και μου ψιθύριζε τα λόγια του πιο γνωστού συγγραφέα της πόλης, του Franz Kafka: «Όποιος διατηρεί την ικανότητα να βλέπει την ομορφιά, δεν γερνάει ποτέ». Κι ένας άνεμος γεμάτος καλωσόρισμα και διανόηση με έσπρωξε προς το Μουσείο του μεγάλου αυτού Τσεχοεβραίου συγγραφέα, ένα χώρο γεμάτο με την ιδιόμορφη παρουσία του, τα βιβλία, τα σημειώματά, τους έρωτες και τα πάθη του.

Μια μεγάλη οθόνη στην είσοδο του Μουσείου μας παρέπεμπε στην εποχή που έζησε ο Kafka, τέλος δεκάτου ενάτου και αρχές εικοστού αιώνα. Κι ύστερα μια περιδιάβαση στην προσωπικότητα, στις σκέψεις , στα συναισθήματά του. «Θα ήθελα να είμαι μόνο λογοτεχνία και μόνο αυτό μπορώ και θέλω να είμαι”, είναι το πρώτο που διαβάζω στον τοίχο με τα αποφθέγματά του κι αυτό νομίζω είναι η στάση ζωής που τήρησε και υπηρέτησε στον σύντομο βίο του. 

Μια ζωή με έντονη, παθιασμένη γραφή, η οποία σκίαζε τις περισσότερες φορές προσωπικό, οικογενειακό, κοινωνικό χρόνο, αλλά αυτή ήταν η επιλογή ενός νέου οραματιστή, που μέσα από τις λέξεις και τις σκέψεις του προσπαθούσε να αφήσει το πιο βαθύ, πνευματικό αποτύπωμά του στον χρόνο. Κι ίσως , στην πάλη αυτή με τις ιδέες και τις λέξεις , στα σχήματα αυτά που επίμονα έφτιαχνε με τις ανάλογες δόσεις πνεύματος και θέλησης, ποτέ να μη φαντάστηκε πως μια μέρα , ο μόχθος αυτός θα γινότανε ένας ακόμα θελκτικός προορισμός για τους επισκέπτες της γενέτειράς του.

Μέχρι την έξοδο του Μουσείου είχα σχηματίσει μέσα μου την εικόνα ενός ερωτευμένου με την τέχνη του λόγου διανοούμενου, ο οποίος πάλεψε και πέτυχε να απελευθερωθεί μέσω της συγγραφής από καταπιεστικές πατριαρχικές φόρμες, γραφειοκρατικές διαδικασίες, επαγγελματικές υποχρεώσεις και αδηφάγες χρονοβόρες δεσμεύσεις της καθημερινότητας, για να μπορέσει να αφήσει στα χειρόγραφά του όλο εκείνο τον κόσμο των ιδεών και των σκέψεων που τον καταδίωκε και τον έκανε να γράφει νυχθημερόν. 

Ο θάνατός του από φυματίωση στην ηλικία μόλις των σαράντα ενός χρόνων δεν ήτανε το τέλος αλλά η αρχή μιας ατέλευτης γνωριμίας των επόμενων γενεών με το ταλέντο, τη θέληση και την επιμονή ενός ιδιαίτερου λογοτέχνη, που πέτυχε να δώσει μέσα από τα διηγήματα, τις νουβέλες, τα μυθιστορήματα, τα ημερολόγια, τις επιστολές και τα άλλα έργα του την απτή απόδειξη της γνωστής φράσης του: «Τα βιβλία που έχουμε ανάγκη είναι εκείνα που πέφτουν σαν το τσεκούρι στην παγωμένη θάλασσα της ψυχής μας».
Ελένης Αρτεμίου Φωτιάδου

Monday, August 3, 2015

Με το φακό των λέξεων

Ελένης Αρτεμίου Φωτιάδου
Ήρθε κι ο Αύγουστος, που να΄ταν δυο φορές τον χρόνο, κατά τη λαϊκή ρήση και το καλοκαίρι χορεύει τον πιο τρελό και έντονο χορό του στο μυαλό μας, ενώ ο ήλιος υποκλίνεται όλο και πιο βαθιά πάνω στη σάρκα μας. Τα βράδια μια μεγαλόπρεπη σελήνη παίρνει τη φωτεινή σκυτάλη κι όλα ασημώνουν πάνω από την ανάπαυλα και την ανθρώπινη ανάγκη για χάδια καλοκαιρινά. Κι είναι πιο επίκαιροι από ποτέ οι στίχοι του Οδυσσέα Ελύτη, ο οποίος ζωγραφίζει μοναδικά το πρόσωπο του Αυγούστου.

« Ο Αύγουστος ελούζονταν μες στην αστροφεγγιά
κι από τα γένια του έσταζαν άστρα και γιασεμιά
Αύγουστε μήνα και Θεέ σε σέναν ορκιζόμαστε
πάλι του χρόνου να μας βρεις στον βράχο να φιλιόμαστε
Απ΄την Παρθένο στον Σκορπιό χρυσή κλωστή να ράψουμε
κι έναν θαλασσινό σταυρό στη χάρη σου ν΄ανάψουμε
Ο Αύγουστος ελούζονταν μες στην αστροφεγγιά
κι από τα γένια του έσταζαν άστρα και γιασεμιά» (Τα Ρω του Έρωτα)

Του Αυγούστου η θάλασσα γίνεται τεράστια αγκαλιά για την ψυχή και την καρδιά που την ονειρεύτηκε. Τα βουνά με όρθια την πράσινη ομορφιά τους , σκύβουν για λίγο , ψιθυρίζουν στις αισθήσεις μας τα πλούσια δώρα τους κι ύστερα αποσύρονται προσωρινά από τη σκηνή, προσμένοντας το χειροκρότημα της επιλογής μας. Και οι καρποί, γεννήματα παραδείσου καλοκαιρινού, μας προσκαλούν με τη γεύση και τη δροσιά τους σε απολαύσεις λιτές και πλουσιοπάροχες παράλληλα.

Κι αν ζωγραφίζαμε κι εμείς τον Αύγουστο του τόπου μας με λέξεις, χρώματα, συνθέτοντας εικόνες αγαπημένες, σίγουρα θα στολίζαμε τον καμβά με δρομάκια παραδοσιακά σε χωριά μας γραφικά, παραλίες γαλάζιες σαν το βλέμμα της καρδιάς μας, σύκα, σταφύλια και κρασί, του μόχθου μας γέννημα κι ανάθρεμμα.

Μα έρχονται και στιγμές που ένα κρύο βοριαδάκι φυσάει μέσα στη χαρά μας, απρόσκλητο, επίμονο, κυρίαρχο στη σκέψη, στις λέξεις, στα ανήσυχά μας βλέμματα. Είναι οι ώρες που η πατρίδα στέλνει ξανά το πένθος της μες στη ζωή, υπόμνηση ενός άλλου κόσμου που γερνάει μακριά μας με όλες τις ασθένειες ενός τεράστιου ελλείμματος αγάπης. Βγαίνουνε τότε τα τραυματισμένα μας χωριά, οι πληγιασμένες πόλεις μας σαν ορφανά πολέμου μες στους δρόμους μας και όλα γίνονται μνήμη που ρέει ακατάσχετη θλίψη και οργή. Ποτέ δεν θα μπορέσει της πατρίδας ο έρωτας να καταλαγιάσει και άγονους χρόνους να προσκυνήσει, αισθήματα να απεμπολήσει και Ιφιγένειες να θυσιάσει για χάρη ανέμων που δεν υπόσχονται ταξίδια, μα φέρνουν στη δίνη τους φουρτουνιασμένες θάλασσες του μέλλοντος. 

Η Μεσαριά, ο Πενταδάκτυλος, η Μόρφου, η Αμμόχωστος , σκλάβοι ενός Αυγούστου αποστάτη και σκληρού, έρχονται τις νύχτες και μπαίνουν κάτω από τις ανάσες μας κι όλα τα όνειρα μοσκοβολάνε πεύκο, ελιά , ανθούς πορτοκαλιάς και λεμονιάς. Κι οι λέξεις μας, αδιάλειπτα, με τα ίδια καλοκαιρινά φωνήεντα πλάθουν τη μεγάλη πίστη για λευτεριά και επιστροφή. Δεν έχει τέλος τούτος ο πόθος για του δίκιου και της ανάστασης το μερτικό. Μονάχα αγώνα. 

Εν κατακλείδι δανείζομαι κάποιους στίχους του Κλείτου Κύρου, ποιητή της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς από τη Θεσσαλονίκη, ο οποίος εκφράζει απόλυτα στην ποιητική του σκέψη και τους δικούς μας στοχασμούς.
«Τούτο το καλοκαίρι είτε το άλλο που θα 'ρθει…
κάποιο καλοκαίρι τέλος πάντων θα ξαναγυρίσουμε
πιο δυνατοί πιο μεστωμένοι…» ( Ποίημα: Θα ξαναγυρίσουμε )
Ελένη Αρτεμίου Φωτιάδου