Monday, November 30, 2015

Εν αρχή ην το ταλέντο

Της Τόνιας Τσακίρη
Οδυσσέας Άννινος 
Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Διακοσμητών 
μιλάει για το επάγγελμά του

Ο κ. Οδυσσέας Άννινος είναι πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Διακοσμητών - Μορφολόγων και διαθέτει διακοσμητικό - μελετητικό γραφείο το οποίο αναλαμβάνει παντός είδους μελέτες και διαμορφώσεις χώρων. Αρχικά παρακολούθησε για δύο χρόνια μαθήματα ζωγραφικής σε ένα εργαστήρι ελεύθερων σπουδών, ενώ στη συνέχεια φοίτησε στην ιδιωτική σχολή Δοξιάδη για τρία χρόνια, όπου και απέκτησε το πτυχίο του διακοσμητή. Μετά τις σπουδές του, επειδή το επάγγελμα του διακοσμητή δεν είχε ακόμη ζήτηση στην Ελλάδα, εξυπηρετούσε τους λιγοστούς πελάτες του από ένα σχεδιαστήριο που είχε στο σπίτι του, ενώ συγχρόνως για να αυξήσει τα έσοδά του ζωγράφιζε και πίνακες ώσπου, το 1985, άνοιξε το δικό του γραφείο.

Ποια γεγονότα καθόρισαν την επαγγελματική σας πορεία;
«Η ζωγραφική ήταν ένας τομέας που με απασχόλησε από πολύ νωρίς, καθώς από τα παιδικά μου χρόνια οι ακουαρέλες και χρώματα αποτελούσαν ένα μέσο έκφρασης. Το αβέβαιο όμως μέλλον αυτού του επαγγέλματος, του ζωγράφου, με ώθησε να ασχοληθώ με ένα παρεμφερές επάγγελμα παρ' όλο που παρακολούθησα στο εργαστήρι του ζωγράφου Δ. Χυτήρη μαθήματα εικαστικής τέχνης επί δύο χρόνια».

Τι προσόντα χρειάζεται κάποιος για να γίνει επιτυχημένος διακοσμητής;
«Το ταλέντο είναι ένα στοιχείο, όπως προανέφερα, που είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το συγκεκριμένο επάγγελμα, το οποίο βέβαια πρέπει να συνδυάζεται και με τις κατάλληλες σπουδές. Οι νέοι που επιθυμούν να αποκτήσουν πτυχίο διακοσμητή μπορούν να αποφοιτήσουν από τα ΤΕΙ ή από μια ιδιωτική σχολή ή ακόμη και να σπουδάσουν στο εξωτερικό και στη συνέχεια να παρακολουθήσουν ένα μεταπτυχιακό προκειμένου να εξειδικευθούν».

Ποιες είναι οι προοπτικές ενός διακοσμητή;
«Η οικονομική εξέλιξη της χώρας μας καθώς και η πληθώρα εντύπων, διαφημίσεων και καταστημάτων με διακοσμητικά είδη είναι δύο από τους βασικότερους παράγοντες που έχουν συμβάλει στην αύξηση ζήτησης των διακοσμητικών υπηρεσιών τα τελευταία χρόνια. Όταν πρωτοξεκίνησα αυτό το επάγγελμα, τη δεκαετία του '70, κυρίως οι ευκατάστατοι πολίτες, όπως κάτοικοι των βορείων και νοτίων προαστίων της Αττικής, ζητούσαν τη βοήθειά μας. Σήμερα όμως η κατάσταση έχει αλλάξει και θα έλεγα ότι το μέλλον του επαγγέλματος διαγράφεται θετικό. Μια μεγάλη μερίδα των νέων που αποφοιτούν απορροφώνται από εταιρείες ή εργοστάσια παραγωγής, π.χ. επίπλων, ειδών δώρων, κλιματιστικών κ.ά., στα οποία συνήθως προσφέρουν μόνο διακοσμητικές συμβουλές και δεν προβαίνουν σε διαμορφώσεις των χώρων. Άλλος δρόμος είναι να προσληφθούν σε ένα τεχνικό γραφείο, όπου θεωρώ ότι είναι και η ωφελιμότερη περίπτωση, τουλάχιστον για τα πρώτα βήματα, καθώς μπορούν να αποκτήσουν εμπειρία, παρακολουθώντας τους επαγγελματίες διακοσμητές και στη συνέχεια να δημιουργήσουν το δικό τους γραφείο, εφόσον θα έχουν κάνει γνωριμίες».

Ποιες είναι οι οικονομικές απολαβές;«Οι οικονομικές απολαβές δεν είναι ιδιαίτερα υψηλές για τους νέους επαγγελματίες, εφόσον στις περισσότερες περιπτώσεις, όταν προσλαμβάνονται σε εταιρείες, ο μισθός τους ξεκινά περίπου από τις 150.000 δρχ. Στη συνέχεια όμως, αν ακολουθήσουν τον δρόμο του ελεύθερου επαγγελματία, ο οποίος βέβαια έχει τα ρίσκα του, η οικονομική κατάσταση αλλάζει. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι μια επίσκεψη στο γραφείο μπορεί να σας αποφέρει από 10.000 ως 20.000 δρχ. ενώ στον χώρο του πελάτη από 25.000 ως 35.000 δρχ.».

Τι συμβουλές θα δίνετε στους υποψήφιους συναδέλφους;
«Η υπομονή και η επιμονή είναι δύο στοιχεία τα οποία απαραιτήτως πρέπει οι υποψήφιοι ­ αν δεν τα διαθέτουν ­ να τα αποκτήσουν διότι εκτός του ότι πρόκειται για ένα ανταγωνιστικό και απαιτητικό επάγγελμα θα έχουν επιπλέον να αντιμετωπίσουν και τις ιδιαιτερότητες των πελατών τους. Βέβαια, βασικό εργαλείο των διακοσμητών αποτελεί το εντυπωσιακό και ισχυρό πορτφόλιο προηγούμενων εργασιών που θα χρειαστεί να επιδείξουν όχι μόνο κατά τη διάρκεια της συνέντευξης για εύρεση εργασίας στους υποψήφιους εργοδότες τους αλλά και στους μελλοντικούς πελάτες τους. Για να επιτύχουν αλλά και να παραμείνουν οι εκκολαπτόμενοι διακοσμητές "περιζήτητοι" πρέπει να ενημερώνονται διαρκώς για τις εξελίξεις, όπως τα νέα προϊόντα του χώρου, π.χ. υλικά, τάσεις, υφάσματα κ.ά., διαβάζοντας όχι μόνο ελληνικά αλλά και ξένα περιοδικά και βιβλία, καθώς και να χρησιμοποιούν το Internet για να εμπλουτίζουν τις ιδέες τους. Ενα βήμα που μπορεί να τους βοηθήσει όχι μόνο στην ενημέρωση αλλά και στην εύρεση εργασίας είναι να γίνουν μέλη της Πανελλήνιας Ενωσης Διακοσμητών - Μορφολόγων, η οποία διοργανώνει σχετικά σεμινάρια αλλά και δημοσιοποιεί αγγελίες για εργασία σε ειδικό έντυπο».

Υπέρ
* Ταξίδια * Έλλειψη ρουτίνας
Κατά
* Χαμηλοί μισθοί στην αρχή * Ιδιαιτερότητες πελατών
Απαιτούμενα χαρακτηριστικά
* Δημιουργικότητα * Υπομονή
Το Βήμα    
23/04/2000 

Sunday, November 29, 2015

Με το φακό των λέξεων

Ελένης Αρτεμίου Φωτιάδου
Μια μέρα παρά κάτι. Για το ακρωτήρι, λέω, εκεί στην άκρη της χερσονήσου των Αγίων. Αύριο γιορτάζει ο Απόστολος, σήμερα και κάθε μέρα εγκλωβισμένη σφαδάζει η μοίρα τούτου του νησιού.

Μου είπαν πως εκεί βαφτίστηκα. Εκεί, στον Απόστολο Αντρέα, με το άγιο νερό να τρέχει από τον βράχο , όπως ρέει ένα όνειρο μες στην ξηρασία των ελλείψεων και των άγονων χρόνων. Moυ είπαν ακόμα πως εκεί γινόταν μεγάλο πανηγύρι. Πήγαιναν οι άνθρωποι στη χάρη του να προσκυνήσουν, να δοξολογήσουν, να εκπληρώσουν ένα τάμα. Αχνά στη σκέψη μου έρχεται η εικόνα τώρα εμπρός μου. 


Τόσο όσο θυμάται ένα παιδί. Μα ένα μόνο δεν μπορεί να σβηστεί από τον χάρτη του μυαλού. Εκείνο το απέραντο, το γαλάζιο της θάλασσας . Το κορμί εκείνο το υδάτινο, που μου έδινε μάτια να πάω πέρα από τον ορίζοντα, χέρια να αγκαλιάσω ένα μέλλον, αφή να ακουμπήσω τα όνειρά μου.

΄Ενα ταξίδι άρχιζε εκεί ακριβώς που τέλειωνε η γραμμή ανάμεσα σε θάλασσα και ουρανό. Γιατί με τη φαντασία μου διέγραφα ό,τι με κρατούσε ακίνητη με ρίζες μες στο χώμα. Η θάλασσα είναι πάντα μια πρόσκληση, ιδίως όταν ανοίγεις διάπλατα τα παιδικά σου μάτια να την αγκαλιάσεις.

Στο σχολείο έμαθα και την ιστορία του Πρωτόκλητου. Ο πρώτος από τους μαθητές που πίστεψε στη Θεϊκή δύναμη του Ιησού. Ο πρώτος που τον ακολούθησε σε μια ταραγμένη εποχή, σε μέρες που διψούσαν για δικαιοσύνη και ειρήνη. ΄Ακουσε, πίστεψε, έδρασε ο Απόστολος. Και κάποια στιγμή πέρασε και από το νησί μας. Εκεί, στην άκρη της Καρπασίας, πρόσμενε για μέρες ένα καράβι. Κι ήρθαν κάποια στιγμή οι ναύτες για νερό, από πλοίο που είχε μείνει στα ανοικτά. 



Μα πουθενά το πολύτιμο υγρό. Τότε ο Απόστολος κτύπησε με το ραβδί του στον βράχο κι αμέσως ανάβλυσε το νερό από απρόσμενη πηγή. ΄Εκπληκτοι οι ναύτες ,με ενθουσιασμό, γέμισαν όλα τα δοχεία που είχαν φέρει μαζί τους , ανέβασαν και τον Απόστολο στη βάρκα και όταν έφτασαν στο πλοίο, διηγήθηκαν στον καπετάνιο το θαυμαστό που είχαν δει. Μα τα θαύματα δεν τέλειωσαν εκεί. Το τυφλό παιδί του καπετάνιου βρήκε ξανά την όρασή του με τη βοήθεια του Απόστολου. Κι όλοι οι άντρες στο καράβι πίστεψαν στη δύναμη του Κυρίου και έγιναν χριστιανοί.

Πάντα με μάγευε αυτή η ιστορία. Από την πρώτη φορά που την άκουσα στα μαθητικά θρανία. Για μέρες μετά έβλεπα με τη φαντασία μου τον βράχο να σπάζει και το νερό να τρέχει ακράτητο από τη ρωγμή , έτσι όπως πρέπει να τρέχει η ζωή και η ελπίδα. Κι ύστερα το άλλο μεγάλο θαύμα, η όραση που επανέρχεται, τα χρώματα που εμφανίζονται μπροστά στα μάτια του παιδιού, για να αναδείξουν το μεγαλείο της φύσης και της ύπαρξης. ΄Ισως γι΄αυτό ακόμα ελπίζω, ακόμα και τώρα που δεν στέκω απέναντι στη θάλασσά σου , Απόστολέ μου. Τώρα, λέω, που τα χρόνια μου σκιάζουνε το παιδί που θα ήθελα να συνεχίσει να υπάρχει μέσα μου. 

΄Αγιε Αντρέα μου, έμαθα πως το όνομά σου σημαίνει ανδρείος. Είχες, λοιπόν, το όνομα που θυμίζει γενναιότητα. Και γενναία πορεύτηκες για να αλλάξεις τον κόσμο. Γι΄αυτό έχω ακόμα λίγο από το γαλάζιο της θάλασσάς σου στη μνήμη μου. Και λίγο από το νερό του βράχου σου ρέει ακόμα δροσερό μες στην καρδιά μου. Μεγάλωσα πολύ από τότε. Γύρω μου γερνάνε κάθε μέρα οι ελπίδες. Μα βρέχω ακόμα τη δική μου στο αγίασμά σου και στο όνομά σου. Και περιμένω…

Ελένη Αρτεμίου Φωτιάδου

Sunday, November 22, 2015

Μαρία Κουτσούκου, Μαχητής της ζωής, της τέχνης και του πνεύματος...

Βιβλία της "Κοντά στα 14" και "Γιατί;... και γιατί όχι;"
Η Μαρία Κουτσούκου (facebook) είναι ηθοποιός και ζει στην Αθήνα. Έχει σπουδάσει θέατρο κι έχει δουλέψει σε πολλούς θιάσους, εταιρικούς και μη. Επί δεκαπέντε χρόνια ανήκε στο δυναμικό του Εθνικού Θεάτρου συμμετέχοντας σε πολύ σημαντικές παραστάσεις. Επίσης, έχει εργαστεί στο κρατικό ραδιόφωνο σε πάρα πολλές εκπομπές: θεατρικές, παιδικές σειρές, μουσικές δικές της παραγωγές -λάιβ-, εκπομπές ποίησης-λογοτεχνίας κ.λπ. 

Έχει κάνει αρκετές τηλεοπτικές μεταγλωττίσεις κινουμένων σχεδίων και αφηγήσεις σε διάφορα ντοκιμαντέρ. Όπως δηλώνει η ίδια, το καταφύγιο της από τότε που θυμάται τον εαυτό της ήταν και είναι το γράψιμο, γιατί της δίνει τη δυνατότητα να εκφράζεται όπως ακριβώς νιώθει. 

Αγαπάει την τέχνη της ηθοποιού, της δημιουργεί έντονα και ποικίλα συναισθήματα. Όμως, το γράψιμο την απογειώνει, της δημιουργεί ακόμα πιο βαθιά αίσθηση πληρότητας και αποτελεί πηγή ζωής για κείνη.

Το πρώτο της βιβλίο "Κοντά στα 14" κυκλοφορεί από τον εκδοτικό οίκο "Κονιδάρη" με μεγάλη επιτυχία και έχει αποσπάσει πολύ θετικά σχόλια. Το δεύτερο της μυθιστόρημα έχει τίτλο "Γιατί;... Και γιατί όχι;" και κυκλοφορεί από τον εκδοτικό οίκο "Κονιδάρη¨.

Η Μαρία Κουτσούκου είναι ένα άτομο γεμάτη ευαισθησίες κι ανησυχίες για τον άνθρωπο. Οι γόνιμοι προβληματισμοί της για τη ζωή κυριαρχούν στη σκέψη και τις ενέργειες της. Φυσικό επακόλουθο να εκδηλώνονται με διάφορους τρόπους. Ο γραπτός λόγος, της δίνει την πρόσθετη ευκαιρία και ίσως την πιο απολαυστική, να εκφραστεί μέσα από τα εσώψυχα της και να απλώσει τις μύριες τόσες σκέψεις, ιδέες και απόψεις της.

Καλλιεργημένη με παιδεία και βαθιά ανθρώπινη, προσπαθεί και παλεύει με τον τρόπο και τα μέσα που διαθέτει για να φέρει σε πέρας, αυτό που στο τέλος θεωρεί ως ύψιστη αποστολή της, τα μηνύματα που θέλει, να διαδώσει μέσα από τα ωραία γραπτά της κείμενα.

Μετριοπαθής και χαμηλών τόνων, όπως ταιριάζει σε μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα, συνδυάζει την ανεπιτήδευτη υψηλοφροσύνη με τη σαγηνευτική απλότητα, που της προσδίδει ιδιαίτερη αξία.

Ταλαντούχα όχι μόνο στο θεατρικό σανίδι αλλά και στο πάλκο του γραπτού λόγου, γράφει άνετα και περιγράφει κατανοητά τις όμορφες ιστορίες της. Εξιστορεί τα δρώμενα μέσα από ωραίες και ευφάνταστες πλοκές όπου στην κορύφωση τους εκπλήττουν με το αποτέλεσμα τους.

Βρίσκει την ευκαιρία με ευρηματικό τρόπο να αναμιγνύει την απλότητα της καθημερινότητας με την πολυσύνθετη ωμή πραγματικότητα της ζωής, όπου το πιθανό διαδέχεται το απίθανο σε ένα αδυσώπητο δρόμο, του καλού με του κακού. Οι ιστορίες με την απλότητα που υφαίνει στον καμβά των μυθιστορηματικών της έργων και την αμεσότητα των κειμένων της που τις καταγράφουν, καταφέρνουν, να γεννούν το ενδιαφέρον του αναγνώστη σταδιακά και με αυξανόμενο ρυθμό από ενότητα σε ενότητα.

Στις ιστορίες της που αφηγείται, κυρίαρχο στοιχείο είναι η ίδια η ζωή, η ανθρώπινη συμπεριφορά, τα συναισθήματα, τα μίση και τα πάθη μέσα από τα συνεχή δρώμενα και το ασταμάτητο κυνηγητό της μοίρας. Χρησιμοποιεί γλώσσα κατανοητή χωρίς λεκτικές υπερβολές και περιττές ωραιοποιήσεις. 

Η Μαρία Κουτσούκου αφηγείται και συμπάσχει μέσα από τα γραφόμενα της με λεπτότητα, ευαισθησία και τρόπο ελκυστικό. Σε κάθε σελίδα των βιβλίων της, μας παρασύρει ώστε, να μην τα παρατήσουμε μισοτελειωμένα. Όχι μόνο από την περιέργεια που δημιουργείται, αλλά και για την ιστορία που φαντάζει τόσο αληθινή, ώστε, να προσδοκούμε τη λύτρωση στο τέλος.

Μαχητής του ωραίου και του καλού, ο κόσμος της Μαρίας Κουτσούκου είναι απλός και ταυτόχρονα σύνθετος, καλός αλλά συνάμα γεμάτος κακίες, όπως ακριβώς είναι η ίδια η ζωή μας. Τοποθετώντας τους ήρωες της ως μαχητές του ωραίου και του καλού, να αγωνίζονται αδιάκοπα, να παλεύουν και να μάχονται μέσα από Λαιστρυγόνες και Κύκλωπες μέχρι να φτάσουν στην ποθητή Ιθάκη.

«Κοντά στα 14»

Το βιβλίο της Μαρίας Κουτσούκου «Κοντά στα 14», απορροφάει τον αναγνώστη από την αρχή μέχρι το τέλος. Η έντονη ιστορία του με τα ξεχωριστά μηνύματα της πλοκής, τη σταδιακή κλιμάκωση, που καταλήγει στην κορύφωση του δράματος, όπου στο τέλος, η θεία δίκη λειτουργεί καθαρκτικά, είναι συγκλονιστική και απρόσμενη.

Χαρακτηριστική η ακόλουθη παράγραφος: «Ο φύλακας-άγγελος που περίμενα, να έρθει και να με εφοδιάσει με τις προστατευτικές του χρυσές φτερούγες για να πετάξω μακριά, δεν ερχόταν. Γιατί δεν υπήρχε παρά μόνο στο εργαστήρι της φαντασίας μου. Εκεί καταχωρούσα πολλές εικόνες, όπου δημιουργούσα συνέχεια καινούργιες συνθέσεις και τις κρατούσα ατόφιες στο σκληρό δίσκο της μνήμης μου, για να τις απολαμβάνω όποτε ένιωθα εγκαταλειμμένη και μόνη, δηλαδή τον περισσότερο καιρό».

Ο λόγος, της Μαρίας Κουτσούκου είναι λιτός και ρεαλιστικός, κάποτε σκληρός και άλλοτε τρυφερός, επιβεβαιώνοντας την άποψη πως το οδοιπορικό της ζωής έχει πολλά μονοπάτια, τα οποία σύμφωνα με τις επιλογές μας -έστω και άθελα μας- μας εξουσιάζουν και καθορίζουν την πορεία. Κάπου καταγράφει: «Ο καθρέφτης της ψυχής μου τα έδειχνε όλα άσχημα, άχρωμα, άγευστα, αδιάφορα, ασήμαντα και κοινότοπα. Έψαχνα να βρω τον εαυτό μου, αλλά ποτέ δεν ερχόταν στο ραντεβού, με έστηνε συνέχεια. Ώσπου βαρέθηκα. Κάπου εκεί, στην επόμενη στροφή του δρόμου που πέρασα, χάθηκα, γιατί δεν υπήρχε ορατότητα λόγω ομίχλης. Αυτού του είδους οι στροφές είναι ύπουλες και σίγουρα, θα σε πετάξουν στον γκρεμό, όπως εμένα».
«Γιατί;… και γιατί όχι;»
Το δεύτερο της βιβλίο «Γιατί;… και γιατί όχι;» είναι γραμμένο με βαθιά αγάπη, λυρισμό και τρυφερότητα, που συνεπαίρνει τον αναγνώστη σε ένα ταξίδι μακρινό και όμορφο μέσα από αλλεπάλληλους κυματισμούς και ταρακουνήματα. Η εισαγωγή και το τέλος συνδέονται άρρηκτα με ένα ωραίο τρόπο, που βοηθάει στο ξεδίπλωμα και στην εξιστόρηση των δρωμένων.

Κάθε σελίδα αυτού του μυθιστορήματος είναι πλούσια σε δράση, αγάπη, έρωτα, πάθη και συναισθηματικούς κραδασμούς, αλλά και χαρά και σύνεση.

Το βιβλίο της μαρτυρεί την ευαισθησία της, που εμπνέεται από την αγάπη της για τον άνθρωπο, ο οποίος κυριαρχεί σε κάθε γωνιά του βιβλίου της. Η πλοκή της αφήγησης της ξεδιπλώνει έντονους προβληματισμούς για τα συναισθήματα και τις σχέσεις των ανθρώπων με πρωταγωνιστές τον έρωτα, την αγάπη, τις συναισθηματικές καταστάσεις, το φιλότιμο, την ευγένεια των συναισθημάτων και τέλος την ορθολογιστική αντιμετώπιση της ζωής και τη διαχείριση των προβλημάτων της. 

Γράφει η Μαρία: «Οι άνθρωποι μοιάζουν με τοπία. Συναντάς κάποιον για μια στιγμή και τον θυμάσαι σε όλη σου τη ζωή και άλλους που μπορεί, να τους έχεις στα μάτια συ κάθε μέρα όταν λείψουν για λίγο τους ξεχνάς, όπως όταν αφήνεις ένα τοπίο πίσω σου, που δεν σου έκανε μεγάλη εντύπωση».

Η ηρωίδα του βιβλίου εξιστορεί με ανυπόκριτη ψυχραιμία τα φυλλώματα που σκιάζουν τη ζωή της, αλλά βρίσκει το κουράγιο και το θάρρος να επανεκτιμά τις επιλογές της, να ξεπερνά το παρελθόν της και να κάνει όσα χρειάζονται για να κάνει ένα νέο ξεκίνημα. Γράφει: «Κι έτσι άνοιξα ένα κουτάκι και το φύλαγα κλειδωμένο στα βάθη της ψυχής μου όπου έβαζα όλες μου τις προσδοκίες για το μέλλον και δεν άφηνα κανέναν να το πλησιάσει και να το δει, γιατί φοβόμουν μη μου το καταστρέψει. Επικεντρωνόμουν πάντα στα φωτεινά και λαμπερά χρώματα της ζωής και όχι στο γκρι ή το μαύρο, που πολλές φορές επικρατούσαν».

Η πρωταγωνίστριά της τσαλαπατά τις ρομαντικές κοριτσίστικες ψευδαισθήσεις και με μια ιδιαίτερη ευαισθησία δείχνει πως ο άνθρωπος μόνος του ορίζει τις προσωπικές του αλυσίδες και μόνο αυτός είναι ικανός να τις σπάσει και να περιχαρακώσει τον εαυτό του.

Καριέρα, φιλίες, αγάπες, έρωτες και σχέσεις όλα δοκιμάζονται, συνυπάρχουν και λειτουργούν ώστε να προσδιορίζουν την προσωπικότητα της ηρωίδας, που διαφυλάττει ως κόρη οφθαλμού την αξιοπρέπεια της και το ήθος της. Γράφει: «Η απόφαση μου να υπερασπίζομαι τη ζωή μου και τις επιλογές μου απαιτούσε την υπέρβαση της ατομικότητάς μου κάθε φορά και αυτό για μένα ήταν σαν ένα άθλημα όπου χρειαζόταν όμως διαρκής προσωπική άσκηση, την οποία και έκανα».

Καλές επιτυχές από καρδιάς για το συγγραφικό της έργο, που θα έχει συνέχεια…
Φοίβος Νικολαΐδης

Γιατί και γιατί Όχι
Η Ελευθερία είναι μια πολύ δυναμική γυναίκα, με έντονη προσωπικότητα και ανεπτυγμένο σε μεγάλο βαθμό το αίσθημα της ελευθερίας. Έχει μια πολυτάραχη ζωή γεμάτη πάθος, ερωτικές συγκινήσεις -κι όχι μόνο-, πλούσιες εμπειρίες, πολλές εκπλήξεις αλλά και ανατροπές. Δεν ακολουθεί την πεπατημένη ούτε μπαίνει εύκολα σε καλούπια, παρ' όλο που το τίμημα είναι ακριβό και το πληρώνει πολλές φορές με απέραντη μοναξιά.

Έχοντας ανακαλύψει από πολύ νωρίς την κλίση της -από μικρή ήθελε να γίνει σκιτσογράφος, γιατί με αυτό τον τρόπο εκφράζεται απόλυτα-, τη διεκδικεί με όλη τη δύναμη της ψυχής της. Αυτοδημιούργητη, καταφέρνει με πίστη, θέληση, υπομονή, επιμονή και συνεχή προσπάθεια να κατακτήσει το όνειρό της.

Κυνηγά συνέχεια τα όριά της για να τα πάει όλο και πιο πέρα και δεν μπορεί τίποτα να την αποτρέψει απ' αυτό που αγαπά, επειδή υπάρχει πάντα η πρόκληση να τα καταφέρει και γιατί το παιχνίδι της ζωής είναι όμορφο αλλά απαιτητικό.

Τίποτα και κανείς δεν της χαρίζεται στην πορεία της. Κι αυτό τελικά είναι πολύ θετικό και αποτελεί μεγάλο κέρδος γι' αυτήν, γιατί τη μαθαίνει να εκπληρώνει μόνη της τις προσδοκίες της και να είναι ανεξάρτητη και αυτόνομη, αποδεικνύοντας έτσι στην πράξη τη ρήση που λέει: «Τίποτα δεν χαρίζεται, τα πάντα κατακτώνται». 
Κοντά στα 14 
Η Ελπίδα είναι ένα κορίτσι χωρισμένων γονιών που ζει με τον πατέρα της. Είναι αλκοολικός, πολύ σκληρός και άξεστος, χωρίς ίχνος από πατρικά συναισθήματα. Αυτή η απαράδεκτη συμπεριφορά την πληγώνει ανεπανόρθωτα και τη γεμίζει με χιλιάδες φόβους και ανασφάλειες που την κάνουν να χάνει την ψυχική της ισορροπία. 

Η ζωή της γίνεται κόλαση και ακροβατεί συνέχεια σε τεντωμένο σκοινί χωρίς ελπίδα και συμπαράσταση από κανέναν. Μόνη της κι όπου βγει. Αθώα και άβγαλτη καθώς είναι, δεν έχει αίσθηση του κινδύνου που ανά πάσα στιγμή παραμονεύει γύρω της, όταν θα φύγει από το σπίτι και θα αρχίσει την περιπλάνησή της στο πουθενά. Ε

μπιστεύεται τον πρώτο τυχόντα που θα βρεθεί στο δρόμο της και θα την παραμυθιάσει προσφέροντάς της όλα αυτά τα συναισθήματα που έχει ανάγκη. Όταν θα καταλάβει τις προθέσεις του, θα είναι πολύ αργά γι' αυτήν και θα οδηγηθεί στην πιο ακραία πράξη. Η ειρωνεία της τύχης: εκείνη τη μοιραία βραδιά είχε τα γενέθλια της. Έκλεινε τα 14... Και αυτό ήταν το δώρο που της έκανε η ζωή δείχνοντας μόνο τη μια πλευρά της. Την άσχημη και τη σκληρή.
Οι αναγνώστες του βιβλίου έγραψαν 

Ένα εξαιρετικό βιβλίο με πολύ ωραία ροή που σε κρατά σε αγωνία. Μια ιστορία σκληρή που σου αφήνει όμως γλυκά συναισθήματα... με συγκίνησε πολύ και το συστήνω ανεπιφύλακτα!
[08/03/2012] Θ.Χ.

Η ιστορία του βιβλίου «Κοντά στα 14» που έγραψε η κυρία Μαρία Κουτσούκου είναι συγκλονιστική! Συνιστώ ότι πρέπει όλοι, μικροί και μεγάλοι, να προβληματιστούμε, οι μεγάλοι για τα λάθη μας και να διδαχτούν τα παιδιά να μην πέφτουν σε τέτοια σφάλματα. Συγχαίρω τη συγγραφέα Μαρία Κουτσούκου που έγραψε αυτήν την ωραία και συγκινητική ιστορία όπου σε κρατεί από την αρχή μέχρι το τέλος σε αγωνία
[24/02/2012] Ιωάννης Σφ.

Διάβασα το βιβλίο «Κοντά στα 14» της Μαρίας Κουτσούκου και με συγκίνησε πάρα πολύ. Είναι γραμμένο με απίστευτη ευαισθησία και ποιητικό λόγο, παρά το γεγονός ότι η ιστορία είναι σκληρή. Έχει ανατροπές πού σε ξαφνιάζουν και μια σπάνια ροή λόγου. Τέτοιοι νέοι συγγραφείς όπως η Μαρία Κουτσούκου πρέπει να στηρίζονται και να προβάλλονται. Το συστήνω ανεπιφύλακτα σε όλους τους φίλους του καλού βιβλίου.
[24/02/2012] Μπιράκης Γιάννης

Είναι ένα βιβλίο γεμάτο έντονα συναισθήματα, σκληρό σε κάποια σημεία, όπως είναι άλλωστε πολλές φορές και η πραγματικότητα της ζωής μας, αλλά ταυτόχρονα γλυκό με μία νότα αισιοδοξίας ότι αύριο όλα θα είναι πολύ διαφορετικά. Είναι ένα βιβλίο που σίγουρα αξίζει να διαβάσει κανείς, όχι απλά γιατί θα περάσει ευχάριστα το χρόνο του, αλλά γιατί θα προβληματιστεί και θα αναρωτηθεί για το αν όλα τα πράγματα είναι όπως φαίνονται… Αν υπάρχει πάντα διέξοδος στα προβλήματα που απασχολούν τον καθένα από εμάς κι εάν ναι, είναι άραγε τόσο απλή όσο φαίνεται; Τέλος θα ήθελα να προσθέσω, ότι η συγγραφέας πολύ έξυπνα και με ένα πολύ όμορφο τρόπο αφήνει το τέλος του βιβλίου στη διακριτική ευχέρεια κι επιλογή του αναγνώστη…
Μαρία Καπελιάρη

Είμαι ο Κωνσταντίνος Ρήγας μαθητής της Τρίτης Γυμνασίου και διάβασα το πρώτο βιβλίο της συγγραφέας Μαρίας Κουτσόυκου και ομολογώ πως έχει ένα πολύ μεγάλο ταλέντο στη συγγραφή. Είναι ένα βιβλίο γραμμένο με ευαισθησία, ποιητικό λόγο, η συγγραφέας χρησιμοποιεί πολύ όμορφα σχήματα λόγου, η γλώσσα του χαρακτηρίζεται με φυσικότητα και ακρίβεια στην έκφραση, με ένα ύφος φροντισμένο, οικείο, λυρικό, εξομολογητικό, διδακτικό και με μια νότα αισιοδοξίας. Περνάει σημαντικά μηνύματα για τη ζωή και σε κρατάει συνεχώς σε αγωνία...
Κωνσταντίνος Ρήγας 


Με το φακό των λέξεων

Ελένης Αρτεμίου Φωτιάδου
Μ΄αρέσει να βλέπω τα καράβια να φεύγουν. Τις μέρες να ταξιδεύουν. Τις νύχτες να βγάζουνε βόλτα όλα τα άστρα τους μέσα στα μάτια μας. Μ΄αρέσει γενικώς αυτή η… απόπλευση, η αποδέσμευση της ψυχής, η εξύψωσή της πάνω από ένα φόντο Μοίρα και Πεπρωμένο. Αλίμονο αν σταματήσει ο άνθρωπος να σεργιανάει με τα λευκά πανιά του σαν γλάρος που ψάχνει το γαλάζιο κύμα του. Αλίμονο, γενικά, αν βαλτώσουμε μέσα σε ένα κύμα λάσπης ή σε ένα άγονο δρόμο γεμάτο έρημο και σιωπή. Πρέπει περισσότερο να ονειρευόμαστε ότι φεύγουμε παρά ότι επιστρέφουμε. Μόνο έτσι, θαρρώ, αποκτούμε τα φτερά που μας αναλογούν και τους ουρανούς που μας προσμένουν.

Πιστεύω, γενικά στα όνειρα. Γιατί σε αυτά, κατά τον Χαλίλ Γκιπράν, είναι κρυμμένη η Πύλη της αιωνιότητας. ΄Η, αν θέλετε, εκεί γεννιέται κάθε μέρα μια καινούρια ζωή για να νικήσει κάθε θάνατο του πνεύματος και της ψυχής. Κι όλα αρχίζουν από τη στιγμή που ο άνθρωπος αγαπά περισσότερο αυτό που μπορεί να γίνει παρά αυτό που ήδη είναι. Ο εφησυχασμός, η περιφρούρηση του λίγου ή του ελάχιστού μας , κρατάνε πολλές φορές τα πόδια μας βαθιά ριζωμένα σε μια μετριότητα που καταπίνει ασύστολα όλες τις πιθανές μας εκτινάξεις στο θαύμα της αυτοπραγμάτωσης. 

 Σίγουρα είναι πολλά πλέον τα οδοφράγματα στους δρόμους και στις λεωφόρους μας. Και όλο πληθαίνουν τα μικρά δρομάκια με τις επικίνδυνες στροφές, τα μονοπάτια που χάσκουν κάποτε πάνω από έναν γκρεμό. Κι εκεί η ψυχή μαζεύεται, κάποτε από φόβο άλλοτε από περισυλλογή και ψάχνει να΄βρει ένα τρόπο να ξεφύγει από τη μιζέρια και την απόγνωση. Πολύ εύκολα γίνονται πια Εσταυρωμένοι οι Θεοί μας . Κι όλο το νέκταρ που φυλάγαμε για την επόμενη άνοιξή μας, όξος προκύπτει και χολή από μέρες που έρχονται χωρίς το άρτιο πρόσημό τους. 

 Μόνο με συνεχείς αφαιρέσεις, επαναλαμβανόμενες μειώσεις, μέχρι που να μείνει στη χούφτα μας ένα σούρουπο που μας τρομάζει σαν σκοτάδι. Και πότε πια το επόμενο βήμα, το βήμα της ανάτασης , το βήμα προς τον πραγματικό μας ουρανό; Και πού πια τα φτερά μας ; Σε ποια συντριβή αποκοιμήθηκαν , αιμορραγώντας με ακατάσχετη ηττοπάθεια;

Χαρακτηριστικές εδώ οι σκέψεις του Χόρχε Μπουκάι, ο οποίος με συγγραφική μαεστρία μας θυμίζει πως… «Στη ζωή μας πολλές φορές χρειάζεται να κάνουμε νέα άλματα και αναζητήσεις, που ξεκινάνε πάντα με το πρώτο μικρό βήμα
».

Συνήθως αμφιβάλλουμε, φοβόμαστε το άγνωστο, το τι θα συναντήσουμε, πώς θα ανταπεξέλθουμε στις νέες συνθήκες και στο νέο περιβάλλον. Δηλαδή φοβόμαστε το ρίσκο και την αποτυχία. Η αλήθεια είναι, όμως, πως πρέπει να επιλέξουμε και αν θέλετε: να… παίζουμε αυτό το παιχνίδι.

Μπορεί να χάσουμε, μπορεί να κερδίσουμε, αλλά το μόνο σίγουρο είναι πως θα μάθουμε, θα αναζητήσουμε, θα ψάξουμε και το μόνο σίγουρο επίσης είναι πως θα αποκομίσουμε την εμπειρία ότι προσπαθήσαμε και δεν μείναμε μόνο στις σκέψεις του νου. Πρέπει να επιλέξουμε, αν θα αναλωνόμαστε στα ίδια και στα ίδια ή αν θα ανοιχτούμε σε νέα ταξίδια. Η επιλογή είναι δική μας, όπως άλλωστε η απόφαση και το ταξίδι. 

Τα φτερά μας λοιπόν, είναι για να πετάμε και όχι για να φαντάζουν όμορφα πάνω μας… Ας τα ξεδιπλώσουμε και ας επιχειρήσουμε το ταξίδι.» Και επιστρατεύω εδώ, προς απάμβλυνση των δισταγμών και τον στοχασμό του μεγάλου Νίκου Καζαντζάκη, ο οποίος με πάθος δηλώνει: «Όπου αστοχήσεις γύρισε. Κι όπου πετύχεις… φύγε!» 
Ελένη Αρτεμίου Φωτιάδου

Tuesday, November 17, 2015

«Οι εμιγκρέ. Ιστορίες ανθρώπων» της Ελένης Λόππα

Το βιβλίο είναι αφιερωμένο σε όλους εκείνους που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις πατρίδες τους. 
«Και αν ρωτήσεις για την πατρίδα, θα σου πουν αυτοί που έμειναν: φύτρωσε πια γρασίδι. Αλλά ούτε λέξη για τα φιδογυριστά μονοπάτια στα ριζά του λόφου που ξεσηκώθηκαν και βογκούσαν».
Ilse Aichinger, «Μπράιτμαπρουν» 
Ελένη Λόππα, Οδοιπόρος του πνεύματος του καλού... Αναζητητής του ονείρου... 

Η Ελένη Λόππα (facebookγεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, όπου πραγματοποίησε τις μεταπτυχιακές της σπουδές, ως επίσης και το διδακτορικό της. Εργάστηκε σε σχολεία στην Ελλάδα και στη Γαλλία.

Δίδαξε Λογοτεχνία στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και στο Τμήμα Φιλολογίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης. Διετέλεσε σχολική σύμβουλος από το 1998-2006. Υπήρξε μέλος της συγγραφικής ομάδας των βιβλίων "Έκφραση-Έκθεση" για το Λύκειο. Δημοσίευσε άρθρα για τη γλώσσα και τη λογοτεχνία σε επιστημονικά περιοδικά της χώρας μας και της Γαλλίας.

Έχει γράψει τρία βιβλία, τα μυθιστορήματα: «Τ’ άσπρο χαρτί σκληρός καθρέφτης», «Οι εμιγκρέ. Ιστορίες ανθρώπων» και το «Απαγορευμένη πατρίδα».
Η Ελένη Λόππα είναι ένα καλλιεργημένο άτομο γεμάτη ευαισθησίες και ανησυχίες. Η αγάπη της για το γραπτό λόγο, ακτινοβολεί μέσα από το γράψιμο, τα πανέμορφα κείμενα, άρθρα, μελέτες, δοκίμια και βιβλία της.

Ως πνευματικός άνθρωπος που είναι με παιδεία και κοινωνικά αντανακλαστικά, προσπαθεί με τον τρόπο και τα μέσα που διαθέτει, να τιμήσει αυτό για το οποίο αγωνίζεται συστηματικά, την ανάπτυξη του γραπτού λόγου και τον προβληματισμό των αναγνωστών της.

Οι ανθρώπινες ιστορίες που αφηγείται μέσα από τα μυθιστορηματικά της έργα, αποτελούν απαύγασμα των πλούσιων εμπειριών της ζωής της και όσων είδε να διαδραματίζονται γύρω της τις προηγούμενες δεκαετίες. Ανθρώπινες ιστορίες γεμάτες αγάπη, έρωτα, αισθήματα, πολιτικές σκέψεις, ιδεολογίες, κοινωνικά δρώμενα, πάθη και δράση.
Με ευρύτητα πνεύματος και γόνιμη φαντασία, απλώνει τις σκέψεις της, χωρίς περιττές ωραιοποιήσεις και λεκτικές ακρότητες. Περιγράφει νηφάλια τα δρώμενα και καταγράφει ιστορικά, πολιτικά και κοινωνικά φαινόμενα που επηρέασαν χώρες και λαούς μέσα από τους ήρωες των έργων της.

Μέσα από τα αδιέξοδα που δημιουργούν οι καταστάσεις η Ελένη Λόππα δεν σταματά και δεν παραδίδεται. Αντίθετα βρίσκει λύσεις και διεξόδους όχι διαφυγής, αλλά πάλης με την ίδια τη ζωή σ’ ένα αγώνα δύσκολο γεμάτο αγκάθια, αλλά καλό με νέα πνοή και προοπτική.

Οδοιπόρος του πνεύματος, του καλού και σμιλευτής του ωραίου, ο κόσμος της Ελένης Λόππα είναι απλός, κατανοητός, φωτεινός, με ήρεμους κυματισμούς και καθαρά χρώματα. Αλλά και με τσουνάμια και φουρτούνες που ρίχνει μέσα καταστάσεις και ανθρώπους, της καθημερινότητας, που ζουν έντονα την ιστορία τους, μάχονται, παλεύουν, αγωνίζονται μέσα από τα όμορφα και καλογραμμένα μυθιστορήματά της.
Το βιβλίο της Ελένης Λόππα είναι αποτέλεσμα μιας φροντισμένης και ιδιαίτερα προσεκτικής δουλειάς. Ξεχωρίζω μια μικρή παράγραφο από την πρώτη ιστορία του βιβλίου της: «Ήθελε πια να αυτοπροσδιορίζεται, να διαχειρίζεται τη ζωή της, όπως εκείνη θα επέλεγε, χωρίς συμβιβασμούς και υποχωρήσεις. Η αίσθηση της ελευθερίας λαμπάδιαζε το σώμα και την ψυχή της. Δεν θα έκανε τώρα πίσω. Ήδη είχε κάνει τον μισό δρόμο. Δεν ήθελε ούτε να σκέφτεται πως όλα αυτά που με τέτοιο πόθο επιχείρησε και επέτυχε ως τώρα, μπορούσαν να μείνουν ημιτελή. Δεν ήθελε ούτε να σκέφτεται πως όλα αυτά που τόσο παθιασμένα επιθύμησε, θα μπορούσαν, να αποδειχτούν φενάκη, απατηλό όνειρο».
Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλούν οι πολλές και πλούσιες γνώσεις της για ιστορικά και πολιτικά γεγονότα άλλων χωρών, καθώς, επίσης για την κοινωνική ζωή όπως οι διάσημοι πολυσύχναστοι χώροι καφέ κ.λπ. Ένα δείγμα της περιγραφής στη δεύτερη ιστορία της: «Το καφέ de Flore, για παράδειγμα, ένα από τα εμβληματικά καφέ του Παρισιού, είχε διαβάσει ο Μπορίς πως εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1885. Εδώ το 1913 ο Απολινέρ καταλαμβάνει το ισόγειο και το μετατρέπει σε αίθουσα σύνταξης του περιοδικού Revue d’ Action francaise, εδώ επίσης ιδρύεται η Revue, Les soiree s de Paris. Εδώ εγκαινιάζεται η λέξη υπερρεαλισμός και το κίνημα του ντανταϊσμού. Εδώ επίσης συχνάζει όλο το λογοτεχνικό Παρίσι στα χρόνια του 1930: Μπατάιγ, Κενώ, οι αδελφοί Τζιακομέτι, ο Πικάσο. Το καφέ, την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα που αποπνέει, γίνεται αργότερα το στέκι του Σαρτρ και της Σιμόν ντε Μποβουάρ.». 
Το βιβλίο της μαρτυρεί την ευαισθησία της, που εμπνέεται από την αγάπη της για τον άνθρωπο, ο οποίος κυριαρχεί σε κάθε γωνιά του βιβλίου της. Μέσα από την αφήγηση της, ξεδιπλώνονται οι έντονοι προβληματισμοί για την κοινωνία, τις σχέσεις των ανθρώπων, τον έρωτα, την αγάπη, τα συναισθήματα, την ίδια τη ζωή. Γράφει στην Τρίτη ιστορία της: «Τι περίεργους κύκλους κάνει η ζωή, σκεφτόταν, καθώς την κοίταζε να μιλά με τόσο πάθος. Πώς ξαφνικά εισβάλλει το παρόν στο παρελθόν και αντίστροφα, κι εμείς μπλεγμένοι σ’ ένα περίπλοκο γαϊτανάκι γυρίζουμε ασταμάτητα, περιστρεφόμαστε σαν τους δερβίσηδες, μη μπορώντας να βάλουμε τέλος στις αέναες περιστροφές, μέχρι το θάνατο μας! Κι ανάμεσα μας, άλλα πρόσωπα μπερδεύονται στους κύκλους μας, έρχονται και χάνονται, σαν τους κομήτες. ».

Σεμνή και καταδεκτική η Ελένη, συνδυάζει την ανεπιτήδευτη υψηλοφροσύνη με τη σαγηνευτική απλότητα, που εντυπωσιάζει και σε κερδίζει με την αυθεντικότητα της.
Βαθιά ανθρώπινη, χαρισματική, αλλά προσγειωμένη, διψάει για προσφορά στον τομέα που διάλεξε να ασχοληθεί. Δεν είναι όμως μόνο η συγγραφική της αξία, αλλά και το ξεχωριστό της ήθος που τη διακρίνει.

Καλοτάξιδα της εύχομαι από καρδιάς να είναι τα βιβλία της, στο όμορφο συγγραφικό οδοιπορικό που ξεκίνησε και ταξιδεύει…
Φοίβος Νικολαΐδης

Philosophy: Pushing the limits series:

An interview with Pascal Bryckner

J. K. FOWLER
On the 26th of February, 2011 I got a chance to sit down with Pascal Bruckner, world-renowned French philosopher, at the Gaby Restaurant at the Sofitel Hotel on W. 44th Street in New York City while he was in the city to attend the Festival of New French Literature at NYU's Silver Center. Below is the full transcript of our conversation.
Date: 02.26.2011

JK: I wanted to start by talking about the interview you had with Andrew Anthony in January 2011. In that interview you say that The Tears of the White Man examined a guilt from the past, The Tyranny of Guilt looked towards a guilt of the present and you are currently working on a book about the future.

PB: The future yes. On ecology.

JK: Time as a concept is very present in your work. What is the relationship you see between concepts of time and guilt?

PB: Oh my God, that’s complicated [laughter]. No it’s just that I realized recently that these three dimensions of time, past, present and future, were saturated with guilt and for a period like ours which claimed to get rid of the original sin. I think there is a motto by Baudelaire that civilization is a foul pronouncement towards the original sin. It’s quite a strange situation. We are coming back to our discussion of yesterday. Modernity claimed to get rid of religion and in fact, all the religious frames are coming back in an unexpected way. So, well that is what I can say and concerning environment, the philosopher who terrorized the guilt towards the future was Hans Jonas who is a German philosopher (I don’t think he is well known in America) and he says that we have to feel an anticipated remorse towards incoming generations to prevent, to hurt them or to do some kind of evil by our own actions as we cannot foresee the consequences of our actions so what we now have to do as our power exceeds our knowledge we have to engage into abstention. That was his motto and it became the motto of most of the green movement in Europe.

JK: Shifting a little bit, you are well known as an opponent to multiculturalism and I wanted to bring up the idea of intersectionality, defined as various socially and culturally-constructed categories such as gender, race, class, disability and other axes of identity interacting on multiple and often simultaneous levels and this contributes to a systematic social inequality. So in thinking about multiculturalism, I am interested to know what you think about this idea of intersectionality.

PB: Well, I have never heard of it before. It seems quite complicated but maybe it expresses something much more simple.

JK: Let’s approach this at another angle. What would you say one of the main goals of multiculturalism is as an idea?

PB: I don’t know because it doesn’t exist in France. Maybe it’s a fiction but we live under the concept of Republican universalism so the only thing I can say is that we live in a multi-racial and multi-ethnic society. This is a fact and multiculturalism implies that communities could live side by side, mixing or not together and each community having its own rules and reasons, its own ways of life which of course confronts the Republican idea of one law for everyone. Of course if multiculturalism means eating cous-cous and having Chinese food and celebrating festivals of each community this doesn’t bother me but if it means a separate rights for separate people it is another definition of apartheid and this is where multiculturalism bothers me. So we can have many different cultures in one country. For instance in France we celebrate Ramadan, we celebrate the Chinese New Year’s Eve but that doesn’t mean that the Muslim part of the population or the Chinese do not share the same values and do not abide by the same rules as we do.

JK: In talking about time as we were before, what is your belief about pasts operating in the present? Talk a little bit about guilt because what I have taken from your works and from your talk yesterday is that this guilt for this past that exists somewhere (maybe in our imaginations) needs to be stopped. The self-loathing must be stopped and replaced with something else. These pasts that some of us feel guilty about aren’t necessarily past, are they?

PB: Yes, that’s a line from William Faulkner I think. The past is never past.

JK: Yes. If we stop feeling guilty are we pretending that the past is no longer operating in the present?

PB: Well, I don’t think we have to feel guilty. Only the criminals have to feel guilty for what they did. We may feel responsible for what happened so if you are French you have to assume the whole history of France and our history is full of massacres and bloodbaths and crimes all over but you cannot ask young generations who did not do anything to feel guilty about what their ancestors committed. And the past is a very long history and usually when you insist on guilt you emphasize a few periods and it’s always the same. It’s colonialism, slavery, imperialism and WWII and so people come to this life with a huge burden on their shoulders. They do not exist within a new beginning but they are very old when they were born because they are full of blood and I do not think a dynamic nation can survive with this kind of moral injunction.

So our duty is not to remember but the duty of memory is a misunderstanding. Duty of memory is a concept forged by Primo Levi which is the duty of the survivors to testify on what they saw of the massacres and the genocides. It’s not the task of people coming afterwards. So our duty is a duty of history. We have to write as accurately as possible the history of our ancestors: what we did, the crimes we committed; we don’t have to ignore that. But we also have the duty to let the new generation start again, start over, start afresh and write a new history. So we don’t have to ignore the past but the past cannot hinder the present.

JK: We don’t have to dwell on it.

PB: Yes, we don’t have to dwell all the time because this would mean we are blocked in a specific period of history.

JK: But on the other hand, people are not just born into a vacuum. There is a structure and system in place and quite possibly the same economic system that nurtured and created colonialism and all of these problems is still in existence today, albeit in different forms. But I suppose for you it is a matter of dwelling and by dwelling so much in guilt that we cannot move forward.

PB: Well, guilt is a very good thing if it is shared by others but the problem is the white man’s burden. Only one section of humanity is condemned to guilt and the other section is condemned to innocence. Some are executioners and some are victims and what has changed in the last 50 years is the independence of the Third World. So these newly de-colonized countries have proved themselves capable of committing crimes exactly as the former colonizers did and so this is why I am preaching for the expansion of guilt to nations who, until now, have tried to escape it. And I noticed that recently, for instance Qaddafi last year made a very interesting statement. The man is crazy and he is a criminal but he apologized for Arab slavery in Africa. He said the Arabs had behaved in the same way as the Europeans and he apologized which was the first time that it happened. And for instance, Fidel Castro last year also recognized in a public statement on broadcast television that he had totally failed the socialist experience which in a way is very honest and very perverse because that doesn’t mean he is going to change, to reverse his stand and start a new life as a Cuban. He said, “Yes, the Socialist experience is a failure. Sorry but we keep going on.” But at least you see some hints of remorse getting into the minds of people that used to be tyrants.

JK: And maybe now as future generations look at the experience of Fidel Castro will see that aspect as well.

PB: Yes, exactly. So remorse is extremely useful for a generation which has in fact dirtied its hands but for the next generation you cannot ask, for instance, young Germans today to feel guilty about Hitlerism. They have to be informed and learn about the history of national socialism in Germany and in Europe but I think we should distinguish between responsibility and guilt. Guilt only touches the ones who committed the crimes but the son of a criminal is not a criminal himself.

JK: This is interesting because in the 1990s and now, there is an element of consumer-guilt. I am thinking specifically of electronics and “blood minerals”, those minerals largely coming from mines in the Congo, the profits of which support militias and buying weapons. So this element of consumer guilt is that because I have such and such computer I should feel guilty that I am using this product.

PB: I know. It is like the fair trade movement. One should only drink coffee which has been paid a fair price to the producer. I believe this guilt is stated to control the elements of our daily objects and so we had the same problems with blood diamonds and...

JK: But guilt arguably has a good effect in this case.

PB: In bringing awareness, yes. Because it is nowadays. It is something which happens today so you can act on what is going on but you cannot change the past. What has been done has been done. Guilt in the present is of course more effective.

JK: I guess the consumer side of things is interesting to me because especially in the States (and probably in France as well) most people that consume things have no idea where the different elements of their products have come from and the awareness of this at times make people feel as if they shouldn’t be using that particular product and it is that immediate guilt that you are talking about. So a guilt in the present has the possibility of affecting positive change?

PB: Yes, yes. But what my book focuses more on is that guilt in the past, the burden that we can never get rid of.

JK: But The Tyranny of Guilt, as we talked about earlier, is about a guilt in the present.

PB: Yes, a guilt in the present about past acts.

JK: Can we talk a little bit about your book Tears of the White Man? In the book you mention three versions of Third Worldism: solidarity with, pity for, and imitation of. Can you talk to each of those different types because I feel they are all still very much present today?

PB: At that time, “solidarity with” was solidarity with Third World movements which were at the same time the anti-colonialist, anti-imperialist movements. They were trying to build a new world and it was a continuation of the Communist movement but through other means and through other people. Most of the progress we saw at that time was disappointed by the fate of the Soviet Union. They found that the Marxist movement had become bourgeois and that the working classes in the West and in the East were only trying to gain advantages without trying to make the revolution. So Third Worldism was trying to resume the movement and regenerate the world through the rebellion of the ex-colonized peoples and of course this hope which started with the Banda movement in 1956. This hope was followed by a series of disappointments. The apex, the climax was the fall of Saigon in April, 1975 followed by the fall of Phnom Penh a few weeks later I think. And then immediately and very quickly the disappointment came both to people in Vietnam, the genocide in Cambodia, the cultural revolution in China and like for Communism was a huge expectation followed by a huge disappointment and so all of the solidarity people were trying to find paradise in the tropics with Chairman Mao or with the African Socialism. It ended in bloodbaths, everywhere: in Ethiopia, in China, Vietnam, Cambodia, and Cuba revealed itself to be a huge cell so the solidarity movement ended with a huge failure and the last echoes of that were the Iranian revolution in 1979 which was praised by Michel Foucault and Baudrillard in France. And the last, last movements of that were in Nicaragua and Marcos in Mexico but in much more subdued tones because there was no bloodbath, just a few guerilla fights; not the same movement as before, without the same momentum that was there in the 1970’s/1980’s. So this solidarity movement has ended even if here and there there are a few activists that try to revive it but it has become a minority movement.

JK: In the contexts of the Democracy uprisings in the Middle East do you see linkages between those and this past solidarity movement?

PB: Well, not really as the Middle East has been mostly viewed by specialists under the angles of the Israeli and Palestinian position and everyone agreed that the Arabs were only good for tyranny and were doomed between radical Islam and authoritarian regimes. And what happens is totally new to the people because nobody had foreseen this movement which is not made in the name of Islam (at least for the moment) but which is made in the name of dignity, respect, decency and equal human rights so in fact it’s a triumph of Western values in the Arab world. But Western countries and Western democracies had to be surprised by this because they had doomed this part of the world to darkness which by the way the UN report on the Arab world of 2004 had confirmed.

JK: The second part of the Third Worldism is the “pity-for”.

PB: Yes, well. The pity is still very strong. This is probably the most common occurrence in the humanitarian movement which is essentially based on mercy and compassion. So compassion is extremely strong and everybody tries to enter into this category of the victim.

JK: And you yourself worked for a humanitarian organization.

PB: Yes, I worked for five years with a humanitarian organization which was active in Africa and Pakistan and South America and it was quite interesting but it’s a market now. Pity has become a market. And so there is a stange perversion in these humanitarian NGOs; that they are not working to help people. They are looking for people to help in order to promote themselves. So they are fighting in Brussels or in the United States, I don’t know, you must have also fundraising organizations?

JK: Oh, lots.

PB: So they are fighting to get subsidies and prove that they are better than the others. And of course they are useful. They do a good job and I think the best job of the NGOs is the job of information. They unveil scandals when most of the media is silent. That’s what they did in Darfur, that’s what they did in Bosnia and Croatia during the war so they are very useful but at the same time a huge part of the budget of those big NGOs like Oxfam, UNICEF is devolved by their own functioning. Like 80% of the budget is spent feeding themselves on it. So you see you give money for starving people or dying people and in fact they created a new bureaucracy besides the official bureaucracy of the UN, of the states and that’s extremely confusing. But I think they have become indispensable. We have NGOs in the humanitarian field and environment today.

JK: Well in consumption as well to get us back to consumer-driven philanthropy. You buy this cup of coffee and 10% is going to go to help starving people somewhere.

PB: I know. It is a way to have a quiet consciousness. Just by living your everyday life you help people which I don’t think it works in such an easy way. But of course the ultimate goal of the NGOs would be to disappear. It would be that the people help themselves and do not need your money. And the emerging countries don’t like the NGOs very much. The Chinese, the Indians, they have their own organizations and they don’t like to see foreign people interfering in their own private business.

JK: It’s interesting because guilt is not only the reason most of these organizations exist (it’s a great business as well) but it also locks countries and people into relying on these NGOs.

PB: Yes of course. It incarcerates poor people into poverty. There was a motto by an author which was quite interesting...very simple but I think she had said the essentials. You don’t have to give people fish everyday but instead you must give them the pole to learn how to fish themselves and I think it says it all. And there is a miserablism. In Christianity there is the theologian who has always been thinking of charity. What does that mean, charity? Do you do that just to gain your paradise or meet the Lord or do you really show yourself as a charitable person in order to suppress poverty? And in Catholicism especially the poor are a very ambiguous character. You know, they need to be there in order for you to feel good.

JK: Right. So if they start to disappear, create them.

PB: Right. It creates a vacuum. Where will your good will go? So you need the poor to gain your paradise and the same thing happened with the humanitarian NGOs. They inform and at the same time they live on human misery. They need it and that’s also our relationship with the media. Why do we watch the news every night on the television? We should not because it is only bad news. I think it’s in order to feel better. After watching the 7pm news, we think, “Well, after all, my lot is not so bad.”

JK: As a form of self flagellation.

PB: Yes. All those poor people but finally I am not as unhappy as I think.

JK: What’s really interesting is that at that point when you start to empower people or a group as an NGO or development organization, they begin to show their own voice. Interesting things happen when the people you are helping begin to speak back.

PB: Yes, exactly. Yes. Because they are no longer the object of your compassion. They become ordinary human people and that’s why I don’t like compassion that much. I think it’s a very ambiguous feeling. You can have compassion for someone who is suffering and try to help this person but if your relationship with mankind is only one of compassion, it is only another form of contempt and it prevents feelings like admiration, empathy which to my mind are much more positive.

JK: Do you see compassion and pity as very similar sentiments?

PB: Well, Hannah Arendt has made a very interesting difference which I don’t remember exactly but she said that pity was concerned with specific persons and compassion was embracing masses of persons in large numbers. But this distinction had been made by Jean-Jacques Rousseau who has been in philosophy the inventor of compassion which in its own way is a useful feeling. For instance if you take the issue of animal cruelty. If little by little philanthropists, philosophers, poets, religious people started to condemn cruelty towards the animals it is through the channel of compassion so of course when you see a donkey or a pig or a cat that is suffering, it is through compassion that you understand that those animals who don’t speak our language have an affectivity which we should take into consideration.

JK: Speaking of Rousseau and the idea of the noble savage, the third part of Third Worldism is “imitation of”.

PB: Ah the third part, yes. So as I said, compassion is one of the strongest feelings of today but the noble savage is constantly resurrecting in our societies under two forms. And as I am working now on the ecological movement I find it very interesting. The first form is neo-primitivism which is extremely strong in France today. I think it is the same in America because you have the Indians who have been massacred and persecuted. And it’s quite striking through the works of our last nobel prize winner, J. M. G. Le Clézio, a hard defender of primitive tribes. He’s working with the NGO Survival International which of course is a very nice thing to do but for him and for many of his readers, primitive tribes are not only people that need to be protected from the grip of civilization but they have something fundamental to teach us which we have forgotten which is authenticity, mythologies, they don’t waste energy, they have a very low carbon impact so they should become our own masters and we should become their pupils so this neo-primitivism is extremely strong in the environmental movement for which progress should be a return to the past. It is a down-shifting movement which is quite powerful in France, very powerful here, also I think on the West Coast. The carbo-rexics? You say that? They coined this term from forging carbon with anorexic so you have to diminish your...

JK: carbon footprint [laughter].

PB: Yes, carbon footprint [laughter]. Exactly. So this elegy of primitive communities like the Amish, like the gypsies...

JK: For us, definitely the American Indians. The big part of guilt being that we feel that we have lost much of the knowledge that this group had.

PB: Yes, of course. And in Europe we didn’t have any Indians. Our noble savage is the farmer, the peasant. That’s why most of the recommendations of the environmental groups are wanting to expand gardening all over. We have to go back to the village community. And of course it’s a very idealized rural community because a life in the countryside (until very recently) was extremely harsh and a terrible life. People were quite unhappy. So our noble savage today would be an urban farmer growing the salads and the potatoes on one’s very own terrace so now we have in France as you do in America urban gardens.

JK: Yes, it is a big movement in New York City.

PB: It’s a big movement in New York City? Well in fact it is not that silly. It has many implications and it is a kind of a revival of the old Marxist idea of the abolition of separation between the manual laborer and the intellectual worker. Everybody can be a gardener a few hours a day and why not? But the idea of the noble savage is coming back through those channels.

JK: What’s so interesting is that it is marketed as looking back but in reality it’s almost an aggressive act of creation in the present looking to the future. It’s an imagined past, isn’t it?

PB: Yes, it is true. Yes, you’re right. Because of course this countryside which is recreated inside our cities has nothing to do with the life of our ancestors. Yes, it is a re-creation.

JK: But how strange that most people would say that it is a return to something. They wouldn’t say we are building a future. It is a resurrection of the past.

PB: Yes, I suppose it depends on how it is formulated. I think in California they try to join this gardening movement with the inventions of new technologies but in Europe it is always seen as a nostalgia for the past. For example, let’s take a very simple example. You know this chain of restaurants called Le Pain Quotidien? We were there yesterday and if you look at the setting, it is a present re-creation of what our grandmothers used to have in their kitchen when we were young. It’s only in wood because wood is supposed to be the original and authentic material beyond plastic or concrete. It has homemade marmalades which of course are made in factories. It has bread that used to be made by hand but the bread we now have of course has nothing to do with the bread of 50 years ago. It has been totally reinvented.

JK: It is the Disneyland of grandmothers.

PB: Yes, it is the Disneyland of grandmothers. Exactly [laughter]. And so you breathe the past, the good past (because of course we had the good and the bad past) which is not an urban past but a countryside past. You eat healthy. Everything you eat must is supposed to be healthy. You come out of this a regenerated person and that’s also the fashion of the organic food which is not always better or safer than the conventional food but it is a common mythology.

JK: I am thinking of Deleuze’s Difference and Repetition. How we have this constant repetition but every time it repeats there is a slight difference. It is similar to all of these resurrections that we have been talking about, isn’t it?

PB: Yes certainly. There was this book by this German philosopher, Heidegger’s pupil, Hans-Georg Gadamer, where he talks about this other representation of time; not time as an arrow but time as a cycle. I think the Italian philosopher, Vico, had made a representation of time as a spiral and every time it comes back on the previous spiral but with a very small difference and I think Deleuze has taken this idea of repetition from Vico’s representation of history. It comes back but at another place and I think that’s very interesting. And this is a very useful metaphor even in creation because creating something, creating a work of art or writing books is not creating something absolutely new. You resume an obsession or resume a topic which you had treated previously but you resume it at a new angle or on a new basis.

JK: Thinking about that with guilt is very interesting as well.

PB: Yes, because each generation has its own guilt.

JK: Yes, and each person imagines a unique past to which they feel guilty.

PB: Yes, exactly. There is no life without guilt anyway, at least in the Western world. I think in other civilizations it might be different but if the world is getting Westernized all over, guilt will enter through the technology and democracy and their actions. It will come side by side so there won’t be anymore innocent societies in the future I think which in fact is not such a bad thing.

JK: Have you seen the recurring articles on the “Lost Tribe” in the Amazon in Brazil?

PB: Yes, this primitivism is very rich and has a lot to say but I think that through this interest for lost tribes it is a way for us to go back to the origin of mankind. Who were we as a beginning? And there was also this controversy which arose in France after the 18th/19th century on the savage child. You know this child that had been raised by wolves or deers.

JK: As in The Jungle Book by Rudyard Kipling.

PB: So who are we, what are we? When did language occur to the human being? And of course that’s a very exciting problem. That’s why we are so keen about investigating our ancestors.

JK: Atiq Rahimi and Russell Banks were talking yesterday about how, in their late teens, they travelled to and through different cultures and saw different modes of seeing life, of operating. So there is something to be said about shaking one from the norm.

PB: Yes, I think that the worst thing that can happen to a human being is to be locked into its village. That’s why the life in the countryside was so dull. You were condemned to the small succor of your family, your folks. So you had to reproduce a destiny of your ancestors and this is why big cities have been created: to allow men and women to forge their own destinies without being pre-determined by the purse or the social class and that’s all the movement of modernity. You are not doomed to reproduce what your ancestors have done. The son will not be like his father, the daughter will not be like her mother. She can invent something new. I think that is the best message of modernity, that’s what we have to preserve. Whatever the flows of our modern times are the idea is that you can create something new out of nothing and that the race and the social class...

JK: But nothing emerges out of nothing...

PB: Not out of nothing but you can create something new, you can deviate from the trodden path. At least that’s the dream many have. So at the end of our life we can always wonder, did I really do something new?

JK: But then it is so often the case that we wake up later in life and realize that we have repeated many of the same mistakes of our parents, isn’t it?

PB: Absolutely. That’s why Sigmund Freud was invented [laughter] in order to say that we must free ourselves from the burden of neurosis. Yes, it is a teenage rebellion. You rebel against your parents in order to reproduce later on the same mistakes as they did with you. You produce them with your own kids.

JK: So how can one not feel trapped? Because there is that feeling if you start to see these things and you start to realize that, “Wow, I am doing the exactly the same things I said I would never do.”

PB: Yes, I know but I think the fact that you are aware of it is a way to go far from it maybe but you know, you do not always reproduce the family fatalities.

JK: Yes, it is repetition with difference.

PB: Yes, repetition with difference.

JK: Hopefully the difference is as big as one would like.

PB: Yes, the difference is hopefully bigger but the topic of fatality has never been stronger than today. Since our motto is freedom and modern societies are obsessed with reproduction precisely because they think they are free. That’s why the sociology of Pierre Bourdieu for instance is specifically based on studies of reproduction and the risk of this kind of sociology is to miss what is new inside of reproduction. It is reproduction but also new things are happening.

JK: And it’s a matter of scale as well, isn’t it?

PB: Which maybe we are missing, yes. We have never been more obsessed with fatality since we think we are our own creators and so this old debate between self-creation and the repetition of the ancestor has never been so obsessive as today.

JK: Which then gets us to the book which was published in January of this year in English on happiness, Perpetual Euphoria. It’s not only an obsession with fatality, it’s an obsession with the way in which we must live our lives which is... happily.

PB: Yes it is a re-creation of the topic of the "Good Life" by the ancients. The idea is that happiness is not only a right which has been gained by centuries of fights but it is also a duty now. Since the two main obstacles which separated man from the happiness have disappeared. First, market economy now has pronounced happiness as a motto and this turn was made during the fifties and the eighties and the sixties when Capitalism had to multiply its consumers and have them buy more products. So now the economic machinery is speaking the language of happiness. We want you to be happy and happiness in that case means refusing any sort of frustrations. The mechanism of credit was a very exciting invention. Credit was invented in the States in the twenties, in Europe in the fifties. The normal regime of the time was expectation. You had to wait to obtain what you wanted to obtain. And when our grandparents wanted to buy a house or a car or a piece of furniture they waited until they had enough money to buy it and when they had it it was like a symbol of social success. Whereas today what credit tells us is it’s yours, you don’t have to pay. It’s yours now and frustration is a bad experience. What you have to stress is the satisfaction. So it has totally reversed our relationship to time.

JK: So we have this credit boom in the 70s in the States at least, the goal of which is to give people immediate satisfaction. The reality is that I am not sure how much satisfaction people actually received from the experience and when we start talking about homes and ownership of property...

PB: Yes, we have the subprime crisis. Yes, this is the interesting paradox. Well, firstly the economic system cannot be based on satisfaction. It’s based on un-satisfaction. Suppose you are satisfied with your car, you are satisfied with your house, you stop buying things and so the industry collapses. So the trick and it’s quite a trick of genius, is to appease your hunger but also to relaunch it or...

JK: Breed new desires.

PB: Breed new desires, yes. So you have to avoid the double experience of frustration and society.

JK: And this is where advertising comes in.

PB: Yes, advertising, marketing. Because the worst thing would for people to be satisfied and this would be very sad. There would be nothing left to desire. And of course the other side of this movement is that as Capitalism lowers the wages without wanting to frustrate people they invented this credit system of sub-primes in order to make every American an owner of his house which ended in dispossessing so many of their own habitat.

JK: Right. But they had it for a few years [laughter].

PB: Yes, which Europe has avoided. The rules for credit in Europe are more strict.

JK: In talking about happiness, again we have this strange thing where the people in France and the United States consume the highest amounts of anti-depressants in the world and yet regularly preach happiness.

PB: I know, I know. I don’t know about in the United States but in France we consume a lot of anti-depressants. I think we have an art of life which goes back to the Middle Ages and we shouldn’t so that but the new thing about happiness which has changed...it’s not only related to consumerism which would be too simple. We all know that buying a car, buying a house cannot bring happiness. But what changed in the sixties is that the obstacles between me and my happiness have disappeared. There’s no more religion telling us that we must suffer and to go through pains to gain our salvation and there are no more social classes prohibiting us from being happy. So the only obstacle between me and my happiness is myself. So being the main obstacle, I must work on my own soul, on my own spirit and this is where a huge market of happiness enters which is one of the biggest markets of today. It can be found in chemistry, medicine, surgery, religions, it’s a huge array of possibilities which are given to us in order to make us happy.

So what has changed in our conception of happiness? It used to be formally related to something maybe a little silly. You know it was ignorance and bliss. You were ignorant so you could be happy with almost anything but today happiness has become a major stake in the construction of your self. You construct your happiness as you construct a house and you have to work on it. It is a daily job and that’s why the people that try to be happy look so unhappy because you know they do not have one moment of oblivion. It’s a constant concern. And this is quite visible in two domains which are sexuality and health. Health is obvious. You know if you want to be healthy people you have to start very young and for one simple reason that life is a mortal disease because death will be the end, whatever you do. So that’s why so many people consume so many drugs, care so much about their food, stop smoking, do sport and work out because they want to preserve this capital of health which is, no matter what we do, vanishing day after day because we are doomed to disappear one day. And so the cult of happiness turns into a huge concern which to my opinion is exactly contrary to what happiness should be: a paradise of enchantment. You’re happy when you leave your concerns to the side and when you experience a pure moment of joy with friends. So happiness has become like the myth of Sisyphus, an unending job. You are never done with it. Go back to your quest for happiness. And so we reproduce in secular societies exactly the same kind of commandments that religious societies had before. We are doomed to be free, we are doomed to be happy, we have no way to escape it.

JK: The burden of freedom.

PB: Yes, this is what always interested me. Yes, in the sixties we thought we had found the solution. We are going to promote love, we are going to promote happiness, we are going to get rid of all the taboos and prejudices. We have to get rid of guilt because guilt is a bourgeois invention and in fact, all these notions came back through the back door exactly where we did not expect them. And so what we promoted as solutions became problems. And this is the strange trick which has been played on us.

JK: To treat these periods of time as teenagers almost, the sixties and seventies were the teenage rebellion and now we’re seeing the reproductions of the...

PB: Of the evils we pretended to kill.

JK: But in different form.

PB: But in different form, yes. Different forms and there is no more church to absolve us. In religious societies, at least in the Catholic world, you had the practices of the indigences and God was ultimate judge so you could always say that yes you had been a sinner but at least the Lord will forgive me. But today there is no more forgiveness; you have to carry this burden all your life and the judge has become the multiple voices of the “Others”, pointing fingers at you telling you, “You did that!”, “You did this!”. It’s very ironic but at least in Europe we are not going back to religions. We don’t have the faith anymore.

JK: Do you have the rabid consumerism in France that we have in the States? I feel like in the States, consuming often takes the place of worshipping any God or Higher Power.

PB: Yes, we have it in some section of the society but what we have in Europe and especially in France is a counterweight of culture: way of life, gastronomy, a taste for culture, we still have a strong readership in Europe, an appetite for beautiful things. To me this is the French difference, the French paradox. So of course we all love consuming, we go to shopping centers...our main cities have turned into shopping centers as has happened to New York and Chicago and San Francisco but we also have this element of resistance which to my opinion is extremely important.

JK: So shifting a little bit, you studied at the Sorbonne under Roland Barthes. He wrote an essay entitled“Death of an Author” from 1967. In talking about the author he said that the author is merely the scriptor and that the piece of writing is multi-layered and so every work is eternally written here and now by the reader. And what he was also saying was that the biography, personality, psychological makeup of the author should be separated from the piece of work itself. How much do you feel that you inject yourself into your works? Can you separate yourself like this?

PB: Well the funny thing with Barthes was that his later life denied what he had said before. The older he grew, the more his personal life entered into his writings. His last book was about his mother’s death. The failed love affair with a young boy who dumped him. And so in Barthes works there were these two parts: the first part of his life he tried to be a modern and at the end he turned classical and said that he didn’t care to be modern anymore and he started to insert fragments of autobiography into his own critical works which is quite interesting.

JK: He moved from being a strong structuralist to a post-structuralist.

PB: Yes, to a very skeptical one. As far as the separation, you have to do it in your public works and in your public life. Of course for yourself you know exactly what this sentence means and what it refers to. But today we are going the other way that Roland Barthes indicates with this new genre called autofiction which is not exactly autobiography but it’s an attempt to make your life look like a novel and the founder of this is Serge Doubrovsky who is teaching at New York University who is a friend of mine. And it’s not uninteresting in a way because you take every detail of your life and you make an epic out of it. But turning it into a genre...it’s like a flood now and everybody telling about their mother, their first love affair, my first measles, my first pain. Who cares about that? Today it is an obscene display of everyone. And it looks like those reality shows on TV. Yes, it is reality shows applied to literature. I think discretion remains a major quality in literature.

JK: But there is an element of that in every piece of writing, no matter what the genre is.

PB: Yes, the writer has a life and a personality but the problem of today is that most of those writers have exactly the same life; they belong to the same social class, the same milieu, they have the same experiences. Once you read one of those books, you have read them all. And this is a problem. So literature means also bringing something new to the creation. The only novelty is to read someone that has not had the same life as you. It tends to be quite boring in the end otherwise.

JK: So when you have produced an essay or a book and it is printed and dispersed within the public, is there a sense of loss, that now it is in the hands of anyone else that reads it to decide what it means?

PB: Yes, I had this before but not anymore. No, I am now relieved. No it’s not the loss, it’s the exposure. You feel fragile, that you will be wounded in one way or the other, you will be misinterpreted, you will be destroyed though there is nothing really to lose. It clears the way for a new book and of course if you don’t have anything more to say, it is very sad, it is a real loss. It is something like the baby blues for a few weeks. I used to have that but do not have that as much nowadays.

JK: I think that’s where we’ll stop. Thank you very much.

PB: Yes, thank you.

Bio of Pascal Bruckner

A prolific writer, Pascal Bruckner belongs to that venerable lineage of French philosophers and essayists who, for centuries, have cast an ironic and always intelligent critical glance on the weaknesses and excesses of their society. His best-known works have been dynamically controversial and widely discussed, particularly Le Sanglot de l'homme blanc and La Tentation de l'innocence, for which he won the Prix Médicis de l'Essai in 1995. Bruckner has also written fiction, including Lunes de fiel (adapted for the screen by Roman Polanski) and Les Voleurs de beauté (winner of the Prix Renaudot), and has published books for children. He has taught in universities in France and the U.S. and contributes editorials to major newspapers in many countries.
March 8, 2011
The Mantle

Ο δυτικός τρόπος ζωής είναι αδιαπραγμάτευτος, λέει o Πασκάλ Μπρικνέρ

Η ελευθερία της έκφρασης δεν θα αποτελούσε ένα τόσο μεγάλο διακύβευμα αν δεν ήταν πρώτα απ' όλα ένα τραύμα: το προϊόν της αλλεργίας που προκαλεί στην ανθρώπινη κοινότητα η ποικιλία συμπεριφορών και απόψεων

Το να τολμούν οι άλλοι να μας αμφισβητούν, να χλευάζουν τις απόψεις μας, να λατρεύουν άλλους θεούς, είναι αφόρητο. Η περίφημη φράση που αποδίδεται (κακώς) στον Βολταίρο («Διαφωνώ με όλα όσα λες, αλλά θα αγωνιστώ για να μπορείς να τα λες») είναι τόσο ευγενής όσο και αόριστη: το πρώτο αντανακλαστικό μας είναι να οχυρωνόμαστε πίσω από τις θέσεις μας και να θεωρούμε τις απόψεις των άλλων λανθασμένες, αν όχι σκανδαλώδεις. Χρειάζεται μια μακρά εκπαίδευση στον πλουραλισμό για να ξεπεραστεί αυτό το πρόβλημα και να γίνει αποδεκτή η ποικιλία των απόψεων και των επιλογών.

Αυτά σημειώνει ο γάλλος φιλόσοφος Πασκάλ Μπρικνέρ σε κείμενό του που δημοσιεύτηκε στη Λιμπερασιόν. Όπως γράφει, το μεγαλείο της δημοκρατίας είναι ότι δεν σκοτώνει τους αντιπάλους της: αποδέχεται τη σύγκρουση των συμφερόντων, την εναλλαγή των εξουσιών, τη νομιμότητα των διαφωνιών. Φτάνει μάλιστα, όπως στην Αγγλία, να θεωρεί την αντιπολίτευση χρέος.

Μπορεί να κατανοήσει κανείς την αμηχανία ενός ευσεβούς μουσουλμάνου, εβραίου ή χριστιανού σε ένα περιβάλλον που δεν χαρακτηρίζεται από την ίδια ευσέβεια. Μπορεί να αντιληφθεί την οργή του για ήθη που προσβάλλουν τις αρχές του. Για όποιον θεωρεί τον εαυτό του μοναδικό θεματοφύλακα της Αλήθειας, οτιδήποτε προσβάλλει τον Θεό ή το παρελθόν είναι απαράδεκτο. Όσο ατελής όμως κι αν είναι ο δυτικός τρόπος ζωής, όσο κι αν δικαιούται κανείς να τον χλευάσει ή να αισθάνεται απέχθεια γι' αυτόν, είναι προτιμότερος από πράγματα που γίνονταν παλιά.

Με άλλα λόγια, γράφει ο Μπρικνέρ, δεν πρόκειται να ξαναβάλουμε τις γυναίκες στην κουζίνα, να καλύψουμε το κεφάλι τους, να μακρύνουμε τις φούστες τους, να διώκουμε τους ομοφυλόφιλους, να απαγορεύσουμε το αλκοόλ, να περιορίσουμε την ελευθερία της έκφρασης, να απαγορεύσουμε τα βλάσφημα σκίτσα, να λογοκρίνουμε τον κινηματογράφο, το θέατρο, τη λογοτεχνία, να βάλουμε όρια στην ανεκτικότητα προκειμένου να μην πληγώσουμε κάποιους ευσεβείς. Δεν πρόκειται να ξανακατεβούμε τη λεωφόρο της Ιστορίας ανάποδα για να ικανοποιήσουμε τους σκοταδιστές και τους «προοδευτικούς» συμμάχους τους. 

Κι αν ένα θέαμα, μια ταινία, ένα σκίτσο, προσβάλλει την ευαισθησία μιας ομάδας ή μιας μειονότητας, μπορούν πάντα να διαδηλώσουν ή να καταφύγουν στη δικαιοσύνη. Καλύτερα να ζητούν αποζημίωση παρά να μαχαιρώνουν τους απίστους. Αν ο Θεός είναι παντοδύναμος και ελεήμων, άλλωστε, δεν προσβάλλεται από τα γκραφίτι ενός θνητού, από τα μαλλιά μιας γυναίκας ή από τις σκέψεις ενός άθεου.

Η Μελαγχολική Δημοκρατία

Η Μελαγχολική Δημοκρατία «Χάρη σε μια δραματική αντιστροφή του νοήματός της, κατέληξε να σημαίνει μια βολική παραδοχή του απαράδεκτου». Ο Πασκάλ Μπρικνέρ συνοψίζει για τη μοντέρνα Δημοκρατία 
[Πηγή: www.doctv.gr]

ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΡΑΤΗΣΟΥΜΕ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ; Την ιδέα μιας συλλογικής συμμετοχής στα κοινά. Και από το Διαφωτισμό; Το κριτικό πνεύμα συν τον ενθουσιασμό για το μέλλον. Πώς να βρούμε όμως το απαραίτητο κουράγιο να ξεθάψουμε πάλι αυτές τις «κρυμμένες παραδόσεις», όταν οι κοινωνίες μας δε ζητούν παρά να απολαύσουν τη μακαριότητά τους; Οι ευσεβείς προτροπές για θέληση, συμμετοχή και ανόρθωση είναι απολύτως αξιέπαινες. Αλλά το να ζητάς από τους πολίτες, σε περίοδο ειρήνης να προετοιμαστούν για τις περιόδους της κρίσης, είναι σαν να ζητάς το αδύνατο. 

Η ΝΩΘΡΟΤΗΤΑ ΜΑΣ ΘΑ ΗΤΑΝ ΤΕΛΕΙΑ ΜΕΣΑ ΣΕ ΕΝΑΝ ΚΟΣΜΟ ΣΥΜΦΙΛΙΩΜΕΝΟ, ΧΩΡΙΣ ΑΝΙΣΟΤΗΤΕΣ. Για να μείνουν όλα όπως είναι, θα χρειαζόταν η Ιστορία να σταματήσει, να μην είναι πλέον ούτε τραγική ούτε βίαιη. Θα χρειαζόταν η ανάγκη της δικαιοσύνης, τα μεσσιανικά όνειρα που θα επιζήσουν της χρεοκοπίας του μαρξισμού να μην προσπαθήσουν να ανοίξουν ένα δρόμο, έστω και με τη βία. Θα χρειαζόταν οι άνθρωποι να είναι πρόθυμοι να δεχθούν καρτερικά τη θέση τους, ανεξάρτητα αν γεννήθηκαν φτωχοί ή προνομιούχοι. Με ένα λόγο, θα χρειαζόταν ένα θαύμα. 
Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΑΝΤΙΘΕΤΑ ΜΑΣ ΚΟΥΡΑΖΕΙ, ΜΑΣ ΤΥΡΑΝΝΑ ΜΕ ΤΙΣ ΕΠΙΤΑΓΕΣ ΤΗΣ, τα ατέλειωτα καθήκοντα που μας υπαγορεύει. Εμείς την επινοήσαμε, για να μπορέσουμε να την παρακάμψουμε καλύτερα, να τη μετατρέψουμε σε ένα ηρεμιστικό που μας προστατεύει από τις αναποδιές και τις αγωνίες. Τα καταφέραμε τόσο καλά, που χάρη σε μια δραματική αντιστροφή του νοήματός της, κατέληξε να σημαίνει την υποταγή στην κατάσταση των πραγμάτων, μια βολική παραδοχή του απαράδεκτου, μια γλυκιά αδιαφορία απέναντι στους άλλους και τον εαυτό μας. 

ΕΤΣΙ ΜΑΣ ΜΕΝΕΙ ΙΣΩΣ ΝΑ ΜΑΘΟΥΜΕ ΟΤΙ Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ ΑΠΌ ΤΗΝ ΕΠΙΤΥΧΙΑ, να βουλιάξει φορώντας τη χαμογελαστή μάσκα της πραγμάτωσης. Για να μη συμπέσει η υλοποίησή της με τη χρεοκοπία της, δεν έχουμε πια παρά να της ευχηθούμε πολλούς κινδύνους που θα την αναζωογονήσουν. 

ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΔΥΟ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ, της φθοράς μέσα στο θρίαμβο ή της αναγέννησης από την καταστροφή, δε θα αποφύγουμε τα σιδερένια χρόνια. Πασκάλ Μπρικνέρ-Η Μελαγχολική Δημοκρατία, εκδ. Αστάρτη, 1990, μετάφραση Μαρίνα Λώμη 
[Πηγή: www.doctv.gr]
Με σπουδές φιλοσοφίας στο ενεργητικό του (έκανε το διδακτορικό του δίπλα στον Ρολάν Μπάρτ) γράφει εναλλάξ κάθε τόσο μυθιστορήματα και δοκίμια, αρθρογραφεί στο "Νουβέλ Ομπσερβατέρ", είναι διδάκτωρ της φιλοσοφίας στο Ινστιτούτο Πολιτικών Επιστημών του Παρισιού και διδάσκει ως καθηγητής επισκέπτης σε πανεπιστήμια των ΗΠΑ. Ο Πασκάλ Μπρυκνέρ είναι κοσμοπολίτης φύσει και θέσει. Γεννήθηκε το 1948 στο Παρίσι. Έζησε έξι χρόνια στην Αυστρία, πέρασε μέρος της εφηβείας του στη Λυόν και σε ηλικία δεκαέξι ετών εγκαταστάθηκε μόνιμα στη γαλλική πρωτεύουσα. Συμμετείχε στον αναβρασμό του Μάη του `68 διακηρύσσοντας ότι: "Εκείνη την εποχή όλοι είμαστε κομμουνιστές". Έχει δύο παιδιά, ένα γιο και μία κόρη.  

Το παράδοξο του έρωτα

Νέο βιβλίο από τον διάσημο και πολυδιαβασμένο συγγραφέα. 
«Πώς ο έρωτας που μας ενώνει μπορεί να συνδυαστεί με την ελευθερία που μας χωρίζει;». Με αυτό το ερώτημα ασχολείται ο μπεστσελερίστας Πασκάλ Μπρυκνέρ στο καινούριο του βιβλίο, διηγούμενος «μέσα από τις μεταμορφώσεις του γάμου και του ερωτισμού, την αντίσταση του συναισθήματος σε οποιονδήποτε κανόνα». Ο συγγραφέας που έγινε γνωστός στην Ελλάδα για το μυθιστόρημά του «Τα μαύρα φεγγάρια του έρωτα» και για τα δοκίμιά του «Η αέναη ευφορία: δοκίμια για το καθήκον της ευτυχίας» και «Η τυραννία της μεταμέλειας» στο νέο του έργο με τον τίτλο «Το παράδοξο του έρωτα» κατά την «Le Journal du Dimanche» «περιγράφει με καθαρότητα και κομψότητα τα παράδοξα της συναισθηματικής μας ζωής». Και, επικεντρώνοντας την πένα του στο τίμημα που πληρώνει καθένας από εμάς για τον έρωτα, αναιρεί τα αυτονόητα και αποθεώνει τον αυθορμητισμό που οδηγεί στην ερωτική ευδαιμονία. 

Μπρυκνέρ: Το παράδοξο του έρωτα «Δεν μπορούμε να ερωτευτούμε άνδρες ή γυναίκες στο ύψος των προσδοκιών μας, επειδή οι προσδοκίες μας είναι μη ρεαλιστικές» 
Πηγή: www.doctv.gr]

Η ΥΠΕΡΒΟΛΗ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΜΑΣ ΣΥΝΟΨΙΖΕΤΑΙ στο άπιαστο όνειρο: όλα σε ένα ή τα θέλω όλα. Ένα και μοναδικό πλάσμα πρέπει να συμπυκνώνει όλες μου τις προσδοκίες. Ποιος μπορεί να ανταποκριθεί σε τέτοια απαίτηση; Η ιλιγγιώδης αύξηση των διαζυγίων στην Ευρώπη δεν οφείλεται στον εγωισμό μας αλλά στον ιδεαλισμό μας: είναι αδύνατο να ζήσουμε μαζί, απέναντι στο είναι δύσκολο να μείνουμε μόνοι. Τα ζευγάρια διαλύονται όχι από απογοήτευση αλλά από υπερβολική ιδέα για τον εαυτό τους. Από τον έρωτα δεν μένει παρά «το κεραυνοβόλο βλέμμα του θεού» (Αντρέ Μπρετόν) κι αυτό είναι το πρόβλημα.

Παραφορτώνουμε το καράβι, το επενδύουμε με τόσες ελπίδες, ώστε τελικά ναυαγεί. Δεν υποφέρουμε από έλλειψη συναισθημάτων αλλά από υπερβολική ανάγκη για συναισθήματα.

ΠΙΣΤΕΥΩ ΑΚΟΜΑ ΣΤΟΝ ΜΕΓΑΛΟ ΕΡΩΤΑ, ακούμε να λέμε. Όμως δεν έχει νόημα να πιστεύουμε σε μία αφηρημένη έννοια, όσο αξιοθαύμαστη κι αν είναι, καλύτερα να πιστεύουμε στα άτομα, τα ευάλωτα και ατελή άτομα. Αγαπώντας τον έρωτα καταλήγουμε στην εξιδανίκευσή του. Κάποτε αποκλεισμένος από τον γάμο, ο έρωτας-αίσθημα διαλύθηκε εκ των έσω προτού μπει σε κίνδυνο από τις υπερβολικές φιλοδοξίες -η βουλιμία του σηματοδοτεί και την απώλειά του. Από τότε που αφαιρέθηκαν τα εμπόδια που τον τροφοδοτούσαν με το να τον φρενάρουν, είναι υποχρεωμένος να βρει μόνος του τα μέσα για να ανανεωθεί. Πεθαίνει, όχι από τα εμπόδια που συναντά, αλλά από την εύκολη επιτυχία του. [...]

ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΓΙΑ ΜΙΑ ΕΥΡΕΩΣ ΔΙΑΔΕΔΟΜΕΝΗ ασθένεια: η δαιμονική αναζήτηση του ερωτικού αντικειμένου που απογοητεύει και αντικαθίσταται από ένα άλλο, το οποίο με τη σειρά του επισκιάζεται από ένα τρίτο, ένα τέταρτο, μία σειρά από φλόγες που τρεμοσβήνουν κι ύστερα χάνονται για πάντα. Ενθουσιαζόμαστε, ψυχραινόμαστε, δεν είμαστε ποτέ ικανοποιημένοι. Κάθε φορά υπερτιμάμε τα συναισθήματά μας, νιώθουμε ψευτοερωτοχτυπημένοι -όπως γράφει ο Σταντάλ, «πιστεύουμε ότι αγαπάμε κάποιον για όλη μας τη ζωή στη διάρκεια μίας και μοναδικής βραδιάς». 
Η αδελφή ψυχή δεν είναι ποτέ αρκετά ωραία, έξυπνη, σέξι, όλοι οι υποψήφιοι είναι καταδικασμένοι σε αποτυχία. Ο πρίγκιπας ήταν λοιπόν ένας τιποτένιος, η σεξοβόμβα μία ψυχρή νευρωτική, μία μέγαιρα. Αυτή είναι η κόλασή μας, αντίβαρο της προόδου: δεν μπορούμε να ερωτευτούμε άνδρες ή γυναίκες στο ύψος των προσδοκιών μας, επειδή οι προσδοκίες μας είναι μη ρεαλιστικές. 

ΕΤΣΙ, ΦΤΑΝΟΥΜΕ ΣΤΗ ΜΟΝΑΞΙΑ. Μετά τα τριάντα, αντί να βρούμε το ονειρεμένο πλάσμα, καθόμαστε μπροστά στην τηλεόραση και μασουλάμε πρόχειρα φαγητά περιμένοντας να χτυπήσει το τηλέφωνο. Γι’ αυτό και πολλαπλασιάζονται οι μοναχικές και πονεμένες ψυχές στο διαδίκτυο, που συμμετέχουν σε μία αγορά «δεύτερο χέρι»: χωρισμένοι και ξαναπαντρεμένοι κάμποσες φορές «ερωτεύονται» έναν άγνωστο και είναι έτοιμοι να κάνουν τα ίδια λάθη, τις ίδιες εξωφρενικές επιλογές […] ΘΑ ΠΕΘΑΙΝΑΤΕ ΓΙΑ ΚΑΠΟΙΟΝ ΠΟΥ ΑΓΑΠΑΤΕ; Το ζήτημα όμως δεν μπαίνει έτσι, κυρίως πρέπει να είμαστε πρόθυμοι να ζήσουμε με κάποιον, όχι να πεθάνουμε.

Η ρουτίνα της καθημερινότητας συνεπάγεται τη συνέπεια της κάθε στιγμής και κάνει ανώφελη την εξονυχιστική εξέταση της κάθε χειρονομίας, της κάθε ακραίας ή τυχαίας κίνησης. Κάποτε η συναισθηματική αγωγή συνίστατο στην αποφυγή της απογοήτευσης: έπρεπε να βρούμε τον δρόμο μας στους μαιάνδρους της καρδιάς, να μην παραδοθούμε στις παρορμήσεις, να αντιμετωπίσουμε τις χίμαιρες της νιότης και να επιλέξουμε ένα πνευματικό και ηθικό δρομολόγιο.

Όλη η φιλολογία μάς διδάσκει, αντιθέτως, πώς να ανασκαλεύουμε τη φωτιά, πώς να φλεγόμαστε... Ανατροπή σε σχέση με την κλασική εποχή: η κλασική εποχή φοβόταν τα μεγάλα πάθη, που προκαλούν δυστυχία - εμείς φοβόμαστε τη χλιαρότητα. Στην πραγματικότητα, δεν φοβόμαστε πια την αναρχία της συμπεριφοράς, αλλά την εξάλειψη των συγκινήσεων.

Αυτό που επιζητούμε είναι το πάθος - ποιητικό, ευτυχισμένο- χωρίς τις μοιραίες του συνέπειες. Απόσπασμα από το βιβλίο του Πασκάλ Μπρικνέρ, Το παράδοξο του έρωτα, εκδ. Πατάκη. Ο Πασκάλ Μπρυκνέρ είναι ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Γάλλους συγγραφείς. Γράφει εναλλάξ μυθιστορήματα και δοκίμια, αρθρογραφεί στο Νουβέλ Ομπσερβατέρ, είναι διδάκτωρ της φιλοσοφίας στο Ινστιτούτο Πολιτικών Επιστημών του Παρισιού και διδάσκει ως καθηγητής επισκέπτης σε πανεπιστήμια των ΗΠΑ.

Συμμετείχε στον αναβρασμό του Μάη του ’68, τα ψέλνει εμμονικά στις φεμινίστριες και στην Ευρώπη που επαναπαύεται στον λήθαργό της κι έχει γράψει δοκίμια για την αέναη ευφορία της Δύσης και μια σειρά από τα σύγχρονα σύνδρομα που, όπως όλα δείχνουν, μας έφεραν εδώ που βρισκόμαστε σήμερα. Χαίρει ιδιαίτερης εκτίμησης από τους Έλληνες αναγνώστες και ο ίδιος επισκέπτεται συχνά τη χώρα μας. Ανάμεσα στα μυθιστορήματά του, ξεχωρίζουν Τα Μαύρα Φεγγάρια του Έρωτα, Το Θείο Βρέφος, Η Μελαγχολική Δημοκρατία και η Αέναη Ευφορία. 
[Πηγή: www.doctv.gr]
Το να επιλέγουμε αυτόν που αγαπάμε, το να αγαπάμε όποιον θέλουμε φαίνεται σήμερα αυτονόητο δικαίωμα. Ωστόσο, για να το κατακτήσουμε, χρειάστηκε ολόκληρη επανάσταση του συναισθήματος, μια διαδικασία που άρχισε τον 18ο αιώνα. Αυτή η ελευθερία, αυτό το δικαίωμα που αποκτήσαμε μετά από πολλούς κόπους, έχει ένα τίμημα. Πώς ο έρωτας που μας ενώνει μπορεί να συνδυαστεί με την ελευθερία που μας χωρίζει;

Ο Πασκάλ Μπρυκνέρ διηγείται, μέσα από τις μεταμορφώσεις του γάμου και του ερωτισμού, την αντίσταση του συναισθήματος σε οποιονδήποτε κανόνα. Οι άνδρες και οι γυναίκες έχουν προοδεύσει, αλλά δεν έχει προοδεύσει ο έρωτας: αυτό είναι το καλό νέο του 21ου αιώνα.

Ο Πακάλ Μπρυκνέρ περιγράφει με καθαρότητα και κομψότητα τα παράδοξα της συναισθηματικής μας ζωής.
(Bernard Pivot, Le Journal du Dimanche)

Νομίζαμε πως λύσαμε όλα τα προβλήματα του έρωτα κι ότι τον ξεφορτωθήκαμε. Κι όμως, σαράντα χρόνια μετά τον Μάη του '68, ο Πασκάλ Μπρυκνέρ αποκρυπτογραφεί τα παράδοξά του.
(Elisabeth Levy, Le Point)

Ο Πασκάλ Μπρυκνέρ, ένας συγγραφέας που θαρρείς ότι έχει την ανατρεπτικότητα στο αίμα του, είναι γνωστός στη χώρα μας μέσα από τα δοκίμια και τα μυθιστορήματά του όπως «Τα μαύρα φεγγάρια του έρωτα» που έγινε ταινία από τον Ρομάν Πολάνσκι.

Στο βιβλίο αυτό, διηγείται μέσα από τις μεταμορφώσεις του γάμου και του ερωτισμού, την αντίσταση του συναισθήματος σε οποιονδήποτε κανόνα. «Περιγράφει με καθαρότητα και κομψότητα τα παράδοξα της συναισθηματικής μας ζωής», γράφει ο Bernard Pivot στην «Le Journal du Dimanche».

Οι άνδρες και οι γυναίκες έχουν προοδεύσει, αλλά δεν έχει προοδεύσει ο έρωτας: αυτό είναι το καλό νέο του 21ου αιώνα.

«Ο έρωτας δεν είναι ελεύθερος παρά μόνο σε κοινωνίες ελεύθερων ατόμων. Ωστόσο, καταλήγουμε σε λογικό αδιέξοδο: η ελευθερία μπορεί να σημαίνει ανεξαρτησία (δηλαδή μη υποταγή σε εξουσίες), διαθεσιμότητα (προθυμία για εμπειρίες), κυριαρχία (επιβολή των επιθυμιών στους άλλους), υπευθυνότητα (ανάληψη των συνεπειών των πράξεών μας). Τρεις από τις τέσσερις αυτές συνθήκες αντιβαίνουν στο είδος της σχέσης που συνεπάγεται η ζωή ενός ζευγαριού. Σήμερα υποβαλλόμαστε -άνδρες και γυναίκες- σε μια αντιφατική απαίτηση: στο να αγαπάμε με πάθος και, αν είναι δυνατόν, να μας αγαπάνε εξίσου, διατηρώντας ταυτόχρονα την αυτονομία μας, να περιβάλλουμε ο ένας τον άλλο χωρίς δεσμεύσεις, με την ελπίδα ότι το ζευγάρι θα διαθέτει αρκετή ευελιξία ώστε να εξασφαλίσει αρμονική συνύπαρξη».

Αυτά γράφει ο Πασκάλ Μπρυκνέρ στο βιβλίο του «Το παράδοξο του έρωτα», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πατάκη. Ο «αιρετικός» Γάλλος φιλόσοφος και συγγραφέας, γνωστός στην Ελλάδα για τα μυθιστορήματα (όπως «Τα μαύρα φεγγάρια του έρωτα», που έγινε και ταινία από τον Ρόμαν Πολάνσκι) και τα δοκίμιά του, αφηγείται στο νέο βιβλίο του τις μεταμορφώσεις του συναισθήματος, του γάμου και του ερωτισμού στη σύγχρονη κοινωνία. Μιλά για τις «αντιστάσεις του συναισθήματος σε όλους τους αυστηρούς ελέγχους», σύμφωνα με τον γκουρού της γαλλικής βιβλιοκριτικής, Μπερνάρ Πιβό.

Δεν έχουμε βρει τη λύση στα βάσανα του έρωτα, επισημαίνει ο Μπρυκνέρ. Το μόνο που έχουμε καταφέρει είναι να πολλαπλασιάζουμε τα παράδοξά του: «Το “σ’ αγαπώ” μπορεί να ακουστεί σαν παράκληση, σαν συμβόλαιο, σαν εκπόρθηση του άλλου, σαν χρέος. Αυτή η διατύπωση που μου καίει τα χείλη σημαίνει αρχικά την αναγνώριση μιας “τρέλας”. Γιορτάζω τον πυρετό που μου προκαλεί ο άλλος και διαμαρτύρομαι εναντίον της αταξίας που με βυθίζει. Από την παρουσία του και μόνο, ένας ξένος σπάζει τη ζωή μου στα δύο και θα ήθελα να ξαναβρώ την ισορροπία μου χωρίς να τον χάσω.

Η ερωτική σύγκρουση είναι μια άγρια καταιγίδα στην ηρεμία της ύπαρξης: είναι πόνος και απόλαυση, θύελλα και καταφύγιο, έγκαυμα και άρωμα. Πώς να τιθασεύσουμε αυτό τον άλλο που μας προκαλεί σύγχυση και μας κεραυνοβολεί, θαρρείς, από ψηλά; Με μια ομολογία που θα είναι συγχρόνως ικεσία και ανάκριση». Πώς ένα συναίσθημα που έχει ως μοναδικό σκοπό τη συνένωση, μπορεί να συμφιλιωθεί με την ελευθερία που επιδιώκει την αποδέσμευση; Τα ερωτήματα που θέτει ο Μπρυκνέρ, περιγράφουν ταυτόχρονα τα –πολλαπλά- παράδοξα που χαρακτηρίζουν τον έρωτα.

«Ο Πασκάλ Μπρυκνέρ είναι ένας συγγραφέας του παραδόξου. Διαθέτει μια ποιότητα που φανερώθηκε από τα πρώτα δοκίμιά του», έγραψε το Magazine Literaire με αφορμή το νέο βιβλίο του. Ένα βιβλίο που, χάρη και στην προσεγμένη μετάφραση της Σώτης Τριανταφύλλου, σε κερδίζει από την πρώτη στιγμή. Χωρισμένο σε 14 κεφάλαια με… πολλά υποσχόμενους τίτλους (από τη «Σαγήνη ως αγορά» και την «Κυμαινόμενη πίστη», μέχρι τις –αναπάντεχες!- «Παντούφλες του Μαρσέλ Προυστ»), περιγράφει με καθαρότητα και κομψότητα την εξέλιξη των αισθημάτων, σε (παντρεμένα ή μη) ζευγάρια, τη σεξουαλική επανάσταση, τα άλματα του ερωτισμού, αλλά και τις ηθικές αγκυλώσεις. «Ο έρωτας δεν πάσχει από καμιά αρρώστια, είναι ολόκληρος, όπως πρέπει, με τις αβύσσους και τη λαμπρότητά του», γράφει στον επίλογο του βιβλίου που έχει ως τίτλο την προτροπή: «Μην ντρέπεστε!». 
Σύμφωνα με τον Μπρυκνέρ, ο έρωτας παραμένει ένα μέρος της ύπαρξης που δεν ελέγχουμε και διαφεύγει από κάθε έλεγχο, κήρυγμα, ιδεολογία και νόμο: «Δεν μπορούμε να τον σώσουμε από τα τραύματά του κι από τους αποκλεισμούς του: είναι μπερδεμένος, φτιαγμένος από χρυσάφι και λάσπη, από μια διφορούμενη μαγεία. Αν καταργηθεί το διφορούμενο, θα χαθεί η μαγεία. Πρέπει να κρατήσουμε απ’ αυτόν τα καλύτερα στοιχεία του, τη ζωτικότητα, τη δύναμη να δημιουργεί δεσμούς, τη διονυσιακή του κλίση για τη ζωή, ταυτόχρονα υπέροχη και επώδυνη».