Monday, July 27, 2015

Με το φακό των λέξεων

Ελένης Αρτεμίου Φωτιάδου 
Το ταξίδι αρχίζει πάντα με μια ονειροπόληση. Τις ώρες του φεγγαριού, τις στιγμές μιας αγαπημένης μουσικής, βγαίνει πρώτα το μυαλό μας στο σεργιάνι σαν δίχτυ που γυρεύει την καλή ψαριά. Και γεμίζουμε τις ώρες με όλες εκείνες τις εικόνες που προσμένουμε να γίνουνε ζωή και χρώμα στο γκρίζο της μονότονης πραγματικότητάς μας.

Το ταξίδι αρχίζει και με μια σιωπή. Κρατάμε , λες , την αναπνοή μας στον βυθό που μας ρίχνει καθημερινά η κόπωση και τη δεδομένη στιγμή αναδυόμαστε σαν δελφίνια που λαχταράνε μερίδιο από αέρα κι από φως.

Κι άλλοτε οι αποστάσεις που διανύουμε είναι μακρινές, σαγηνευτικές, άλλοτε πάλι προσαρμοσμένες στον χρόνο και στα μέσα που διαθέτουμε. Μα πάντα με την ψυχή να αποζητά το μερίδιό της στην ανάταση και το κορμί να ψάχνει τις ιδανικές συνθήκες που θα του εξασφαλίσουν τη χαλάρωση και την πολυπόθητη ξεκούραση.

Η οικονομική κρίση των τελευταίων χρόνων έχει επιβάλει πολλούς περιορισμούς στην τσέπη και στο όνειρο. Κι αν το ταξίδι στο εξωτερικό θα παραμείνει τελικά στη σφαίρα του επιθυμητού, ας μην ξεχνάμε πως έχουμε το προνόμιο να ζούμε σε ένα χρυσοπράσινο φύλλο , ριγμένο στη Μεσόγειο με άπειρες δυνατότητες διακοπών και ψυχαγωγίας. Διαθέτει κι η μικρή μας Κύπρος ελκυστικούς προορισμούς, άγνωστους ίσως θησαυρούς, φυσικές ομορφιές, για να εισπνεύσουμε ανάπαυλα, θάλασσα και βουνό σε αρμονικούς συνδυασμούς και σε κοντινές για τον τόπο διαμονής μας αποστάσεις. Πάντα με σεβασμό στο περιβάλλον αλλά και στον άνθρωπο, ντόπιο και τουρίστα , που επιχειρεί δίπλα μας τις δικές του στιγμές χαλάρωσης και διαφυγής από την κουραστική καθημερινότητά του.

Μια …αλλιώτικη αλλά πάντα ταξιδιάρικη επιλογή παραμένει και το βιβλίο. « Διαβάζω θα πει ταξιδεύω. Όποιος περιφρονεί το διάβασμα, περιφρονεί τα ταξίδια.», έγραψε ο Κωστής Παλαμάς. ΄Οντως, διαβάζοντας, νους, φαντασία τελούν εν κινήσει , ενώ το σώμα ακίνητο ,συνδράμει στην πολυπόθητη εκδίωξη της ρουτίνας. 
 Με ένα καλό βιβλίο ως αφετηρία, ξεκινά το πνεύμα μια περιπλάνηση με λίγους προορισμούς, αρκετούς ενδιάμεσους σταθμούς και ένα τέρμα που δεν είναι ίσως πάντα στο πλάνο , μπορεί και να προκύψει μπορεί και όχι, ανάλογα με το ενδιαφέρον που θα μας προκαλέσει η ανάγνωση. 

Συνταξιδιώτες η ψυχή και η εγρήγορση του μυαλού, αποσκευές μας πάντα η καλή διάθεση και η ετοιμότητά μας να περιηγηθούμε μέσα από τις σελίδες στον εσωτερικό κόσμο των ηρώων αλλά παράλληλα και στον δικό μας, είτε πλάι στο φλύαρο κύμα είτε στη φιλόξενη δροσιά του βουνού είτε ακόμα και στη θαλπωρή του σπιτιού και την ξεκούραση που μπορεί να μας προσφέρει ο οικείος χώρος του. 

΄Οποια και να είναι η περίπτωσή σου, η ανάγνωση σε παρασύρει σε άλλους κόσμους και εκεί ξεφεύγεις από το σύνηθες της καθημερινότητας, ενώ χαλαρώνεις απενεργοποιώντας τις έγνοιες και τις σκοτούρες που σε διώκουν στο υπόλοιπο του χρόνου. Παράλληλα ανακαλύπτεις , κυνηγάς την ευτυχία της στιγμής, της ώρας , γιατί κι η ευτυχία είναι περισσότερο ένα ταξίδι παρά προορισμός.

Αυτό το καλοκαίρι, λοιπόν, ας επιχειρήσει ο καθένας τη δική του δροσερή διαφυγή. Κι ας μαζέψει στην πορεία τους καρπούς εκείνους, που θα του επιτρέψουν στη συνέχεια να ριχτεί πιο πλούσιος και πιο δυνατός στον καθημερινό του αγώνα.
Ελένη Αρτεμίου Φωτιάδου

Tuesday, July 21, 2015

Με το φακό των λέξεων

Ελένης Αρτεμίου Φωτιάδου

Σας μιλώ για το Αύριο. Που μου΄ρχεται πάντα σαν επανάληψη του Χτες. Και με ταράζουν οι σειρήνες του μυαλού κι ο βόμβος των αεροπλάνων καθώς εισβάλλουν στο ήρεμο πρωινό ενός κατά τα άλλα φιλήσυχου καλοκαιριού. Κι αύριο, ξέρω, θα ξυπνήσω χωρίς να έχω κοιμηθεί. 

Με μια περίεργη αράχνη να στήνει τον ιστό της μες στη νύχτα και να αιχμαλωτίζει τα ανυποψίαστα όνειρά μου. Και τότε θα σωπάσουν και πάλι τα τριζόνια, θα κοπάσει το θαλασσινό αγέρι , θα κοιμηθεί ο φλοίσβος κι όλα θα γίνουν πανικός , κι όλα θα γίνουνε κραυγές από ζωή που πνίγεται και θάνατο αντάρτη . Αύριο θα γεννηθώ πάλι παιδί με δυο τεράστια απορημένα μάτια. Και μέσα εκεί θα στριμωχτούν τόσες μέρες που δεν έζησα και τόσες νύχτες που με μεγάλωνε απότομα ο Tρόμος. 

Θα έρθει ξανά να με ανταμώσει το αλαφιασμένο βάδισμα της μάνας στο δωμάτιο. Θα νιώσω ακόμα μια φορά τα χέρια της, λευκά, δίχως αίμα, να με σηκώνουν απ΄τον ύπνο , να με κρατάνε σφικτά μέσα στην έγνοια, ενώ τα χείλη της θα μου ψελλίζουν μάταια στο αυτί να μη φοβάμαι. Μα θα΄ναι ο δικός της φόβος στα δάχτυλά της μυτερό σπαθί κι εγώ θα πονάω και θα ματώνω καθώς θα τρέχω μες στο κράτημά της να σωθώ από την εισβολή του πιο σκληρού χειμώνα στον μικρό, πληγιασμένο ήλιο μου.

Κι ύστερα θα έρθει ξανά εκείνη η ατέλειωτη ουρά με τις σταυρωμένες ώρες. Κι οι άνθρωποι στη μνήμη μου θα γίνονται άξαφνα δέντρα δίχως τις ρίζες τους κι έτσι ακρωτηριασμένα σε σώμα και καρδιά θα ψάχνουν άλλο χώμα να φυτρώσουν. Και θα τρέχει η ελπίδα προς τον Νότο, με τόσες ζωές στριμωγμένες σαν μπόγους στα αυτοκίνητα και τόσα αναπάντητα «γιατί» να περιφέρονται στα σφιγμένα χείλη, στις μικρές προσευχές, στην απόγνωση και την αβεβαιότητα που σπέρνει η επέλαση του εχθρού.

Θυμάμαι …΄Ολα μαζεμένα σε μια ανάμνηση λαβωμένη, με τον καημό να ρέει ακατάσχετα. Καταφύγαμε σε φίλους που γίνανε στα μάτια μας μικροί Θεοί. Ανοίξανε για μας ένα μικρό παράδεισο ασφαλείας, για να ξεχάσουμε την κόλαση που είχαμε αφήσει πίσω μας. Σε ένα μικρό σπίτι στοιβαχτήκαμε σαράντα άτομα και κρατιότανε η ψυχή μας από την ψυχή του άλλου σαν αλυσίδα που πάλευε να δέσει την ανάγκη και να την κάνει υποφερτή. 

Γριές σταυροκοπιούνταν, γυναίκες ψάχνανε απεγνωσμένα τα αναγκαία για τα βρέφη κι ένας μεσήλικας, βουτηγμένος μες στις πιο μαύρες σκέψεις του, κρατούσε συνέχεια στο αυτί ένα μικρό ραδιοφωνάκι. Κι εκείνα τα εμβατήρια του προδομένου μας πολέμου ακόμα ηχούν στα αυτιά μου. Πατριωτικές εξάρσεις που τρυπούσαν κάθε τόσο είτε την πηχτή σιωπή είτε τη φλυαρία του πόνου .

Η μάνα έπαιζε συνέχεια στα χέρια ένα κλειδί. Μα μόνο την λύπη της άνοιγε. Όλα τα άλλα κλειστά. Το χαμόγελο, η δύναμη, το χρώμα στα δυο της μάτια. Εκείνη έβλεπε πέρα από την γκρίζα μέρα. Διέκρινε το μέλλον που ερχόταν με σκοτεινά αβέβαια βήματα. Χωρίς τα περιβόλια που μας μεγάλωσαν με ανθούς και μυρωδιές πλάι στο σπίτι, χωρίς τη θάλασσα που μας γέμισε το μυαλό με απέραντες γαλάζιες αναζητήσεις.

Αύριο θα γεννηθώ πάλι παιδί και μέχρι το βράδυ θα έχω γίνει ένα ηλικιωμένο τραύμα, που κανείς δεν μπόρεσε , χρόνια τώρα, να περιθάλψει με τις απαραίτητες δόσεις ελπίδας, αισιοδοξίας, αναμονής. Αύριο θα ζήσω σαν μια ταινία τρόμου σε επανάληψη, όλο το Χτες. 
Κι ίσως , αν δω με ολοκάθαρα μάτια το παρόν, να τρομάξω ακόμα περισσότερο… 
Ελένη Αρτεμίου Φωτιάδου    

Thursday, July 9, 2015

Με το φακό των λέξεων

Ελένης Αρτεμίου Φωτιάδου
Iούλιε! Ιούλιε! Είσαι εδώ; Παίρνω όλες τις θύμησες και… με κυνηγάς! 

Κάπως έτσι έχει διασκευαστεί πια στη συνείδησή μας το παλιό ρυθμικό παιχνίδι της παιδικής μας αθωότητας. Δεν βγαίνει πλέον ο λύκος με το μπαστούνι του να μας κυνηγήσει αγριωπός. Μπαίνει όμως ένας Ιούλης σκυθρωπός , που μάταια παλεύει τα τελευταία σαράντα ένα χρόνια να μας πείσει για τις αγνές, καλοκαιρινές του προθέσεις. Αλλά με τόσα πανωφόρια θλίψης, με τόσες χιονοστιβάδες από εθνικές καταιγίδες, με ένα άτσαλο κρύο να ξυρίζει τη μνήμη και να τη ρίχνει ματωμένη μες στις μέρες μας, χωρίς αντισηπτικά, χωρίς παυσίπονα, τι να κρατήσουμε, τι να αφήσουμε από έναν Ιούλη που μας προδίδει με τα ζεστά φιλιά του Ιούδα κι ύστερα, αμετανόητος, κρεμάει τις αντοχές μας στην άγονη συκιά του και τις μαστιγώνει;

Απαριθμώντας τραύματα χωρίς επούλωση , σκέψεις ανίατες και απώλειες μη αναστρέψιμες, μας σέρνει ο Ιούλιος μήνας σε μνημόσυνα και ηρωικά λογύδρια , σε τύμβους με μαρμάρινες απουσίες και σε νεκρούς με έντονες ακόμα παρουσίες. Το πραξικόπημα της 15ης του Ιούλη 1974 αδιαλείπτως διχάζει τον λαό και συνθλίβει τις προοπτικές της ενότητας. Κι όταν κοπάσουν οι μεν και οι δε να πυροβολούν αδιακρίτως υπερασπιζόμενοι αμφότεροι τη δημοκρατία με τρόπο σχεδόν… φασιστικό, η τουρκική εισβολή προβάλλει στο προσκήνιο σαν πρωταγωνίστρια στη σκηνή της ζωής μας, που απλώς αποσύρεται για λίγο στο καμαρίνι της και επανέρχεται σε λίγο δριμύτερη με θλιβερούς, μακροσκελείς μονολόγους της καθημερινότητάς μας. 

Οι χήρες μνημονεύουν ακόμα νεκρούς και τα παιδιά των σκοτωμένων, μεσήλικες πια ζωές, προσπαθούν να λύσουν ένα γρίφο για το δίκιο και το άδικο του κόσμου. Και τι να πει κανείς για τις αγνοούμενες ελπίδες, που κρατάνε μια λαμπάδα εν τω μέσω της νυχτός τους με την προοπτική πως θα διαψευστούν οι χειρότεροι φόβοι τους και μια μέρα αναστάσιμη θ΄ακούσουν το «Δεύτε λάβετε τον άνθρωπό σας»! Και τότε μόνο θα κατέβουν από τον σταυρό τους με ζωή νέα, όνειρο παλιό κι έτσι, ανάμεσα στο Χτες και στο Αύριο θα παλέψουν να στήσουν την ψυχή τους στα δυο της πόδια και να πορευτούν για να μαθητεύσουν πια όλες τις μέρες τους στο θαύμα.

Κι είναι κι οι καινούριοι μας ήρωες. Αξιωματικοί του Ναυτικού, πυροσβέστες, απλοί φαντάροι, που τους βρήκε ο Χάρος στο φτερό, την ώρα που ανυποψίαστοι, περήφανοι αετοί πετούσαν στο γαλάζιο αθώο χρώμα του ουρανού τους. Εκεί στο Μαρί, το πρωινό της 11ης Ιουλίου 2011 καταγράφηκε άλλη μια αυτοχειρία της ζωής, με πολλά ερωτηματικά μα κυρίως με θλιβερές τελείες.

Και πώς κοιτάζει κανείς , χρόνια τώρα στις φωτογραφίες, εκείνα τα αθώα μάτια που στάλθηκαν να σβήσουνε φωτιές κι άναψαν φλόγες από πόνο στα σωθικά της αγάπης; 
Και πώς σβήνει αλήθεια ο καιρός ο διαβατάρης τον έρωτα που έμεινε πίσω να ξετυλίγει τον μίτο της Αριάδνης κι έξοδο δεν βρίσκει μες στον λαβύρινθο της Λύπης;

Ιούλιε, Ιούλιε, πάλι είσαι εδώ, με όλους τους λύκους λογισμούς, με όλα τα μπαστούνια σου κι εγώ τον ήλιο σου δεν νιώθω μήτε τη θάλασσά σου. Βουτώ μες στα ρηχά νερά σου και βυθίζομαι. Και μια ηλιαχτίδα σου δραπέτη ψάχνω μες στην παραζάλη της Ιστορίας, να καβαλήσω να σωθώ.
Ελένη Αρτεμίου Φωτιάδου

Με το φακό των λέξεων

Ελένης Αρτεμίου Φωτιάδου
Ετοιμαζότανε να δώσει μια ακόμα μάχη. Ζωής και θανάτου. Ζωή η αξιοπρέπεια, θάνατος η σιωπή που σε ρίχνει στη νύχτα. Μάζευε ένα ένα τα όπλα της καθώς κοίταζε επίμονα το είδωλό της στον καθρέφτη. Το ατσαλάκωτο ταγιέρ της έκρυβε επιμελώς την αναστάτωση της ψυχής και του κορμιού. Κούμπωσε ως επάνω τη λευκή μπλούζα, επιμελήθηκε την τελευταία σεμνή λεπτομέρεια στην όλη εμφάνισή της. Κι από κάτω ακριβώς, μια καρδιά ανάστατη πολεμούσε με το θάρρος και την ντροπή αντάμα. Πήρε την τσάντα με δάχτυλα που τα λύγιζε ακόμα ο δισταγμός. 

Άκουσε τον άντρα της να μπαίνει στο μπάνιο, πήρε βαθιά ανάσα, άνοιξε την εξώπορτα και χύθηκε μέσα στους δρόμους και στις σκέψεις της. Την αγαπούσε τη δουλειά της, γι΄αυτήν άλλωστε είχε αφιερώσει τόσα χρόνια σπουδών. Η δημοσιογραφία κινητοποιούσε τη φαντασία, την έμφυτη περιέργεια και έγνοια για τον κόσμο και τους ανθρώπους γύρω της. Μα έφτασε μια αλλαγή στα στελέχη του εκδοτικού κολοσσού που την εργοδοτούσε, για να έρθει η ανατροπή και τελικά η μεγάλη απόφαση. 

Τρία βράδια τώρα την άφηνε άγρυπνη ένας μεγάλος θυμός, που ερχότανε στο προσκεφάλι της με τα ηδυπαθή εκείνα μάτια του καινούριου διευθυντή , την ώρα που χυδαία άδειαζαν επάνω της όλη τη λαίμαργη φύση του αρσενικού. Τίποτα δεν τα σταμάτησε. Ούτε η βέρα στο δεξί χέρι ούτε η σεμνή παρουσία της στο γραφείο. Αντίθετα αυτό την έκανε πιο ελκυστική λεία στο βλέμμα του , ένα σπάνιο τρόπαιο που έπρεπε να συμπεριλάβει στη συλλογή του .

Ανέβηκε τις σκάλες μέχρι τον τρίτο λες και την έσπρωχνε αμίλητο το πεπρωμένο της. Πέρασε πρώτα από το γραφείο της. Κοίταξε τον χώρο που τόσο αγάπησε με μια πίκρα στην άκρη των βλεφάρων να πεταρίζει πότε με συγκρατημένη οργή και πότε με μια θλίψη σαν τεράστιο αγίνωτο όνειρο. ΄Υστερα πήρε βαθιά ανάσα, όρθωσε το κορμί, έσφιξε την καρδιά και βγήκε ετοιμοπόλεμη στον διάδρομο. Δεν χτύπησε την πόρτα του. 


Το χτύπημα ήθελε να είναι μόνο στον αντρικό εγωισμό του. Μπήκε σε ένα δωμάτιο με ημίφως και σκιές. Οι βαριές κουρτίνες έπεφταν σαν οχυρά ενάντια στον ήλιο και στις μικρές απόπειρες διείσδυσής του στον επαγγελματικό χώρο. Μισόκλεισε τα μάτια προσπαθώντας να εντοπίσει την παρουσία του . Δεν ήταν ως συνήθως , αγέρωχος και αλαζόνας μπροστά στο δρύινο γραφείο του. 

 Το κορμί του γέμιζε άτσαλα τη μεγάλη δερμάτινη πολυθρόνα πλάι στο παράθυρο. K ι έμοιαζε λες και κάποιος τον είχε εγκαταλείψει άσπλαχνα εκεί , με τα μάτια στυλωμένα στο λευκό ταβάνι, τα χέρια σαν σπασμένα κουπιά, το κορμί ολόκληρο σαν κουφάρι που ξεβράζει η μέρα σε ώρες γεμάτες βράχια και ναυάγια. 

΄Ενα χαρτί πάλευε να ξεφύγει από τα δάκτυλά του μα τελικά έμενε εκεί , άβουλο , ανυπεράσπιστο, μην μπορώντας να ακολουθήσει τους νόμους της πτώσης. Τον κοίταξε αναποφάσιστη. Κάτι καινούριο, άγνωστο και απειλητικό πλανιότανε μέσα στο δωμάτιο αφοπλίζοντας την προσχεδιασμένη επίθεσή της. 

Έκανε ένα βήμα προς τα πίσω, έτοιμη για υποχώρηση . Τη σταμάτησε με ένα νεύμα του χεριού του, καθώς το χαρτί υπάκουε επιτέλους στη μοίρα του και έπεφτε ανήμπορο στο πάτωμα. Η φωνή του ακούστηκε σαν από κόσμο μακρινό φερμένη. «Πεθαίνω», ψιθύρισε. « Και δεν πρόλαβα να αγαπήσω όλα όσα θα έπρεπε!».
Ελένη Αρτεμίου Φωτιάδου