Sunday, April 26, 2015

Με το φακό των λέξεων

Ελένης Αρτεμίου-Φωτιάδου

Είναι ένας από τους πολλούς. ΄Η είναι οι πολλοί που μοιάζουνε στον ένα. Και τα πολλά που δεν διαφέρουν μεταξύ τους καθώς σφίγγονται για την επιβίωση. Γι΄αυτά τα κουρασμένα χέρια, μιλώ, που ακουμπάνε ώρες αμέτρητες, χρόνια θολά κι αδιευκρίνιστα επάνω στο τιμόνι , καβάλα σε ένα ταξί που οργώνει τους δρόμους της Αθήνας κυνηγώντας τον άρτο τον επιούσιο. Κι ο οδηγός, ένας από τους πολλούς που μοιάζουν μεταξύ τους, αφού τους χαράζει τη μέρα η ίδια έγνοια: Η συνέχεια κι η αξιοπρέπεια του βίου. Δύσκολα , βλέπετε τα χρόνια. Δύσκολα και σκληρά. Η ρόδα…δεν κυλάει όπως παλιά. Γιατί τίποτα πια δεν είναι όπως παλιά. Βγήκε στους δρόμους ο φόβος και αλωνίζει. Κι έχει αγκαλιά την ανασφάλεια, την ανεργία. Στην καλύτερη περίπτωση ένας πενιχρός μισθός, ένα στενάχωρο μεροκάματο κι ΄Αγιος ο Θεός. Στη χειρότερη η ανεργία , ένα πενιχρό επίδομα, μια απελπισία που δεν παλεύεται.

Όπως εκείνη η μαυροντυμένη γυναίκα στην Ερμού, με το τενεκεδάκι στο χέρι, με τη φωνή που έμοιαζε καμπάνα από Επιτάφιο, παρακαλώντας για την ανάσταση της ελπίδας της. «Βοηθήστε σας παρακαλώ, έχω άρρωστο τον άντρα μου». Κι όπως εκείνο το πανό στο Σύνταγμα από τις απολυμένες καθαρίστριες. Και το άλλο στην Πανεπιστημίου γραμμένο με κεφαλαία αγωνία. ΟΧΙ ΑΛΛΕΣ ΑΠΟΛΥΣΕΙΣ! Τόσο κόκκινο στα γράμματα, τόσο κόκκινο στα συνθήματα, λες και μιλούσαν , λες και κραύγαζαν με τον παλμό του αίματός τους.

Και το ταξί μάς πάει προς τον Πειραιά, διασχίζοντας δρόμους, σκέψεις, συναισθήματα. Ο ταξιτζής καταλαβαίνει από τις κουβέντες μας πως ερχόμαστε από την Κύπρο. Παλιός στρατιωτικός, στη σύνταξη πια, έχει περάσει κι από το νησί μας, έχει να πει μια καλή κουβέντα για την ομορφιά και την ιστορία του χρυσοπράσινού μας φύλλου. Αυτή η πατρίδα η μικρή μας, στην άκρη της Μεσογείου, μοιάζει με καράβι που ταξιδεύει αιώνες τώρα φορτωμένο εχθρικές επιβουλές, σταυρούς από Γολγοθάδες και πεθυμιές Ανάστασης που όλο κυοφορείται και όλο αποβάλλεται σαν ασθενική ελπίδα. Αναμένουμε πάντα τη μία, την εύρωστη, που θα έρθει τροπαιοφόρος, ειρηνοφόρος και θα καθίσει επί θρόνου λαμπρού κι αμετακίνητου.

Και το ταξί όλο τρέχει στους δρόμους. Κι ο οδηγός δεν αποφεύγει τον πειρασμό να μιλήσει για την κοινή μας μοίρα, εθνική, ιστορική, τώρα πια και οικονομική. Χείμαρρος που εκβάλλει τον πόνο του στην ευαισθησία μας , στη βαθιά συνειδητοποίηση πως ο φόβος όμοια ριζώνει και γίνεται καημός, όταν ο ουρανός δεν βρέχει συνέχεια και ελπίδα. Μιλάει για τα δύσκολα με φωνή σαν τρέμουλο σπασμένης κιθάρας. «Και πώς ζει ο κόσμος;» τολμώ να ρωτήσω, διαρρηγνύοντας τον μονόλογο της θλίψης . «Δεν ζει!», απαντάει κοφτά, γαντζώνεται πιότερο στο τιμόνι του και στρίβει στη γωνία με τόση δύναμη, λες και προσπαθεί να αποφύγει όλες τις Συμπληγάδες του καιρού του. 


Να γίνει το ταξί του άξαφνα ένα καράβι που θα προσπεράσει τα επικίνδυνα βράχια, που θα αποφύγει τα λογής λογής ναυάγια και τον θάνατο που στήνει καρτέρι και θα διέλθει σαν Οδυσσέας από θυμωμένους Ποσειδώνες, Λαιστρυγόνες και Κύκλωπες, φτάνοντας αισίως στην Ιθάκη της νοσταλγίας και της αξιοπρέπειας.

Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου


No comments: